Στο 2 τεύχος της ΡΗΞΗΣ είχαμε αποπειραθεί μια ανάλυση του έργου του Διονύση Σαββόπουλου —σε πιο βαθμό έκφραζε ή μπορούσε να εκφράσει τα οράματα και τις ανησυχίες ενός κόσμου που ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’60 προχώρησε μέχρι την δεκαετία του ’70 εκφράζοντας την «αμφισβήτηση», την αντιπαλότητα με τον κόσμο της παράδοσης της μεταπρατικής δεξιάς και της εθνικοαναπτυξιακής αριστεράς. Πράγματι εκείνη την πορεία του Διονύση Σαββόπουλου όχι μόνο την νιώθαμε δική μας αλλά ταυτόχρονα σε μια χώρα όπου ο κοινωνικοπολιτικός λόγος ήταν υπανάπτυκτος και αιχμάλωτος μιας παρωχημένης γλώσσας ο Σαββόπουλος μπορούσε να εκφράσει το ανείπωτο, εκείνο που νιώθαμε αλλά δεν μπορούσαμε να αρθρώσουμε.
Έτσι το ωρίμασμά μας ήταν ταυτόχρονο με την κίνηση του Σαββόπουλου. Ξεκινώντας από την διαδήλωση της ΕΦΕΕ μέχρι το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο και τον «ποντικό» μέχρι ορισμένα τραγούδια από τα «Τραπεζάκια έξω» ο Σαββόπουλος κατόρθωνε να εκφράζει όχι μόνο την πορεία αλλά και το «κλίμα» την ευαισθησία της κάθε στιγμής. Πάντα υπήρχαν αποκλίσεις ή γκρίνιες, αντιθέσεις και προβλήματα, όμως με τα επόμενα τραγούδια ή δίσκο εξατμίζονταν. Αυτή τη χρονιά νιώσαμε κάτι το καινούριο, στην αρχή ακαθόριστα δυσάρεστο και στην συνέχεια όλο και πιο συγκεκριμένα. Μιαν απόσταση «γενιάς». Και εδώ θα χρειαστεί να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η «γενιά του 114»
Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε και αναπτύχτηκε καλλιτεχνικά μαζί με αυτή την περιβόητη «γενιά του 114», που θα λέγαμε ότι είναι η πρώτη μεταπολεμική γενιά, μερικά χρόνια πριν και κύρια μετά το 1960, που έκφραζε μια νέα αντιπαλότητα προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες που έτειναν να ανατείλουν στην Ελλάδα μετά το 1960, σπάζοντας πια τον ομφάλιο λώρο με την μετεμφυλιακή δομή, σπάσιμο που γινόταν τόσο σε σχέση με το καθεστώς του αντικομμουνισμού και της αμερικανοκρατίας, όσο και με εκείνο της παλιάς αριστεράς. Ήταν δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο όρο η πρώτη γενιά της «αμφισβήτησης» που ξεπρόβαλε στην ελληνική κοινωνία. Και βέβαια αυτή η εμφάνιση μιας τέτοιας γενιάς δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Το ίδιο συνέβαινε μπορούμε να πούμε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη και την Αμερική. Μετά την τεράστια προσπάθεια της ανοικοδόμησης, τον ψυχρό πόλεμο, τις αντίστοιχες εθνικές ενότητες, οι «πάγοι» αρχίζουν να λιώνουν και οι νέες γενιές διεκδικούν πια όχι περισσότερη εργασία και αμοιβές απλά, αλλά μια άλλη ποιότητα ζωής.
To Status quo του ιμπεριαλισμού αμφισβητούνταν από τον Τρίτο Κόσμο, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κίνα κλπ. Ξαφνικά ο πραγματικός κόσμος εισέβαλε και πάλι στο παγωμένο από τη Γιάλτα και τον ψυχρό πόλεμο σκηνικό. Να το παγκόσμιο πλαίσιο. Και βέβαια και οι ιδεολογικές αναζητήσεις που το συνοδεύουν. Η δεκαετία του ’60 ήταν η δεκαετία της παγκόσμιας αναταραχής, της παγκόσμιας αφύπνισης ατόμων, τάξεων και εθνών. Ο Σάρτρ κύρια με το λογοτεχνικό του έργο και τις πολιτικές του τοποθετήσεις, είναι το πνευματικό σύμβολο αυτής της εποχής.
Δεν θα θέλαμε να επεκταθούμε σε ένα ζήτημα για το οποίο θα μπορούσαμε να μιλάμε ατελείωτα, είναι πια αρκετά γνωστό στις γενικές του γραμμές.
Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι να επισημάνουμε τις ιδιαιτερότητες Kat τα χαρακτηριστικά της αντίστοιχης ελληνικής γενιάς, που με το ένα πόδι πάταγε στην Ελλάδα της ψωροκώσταινας, της ανεργίας, του ραγιαδισμού, της «ήττας», και από την άλλη ψαχούλευε, οσμίζονταν, έψαχνε έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της κοινωνίας της κατανάλωσης, που για την ώρα δεν ήταν παρά ένα όραμα και πρώτες ενδείξεις μιας νέας πραγματικότητας. Μιας γενιάς που από την μια αναφερόταν στο αίτημα της δημοκρατίας, του «εκδημοκρατισμού», της «εθνικής ολοκλήρωσης» με το Κυπριακό, του τέλους του μετεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης και οραματιζόταν την ανάπτυξη πέρα από την καθυστέρηση και την ανεργία. Από την άλλη όμως μέσα από τους αγώνες των οικοδόμων για το 7ωρο. μέσα από την φοιτητική «αμφισβήτηση», που πρωτοεμφανιζόταν σε σύνδεση με την Κίνα, το Βιετνάμ, ή και κάποια άλλα «παράδοξα» φαινόμενα όπως οι «πρόβος» στην Ολλανδία («πρόδρομοι» των κράκερς), ο SDS στο Μπέρκλεϋ, οι πρώτες θεωρίες του Καστοριάδη που πέρναγαν στην Ελλάδα μέσα από το «Σοσιαλισμός και Βαρβαρότητα », η πρώτη αμφισβήτηση του εκπαιδευτικοί) περιεχόμενου· άνοιγε ο δρόμος σε μια άλλη πορεία μια πορεία που θα αναφερόταν στο «σύγχρονο», το καινούργιο που εμφανίζονταν στην ελληνική κοινωνία, στο αστραφτερό διυλιστήριο της ESSO που φάνταζε στα μάτια μας τότε σαν μια εικόνα από έναν άλλον κόσμο, τον κόσμο της κόκκινης έρημου και των έργων του Αντονιόνι.
Μέσα λοιπόν σ’ εκείνο το πολιτικο-κοινωνικό καζάνι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, όπου η παλιά κυριαρχία της Δεξιάς τρίζει και ανατρέπεται, όπου η Ελλάδα περνάει πρώτη χώρα στον καπιταλιστικό κόσμο το 1964 σε μέρες απεργίας, όπου για πρώτη φορά με το ’65 αρχίζει ο αγώνας ενάντια στη βασιλεία διαμορφώνεται μια ολόκληρη γενιά με στίγματα Ιουλιανό, 70 μέρες διαδηλώσεων καθημερινά, αδιάκοπα. Η διαδήλωση είχε γίνει ο κόσμος μας. Το απόγευμα διαδήλωση – σύγκρουση, και το βράδυ καλοκαιρινό σινεμά η «κραυγή» του Αντονιόνι, οι «Στάχτες και διαμάντια» του Βάιντα, ο Γκοντάρ και τα έργα της ελληνικής «αμφισβήτησης», που πρωτοεμφανίζονται, με το Μανθούλη κ.λπ.
Και βέβαια οι πρώτοι «αριστεριστές», η «Κίνηση Σωτήρης Πέτρουλας», η «Αναγέννηση» στη συνέχεια ο Ψυρούκης και οι «Φίλοι Νέων Χωρών», η επανεμφάνιση Τροτσκιστών, οι πρώτες κουβέντες για κρατικό καπιταλισμό στη Ρωσία.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, που κυριαρχείται —ποτέ δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε— από την αναπτυξιακή ιδεολογία, από την ιδεολογία που έβαζε σαν κέντρο το ξεπέρασμα της «καθυστέρησης», εμφανίζεται και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Δίπλα στους «ογκόλιθους», τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη φαντάζει πολύ μικρός, πολύ νέος, πολύ περιθωριακός. Για την ώρα μπορεί μόλις να γεμίζει τα θέατρα στις πρώτες εμφανίσεις του στην Αθήνα με τη «Συννεφούλα», το «Βιετνάμ», την «Διαδήλωση», την «παράγκα». Όμως ήταν κιόλας μια καταπληκτικά νέα φωνή, που έκφραζε το τότε «περιθωριακό» στοιχείο της εποχής, εκείνο που ήταν δευτερεύον σε σχέση με τους κύριους στόχους του εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού, αλλά ήδη δονούσε το πιο προχωρημένο κομμάτι της νεολαίας των «Λαμπράκηδων», το φοιτητικό.
Αρχίζει, λοιπόν, μια ολόκληρη πορεία, μια πορεία που κράτησε 20 χρόνια. Η γενιά του «114» φαινόταν πως «φυσιολογικά» μέσα από την εξέλιξή της σε μια Ελλάδα που άλλαζε ραγδαία θα μεταβαλλόταν σε εκείνη τη γενιά του τουλάχιστον οι νεώτεροι εκπρόσωποι της θα συγχρονίζονταν με την παγκόσμια φοιτητική και νεολαιίστικη έκρηξη του 1968. Έτσι η γενιά του 114 θα μετεξελίσσονταν ομαλά στη γενιά του 1968, πράγμα που όμως δεν μπόρεσε να γίνει. Η ελληνική πραγματικότητα ήρθε να προβάλει ένα απαίσιο φάσμα θρεμμένο από το παρελθόν —με όλες τις επιβιώσεις του εμφύλιου πόλεμου— την στρατιωτική δικτατορία, που αποτέλεσε την ύστατη απόπειρα να σταματήσει ο «εκσυγχρονισμός». Εδώ επάνω ακριβώς ήρθε να συντριβεί η ολοκλήρωση της γενιάς του 114. Η έλευση της δικτατορίας που από την μια επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό των οικονομικών δομών και από την άλλη οδηγούσε στην μεγαλύτερη πολιτική και πολιτιστική καθυστέρηση με τον πιο βίαιο τρόπο, σύντριψε στην ουσία την γενιά του 114 σαν φορέα μιας νέας πολιτικής. Παρ’ όλο που αυτή η γενιά σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης στη χούντα μέχρι τα 1971-72, η μάχη της σε μια εποχή που η δικτατορία είχε όλα τα ατού μαζί της την εξάντλησε. Τα 5 άγονα χρόνια ’67-’72 εξόντωσαν όλες τις απόπειρες διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής λύσης της αριστεράς. Η γενιά του 114 παρ ‘ όλο που σήκωσε το βάρος των -χειρότερων χρόνων δεν άντεξε, πέρασε στο περιθόφιο και την ιδιώτευση: «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει, οι δρόμοι θα ΄ναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη».
Και η μεταπολίτευση ήρθε να ολοκληρώσει τη διαδικασία. Το κραυγαλέο «αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό» κλίμα επέτρεψε την συνένωση ανάμεσα σε δυο γενιές που αποτέλεσαν τη βάση του νέου πολιτικού – πολιτιστικού κατεστημένου, τόσο της παλιάς γενιάς του εμφύλιου πόλεμου, και της δεκαετίας του ‘ 50 όσο και της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου. Αν ψάξουμε όλα τα κόμματα θα βρούμε ένα περίεργο κενό σε ορισμένες ηλικίες —από τα 35 ως τα 40-45, ακριβώς σε εκείνη την ηλικία που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν γενιά του 114. Το πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης θα διαμορφωθεί από τις αμέσως μεγαλύτερες ή νεώτερες ηλικίες.
«Όποιος αγαπάει τρώει βρώμικο ψωμί και οι πόθοι του ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή!»
Η Γενιά του 1 14 ακολουθεί βασικά το δρόμο της ιδιώτευσης και αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της ανένταχτης αριστεράς. Το φαινόμενο «ανένταχτοι» στηρίζεται ακριβώς πάνω τους. Η κυριαρχία σχημάτων όπως του ΚΚΕ ή του ΠΑΣΟΚ στην μεταπολιτευτική Ελλάδα εμποδίζει αυτή τη γενιά, την αναθρεμμένη με λογικές αμφισβήτησης, φιλελευθερισμού και άρνησης της τυφλής πειθαρχίας και των χαρισματικών ηγεσιών να ενταχθεί στην πολιτική, εκτός από ένα κομμάτι που ταλαντεύεται γύρω από το «εσωτερικό». Αυτή την άρνηση της ένταξης την εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Σαββόπουλος που στις εκλογές του ’77 περιγράφει την «έρημη χώρα» των εκλογών με αριστουργηματικό τρόπο.
Μέσα λοιπόν απ’ αυτή την άρνηση της ένταξης ο Σαββόπουλος λειτουργεί επισημαίνοντας, κριτικάροντας, ταυτιζόμενος σε ένα βαθμό με τους νέους, τους «κριτικούς αριστερούς», τους αναρχικούς, τους «αριστεριστές». Συνεχίζει τον κριτικό ρόλο της «γενιάς του» και κατορθώνει να συνδεθεί με τις νεώτερες γενιές, ιδιαίτερα εκείνες που από το 1976 και μετά έρχονται να «αμφισβητήσουν» το καθεστώς των κομμάτων και της επίσημης πολιτικής.
Η ανάδυση του ιδιωτικού- κοινωνικού
Μέσα απ’ αυτή την ασφυκτική κυριαρχία ενός ψεύτικου πολιτικού λόγου έρχεται με το «πλήρωμα» του χρόνου, την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία η «εκπλήρωση των ονείρων μιας γενιάς», και τι παράδοξο —σχεδόν ταυτόχρονα— έχει αρχίσει η απομάκρυνση από το πολιτικό, το βύθισμα στο ιδιωτικό και το κοινωνικό!
Μοιάζει σαν η άνοδος του ΠΑΣΟΚ, ο θρίαμβος της πολιτικής, ο θρίαμβος της μεταπολίτευσης να άνοιξαν το δρόμο για την αντίστροφη μέτρηση. Και αυτό δεν ήταν μόνο συνέπεια της απογοήτευσης από την διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ήταν ήδη δεδομένο από την στιγμή που ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ απλά στα δυο χρόνια που πέρασαν αυτό το κλίμα εντάθηκε, οι μάζες σε μια πολιτική που παίζεται έξω και πέρα απ’ αυτούς, μη έχοντας πια και καμιά πολιτική διέξοδο ή εναλλακτική λύση στρέφονται προς την ιδιώτευση, στη σφαίρα των κοινωνικών σχέσεων με την πιο στενή έννοια, την έννοια της «παρέας». Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, την Ελλάδα των κομμάτων μοιάζει να απαντάει μια νέα Ελλάδα, η Ελλάδα της «παρέας», του ιδιωτικού, της κοινωνικότητας έξω από τον ανταγωνισμό. Και αυτό το ζήτημα είναι κάτι που προβάλει εδώ και χρόνια αλλά και τα δυο τελευταία σπάει πραγματικά την πρόσοψη της πολιτικολογίας.
Ιδιαίτερα το δεύτερο χρόνο της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ το φαινόμενο γίνεται κυρίαρχο. Η Ελλάδα αναστενάζει στα γήπεδα, είτε πρόκειται για την συναυλία του Σαββόπουλου, είτε για το ματς Ολυμπιακού – Άγιαξ. Μοιάζει σαν το κέντρο της Ελλάδας να μεταφέρθηκε από την διαδήλωση έξω από τη Βουλή, στην Καλογρέζα, όπου και το κέντρο του «ιδιωτικού». Για πρώτη φορά οι κομματικές κινητοποιήσεις των κομμάτων —και ιδιαίτερα του ΚΚΕ είναι όλο και πιο αποδυναμωμένες και άμαζες. Τα κόμματα δεν έχουν τίποτε να πουν. Η νεολαία στην μεγαλύτερη πλειοψηφία της παύει να είναι «πολιτικοποιημένη», σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, και η ΚΝΕ «αδειάζει». Οι διαρροές από τα κόμματα γίνονται όλο και πιο μεγάλες και σημαντικές. Το καλοκαίρι του ’83 σφραγίζεται από το «πάρτυ» του Κηλαϊδόνη και καταλήγει με τη συναυλία του Σαββόπουλου και του Νταλάρα. Το τσιφτετέλι κάνει θραύση —στο Λυκαβηττό και σ’ όλη την Ελλάδα. Ένα κύμα «Διονυσιασμού» ξεσπάει στην Ελλάδα. Ο σοσιαλισμός θρέφει τη διασκέδαση.
Παράλληλα παντού, στις γειτονιές της Αθήνας, τις πόλεις της επαρχίας, στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης, στις πολιτιστικές δραστηριότητες επανεμφανίζεται πίσω απ΄ αυτό το κύμα ανάδυσης του ιδιωτικού η… γενιά του 114.
Αυτή η εξέλιξη ήταν φυσική. Εκείνη η γενιά που είχε περιοριστεί στο ιδιωτικό, στο πολιτικό περιθώριο, αλλά ταυτόχρονα «ανέβαινε» στο κοινωνικό πεδίο βρέθηκε φυσικά να «ηγείται» στο νέο «κίνημα». Ο Σαββόπουλος, ο Κηλαϊδόνης, ο Φαληρέας που «κινεί τα νήματα», δεκάδες άλλοι σ΄ όλη την Ελλάδα είναι εκφραστές αυτής της γενιάς. Το ότι αυτή η «ανάκαμψη» εμφανίζεται πρώτα στο πολιτιστικό πεδίο και ιδιαίτερα στο τραγούδι, δεν είναι τυχαίο. Το πολιτιστικό, κατεξοχήν τομέας κοινωνικοποίησης και έκφρασης του ιδιωτικού, των βαθύτερων ρευμάτων που διαπερνούν την κοινωνία των ιδιωτών —αντίθετα από την πολιτική κοινωνία— ήταν εκείνος ο τομέας που θα μπορούσε να εκφράσει πιο ολοκληρωμένα αυτήν τήν νέα πραγματικότητα. Και τις τάσεις αυτές θα τις διαγνώσουμε παντού. Αν πάρουμε την λογοτεχνία, τα λογοτεχνικά περιοδικά, εδώ και χρόνια το «πολιτικοποιημένο» μυθιστόρημα ή ποίημα έχει κυριολεκτικά εξαφανιστεί. Στον τομέα του κινηματογράφου, στα τελευταία ελληνικά έργα κυριαρχεί πια το ιδιωτικοκοινωνικό. Το «ταξίδι του μέλιτος», οι «Απέναντι», η «Παραγγελιά», ο «Άγγελος», η «Ρεβάνς» κ.λπ. εκφράζουν τις νέες ευαισθησίες και ανάγκες, και κυριαρχούν απέναντι στο «πολιτικό» σινεμά των πρώτων χρόνων μετά την μεταπολίτευση. Και η σκοπιά στα περισσότερα από τα έργα που αναφέρουμε είναι ενάντια στην οπτική και τις θελήσεις των ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ. «Δεν είμαι Πασόκα δεν είμαι ΚΚΕ». Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες άλλα παρόμοια παραδείγματα. Σε όλη την ελληνική κοινωνία το «ιδιωτικοκοινωνικό» έρχεται να συγκρουστεί με το πολιτικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης.
Εκεί λοιπόν εμφανίζεται η κεντρικότητα του Σαββόπουλου, σαν εκφραστή της «γενιάς του», και εκεί ακριβώς είναι που οι «γενιές μας» κινδυνεύουν να αρχίζουν να χωρίζουν.
Η χρονιά του ’83 ήταν η χρονιά του «θριάμβου» για το Σαββόπουλο. Ξεκινώντας από το Σπόρτινγκ στη Θεσσαλονίκη, βγάζοντας έναν καινούργιο δίσκο —που τα λόγια του σιγοτραγουδιόντουσαν σ’ όλα τα στόματα τούτο το καλοκαίρι καταλήγοντας με την αποθέωση του 100 μέτρα πάνω από το έδαφος στην Καλογρέζα, ο Σαββόπουλος έφτασε στο απόγειο της σταδιοδρομίας του, μεταβλήθηκε «ξαφνικά» στο κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής της Ελλάδας. Είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου! Η «υπόγεια διαδρομή» είχε τελειώσει, ο «Διονύσης» βγάζει πια τα τραπεζάκια του έξω. Η έξοδος είναι γενική. Δίνει δεκάδες συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά, και υποδέχεται με το ύψος χωροδεσπότη τους «καλεσμένους» του στη Καλογρέζα. Αν 20 χρόνια πριν κατέβηκε με ένα φορτηγό στην Αθήνα, τώρα αναδύεται στους ουρανούς πάνω σε αερόστατο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος —ταυτισμένος πια με τη γενιά του— έφτασε στην «κορυφή». Ο ίδιας ο «Ταχυδρόμος» τον κάνει εξώφυλλο. Και από δω και μπρος μπορούμε να περάσουμε σε μια παραπέρα συζήτηση.
Ο Σαββόπουλος σαν ένας άλλος ρόλος
Η ιδιαιτερότητα —η κεντρικότητα του πολιτικοπολιτιστικού φαινόμενου Διονύσης Σαββόπουλος δεν έγκειται μόνο στο ότι είναι ένας καλλιτέχνης με καταπληκτική ευαισθησία και διαίσθηση, όπως πράγματι συμβαίνει, αλλά θα πρέπει να αναζητηθεί πιο πέρα, θα πρέπει να αναζητηθεί στην ελληνική πραγματικότητα. Το γεγονός ότι οι μουσικοί και ειδικότερα οι τραγουδοποιοί είναι οι καλλιτέχνες με την μεγαλύτερη επιρροή στο λαό δεν είναι κάτι ιδιαίτερο για την Ελλάδα την εποχή των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Σ’ όλο τον κόσμο συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Όμως εκεί που το τραγούδι αποκτάει άλλες ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις εκεί πρέπει να ψάξουμε περισσότερο. Έτσι ο Βολφ Μπίρμαν στην Ανατολική Γερμανία, μια χώρα όπου η αντιπολίτευση απαγορεύεται κάνει την μόνη αντιπολίτευση και κριτική που είναι δυνατή —μέχρι να τον απελάσουν— μέσα από την ποίηση και τραγούδι, και βέβαια η λειτουργία του είναι σημαντικότατη, είναι τεράστια θα λέγαμε, για την διαμόρφωση μιας πολιτικής αντιπολίτευσης στην Ανατολική Γερμανία και την διαμόρφωση μιας κριτικής της γραφειοκρατίας σ’ όλη την Γερμανία. Ας δούμε το φαινόμενο της ροκ στην Αγγλία, σ’ εκείνη τη χώρα όπου η κοινωνική αντίθεση της νεολαίας με το καθεστώς δεν κατορθώνει να πάρει πολιτική μορφή και εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από το τραγούδι, από την εποχή των μπητλς μέχρι τους πανκ. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο πέρα στην έκφραση φυλετικών ή εθνικών μειονοτήτων, η ταύτιση και έκφραση τους με την μουσική και το τραγούδι γίνεται ακόμα πιο έντονη. Οι μαύροι της Αμερικής, οι Πορτορικάνοι κλπ. κλπ. Τέλος στην Ελλάδα μια κοινωνική κατηγορία το «περιθώριο» του μεσοπόλεμου και της πολεμικής περιόδου εκφράζεται αποφασιστικά μέσα από το ρεμπέτικο.
Έτσι λοιπόν, ο μουσικός, ο τραγουδοποιός είναι «μεγάλος», «σημαντικός», αποκτάει μια ευρύτερη λειτουργία σε στιγμές που η ίδια η κοινωνία οι ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες το προβάλουν στο προσκήνιο! Ο Μπήρμαν, οι Ρόλλινγκ Στόουνς ή ο Σαββόπουλος μπόρεσαν να υπάρξουν σε αντίστοιχες εποχές και χώρες όπου το τραγούδι υπερβαίνει οποιαδήποτε «απλή» λογική διασκέδασης και αποκτάει μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτική φόρτιση.
Επισημάναμε ήδη ότι ο Σαββόπουλος αποτελούσε τον εκφραστή μιας γενιάς —εκείνης του 1 14 που «κομμένη» από την δικτατορία δεν κατόρθωσε να ολοκληρωθεί σε ένα κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, και αρχίζει μια υπόγεια διαδρομή μέσα από τους σκόλιους δρόμους του ιδιωτικού, της «κοινωνικής κριτικής», της πολιτικοποίησης του ιδιωτικού, του ατομικού, σε μια εποχή που ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος δεν είναι παρά κραυγαλέες εκφράσεις του πολιτικού έξω από το κοινωνικό και το ιδιωτικό. Κατορθώνει να εκφράσει κάτι που είναι πέρα από τον ίδιο, πέρα από την ίδια την γενιά του, κατορθώνει να εκφράσει την αγωνία ενός κόσμου που πνίγεται από την μεταπολίτευση, που πνίγεται από τον ψευτοπροοδευτισμό που κυριαρχεί, που πνίγεται από την καταστολή, ενός κλίματος όπου η «Ελλάδα γελάει και γίνεται γελάδα». Και «ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» ακριβώς αντιπαραθέτει τον Δικαιόπολι που «αρνείται τον πόλεμο» με τον γελοίο Λάμαχο, τον «αγωνιστή» των ψευτοαγώνων των κομμάτων στην μεταπολίτευση, «κόμμα και ρετσίνα και άσματα επινίκια» ενώ ο «πολιτευτάκιας» κάνει την βαθύτερη —καταλυτικότερη πολιτική κριτική που θα μπορούσε να υπάρξει. Ο «ποντικός» περιγράφει την αντίφαση της πολιτικής, απελευθερωτικής και αλλοτριωτικής ταυτόχρονα. Ο Σαββόπουλος φτάνει στο απόγειο ετούτη την εποχή —στο απόγειο της κριτικής του αυστηρότητας. Εκφράζει μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν έχει πολιτικό όνομα, μια διεργασία που δεν ομολογείται. Η κρίση των ομάδων της άκρας αριστεράς, και των «παλιών» του 1 14 του προσφέρει το διευρυνόμενο κοινό του. Ο Σαββόπουλος αποκτάει αυτή τη λειτουργία γιατί τα ίδια πράγματα δεν μπορούν να αρθρωθούν με ένα πολιτικό λόγο, εκφράζονται σαν κρίση της ίδιας της πολιτικής, σαν απόρριψή της. Όσο διευρύνεται ο κύκλος της κρίσης, όσο ο κόσμος εγκαταλείπει πια και τα αντίστοιχα ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, πληθαίνουν κατά δεκάδες χιλιάδες εκείνοι που εγκαταλείπουν την «πολιτική» και περνάνε στο χώρο του «ιδιωτικού» και ταυτόχρονα των «ανένταχτων». Τα μπαρ, το ρεμπέτικο, το τσιφτετέλι, τα ουζάδικα, τα «τραπεζάκια έξω», γίνονται ένα πολιτιστικοπολιτικό γεγονός που προμηνύει άλλες βαθύτατες μεταστροφές.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το κλίμα, που η μεταπολίτευση μετά την ΠΑΣΟΚική αποθέωση της, της 18 Οκτώβρη του 1981 οδηγείται σε εξάντληση περνάει μπροστά η κυριαρχία του «ιδιωτικού», της κριτικής της πολιτικής, και επομένως μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία ο Σαββόπουλος από περιθωριακή έκφραση μεταβάλλεται σε κεντρική, ενώ βέβαια έχουν χαθεί στα «τάρταρα» οι Μαρκόπουλοι, οι Θοδωράκηδες, οι Λεοντήδες κλπ. Να λοιπόν που βρισκόμαστε μπρος σε ένα νέο σκηνικό. Μια νέα κοινωνική και πολιτική σύνθεση ξεπροβάλει κυρίαρχα —πλειοψηφικά πίσω από την κεντρικότητα του Σαββόπουλου.
Οι νέοι που μέχρι λίγα χρόνια πριν ήταν κνίτες γίνονται «είμαι ότι είμαι κι ότι τραγουδώ για σε». Στους μεγαλύτερους και κύρια την γενιά του 114 είναι αναρίθμητοι οι «πρώην». Και βέβαια η αλλαγή του πολιτικοκοινωνικού σκηνικού το γεγονός ότι η ρεμπέτικη κομπανία και ο Σαββόπουλος αντικατάστησαν το αντάρτικο δεν είναι ένα γεγονός που δεν θα λάβει και μια συνέχεια πολιτικοκοινωνική πέρα από την πολιτιστική – πολιτισμική που ήδη έχει.
Ακριβώς λοιπόν αυτή η ιδιαίτερη συγκυρία, η «ανάθεση» στο Διονύση Σαββόπουλο του έργου της έκφρασης μιας σε τελική ανάλυση περιθωριακής πολιτικής ευαισθησίας αποτέλεσε και την βάση του φαινόμενου Σαββόπουλος.
Η γενιά του και η γενιά μας
Όμως η μεταβολή μιας περιθωριακής συμπεριφοράς και ευαισθησίας από περιθωριακή σε κεντρική έχει πάντα κάποιο τίμημα. Και τι τίμημα!
Η γενιά του Διονύση Σαββόπουλου δεν είναι μια οποιαδήποτε γενιά, είναι σήμερα άνθρωποι από τα 35 ώς τα 45, διευθυντές επιχειρήσεων, δικηγόροι, εκδότες, παράγοντες του ιδιωτικού κοινωνικού και οικονομικού «βίου». Είναι μια γενιά φιλελευθέρων αστών —που απεχθάνονται τη Ρωσία, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, δεν μπορούν να εκφραστούν από το ΚΚΕεσ. και «ψάχνουν». Είναι ένας κόσμος που κουβαλάει την «μπάλα του ζευγαριού», αναθρέφει σχετικά «αντιεξουσιαστικά» τα παιδιά του και ονειρεύεται κάποιους θεσμούς αυτοδιαχείρισης. Είναι ένας κόσμος που τράβηξε στο μεγαλύτερο μέρος του την αντίσταση ενάντια στη χούντα, αλλά πολιτικά περιθωριοποιήθηκε. Είναι ένας κόσμος που τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται όλο και πιο πολύ στις Τράπεζες π.χ. όπου καθοδηγεί τις κινητοποιήσεις των τραπεζικών, φτιάνει παιδικούς σταθμούς, κινηματογραφικές λέσχες στην επαρχία, οργανώνει κύκλους διαλέξεων, εκδίδει επαρχιακές εφημερίδες, ψήφισε ΠΑΣΟΚ ή εσωτερικό, στις τελευταίες εκλογές αλλά αποδεσμεύεται όλο και πιο πολύ. Είναι σήμερα ένας κόσμος «καλοστεκούμενος» μέσα στα πλαίσια του ιδιωτικού, δεν είναι πια οι ξεριζωμένοι του ’70. Όπως λέει ο ίδιος ο Σαββόπουλος «δεν φτιάνει πια συλλόγους νέων ή εργατικές ενώσεις αλλά είναι οι Λεβαδιώτες, οι Χαλκιδιώτες κλπ.» είναι δηλαδή η «κοινότητα» πέρα από τον ταξικό ανταγωνισμό. Δεν είναι πια «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», είναι οι «παρέες».
Και εδώ θα χ ρειαστεί να επιμείνουμε, στηριζόμενοι σε δύο θα λέγαμε οριακούς δίσκους του Σαββόπουλου, «το βρώμικο ψωμί» του 1972 και «Τα τραπεζάκια έξω» του 1983. Στην «Μαύρη Θάλασσα» ιδεολογικό μανιφέστο μιας «οργισμένης γενιάς», την «Δημοσθένους λέξη», το «Μωρό», τον «Άγγελο εξάγγελο», ο τόνος είναι ριζικά διαφορετικός.
«Ο ουρανός είναι ένας νόμος αδειανός
κι η χωματένια σου μορφή είναι βρώμικο ψωμί…»
«Φάε, φάε το βρώμικο ψωμί», κ.λπ.
Στα «τραπεζάκια έξω» στις δηλώσεις του τού ’83 η ορθοδοξία, ο «ουρανός» παύει να είναι «βρώμικο ψωμί» και «νόμος αδειανός», αλλά γίνεται η «αναζήτηση του ανθρώπινου στο Άγιο Όρος, στην αναβίωση της παλιάς κοινότητας εκεί που ο άνθρωπος παύει να χωρίζει μέσο και σκοπό.
Στην μια περίπτωση «σ’ αυτό τον κόσμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή» ενώ αντίθετα στα 1983 η υπόγεια διαδρομή έχει λήξει, έχει γίνει κιόλας υπέργεια, έχει γίνει τραπεζάκια έξω, έχει γίνει οι «παρέες» που φτιάχνουν ιστορία.
«Λόγια άγρια παράξενα κι ατόφια σάβανα και χώματα στην μούρη της την ψόφια»
«Φταίνε τα τραγούδια της φταίει κι ο λυράρης,
φταίει κι ο ίδιος ο λαός γιατί είναι μαραζιάρης».
Τώρα πια η «μούρη της η ψόφια», η κριτική στον λυράρη, στα τραγούδια της και στον ίδιο τον λαό που είναι μαραζιάρης γίνεται η αναφορά στον ελληνισμό, στων «Ελλήνων τις κοινότητας, που είτε με αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία φτιάχνουν άλλο γαλαξία», γίνεται αναφορά στη μοναδικότητα του ελληνισμού. Η κριτική στην εργασία, «σε ευχαριστώ ω εταιρεία» γίνεται πια εκθειασμός της. Πρέπει να δουλεύουμε, άσχετα με το τι κάνουμε. Βέβαια ο Διονύσης στο Πήλιο προσπαθώντας να φτιάξει τα τραγούδια του νιώθει την ανάγκη της δημιουργικότητας της εργασίας έστω και με το «ζόρι» και εκθειάζει την εργασία χωρίς όμως να μετριέται με την εργασία του εργοστάσιου, με την δαχτυλογράφο, τον σκαφτιά το νέο υπάλληλο. Για πια εργασία πρόκειται αγαπητέ; Της γενιάς σου, εκείνων που έχουν ήδη μια διευθυντική θέση στην κοινωνία μας ή τη ν εργασία των άλλων, των κολασμένων;
Και τέλος η οικογένεια.
Έτσι λοιπόν Πατρίδα, θρησκεία οικογένεια και εργασία: Οι αιώνες αξίες αναβαπτισμένες στην ανένταχτη λογική;
Το ζήτημα θέλει μια ιδιαίτερη ανάλυση, γιατί δεν είναι τόσο απλό.
Είναι φανερό πως η ελληνική πραγματικότητα σήμερα αντιμετωπίσει ζητήματα που έχουν να κάνουν τόσο με το «εθνικό», όσο με την εργασία, την οικογένεια κ.λπ. και οπωσδήποτε τα ζητήματα αυτά είναι αντιφατικά. Το «εθνικό» ζήτημα π.χ. όπως μπαίνει από μας δεν έχει το νόημα της επιστροφής στο έθνος, αλλά αντίθετα της λύσης του «εθνικού», ακριβώς για να ξεπεραστεί το έθνος, που πνίγει την δημιουργικότητα και την ζωντάνια των ανθρώπων μέσα στα στενά εθνικά σύνορα. Η «ολοκλήρωση του έθνους» με την έννοια της λύσης του Κυπριακού και της άρσης της έντασης στο Αιγαίο έχει ακριβώς το νόημα του τέλους της «εθνικής διαδρομής» για να περάσουμε σε μια φάση υπερεθνικών ενώσεων.
Έτσι λοιπόν ενώ ο Σαββόπουλος σωστά επισημαίνει στα τραγούδια του, όπως για την Κύπρο, που «δεν είναι μούρλα εθνική που επιστρέφει είναι η Κύπρος που οι εμπόροι την μισούνε» και ότι η Ελλάδα έχει μια μοναδικότητα, όπως τονίζει στα «Τραπεζάκια έξω», μοναδικότητα που είναι δημιούργημα της γεωγραφίας και της Ιστορίας, και έτσι βέβαια βάζει σωστά το αίτημα μιας ιδιαίτερης και προσαρμοσμένης στις συνθήκες πολιτικής, μιας πολιτικής που δεν θα είναι αφηρημένη και απρόσωπη, αλλά συγκεκριμένη και εθνική από την άλλη δημιουργείται ένα χάσμα στη σκοπιά μας. Για μας η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας δεν είναι ένα στοιχείο που αναιρείται: «φταίει ο λυράρης, φταίει κι ο ίδιος ο λαός που είναι μαραζιάρης».
Ενώ μοιάζει να την αναιρεί ο Σαββόπουλος, που ξαφνικά μας πληροφορεί πως έχει έναν καινούριο έρωτα την «Ελλάδα», και αυτή την «εθνική ολοκλήρωση» δεν την βλέπει πια σαν ξεπέρασμα του έθνους και της ελληνοπρεπούς μιζέριας του, αλλά σαν μια αναφορά στους «παππούδες μας» στην Τουρκοκρατία, στις παλιές «κοινότητες» του ελληνισμού και όχι στην οικοδόμηση των νέων κοινοτήτων, που κάτω από νέες συνθήκες θα δημιουργήσουμε σήμερα, κοινότητες που θα στηρίζονται στην ανατροπή του καπιταλισμού, της καπιταλιστικής αποδοτικότητας, της αστικής εξατομίκευσης κ.λπ. Γενικά το όραμα του Σαββόπουλου μοιάζει τον τελευταίο καιρό να στρέφεται προς τα πίσω, στην ιστορία, στην παράδοση.
Και εδώ βρίσκεται το πρώτο σημείο της τομής.
Ας περάσουμε στην «οικογένεια». Ο Σαββόπουλος σωστά επισημαίνει πως η αφηρημένη κριτική της οικογένειας, που συχνά γίνεται είναι άκριτη γιατί δεν επισημαίνει την διπλή φύση της οικογένειας, που είναι την μια κύτταρο αναπαραγωγής και έκφρασης της καπιταλιστικής ενσωμάτωσης, και από την άλλη άμυνα των ανθρώπων ακριβώς απέναντι στον ανταγωνιστικό κόσμο του καπιταλισμού. Το ζευγάρι, η σχέση των γονιών και παιδιών, δεν είναι μόνο μιζέρια και καταπίεση —είναι ταυτόχρονα άμυνα και «αποκούμπι» των ανθρώπων απέναντι σε ένα κόσμο που ξεσχίζεται από ανταγωνισμούς. Απέναντι στον κόσμο της καπιταλιστικής ή της «σοσιαλιστικής» απανθρωποποίησης και αλλοτρίωσης η οικογένεια παραμένει ένα καταφύγιο για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Όμως με τον ίδιο τρόπο που η άκριτη κριτική της οικογένειας δεν μπορεί να κατανοήσει τα αίτια της επιβίωσής της και της διάρκειάς της, όμοια και η άκριτη αποδοχή της σαν φορέα μη ανταγωνιστικών σχέσεων, ξεχνάει πως οι ανταγωνιστικές σχέσεις του καπιταλισμού διαπερνούν τελικά την ίδια την οικογένεια, την ανατινάζουν στον αέρα, την μεταβάλλουν σε πεδίο ανταγωνισμού και ανθρωποφαγίας, και μ’ αυτή την έννοια το ζήτημα που τίθεται είναι ακριβώς η υπέρβαση της οικογένειας σαν παρωχημένης μορφής και αντικατάστασή της από νέους τύπους ανθρώπινων σχέσεων, που βέβαια θα περιέχουν και μορφές «οικογένειας», κοινοβιακούς ή οτιδήποτε άλλο επιλέξουν οι άνθρωποι. Και εδώ ο Σαββόπουλος αρχίζει ξαφνικά να κοιτάζει προς τα πίσω και όχι προς τα. μπρος, προς την επιστροφή σε ένα προκαπιταλιστικό παρελθόν και όχι στην υπέρβαση του καπιταλισμοί’ μέσα από «νέες κοινότητες». Τι έγιναν άραγε «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα;»
Και τέλος η θρησκεία. Εδώ η αναστροφή ολοκληρώνεται. Η θρησκεία —η ορθοδοξία— σαν στοιχείο εθνικής ταυτότητας από τη μια και ιδεολογικού προσδιορισμού αποκτά ένα μεγάλο βάρος στις συνεντεύξεις του Σαββόπουλου, στις απόψεις του ιού τελευταίου χρόνου τουλάχιστον. Για το Σαββόπουλο οι μόνοι που δείχνουν το παράδειγμα μιας ζωής όπου μέσα και σκοποί γίνονται ένα, δεν είναι παρά οι μοναχοί του Άγιου Όρους. Μ’ αυτό τον τρόπο χάνεται η αναφορά στην πολιτική και κοινωνική πάλη στον «καθ’ ημάς» κόσμο, τον κόσμο των «δακρύων» νια την πραγμάτωση της ενότητας ανάμεσα σε σκοπούς και μέσα και μετατίθεται σε έναν κόσμο a part έναν κόσμο τελικά μυθολογικό. Βέβαια το Ζήτημα δεν είναι απλό. Δεν είναι ζήτημα εύκολο όπως φαντάζεται μια μοντερνιστική και «άθεη» αριστερά και άκρα αριστερά. Ανάγεται στα βαθύτερα προβλήματα της εποχής μας.
Ο Σαββόπουλος προέρχεται από έναν κόσμο, όπως και όλοι εμείς, τον κόσμο της αριστεράς, έναν κόσμο που «θέλοντας» να φτάσει σε ένα «σκοπό», την κοινωνία χωρίς τάξεις, την κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα ξαναγίνουν πρόσωπα με πλήρη ανάληψη της ιστορικής και προσωπικής τους μοίρας, έναν κόσμο όπου σκοπός και μέσα θα γίνουν ένα, εδώ, στον κόσμο ετούτο, βέβαιο —λέει η αριστερά— για την επίτευξη αυτού του στόχου υπάρχουν και τα μέσα, υπάρχει η «πολιτική», η επανάσταση, η «δικτατορία του προλεταριάτου», η καταστολή των αντιπάλων, η Σιβηρία κ.ο.κ., υπάρχει η ανάγκη των ελιγμών, της ψευδολογίας, της…
Για χρόνια, αυτή η αντίθεση σκοπού και μέσων δίχαζε και διασπούσε την ίδια την αριστερά, χωρίς να μπορεί να διαφανεί μια διέξοδος σ’ αυτό το αδιέξοδο. Χιλιάδες άνθρωποι που δεν συμφωνούσαν καθόλου με τα «μέσα» υποχρεώνονταν να τα αποδεχτούν μια και εξυπηρετούσαν έναν «ευγενικό» σκοπό. Έτσι γεννιόταν ένας νέος τύπος ανθρώπου — κυριολεκτικά σχιζοφρενικός, εκείνος που από την άποψη των στόχων ήταν υπέρ της ελευθερίας, αλλά από την άποψη των μέσων υπέρ της καταστολής και της ανελευθερίας, εκείνος που ευαγγελιζόταν μια κοινωνία χωρίς καταναγκασμούς και γι’ αυτό εξασκούσε τους χειρότερους καταναγκασμούς. Χτιζόταν δηλαδή ένας νέος καθολικισμός, ένας νέος ιησουητισμός που για τη σωτηρία της «ψυχής» των ανθρώπων ήταν έτοιμος να θυσιάζει το «σώμα» τους. Αυτή η σχιζοφρένεια που διαπερνά όλο το σύγχρονο «κομμουνιστικό» κίνημα, και που ήταν αδιέξοδη για πολλές δεκαετίες ήρθε να μπει σε βαθύτατη κρίση από την δεκαετία του ’60 και μετά. Η αποκάλυψη των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σαν των χωρών του υπαρκτού ολοκληρωτισμού, και των Λεγόμενων κομμουνιστικών σαν μια αριστερή και σύγχρονη έκδοση του Ιγνάτιου Λογιόλα και των οπαδών του αποκάλυψη που δεν έγινε, απλά θεωρητικά αλλά και κύρια πρακτικά, αρχίζοντας από την πολιτιστική επανάσταση και καταλήγοντας στην Πολωνία μέσα από το ξεσήκωμα του ’68 ήρθε επί τέλους να άρει —αντικειμενικά— την σχιζοφρενικότητα της κατάστασης. Εμφανίζεται ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό κίνημα που επί τέλους δείχνει πως τα «μέσα» που χρησιμοποιούσε αυτό το κίνημα τα παλιότερα χρόνια διαμόρφωναν και το σκοπό του. Από τους «κομμουνιστές» της Τρίτης Διεθνούς δεν γεννήθηκε κανένας κόσμος που θα πλησιάζει στην αταξική κοινωνίας αλλά ένας κόσμος εξανδραποδισμού του προλεταριάτου. Από την εξαφάνιση της ατομικότητας δεν ήταν δυνατό να γεννηθεί μια κοινωνία με πλήρη άνθιση της προσωπικότητας, αλλά μια κοινωνία αγελαία – ολοκληρωτική, ο φασισμός του κρατικού καπιταλισμού.
Και αυτό το νέο κίνημα που εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο ψάχνοντας – ψαχουλευτά με την ίδια την παρουσία και την πρακτική του, έρχεται να προβάλει μια νέα αντίληψη της επανάστασης και της ζωής. Ανάλογα με τα μέσα και ο στόχος.
Έτσι η «άλλη κοινωνία» παύει να είναι ένας μανιχαϊσμός, ένας ουτοπικός και ηλίθιος επίγειος παράδεισος —ο κομμουνισμός σαν σύστημα χωρίς αντιθέσεις και ζωή— αλλά μεταβάλλεται, για πρώτη φορά ίσως στο «κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων». Ένας και μοναδικός κομμουνισμός μπορεί να υπάρχει, αυτός που οικοδομείται σήμερα από τα υποκείμενα φορείς του. Όσο για το «τέλειο σύστημα» αυτό θα μπει στα χρονοντούλαπα της ιστορίας μαζί με τους χιλιαστικούς μύθους και άλλες μαζικές παρακρούσεις και υστερίες.
Έτσι λοιπόν μπρος σ’ αυτή τη ν αντίφαση και το τέλος της —την αρχή του τέλους της σχιζοφρένειας, ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν κοιτάζει μπροστά, δηλαδή στα κινήματα που αναπτύσσονται σαν νέα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που πια τείνουν να αναιρέσουν τους διαχωρισμούς μέσα στον δύσκολο κόσμο της επίγειας ζωής, μέσα στις αντιφάσεις της πολιτικής και κοινωνικής πάλης, αλλά την ίδια στιγμή τραβάει στο Άγιο Όρος και την Ορθοδοξία για να βρει αυτή την αναίρεση του διαχωρισμού σκοπού και μέσων! Να λοιπόν που είναι για άλλη φορά το πρόβλημα. Ενώ ο Σαββόπουλος συνεχίζει να εντοπίζει τα ίδια τα προβλήματα με μας, όμως αρχίζει όλο και πιο πολύ να αλληθωρίζει προς τα πίσω αντί να βλέπει το σήμερα με τη σκοπιά του μέλλοντος — που μετουσιώνετε σε παρόν εδώ και σήμερα.
Αρχίζει να έχει όλο και πιο πολύ Τολστοϊκά χαρακτηριστικά!
Η απομόνωση από τον κόσμο της άλλης οικοδόμησης
Και βέβαια το ζήτημα δεν είναι τυχαίο. Αυτή η απαρχή μεταστροφής του Σαββόπουλου δεν είναι άσχετη με τη «γενιά» του. Το γεγονός δηλαδή ότι ο Σαββόπουλος ενώ μιλάει ακόμα για τον «χουλιγκάνο», για το ραδιοπειρατή, για την αγωνία που ξεπηδάει από τη νεολαία όμως πια δεν την ζει, δεν γνωρίζει και δεν κατανοεί αυτά τα νέα υποκείμενα που παλεύουν για άλλη ζωή και άλλες σχέσεις, ξαφνικά ΓΕΡΑΣΕ. Έγινε ένας σαραντάρης που χτυπάει όλες τις δεξιώσεις που μπορεί κανείς να φανταστεί, ένας σαραντάρης που γίνεται εξώφυλλο του Ταχυδρόμου, που δίνει δεκάδες συνεντεύξεις, παίρνει χαιρετισμούς από τη Σακοράφα και τέλος με υπέρτατη αλαζονεία —που ο ίδιος την βαφτίζει παιχνίδι— ανεβαίνει στους ουρανούς. Ο Διονύσης πια μιλάει για μας. Δεν είναι δικός μας. Ανήκει κιόλας στον κόσμο της γενιάς του —μιας γενιάς που μέσα από το ιδιωτικό— το πολιτιστικό, την «υπόγεια διαδρομή», αναδύεται ήδη κοντά στο κέντρο, και που σύντομα —πιστεύουμε— θα την δούμε σε πειραματισμούς που θα ξεπερνάνε τους μουσικούς ή καλλιτεχνικούς τέτοιους —σε «πειραματισμούς» πολιτικούς. Η γενιά του 114, η γενιά του
Σαββόπουλου, αναδύεται, και ο Διονύσης «αναδυόμενος εν Καλογρέζα», δεν είναι παρά το σύμβολο της ή το προπέτασμα καπνού της.
Και αν μ’ αυτό τον κόσμο έχουμε πολλά κοινά, όμως αυτά τα κοινά δεν αρκούν για να μας ταυτίσουν. Έχουμε κοινά την άρνηση του ολοκληρωτισμού, το βάρος στην ατομικότητα, στο «πρόσωπο», την άρνηση του κρατισμού, και γι’ αυτό σε πολλά πράγματα βρισκόμαστε μαζί, όμως έχουμε ήδη και πολλές διαφορές. Μας χωρίζει ο ανταγωνισμός.
Νομίζουμε ότι εδώ βρίσκεται το ζήτημα. Διαχωριζόμαστε σαν τρόπος ζωής, σαν εμπειρίες, σαν βιώματα. Την προσπάθεια σύνθεσης ιδιωτικού και πολιτικού, μέσων και σκοπών δεν τη ζει ο Σαββόπουλος. Την προσπάθεια νέων προσωπικών σχέσεων το ίδιο. Τον ανταγωνισμό τον διαβάζει από τις εφημερίδες. Και όλα αυτά διαφαίνονται μέσα από τα τραγούδια του. Πια είναι των «Ελλήνων οι κοινότητες», ενώ βέβαια εμείς και ο έλληνας Παπανδρέου, ή Νιάρχος δεν έχουμε και πολλά κοινά.
Ο Σαββόπουλος έχει συνείδηση —σε ένα βαθμό— της νέας πραγματικότητας, της απόστασης που τον χωρίζει από βιώματα— τον «εκνευρίζει αυτή η φωνή που όσο πάει και εξασθενεί».
«Έβαλα ωράριο εργασίας» «Θα ΄ταν τρελό να προσπαθώ αυτό τον άνεμο να εκφράσω
Με τα φαναράκια του αρκεί να γειτονέψω,
Βγάζω τα τραπεζάκια μου έξω».
Εδώ δίνεται το στίγμα. Ο Σαββόπουλος μιλάει πια για τη σχέση με τον άνεμο των μετασχηματισμών, του ανταγωνισμού, και γίνεται εκείνος που του αρκεί να «γειτονέψει» με τα φαναράκια του.
Αυτή είναι πια η σχέση του με τα πράγματα. Οι βιωματικές σχέσεις είναι πια μόνο οι «παρέες» των ελλήνων, οι φίλοι του. Και βέβαια εδώ δεν ισχυριζόμαστε ότι βιωματική σχέση, ιδιαίτερα από έναν καλλιτέχνη, σημαίνει να βρίσκεται και να ζει παντού —ότι συμβαίνει στην κοινωνία, αλλά από μια πλευρά, όποια κι »ν είναι αυτή να βιώνει ένα κομμάτι της ζωής κάποιων τάξεων κάποιων στρωμάτων, έστω και σαν προσωπικό εγκλεισμό και απομόνωση. Αυτή η στάση ζωής μόνη επιτρέπει την συμμετοχή στα βιώματα εκατομμυρίων ανθρώπων και όχι βέβαια η συμμετοχή στα βιώματα όλων των άλλων. Βιωματική σχέση, για μας, δεν σημαίνει ότι θα ΄πρεπε να ΄ναι ο Σαββόπουλος σ’ όλες τις διαδηλώσεις μαζί μας. Και παλιά δεν ήταν. Όμως τότε τον νοιώθαμε δικό μας —έστω και απομονωμένο. Έξω από τον κόσμο των φωτεινών επιγραφών, μόνο, αλλά ταυτόχρονα τόσο κοινό με τη δική μας μοναξιά, στέρηση και αγωνία. Σήμερα μας φαίνεται —και είναι— όλο και πιο μακρινός. Ακόμα και αν σιγοτραγουδάμε τα τραγούδια του, έστω και αν μπορεί να είναι αρτιότερα τεχνικά και καλλιτεχνικά. Πιστεύουμε πως λείπει πια η «ιερή φλόγα».
Η συνείδηση του Διονύση Σαββόπουλου πως: «Όλες οι γραμμές μας στραβώθηκαν κι απότυχαν – ευτυχώς», καταλήγει σταδιακά στην «σωτηρία» μέσα από την αναφορά πιάσε έναν άλλο Θεό, τον ίδιο τον Κύριο. Οι επόμενοι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί —και βέβαια υπέροχοι:
«Μέσα από τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά θ’ ανταμωθούμε μια τρελή Πρωτομαγιά
Και το πλυμένο σώμα πίσω από τα λουλούδια θα ενωθεί
Δος μου τα λόγια επί τέλους, να μην είμαι μοναχός».
Ο Διονύσης αποζητάει πια τις αναφορές του τις φιλοσοφικές στην ορθοδοξία και την επίκληση του Κυρίου, και τις επίγειες στον «ελληνισμό» και την επιτυχία.
«Του Θεού η χάρη μας φυλάει απ’ τα σουξέ»
Και φτάνουμε σε ένα σημαντικό σημείο. Το 1979 ο Σαββόπουλος έγραφε «του θεού η χάρη μας φυλάει απ’ τα σουξέ». Το 1983 έκανε σουξέ αυτό το ίδιο τραγούδι!
Πού βρίσκεται το ζήτημα. Όχι βέβαια στο ότι πλατειές μάζες κόσμου δέχονται κάποια τραγούδια, μια άλλη φωνή. Εδώ είναι το θετικό. Δεν έχουμε μια κομπλεξική και μειοψηφική λογική, του τύπου ο Σαββόπουλος έγινε πλειοψηφικός —εμείς μείναμε μειοψηφικοί— άρα… Όχι τέτοιες λογικές είναι ηλίθιες. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: Τι ακριβώς εκφράζει αυτή η νέα πλειοψηφική πραγματικότητα, το ότι δηλαδή τα «τραπεζάκια έξω» έγιναν σουξέ του φετινού καλοκαιριού: Νομίζουμε κάτι διπλό. Από την μια την κρίση της μεταπολίτευσης και της λογικής της, την κρίση των γλοιωδών κατασκευασμάτων των διάφορων Μαρκόπουλων, και συνολικά πολιτιστικά την κρίση του μοντέλου του κνίτη και του Πασόκα, παρόλη την πολιτική κυριαρχία τους. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να δυσαρεστήσει οποιονδήποτε, παρά μόνο όσους κοιτάζουν τον αφαλό τους. Πολύ μας αρέσει που ο Σαββόπουλος ακούγεται πια από εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο, γιατί αυτό δείχνει μια ανάπτυξη νέων ευαισθησιών και προσανατολισμών που αναπόφευκτα θα εκφραστούν σε όλα τα πεδία.
Εκεί λοιπόν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Υπάρχει όμως μια άλλη όψη του νομίσματος. Ο Σαββόπουλος μεταβάλλεται σε μεγάλο βαθμό σε κλασσική βεντέτα και αποκτάει μια σχέση με τον κόσμο τέτοιου χαρακτήρα, δρα από τα πάνω —πέρα και έξω από τον κόσμο— δρα μέσα από το πιο αστικό περιοδικό της χώρας, τον «Ταχυδρόμο», σκαρφαλώνει σε αερόστατα και κουβαλάει τη Σοφία Σακοράφα την «πρώτη αθλήτρια», να χαιρετήσει τον «πρώτο μουσικό». Κάπου εδώ λοιπόν δεν πρόκειται απλά για την διάδοση ενός νέου τραγουδιού, για το προχώρημα μιας νέας ιδεολογικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας, αλλά για σταρ σύστεμ. Το ζήτημα με το σταρ-σύστεμ δεν είναι, επαναλαμβάνουμε, η πλατειά διάδοση αλλά μια και τα μέσα καθορίζουν το στόχο αποξενώνοντας το δημιουργό —τον τραγουδοποιό από τον κόσμο— μεταβάλλοντάς τον σε συνθέτη «όπως κι άλλοι συνάδελφοι» φτιάχνουν μια σχέση που ουδετεροποιεί το περιεχόμενο του τραγουδιού —το μεταβάλλει σε μόδα και άρα αμβλύνει την οποιαδήποτε οξύτητα του περιεχόμενου— μουσικού ή στιχουργικού. Αυτή είναι η «παγίδα» του συστήματος. Κάνει την αμφισβήτηση μόδα, και έτσι την αποδυναμώνει, την μεταβάλλει σε «στυλ». Στυλ Σαββόπουλου, στυλ πανκ, κ.λπ.
Μα θα πει κανείς, η πλειοψηφική λογική αυτά έχει.
Όχι λοιπόν. Υπάρχουν πολλές μέθοδες να γίνει κανείς πλειοψηφία. Ο ένας που ακολούθησε μέχρι πρόσφατα ο Σαββόπουλος ήταν να προχωράει μέσα από την ίδια την διεύρυνση του υποκείμενου στο οποίο αναφέρεται, και αυτό ισχύει παντού, ακόμα περισσότερο στην πολιτική. Στο βαθμό που το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται γίνεται πλειοψηφικό στην κοινωνία, προχωράς μαζί του. Διαφορετικά αποκόβεσαι απ’ αυτό, μεταβάλλεσαι σε «διανοούμενο», δηλαδή σε κάποιον του οποίου η όποια λειτουργία κινείται σε άλλα επίπεδα από εκείνα του «υποκειμένου», με αποτέλεσμα να περνάει ο οποιοσδήποτε διανοούμενος στην «άρχουσα τάξη» άσχετα με τις απόψεις του.
Όταν λοιπόν Διονύση «οι μειοψηφίες τάγματα ξυπόλητα σκαρφαλώνουν μέσα σε σκοτάδια απόλυτα»
και νομίζουμε ότι αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα, η απόπειρα να γίνεις πλειοψηφικός «μπαμ και κάτω» απλούστατα σε μεταβάλει σε σταρ, και τα τραγούδια σε όλο και πιο ξέχωρα απ’ αυτά που θέλεις να εκφράσεις.
Στο σταυροδρόμι
Αυτό το κείμενο με κούρασε πάρα πολύ. Και πολλές φορές σκέφτηκα να το εγκαταλείψω. Για πολλούς λόγους.
Α. Γιατί αυτή η μεταστροφή του Σαββόπουλου δεν είναι ακόμα ούτε κατακυρωμένη στο έργο του ούτε —ακόμα— εκφράζεται μέσα από τα τραγούδια του. Τον τελευταίο καιρό εκφράστηκε κύρια μέσα από την στάση του, το στυλ που έδωσε στις συναυλίες του, τις αναρίθμητες συνεντεύξεις του. Τα περισσότερα τραγούδια του τελευταίου δίσκου του, παρόλο που είναι τραγούδια μετάβασης σε όλα τα επίπεδα, απηχούν συχνά απόψεις του καλλιτέχνη μερικά χρόνια πριν, και εξάλλου είναι γνωστό πως οι συνεντεύξεις ενός καλλιτέχνη δεν έχουν συχνά καμιά σχέση με την συγκίνηση που μας προκαλούν tu έργα του. Έτσι λοιπόν, όταν αφού είχα προχωρήσει το άρθρο έβαλα ν’ ακούσω «τα τραπεζάκια έξω» και έπεσα σε τραγούδια καταπληκτικής ευαισθησίας, είπα «δεν αφήνεις τις ηλιθιότητες για κριτική του Σαββόπουλου, του μόνου που ακόμα μπορεί να πιάνει ζητήματα και μάλιστα με ένα τέτοιο καλλιτεχνικό επίπεδο».
Β. Γιατί δεν ήθελα καθόλου να ταυτιστώ με την κρετίνικη, ομφαλοσκοπική και κομπλεξική λογική του «χώρου», που μοιάζει συχνά με λογική αποτυχημένων και ανίκανων που την ανικανότητά τους την μεταβάλλουν σε μια κομπλεξική κριτική κάθε πράγματος με μαζική απήχηση και λειτουργία. Αυτό είναι έξω από μένα και δεν μας διάκρινε —θέλω να πιστεύω— ποτέ σαν αντίληψη. Για αυτό επαναλαμβάνω για δεύτερη φορά πως η μαζικοποίηση της διάδοσης των τραγουδιών του Σαββόπουλου στο επίπεδο του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας είναι κάτι το θετικό. Ακόμα και σαν σταρ να λειτουργήσει δεν θα τα βάψω μαύρα.
Μετά μερικές μέρες όμως αποφάσισα να ξαναπιάσω το κείμενο. Γιατί πράγματι ήθελα τόσο να ξεκαθαρίσω τις ιδέες μου για την φάση που περνάει σήμερα ο Σαββόπουλος, τι εκφράζει αυτό σε ένα ευρύτερο πεδίο, «γενιάς», και άρα να επισημάνω αυτό που θεωρώ το σημαντικότερο.
Ο Σαββόπουλος —όπως και ΄μεις— βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Εγκαταλείπει κάποιες παλιές του ιδέες —όπως και ΄μεις άλλωστε— προσπαθεί να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο. Στα ζητήματα που βάζει που επισημαίνει μας βρίσκει σύμφωνους. Διαφωνούμε στην αντιμετώπιση, στη σκοπιά. Δεν ελπίζει πια πολύ κοιτάζοντας προς τα μπρος, αλλά κοιτάζει προς τα πίσω. Μας μιλάει ακόμα, αλλά αρχίζουμε να μην τον βλέπουμε σαν έναν από μας. Βρίσκεται, όπως κι εμείς σε ένα σταυροδρόμι. Πιστεύουμε πως μέσα στο άμεσα προσεχές διάστημα θα διαλέξει αν θα πάρουμε δρόμους που θα αποκλίνουν ή θα συγκλίνουν. Αν το πάθημα της Καλογρέζας και του βεντετισμού θα τον κάνει να ανακρούσει πρύμνα, και αν βέβαια τα γεγονότα των χρόνων που έρχονται τον ξανασυνδέσουν πραγματικά και βιωματικά με τους πραγματικούς μετασχηματισμούς της κοινωνίας και όχι με μετανοημένους μεγαλοαστούς —αλά Ζουράρι και Μοσκώφ— που αναζητούν τη σωτηρία της ψυχής τους στρέφοντας προς την παράδοση και το βουνό της Χαλκιδικής. Βέβαια δεν μας αρέσει να κάνουμε τους τιμητές.
Όλα αυτά δεν είναι παρά μια υπόμνηση και ένα ξεκαθάρισμα. Τα πράγματα θα φανούν από την συνέχεια της δουλειάς και της παρουσίας του Διονύση Σαββόπουλου.