Του Γιώργου Καραμπελιά
Μια πολύ συχνή και επαναλαμβανόμενη κριτική που εισπράττουμε από συνοδοιπόρους του Σύριζα και κατ’ εξοχήν της κυρίας Κωνσταντοπούλου είναι το ότι με την άποψη μας για την αποφυγή χρεοκοπίας της χώρας και απόρριψης κάθε σκέψης για έξοδο από την ευρωζώνη υπό τις παρούσες συνθήκες συντασσόμαστε με τους μνημονιακούς και τον «συμβιβασμένο» κο Τσίπρα και όχι με τους αδιάλλακτους επαναστάτες που αρχίζουν απ’ τον Καζάκη και την Ελεύθερη Ώρα και φθάνουν στην πρόεδρο της Βουλής, περνώντας από την Ανταρσύα, τον Αλαβάνο, το Αριστερό Ρεύμα και τον Αντ. Νταβανέλο.
Για να διευκρινίσουμε λοιπόν τα πράγματα, εμείς απ’ το 2012 είχαμε αντιταχθεί στη λογική μιας μετωπικής αντιπαράθεσης, με άμεση διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, γιατί γνωρίζαμε ότι αυτή είχε μόνο δύο διεξόδους. Είτε την υποταγή με λιγότερες ή περισσότερες υποχωρήσεις, είτε την έξοδο από την ευρωζώνη και το ευρώ. Γι’ αυτό, από τότε, συστήνουμε επίμονα αυτό που έχουμε χαρακτηρίσει ως «ανταρτοπόλεμο» μακράς διάρκειας έτσι ώστε να συγκροτηθούν εκείνες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τα μνημονιακά τετελεσμένα. Και γι’ αυτό συμμετείχαμε ενεργά στο αντιμνημονιακό κίνημα, προσπαθώντας να επιβάλλουμε μια λογική σοβαρότητας η οποία και στην πραγματικότητα απέφερε συγκεκριμένους πολιτικούς καρπούς, όπως η ανάδειξη του ζητήματος των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, η ανάδειξη του ζητήματος της παραγωγικής ανασυγκρότησης και η κατάδειξη του ουσιαστικά παράνομου χαρακτήρα ενός μεγάλου ποσοστού του χρέους που είχε επιβληθεί ιδιαίτερα από τον ΓΑΠ με εξευτελιστικούς και απαράδεκτους όρους.
Η άποψή μας ήταν πως με την σταδιακή συσσώρευση δυνάμεων στο επίπεδο της κοινωνίας και των θεσμών (ιδιαίτερα τοπική αυτοδιοίκηση) θα γινόταν δυνατή η συγκρότηση ενός κινήματος το οποίο τα επόμενα χρόνια –και οι χρονικοί μας υπολογισμοί το τοποθετούσαν από το φθινόπωρο του 15 και μετά, για χιλιάδες λόγους, ποσοτική χαλάρωση, Ποδέμος στην Ισπανία, τέλος της τυπική μνημονιακής περιόδου– θα ήταν δυνατό να εκφραστεί και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, διεκδικώντας ακόμα και την αλλαγή της κυβερνητικής εξουσίας.
Αντ’ αυτού, επιλέχθηκε η στρατηγική μιας μετωπικής αντιπαράθεσης από δυνάμεις ετερόκλητες με μοναδικό στόχο, την κατάληψη και νομή της εξουσίας. Έχουμε τονίσει αναρίθμητες φορές πως μια τέτοια κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ουσιαστικές αλλαγές. Αντίθετα θα οδηγούσε στο κάψιμο όλων των διεκδικήσεων του αντιμνημονιακού κινήματος, είτε μέσω καταιγιστικών υποχωρήσεων, είτε μέσω μιας ακόμα μεγαλύτερης καταστροφής που θα επέφερε τόσο στο οικονομικό πεδίο (με τη δραματική υποτίμηση που θα προκαλούσε) όσο και κυρίως στο γεωπολιτικό επίπεδο, μία έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Παρ’ όλα αυτά στο αντιμνημονιακό κίνημα η άποψή μας παρέμενε μειοψηφική και κυριάρχησαν είτε οι τυχοδιώκτες, είτε αυτούς που αποκαλούν «ψεκασμένους», χωρίς καμία συναίσθηση και συνείδηση των προβλημάτων της χώρας, και οι οποίοι προτείνοντας εύκολες μαγικές λύσεις, παρέσυραν και την πλειοψηφία του αντιμνημονιακού κινήματος. Τι να θυμίσουμε άραγε; Τον χρυσαυγιτισμό ενός μεγάλου τμήματος αυτού του χώρου; Την λογική του γαία, πυρί μειχθήτω; Να ψηφίζουν Κασιδιάρη στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας και ταυτόχρονα Δούρου στην περιφέρεια; Με μια ηροστράτεια λογική γενικευμένης κατεδάφισης με τη λογική ότι εν τέλει την οποία κάτι καλό θα έβγαινε. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και των περιβόητων συνιστωσών του στις οποίες περιλαμβάνονται από παρ’ ολίγον Κουβελικούς (τύπου Παπαδημούλη) έως ακραίους αντιπάλους της ευρωζώνης και του ευρώ, και όλα αυτά κάτω από την κοινή ομπρέλα ενός κόμματος και μιας κυβέρνησης που διακήρυσσε πως η παραμονή στο ευρώ είναι αδιαπραγμάτευτη. Και όμως και οι οπαδοί της «ρήξης» και οι οπαδοί του «συμβιβασμού» συμπορεύονταν χωρίς περίσκεψη και αιδώ για να κατακτήσουν την περιπόθητη εξουσία «και μετά βλέπουμε».
Επρόκειτο για μια παρά φύση και απόλυτα οπορτουνιστή συμμαχία, στην οποία μόνον εμείς αντιταχθήκαμε – εγώ προσωπικώς και το Άρδην αρνηθήκαμε να συμμετέχουμε στις εκλογές μαζί με τους ΑΝΕΛ, συμμετοχή που θα μας εξασφάλιζε και κάποιους βουλευτικούς θώκους. Γιατί προφανώς θεωρούσαμε αδιανόητη την κοινή κάθοδο στις εκλογές κάτω από το ίδιο σχήμα ανθρώπων με ριζικά αντίθετες επιλογές και κατευθύνσεις και μάλιστα όχι πάνω σε γενικά θεωρητικά ζητήματα αλλά πάνω στα άμεσα και ζέοντα ζητήματα του χρέους, των μνημονίων και της αντιμετώπισής τους. Γι’ αυτό, και θεωρούσαμε ανέντιμη και πολιτικά αδιέξοδη τη στάση όλων εκείνων που έθαβαν αυτή τη ριζική αντίθεση για να κατακτηθεί η εξουσία και «μετά βλέπουμε».
Θεωρούσαμε λοιπόν πως η άνοδος στην εξουσία κάνω υπ’ αυτές τις συνθήκες απειλούσε με νέες συμφορές τον ελληνικό λαό και με ολοκληρωτική καταστροφή το αντιμνημονιακό κίνημα και τα αιτήματά του:
1ο Διότι απειλούσε όπως ήδη το έκανε να θάψει το ζήτημα της διαγραφής του χρέους που ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε η νέα κυβέρνηση ήδη την πρώτη εβδομάδα της ανόδου της στην εξουσία.
2ο Διότι στα ίδια πλαίσια κινδύνευε να καταστρέψει το αίτημα του λογιστικού ελέγχου του χρέους όπως και γίνεται σήμερα με τη φιέστα που εγκαινίασε με τόσο ταρατατζούμ η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Υπήρχαν δύο πιθανές εκδοχές αντιμετώπισης. Η μία αυτή που πολλοί πρότειναν και συνεχίζουμε να προτείνουμε εμείς, δηλαδή η συγκρότηση μιας επιτροπής από την ελληνική κυβέρνηση, περιβεβλημένη με το κύρος της, η οποία να θέσει το ζήτημα των ίδιων των μνημονιακών δανείων ως δανείων ουσιαστικά παράνομων και βλαπτικών – όταν το ίδιο το ΔΝΤ είχε μιλήσει για τα τεράστια λάθη που είχαν διαπράξει οι δανειστές.
Μία τέτοια επιτροπή μετά την πραγματοποίηση των απαραίτητων ελέγχων και ενεργειών θα μπορούσε και θα έπρεπε να φέρει το ζήτημα στους ίδιους τους θεσμούς του ευρωκοινοβουλίου, διεκδικώντας την ακύρωση των βλαπτικών για τον ελληνικό λαό δανείων. Αντ’ αυτού επιλέχθηκε και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς –όταν η γραμμή της κυβέρνησης είναι η αποδοχή του χρέους και η διαπραγμάτευση διευκολύνσεων και μόνον–, μια επικοινωνιακή φιέστα παράτυπη διότι δεν έχει συγκροτηθεί με κανονικές διαδικασίες στη Βουλή και της οποίας τα αποτελέσματα όποια και να είναι, δεν θα έχουν καμία νομική ισχύ. Έτσι, καίγεται ουσιαστικά και το ζήτημα της επιτροπής λογιστικού ελέγχου.
3ο Όπως επισημαίνουμε εδώ και χρόνια αποφασιστικό όπλο της Ελλάδας στο μπρά ντε φερ με τη γερμανική Ευρώπη είναι το ζήτημα των επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου. Και το αντιμνημονιακό κίνημα και εμείς ως Άρδην κάναμε ότι μπορούσαμε για να προβάλλουμε και να αναβαθμίσουμε το ζήτημα – και τα αποτελέσματα ήταν σημαντικά. Ήδη η Τράπεζα της Ελλάδας και η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υποχρεωθεί να προχωρήσει στην αποτίμηση των επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου και είχε ήδη συγκροτήσει και σχετική κοινοβουλευτική επιτροπή, ενώ με την άνοδο της νέας κυβέρνησης το ζήτημα προβλήθηκε ακόμα περισσότερο. Όμως όταν η συζήτηση γίνεται από μια κυβέρνηση πιασμένη από το λαιμό, τότε καταλήγουμε σε απαράδεκτες δηλώσεις περί ηθικού χαρακτήρα του χρέους, όπως αυτές που έκανε ο πρωθυπουργός στο Βερολίνο.
4ο Στο ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, η λογική της ταχείας ανάληψης της εξουσίας, όπου χρειάζεται άμεσα «ζεστό χρήμα» ώστε να καλυφθούν οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας, καταστρέφει κάθε προοπτική για ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση. Αντίθετα οδηγούμαστε σε επιστροφή στο μάνα εξ ουρανού που περιμένουμε από τον τουρισμό, βαθαίνοντας και επιτείνοντας τον παρασιτικό και εξαρτώμενο από έναν εξωγενή τομέα χαρακτήρα της οικονομίας της χώρας.
Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επ’ αόριστον με όλα τα βασικά ζητήματα τα οποία «καίει» μια τυχοδιωκτική ανάληψη της εξουσίας. Μια ανάληψη της εξουσίας που απ’ την αναθεώρηση των συνταγματικών βάσεων του ελληνικού κράτους που επιζητούσε το αντιμνημονιακό κίνημα κατέληξε στην εκλογή του … Προκόπη Παυλόπουλου στην προεδρία της Δημοκρατίας και την ντροπιαστική παραμονή του Κατρούγκαλου στην εξουσία.
Για άλλα ζητήματα βασικού χαρακτήρα όπως η παιδεία, το μεταναστευτικό, το δημογραφικό, ας μην γίνεται καν συζήτηση γιατί είναι βέβαιο ότι η παρούσα κυβέρνηση θα είναι χειρότερη ακόμα και από τις προηγούμενες.
Τέλος, και όχι λιγότερο σημαντικό, η προδιαγεγραμμένη αποτυχία μιας τυχοδιωκτικού τύπου κατάληψης της εξουσίας από ένα μέρος των αντιμνημονιακών δυνάμεων, θα έχει σαν συνέπεια το «ξέπλυμα» των παλιότερων μνημονιακών κομμάτων, την αναβάθμιση και «ομαλοποίηση» της παρουσίας της Χ.Α. συνεπικουρούσης και της προέδρου της Βουλής, και την πιθανότατη ενίσχυση, ποιος ξέρει και νεκρανάσταση, των παλιών μνημονιακών κομμάτων γιατί θα έχει αποδειχθεί πως οι αντιμνημονιακοί είναι τα ίδια και χειρότερα με αυτούς.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα είχαμε δύο επιλογές. Είτε μια επιλογή κριτικής στήριξης, όπως κάναμε τους δύο πρώτους μήνα της ανόδου στην εξουσία της κυβέρνησης, παρέχοντάς της την χρονική δυνατότητα να μας εκπλήξει θετικά, είτε την επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα, η οποία κατεδείχθη μετά από δυόμιση μήνες παρουσίας. Η λεγόμενη «κριτική στήριξη» είναι πλέον απολύτως αδιέξοδη διότι αφήνει το πεδίο της αντιπολίτευσης μόνο στις κατεστημένες δυνάμεις, δηλαδή το ακριβώς αντίστροφο από αυτό που ισχυρίζονται οι επικριτές μας. Τον Σαμαρά και την ΝΔ τους ενισχύουν μόνο όσοι της παρέχουν το μονοπώλιο της κριτικής των πεπραγμένων της κυβέρνησης. Έτσι λοιπόν δεν ταυτιζόμαστε ούτε με την Κυβέρνηση, ούτε με τις επικρίσεις των μνημονιακών της αντιπάλων, αλλά αντίθετα, προσπαθούμε να προβάλλουμε μια σοβαρή αντιπολιτευτική πρόταση που επιχειρεί μάλιστα να διασώσει –κατά το δυνατό– τα αιτήματα του αντιμνημονιακού κινήματος.
Και όσο για τον «ποιον υποστηρίζουμε» ανάμεσα στις δύο γραμμές που αναδεικνύονται στο εσωτερικό της κυβέρνησης, την γραμμή «έντιμου συμβιβασμού» των Τσίπρα– Δραγασάκη, ή της «ρήξης», Κωνσταντόπουλου– Λαφαζάνη, είναι σαφές πως εμείς δεν «υποστηρίζουμε» καμία από τις δύο, γιατί δεν συμφωνούμε ούτως ή άλλως με την κυβέρνηση.
Απλώς, αντιμετωπίζοντάς τους ως μία διαφορετική από μας πολιτική πρόταση, η στρατηγική μας συνίσταται στο να εμποδίσουμε κατά το δυνατόν να κυριαρχήσουν οι πιο καταστροφικές επιλογές, δηλαδή εκείνες της εξόδου από το ευρώ και την ευρωζώνη. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν μέχρι τον Νοέμβρη του 2011 ο Σαμαράς ήταν ενάντια στα μνημόνια σε αντίθεση με την μνημονιακή Ντόρα Μπακογιάννη, προτιμούσαμε τον Σαμαρά στη ΝΔ και όχι την Μπακογιάννη, παρότι ποτέ δεν ταυτιστήκαμε με την ΝΔ.
Έτσι και τώρα, όντας αντίθετοι στη συνολική κυβερνητική πολιτική, προτιμούμε προφανώς την παραμονή στην ευρωζώνη –η οποία θα επιτρέψει αύριο, την ανατροπή πολλών από τα μνημονιακά μέτρα από ένα λαϊκό κίνημα και μια κυβέρνηση που θα βρίσκονται σε καλύτερες συνθήκες–, από μία καταστροφική έξοδο από το ευρώ η οποία θα έχει ανεπανόρθωτες οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες.
Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό και θέλει να αποκαλείται και πατριώτης είναι προφανές ότι δεν έχει καταλάβει τίποτα, ή μάλλον νοιώθει κομμάτι αυτού του χώρου και άρα εμπλέκεται και στις εσωτερικές του διαμάχες και συντάσσεται είτε με τους «συμβιβαστές» είτε με τους δήθεν «ρηξιακούς»!
Εμείς επειδή επιθυμούμε μια πραγματική ρήξη με τις μνημονιακές και εθνομηδενιστικές ελίτ της χώρας, επιθυμούμε την διαμόρφωση ενός σοβαρού και όχι ψευδεπίγραφου αντιμνημονιακού προγράμματος και γι’ αυτό διατηρούμε την αυτονομία της σκέψης και της δράσης μας.
Εμείς, επειδή έχουμε αποφασίσει πως είμαστε έξω και πέρα από αυτόν τον χώρο, γι’ αυτό τους αντιμετωπίζουμε σαν μία ακόμα συστημική κυβέρνηση, που μάλιστα οδηγείται σε νέο μνημόνιο, και κοιτάμε πως θα γίνει η μικρότερη δυνατή ζημιά.
Επομένως, επιμένουμε σε μια πραγματική επιτροπή λογιστικού ελέγχου, σε μέτρα για την ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, σε αντιμετώπιση του δημογραφικού και μεταναστευτικού ζητήματος, σε στοιχειοθέτηση και οικοδόμηση ενός ισχυρού κινήματος με πανευρωπαϊκές διαστάσεις για το ζήτημα των αποζημιώσεων και του κατοχικού χρέους, και βεβαίως δεν ξεκινάμε φτιάχνοντας ψευδοπρογράμματα επί χάρτου και διεκδικώντας την εξουσία όπως κάνει κάθε καρεκλορήτορας των καφενείων ή πλέον του διαδικτύου, αλλά επιθυμούμε τη συγκρότηση ενός ισχυρού δημοκρατικού και πατριωτικού πολιτικού πόλου που θα αντιμετωπίσει τη δεξιά και ακροδεξιά επιστροφή που απεργάζονται έστω και αθέλητα οι κάθε είδους τυχοδιώκτες.
9 Απριλίου 2015
Διαβάστε ακόμα:
Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο: Η διαλεκτική της Αποικίας Χρέους
5 ΣΧΟΛΙΑ
Το να προβάλλεις ανθρώπους με προφανή ψυχολογικά προβλήματα όπως η κυρία Κωνσταντοπούλου όχι μόνο δεν βγάζει στο πουθενά, αλλά συμβάλλει στην δημιουργία “προσωπικοτήτων” της πολιτικής, τους οποίους θα λούζονται και άνθρωποι σήμερα όμως και οι επόμενες γενιές. Τι να πεί αυτή η γυναίκα που δείχνει φαινόμενα υστερίας; Τρώμε τον καιρό μας έτσι
Υποθέτοντας καλή τη πίστει ότι η στρατηγική που προκρίνετε,αυτή του ανταρτοπολέμου δηλαδή,είναι η βέλτιστη,ενώ εμείς που εισηγούμαστε την ρήξη(ειρωνεία που ο τίτλος του εντύπου σας και αυτής της σελίδας είναι ακριβώς αυτός..)είμαστε όπως δεν πάυετε να τονίζετε,”τυχοδιώκτες” αθέλητοι έστω,”καρεκλορήτορες”,”δήθεν ρηξιακοί”,κοντολογίς επικίνδυνοι για το ες αεί υπο διαμόρφωση κίνημα,δεν πιστεύετε ότι οφείλεται να την εξειδικεύσετε?
Συγκεκριμένα,μιας και συστηματικά,ώσαν ο διάβολος το λιβάνι,αποφεύγετε να τοποθετηθείτε πάνω στο καίριο ερώτημα-να υπογράψει ο Τσίπρας το νέο μνημόνιο ή όχι-πείτε μας πως θα αναπτυχθεί αυτό το ιδιότυπο αντάρτικο έχοντας την χώρα εγκλωβισμένη στη μνημονιακή πραγματικότητα? Όσο παγιώνεται το φάσμα πολιτικών που συνεπάγεται αυτή,η όποια αντίσταση θα καθίσταται δυσχερέστερη και προοδευτικά αδύνατη.Αυτό ισχύει από την αρχή του μνημονιακού δρόμου μέχρι σήμερα.
Σε ποια Ευρώπη θα μιλήσουμε για κατοχικό δάνειο όταν και οι ίδιοι οι λαοί στο σύνολο τους το αντιμετωπίζουν ως έναν επικύνδυνο αταβισμό ή επί τα χείρω ως μια διαλυτική για το περίφημο ευρωπαικό οικοδόμημα τους αποκοτιά?Από που τεκμαίρεται η πίστη ότι η σχετική ισχύς της Γερμανίας στην ΕΕ θα περιοριστεί? Από κάποιο αστείο ιστορικό αξίωμα ότι όποτε αυτή κυριεύεται από αλαζονία και οδηγείται στην ύβρη,τότε μοιραία ηττάται?
Αντιλαμβάνεστε ότι πολύ απλά μπορεί να μην έχουμε το χρόνο και την πολυτέλεια να περιμένουμε αν και πότε αυτό θα συμβεί γιατί μέχρι τότε οι βλαβερές επενέργειες των υψηλής έντασης πολιτικών προτεκτορατοποίησης θα έχουν ολοκληρωθεί?
Αυτά είναι ζητήματα στρατηγικής και τακτικής για τα οποία πρέπει να τοποθετηθείτε μιας και ορθά εσείς είχατε μιλήσει ακριβώς για αυτό ακριβώς το έλλειμα.
Εκτός και αν η προσέγγιση σας είναι,ότι η συνέχεια της εφαρμογής των εκπορευόμενων από τους δανειστές-δυνάστες πολιτικών του μνημονίου,θα συμβάλλει μακροπρόθεσμα στη συγκρότηση ενός γνήσιου επαναστατικού υποκειμένου και τότε θα επιτευχθεί “μια πραγματική ρήξη με τις μνημονιακές και εθνομηδενιστικές ελίτ της χώρας”.Αυτή όμως η νοσηρή προσέγγιση είναι εξ ίσου,αν όχι περισσότερο,ηροστράτεια από μια ολική ρήξη τώρα.Και μάλιστα τόσο αν επιτύχει,όσο και αν αποτύχει.
Σε μια περίοδο τόσο βαθιάς κρίσης που περνάει η χώρα (και η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι πρωτίστως κρίση παρακμής, πνευματικής, πολιτισμικής και ηθικής, και δευτερευόντως οικονομικής), αν συνεχίσουμε να αντιδρούμε υστερικά, το μόνο που θα πετύχουμε είναι να βουλιάξουμε ακόμα πιο βαθιά στον βάλτο και να μην μπορέσουμε να βγούμε ποτέ ξανά. Το περίφημο επιχείρημα ότι “εδώ που φτάσαμε, τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; Ας προχωρήσουμε τη ρήξη μέχρι τις τελικές συνέπειές της και ας επιστρέψουμε στη δραχμή” αγνοεί ότι υπάρχουν και πολύ χειρότερα. Και το χειρότερο δεν είναι μόνο ότι θα πεινάσουμε (πραγματικά, τότε) αλλά ότι η χώρα θα μεταβληθεί σε ζούγκλα, θα κυριαρχήσει ο πόλεμος όλων εναντίον όλων και, δεδομένης της γεωγραφικής θέσης της χώρας, θα κινδυνέψει με αφανισμό ο ίδιος ο ελληνισμός. Και αυτό δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας γιατί τα δείγματα μιας τέτοιας εξέλιξης είναι ήδη μπροστά μας: η χώρα περνάει πρωτοφανή δημογραφική κρίση, η παραγωγική της βάση έχει καταρρεύσει, οι νέοι την εγκαταλείπουν σωρηδόν για την Εσπερία, ενώ εμείς που έχουμε απομείνει εδώ καυγαδίζουμε μεταξύ μας με άναρθρες καραυγές εκτοξεύοντας ο ένας στον άλλον κατηγορίες για μνημονιακή ή αντιμνημονιακή ρητορική. Και πάνω στη σύγχυση, αρχίσανε και οι “αντιεξουσιαστές” να κατεδαφίζουν την πόλη.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ενδιαφερόταν πραγματικά για την έξοδο της χώρας από την κρίση (και δεν ήταν ο τελευταίος πυλώνας του σάπιου πολιτικού συστήματος), δεν θα έδειχνε τέτοια πρεμούρα να καταλάβει την εξουσία, την οποία τώρα δεν ξέρει τι να την κάνει και μας έχει φλομώσει στα πανηγυρτζίδικα εφφέ μήπως και ξεχάσουμε την ανικανότητά του.
Αντίθετα, θα φρόντιζε πρώτα να οργανώσει τον λαό στη βάση, με συνεταιριστικές, αυτοδιαχειριστικές πρωτοβουλίες παραγωγικής ανασυγκρότησης, με δομές αλληλεγγύης στις γειτονιές και στην επαρχία και πολλά άλλα. Θα έθετε ζητήματα αποκέντρωσης, συγκράτησης της μετανάστευσης των νέων και γενικά θα προετοίμαζε τον κόσμο να αντιμετωπίσει με τις δικές του δυνάμεις την κρίση, διαμορφώνοντας παράλληλα και ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάκαμψης, που, όπως απεδείχθη, απουσιάζει παντελώς. Με άλλα λόγια, θα είχε όραμα για το πώς βλέπει την Ελλάδα σαν μια πραγματικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα. Αντ’ αυτού, προτίμησε να καταλάβει εξ εφόδου τα ερειπωμένα Χειμερινά Ανάκτορα να διαχειρίζεται μια τρομακτική κρίση πατώντας σε δυο βάρκες (και μέσα στο ευρώ και ρήξη με την ευρωζώνη) και, με ψευτομαγκιές και πανηγύρια, να μας οδηγεί κατ’ ευθείαν σε άλλο ένα πενταετές μνημόνιο με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Ένα όραμα για την Ελλάδα, όμως, και πρωτοβουλίες για ανάπτυξη άλλων δομών στη βάση, δυστυχώς, απαιτεί σκληρή δουλειά από όλους μας, απαλλαγή από τη νοοτροπία της ανάθεσης (στους εκάστοτε σούπερμαν) και όχι άλλη επανάσταση του πληκτρολογίου. Και, τέλος πάντων, αρκετά με το τρομοκρατικό επιχείρημα ότι όποιος δεν συμφωνεί με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι με τους μνημονιακούς. Αυτά τα χορτάσαμε με το παραπάνω από την εποχή του περίφημου υπαρκτού σοσιαλισμού και επί παντοδυναμίας του ΚΚΕ. Ή μήπως να προετοιμαζόμαστε για μια επανάληψη αυτής της κακόγουστης και επικίνδυνης ταινίας; !
Ήταν εξ΄αρχής αντιληπτό ότι η παρούσα κυβέρνηση λόγω των εσωτερικών αντιφάσεων κάθε ενός από τα κόμματα που την απαρτίζουν , όσο και στο σύνολό της ήταν εξ΄αρχής προορισμένη να οδηγηθεί στο αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί.
Ήταν ακόμα αντιληπτό ΄ότι η διαφαινόμενη νέα κυβερνητική πλειοζηφία ουδεμία στρατηγική διέθετε και ότι θα πορευόταν κατά το ΄΄ βλέποντας και κάνοντας΄΄ στο ΄΄ άγνωστο με βάρκα την ελπίδα ΄΄ , όπως και κάνει . Ήταν παρομοίως αντιληπτό ότι εκ των κοινωνικο – πολιτιστικών και πολιτικών συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί αποτελούσε την μοναδική εναλλακτική επιλογή του εκλογικού σώματος, στην οποία, μπορούσαμε να προβλέψουμε ότι με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγηθεί , όπως και έγινε.
Προβλέψιμες, και λίγο – πολύ αντικειμενικής αιτιολόγησηςκαι αναπόφευκτες επομένως εξελίξεις έλαβαν χώρα και οδήγησαν στη σημερινή πραγματικότητα.
Με το να προβάλει κανένας εναλλακτικά σενάρια, που μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν και επικρατούν δεν είναι εφαρμόσιμα , αναδεικνύει μεν την πολιτική του σοφία και υπεροχή απέναντι στους υπόλοιπους ” πολιτικά ανεπαρκείς ”, αλλά το πραγματικά ζητούμενο είναι να παρέχουμε προσφορά όχι στην ματαιοδοξία μας , αλλά στη χώρα μας. Πρέπει επομένως μια τέτοιου είδους διαδικασία να αναζητηθεί .
Με αυτή την έννοια πρέπει να αναζητηθεί εναλλακτική πολιτική – κυβερνητική πρόταση για τη δεδομένη χρονική στιγμή και κατάσταση και όχι για κάποια άλλη που θα μπορούσε θεωρητικά να υφίσταται , αλλά δεν υφίσταται.
Κατά δεύτερο η διαίρεση του πατριωτικού δημοκρατικού χώρου σε ” ψεκασμένους”, ”καρεκλοθήρες’,’ ” τυχοδιώκτες” , ” σώφρονες ” ,” ρεαλιστές ” κ.λ.π. διασπά τον χώρο και δεν βοηθάει τον μεταξύ τους διάλογο και σύνθεση στην κατεύθυνση ενός εναλλακτικού πολιτικού – πατριωτικού πόλου, παρά το ότι γίνεται στο όνομα ενός τέτοιου σημαντικού σκοπού.
Το καλύτερο που θα μπορούσε να αναζητηθεί , αντί της στείρας αντιπαράθεσης, που φαίνεται να τείνει να μονιμοποιηθεί, θα ήταν μια απόπειρα συντεταγμένου διαλόγου και επικοινωνίας σε αυτό το χώρο, που φαίνεται έτοιμος , ιδιαίτερα λόγω των συνθηκών, να ανταποκριθεί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
“Ως πότε παλληκάρια θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια στις ράχες στα βουνά.
Σπηλιές να κατοικούμε να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγουμε απ’ τον κόσμο για την πικρή σκλαβιά.
Να χάνουμε αδέρφια πατρίδα και γονείς,
τους φίλους τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς.
Καλύτερα μιας ώρας Ελεύθερη Ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.” ~
Ρήγας Βελεστινλής, ασυμβίβαστος επαναστάτης και πρωτομάστορας της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1757 – 1798)
Υ.Γ. Προσπαθήστε αγαπητέ κ. Καραμπελιά και οι υπόλοιποι στο ΑΡΔΗΝ-ΡΗΞΗ να κρατάτε ως παρακαταθήκη στην πράξη τις αρχές και τις ιδέες αυτού του μέγιστου Έλληνα στην καρδιά και την ψυχή, του οποίου μάλιστα τ’ όνομά έχετε δώσει στην αίθουσα των διαλέξεων σας. Και όχι να είστε μόνο λόγια χωρίς ουσία που κουράζουν ακόμα και τους καλύτερους ακροατές σας…
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ