Αρχική » Η γενιά τους και η γενιά μας. (Για το Διονύση Σαββόπουλου συνέχεια)

Η γενιά τους και η γενιά μας. (Για το Διονύση Σαββόπουλου συνέχεια)

από admin
Συγγραφέας: Της Σύνταξης τεύχος 13

Στο 2 τεύχος της ΡΗΞΗΣ είχαμε αποπειραθεί μια ανάλυση του έργου του Διονύση Σαββόπουλου —σε πιο βαθμό έκφραζε ή μπορούσε να εκφράσει τα οράματα και τις ανησυχίες ενός κόσμου που ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’60 προχώρησε μέχρι την δεκαετία του ’70 εκφράζοντας την «αμφισβήτηση», την αντιπαλότητα με τον κόσμο της παράδοσης της μεταπρατικής δεξιάς και της εθνικοαναπτυξιακής αριστεράς. Πράγματι εκείνη την πορεία του Διονύση Σαββόπουλου όχι μόνο την νιώθαμε δική μας αλλά ταυτόχρονα σε μια χώρα όπου ο κοινωνικοπολιτικός λόγος ήταν υπανάπτυκτος και αιχμάλωτος μιας παρωχημένης γλώσσας ο Σαββόπουλος μπορούσε να εκφράσει το ανείπωτο, εκείνο που νιώθαμε αλλά δεν μπορούσαμε να αρθρώσουμε.

Έτσι το ωρίμασμά μας ήταν ταυτόχρονο με την κίνηση του Σαββόπουλου. Ξεκινώντας από την διαδήλωση της ΕΦΕΕ μέχρι το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο και τον «ποντικό» μέχρι ορισμένα τραγούδια από τα «Τραπεζάκια έξω» ο Σαββόπουλος κατόρθωνε να εκφράζει όχι μόνο την πορεία αλλά και το «κλίμα» την ευαισθησία της κάθε στιγμής. Πάντα υπήρχαν αποκλίσεις ή γκρίνιες, αντιθέσεις και προβλήματα, όμως με τα επόμενα τραγούδια ή δίσκο εξατμίζονταν. Αυτή τη χρονιά νιώσαμε κάτι το καινούριο, στην αρχή ακαθόριστα δυσάρεστο και στην συνέχεια όλο και πιο συγκεκριμένα. Μιαν απόσταση «γενιάς». Και εδώ θα χρειαστεί να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η «γενιά του 114»

Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε και αναπτύχτηκε καλλιτεχνικά μαζί με αυτή την περιβόητη «γενιά του 114», που θα λέγαμε ότι είναι η πρώτη μεταπολεμική γενιά, μερικά χρόνια πριν και κύρια μετά το 1960, που έκφραζε μια νέα αντιπαλότητα προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες που έτειναν να ανατείλουν στην Ελλάδα μετά το 1960, σπάζοντας πια τον ομφάλιο λώρο με την μετεμφυλιακή δομή, σπάσιμο που γινόταν τόσο σε σχέση με το καθεστώς του αντικομμουνισμού και της αμερικανοκρατίας, όσο και με εκείνο της παλιάς αριστεράς. Ήταν δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο όρο η πρώτη γενιά της «αμφισβήτησης» που ξεπρόβαλε στην ελληνική κοινωνία. Και βέβαια αυτή η εμφάνιση μιας τέτοιας γενιάς δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Το ίδιο συνέβαινε μπορούμε να πούμε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη και την Αμερική. Μετά την τεράστια προσπάθεια της ανοικοδόμησης, τον ψυχρό πόλεμο, τις αντίστοιχες εθνικές ενότητες, οι «πάγοι» αρχίζουν να λιώνουν και οι νέες γενιές διεκδικούν πια όχι περισσότερη εργασία και αμοιβές απλά, αλλά μια άλλη ποιότητα ζωής.

To Status quo του ιμπεριαλισμού αμφισβητούνταν από τον Τρίτο Κόσμο, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κίνα κλπ. Ξαφνικά ο πραγματικός κόσμος εισέβαλε και πάλι στο παγωμένο από τη Γιάλτα και τον ψυχρό πόλεμο σκηνικό. Να το παγκόσμιο πλαίσιο. Και βέβαια και οι ιδεολογικές αναζητήσεις που το συνοδεύουν. Η δεκαετία του ’60 ήταν η δεκαετία της παγκόσμιας αναταραχής, της παγκόσμιας αφύπνισης ατόμων, τάξεων και εθνών. Ο Σάρτρ κύρια με το λογοτεχνικό του έργο και τις πολιτικές του τοποθετήσεις, είναι το πνευματικό σύμβολο αυτής της εποχής.

Δεν θα θέλαμε να επεκταθούμε σε ένα ζήτημα για το οποίο θα μπορούσαμε να μιλάμε ατελείωτα, είναι πια αρκετά γνωστό στις γενικές του γραμμές.

Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι να επισημάνουμε τις ιδιαιτερότητες Kat τα χαρακτηριστικά της αντίστοιχης ελληνικής γενιάς, που με το ένα πόδι πάταγε στην Ελλάδα της ψωροκώσταινας, της ανεργίας, του ραγιαδισμού, της «ήττας», και από την άλλη ψαχούλευε, οσμίζονταν, έψαχνε έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της κοινωνίας της κατανάλωσης, που για την ώρα δεν ήταν παρά ένα όραμα και πρώτες ενδείξεις μιας νέας πραγματικότητας. Μιας γενιάς που από την μια αναφερόταν στο αίτημα της δημοκρατίας, του «εκδημοκρατισμού», της «εθνικής ολοκλήρωσης» με το Κυπριακό, του τέλους του μετεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης και οραματιζόταν την ανάπτυξη πέρα από την καθυστέρηση και την ανεργία. Από την άλλη όμως μέσα από τους αγώνες των οικοδόμων για το 7ωρο. μέσα από την φοιτητική «αμφισβήτηση», που πρωτοεμφανιζόταν σε σύνδεση με την Κίνα, το Βιετνάμ, ή και κάποια άλλα «παράδοξα» φαινόμενα όπως οι «πρόβος» στην Ολλανδία («πρόδρομοι» των κράκερς), ο SDS στο Μπέρκλεϋ, οι πρώτες θεωρίες του Καστοριάδη που πέρναγαν στην Ελλάδα μέσα από το «Σοσιαλισμός και Βαρβαρότητα », η πρώτη αμφισβήτηση του εκπαιδευτικοί) περιεχόμενου· άνοιγε ο δρόμος σε μια άλλη πορεία μια πορεία που θα αναφερόταν στο «σύγχρονο», το καινούργιο που εμφανίζονταν στην ελληνική κοινωνία, στο αστραφτερό διυλιστήριο της ESSO που φάνταζε στα μάτια μας τότε σαν μια ει­κόνα από έναν άλλον κόσμο, τον κόσμο της κόκκινης έρημου και των έργων του Αντονιόνι.

Μέσα λοιπόν σ’ εκείνο το πολιτικο-κοινωνικό καζάνι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, όπου η παλιά κυ­ριαρχία της Δεξιάς τρίζει και ανατρέπεται, όπου η Ελλάδα περνάει πρώτη χώρα στον καπιταλιστικό κόσμο το 1964 σε μέρες απεργίας, όπου για πρώτη φο­ρά με το ’65 αρχίζει ο αγώνας ενάντια στη βασιλεία διαμορφώνεται μια ολόκληρη γενιά με στίγματα Ιουλιανό, 70 μέρες διαδηλώσεων καθημερινά, αδιά­κοπα. Η διαδήλωση είχε γίνει ο κόσμος μας. Το απόγευμα διαδήλωση – σύ­γκρουση, και το βράδυ καλοκαιρινό σι­νεμά η «κραυγή» του Αντονιόνι, οι «Στάχτες και διαμάντια» του Βάιντα, ο Γκοντάρ και τα έργα της ελληνικής «αμφισβήτησης», που πρωτοεμφανίζο­νται, με το Μανθούλη κ.λπ.

Και βέβαια οι πρώτοι «αριστερι­στές», η «Κίνηση Σωτήρης Πέτρουλας», η «Αναγέννηση» στη συνέχεια ο Ψυρούκης και οι «Φίλοι Νέων Χωρών», η επανεμφάνιση Τροτσκιστών, οι πρώτες κουβέντες για κρατικό καπιταλισμό στη Ρωσία.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, που κυριαρχείται —ποτέ δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε— από την αναπτυξιακή ιδεολογία, από την ιδεολογία που έβαζε σαν κέντρο το ξεπέρασμα της «καθυστέρησης», εμφανίζεται και ο Διονύσης Σαβ­βόπουλος. Δίπλα στους «ογκόλιθους», τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη φαντάζει πολύ μικρός, πολύ νέος, πολύ περιθωριακός. Για την ώρα μπορεί μόλις να γεμίζει τα θέατρα στις πρώτες εμφανίσεις του στην Αθήνα με τη «Συννεφούλα», το «Βιετνάμ», την «Διαδήλω­ση», την «παράγκα». Όμως ήταν κιόλας μια καταπληκτικά νέα φωνή, που έκφραζε το τότε «περιθωριακό» στοιχείο της εποχής, εκείνο που ήταν δευτερεύον σε σχέση με τους κύριους στόχους του εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού, αλλά ήδη δονούσε το πιο προχωρημένο κομμάτι της νεολαίας των «Λαμπράκηδων», το φοιτητικό.

Αρχίζει, λοιπόν, μια ολόκληρη πορεία, μια πορεία που κράτησε 20 χρό­νια. Η γενιά του «114» φαινόταν πως «φυσιολογικά» μέσα από την εξέλιξή της σε μια Ελλάδα που άλλαζε ραγδαία θα μεταβαλλόταν σε εκείνη τη γενιά του τουλάχιστον οι νεώτεροι εκπρόσω­ποι της θα συγχρονίζονταν με την πα­γκόσμια φοιτητική και νεολαιίστικη έ­κρηξη του 1968. Έτσι η γενιά του 114 θα μετεξελίσσονταν ομαλά στη γενιά του 1968, πράγμα που όμως δεν μπόρεσε να γίνει. Η ελληνική πραγματικότητα ήρθε να προβάλει ένα απαίσιο φάσμα θρεμμένο από το παρελθόν —με όλες τις επιβιώσεις του εμφύλιου πόλεμου— την στρατιωτική δικτατορία, που απο­τέλεσε την ύστατη απόπειρα να σταμα­τήσει ο «εκσυγχρονισμός». Εδώ επάνω ακριβώς ήρθε να συντριβεί η ολοκλή­ρωση της γενιάς του 114. Η έλευση της δικτατορίας που από την μια επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό των οικονομικών δομών και από την άλλη οδηγούσε στην μεγαλύτερη πολιτική και πολιτι­στική καθυστέρηση με τον πιο βίαιο τρόπο, σύντριψε στην ουσία την γενιά του 114 σαν φορέα μιας νέας πολιτικής. Παρ’ όλο που αυτή η γενιά σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης στη χούντα μέχρι τα 1971-72, η μάχη της σε μια εποχή που η δικτατορία είχε όλα τα ατού μαζί της την εξάντλησε. Τα 5 άγο­να χρόνια ’67-’72 εξόντωσαν όλες τις απόπειρες διαμόρφωσης μιας εναλλα­κτικής λύσης της αριστεράς. Η γενιά του 114 παρ ‘ όλο που σήκωσε το βάρος των -χειρότερων χρόνων δεν άντεξε, πέρα­σε στο περιθόφιο και την ιδιώτευση: «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει, οι δρόμοι θα  ΄ναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη».

Και η μεταπολίτευση ήρθε να ολο­κληρώσει τη διαδικασία. Το κραυγα­λέο «αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό» κλίμα επέτρεψε την συνένωση ανά­μεσα σε δυο γενιές που αποτέλεσαν τη βάση του νέου πολιτικού – πολιτιστι­κού κατεστημένου, τόσο της παλιάς γε­νιάς του εμφύλιου πόλεμου, και της δε­καετίας του ‘ 50 όσο και της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου. Αν ψάξουμε όλα τα κόμματα θα βρούμε ένα περίεργο κενό σε ορισμένες ηλικίες —από τα 35 ως τα 40-45, ακριβώς σε εκείνη την ηλι­κία που θα μπορούσαμε να χαρακτηρί­σουμε σαν γενιά του 114. Το πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης θα δια­μορφωθεί από τις αμέσως μεγαλύτερες ή νεώτερες ηλικίες.

«Όποιος αγαπάει τρώει βρώμικο ψω­μί και οι πόθοι του ακολουθούνε υπό­γεια διαδρομή!»

Η Γενιά του 1 14 ακολουθεί βασικά το δρόμο της ιδιώτευσης και αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της ανένταχτης α­ριστεράς. Το φαινόμενο «ανένταχτοι» στηρίζεται ακριβώς πάνω τους. Η κυ­ριαρχία σχημάτων όπως του ΚΚΕ ή του ΠΑΣΟΚ στην μεταπολιτευτική Ελλά­δα εμποδίζει αυτή τη γενιά, την αναθρεμμένη με λογικές αμφισβήτησης, φιλε­λευθερισμού και άρνησης της τυφλής πειθαρχίας και των χαρισματικών ηγε­σιών να ενταχθεί στην πολιτική, εκτός από ένα κομμάτι που ταλαντεύεται γύ­ρω από το «εσωτερικό». Αυτή την άρνη­ση της ένταξης την εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Σαββόπουλος που στις εκλογές του ’77 περιγράφει την «έρημη χώρα» των εκλογών με αρι­στουργηματικό τρόπο.

Μέσα λοιπόν απ’ αυτή την άρνηση της ένταξης ο Σαββόπουλος λειτουργεί επισημαίνοντας, κριτικάροντας, ταυτιζόμενος σε ένα βαθμό με τους νέους, τους «κριτικούς αριστερούς», τους α­ναρχικούς, τους «αριστεριστές». Συνε­χίζει τον κριτικό ρόλο της «γενιάς του» και κατορθώνει να συνδεθεί με τις νεώ­τερες γενιές, ιδιαίτερα εκείνες που από το 1976 και μετά έρχονται να «αμφισβη­τήσουν» το καθεστώς των κομμάτων και της επίσημης πολιτικής.

Η ανάδυση του ιδιωτικού- κοινωνικού

Μέσα απ’ αυτή την ασφυκτική κυ­ριαρχία ενός ψεύτικου πολιτικού λόγου έρχεται με το «πλήρωμα» του χρόνου, την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία η «εκπλήρωση των ονείρων μιας γενιάς», και τι παράδοξο —σχεδόν ταυτόχρο­να— έχει αρχίσει η απομάκρυνση από το πολιτικό, το βύθισμα στο ιδιωτικό και το κοινωνικό!

Μοιάζει σαν η άνοδος του ΠΑΣΟΚ, ο θρίαμβος της πολιτικής, ο θρίαμβος της μεταπολίτευσης να άνοιξαν το δρό­μο για την αντίστροφη μέτρηση. Και αυτό δεν ήταν μόνο συνέπεια της απο­γοήτευσης από την διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ήταν ήδη δεδομένο από την στιγμή που ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ απλά στα δυο χρόνια που πέρασαν αυτό το κλίμα εντάθηκε, οι μάζες σε μια πολιτι­κή που παίζεται έξω και πέρα απ’ αυ­τούς, μη έχοντας πια και καμιά πολιτι­κή διέξοδο ή εναλλακτική λύση στρέ­φονται προς την ιδιώτευση, στη σφαίρα των κοινωνικών σχέσεων με την πιο στενή έννοια, την έννοια της «παρέας». Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, την Ελλάδα των κομμάτων μοιάζει να απα­ντάει μια νέα Ελλάδα, η Ελλάδα της «παρέας», του ιδιωτικού, της κοινωνι­κότητας έξω από τον ανταγωνισμό. Και αυτό το ζήτημα είναι κάτι που προβάλει εδώ και χρόνια αλλά και τα δυο τελευ­ταία σπάει πραγματικά την πρόσοψη της πολιτικολογίας.

Ιδιαίτερα το δεύτερο χρόνο της κυ­βέρνησης ΠΑΣΟΚ το φαινόμενο γίνεται κυρίαρχο. Η Ελλάδα αναστενάζει στα γήπεδα, είτε πρόκειται για την συναυ­λία του Σαββόπουλου, είτε για το ματς Ολυμπιακού – Άγιαξ. Μοιάζει σαν το κέντρο της Ελλάδας να μεταφέρθηκε από την διαδήλωση έξω από τη Βουλή, στην Καλογρέζα, όπου και το κέντρο του «ιδιωτικού». Για πρώτη φορά οι κομματικές κινητοποιήσεις των κομμά­των —και ιδιαίτερα του ΚΚΕ είναι όλο και πιο αποδυναμωμένες και άμαζες. Τα κόμματα δεν έχουν τίποτε να πουν. Η νεολαία στην μεγαλύτερη πλειοψηφία της παύει να είναι «πολιτικοποιημένη», σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρό­νια, και η ΚΝΕ «αδειάζει». Οι διαρροές από τα κόμματα γίνονται όλο και πιο μεγάλες και σημαντικές. Το καλοκαίρι του ’83 σφραγίζεται από το «πάρτυ» του Κηλαϊδόνη και καταλήγει με τη συ­ναυλία του Σαββόπουλου και του Ντα­λάρα. Το τσιφτετέλι κάνει θραύση —στο Λυκαβηττό και σ’ όλη την Ελ­λάδα. Ένα κύμα «Διονυσιασμού» ξε­σπάει στην Ελλάδα. Ο σοσιαλισμός θρέφει τη διασκέδαση.

Παράλληλα παντού, στις γειτονιές της Αθήνας, τις πόλεις της επαρχίας, στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης, στις πολιτιστικές δραστηριότητες επανεμφανίζεται πίσω απ΄ αυτό το κύμα ανάδυσης του ιδιωτικού η… γενιά του 114.

Αυτή η εξέλιξη ήταν φυσική. Εκείνη η γενιά που είχε περιοριστεί στο ιδιωτι­κό, στο πολιτικό περιθώριο, αλλά ταυτόχρονα «ανέβαινε» στο κοινωνικό πεδίο βρέθηκε φυσικά να «ηγείται» στο νέο «κίνημα». Ο Σαββόπουλος, ο Κηλαϊδόνης, ο Φαληρέας που «κινεί τα νήματα», δεκάδες άλλοι σ΄ όλη την Ελλάδα είναι εκφραστές αυτής της γενιάς. Το ότι αυτή η «ανάκαμψη» εμφανίζεται πρώτα στο πολιτιστικό πεδίο και ιδιαί­τερα στο τραγούδι, δεν είναι τυχαίο. Το πολιτιστικό, κατεξοχήν τομέας κοινω­νικοποίησης και έκφρασης του ιδιωτι­κού, των βαθύτερων ρευμάτων που δια­περνούν την κοινωνία των ιδιωτών —αντίθετα από την πολιτική κοινω­νία— ήταν εκείνος ο τομέας που θα μπορούσε να εκφράσει πιο ολοκληρω­μένα αυτήν τήν νέα πραγματικότητα. Και τις τάσεις αυτές θα τις διαγνώσουμε παντού. Αν πάρουμε την λογοτεχνία, τα λογοτεχνικά περιοδικά, εδώ και χρόνια το «πολιτικοποιημένο» μυθιστόρημα ή ποίημα έχει κυριολεκτικά εξαφανιστεί. Στον τομέα του κινηματογράφου, στα τελευταία ελληνικά έργα κυριαρχεί πια το ιδιωτικοκοινωνικό. Το «ταξίδι του μέλιτος», οι «Απέναντι», η «Παραγγε­λιά», ο «Άγγελος», η «Ρεβάνς» κ.λπ. εκφράζουν τις νέες ευαισθησίες και α­νάγκες, και κυριαρχούν απέναντι στο «πολιτικό» σινεμά των πρώτων χρόνων μετά την μεταπολίτευση. Και η σκοπιά στα περισσότερα από τα έργα που ανα­φέρουμε είναι ενάντια στην οπτική και τις θελήσεις των ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ. «Δεν είμαι Πασόκα δεν είμαι ΚΚΕ». Θα μπο­ρούσαμε να αναφέρουμε χιλιάδες άλλα παρόμοια παραδείγματα. Σε όλη την ελ­ληνική κοινωνία το «ιδιωτικοκοινωνι­κό» έρχεται να συγκρουστεί με το πολι­τικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης.

Εκεί λοιπόν εμφανίζεται η κεντρικότητα του Σαββόπουλου, σαν εκφραστή της «γενιάς του», και εκεί ακριβώς είναι που οι «γενιές μας» κινδυνεύουν να αρ­χίζουν να χωρίζουν.

Η χρονιά του ’83 ήταν η χρονιά του «θριάμβου» για το Σαββόπουλο. Ξεκι­νώντας από το Σπόρτινγκ στη Θεσσα­λονίκη, βγάζοντας έναν καινούργιο δί­σκο —που τα λόγια του σιγοτραγουδιόντουσαν σ’ όλα τα στόματα τούτο το καλοκαίρι καταλήγοντας με την αποθέ­ωση του 100 μέτρα πάνω από το έδαφος στην Καλογρέζα, ο Σαββόπουλος έφτα­σε στο απόγειο της σταδιοδρομίας του, μεταβλήθηκε «ξαφνικά» στο κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής της Ελλάδας. Είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου!  Η «υπόγεια διαδρομή» είχε τελειώσει, ο «Διονύσης» βγάζει πια τα τραπεζάκια του έξω. Η έξοδος είναι γενική. Δίνει δεκάδες συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά, και υποδέχεται με το ύψος χωροδεσπότη τους «καλεσμένους» του στη Καλογρέζα. Αν 20 χρόνια πριν κατέβηκε με ένα φορτηγό στην Αθήνα, τώρα αναδύεται στους ουρανούς πάνω σε αερόστατο. Ο Διονύσης Σαββόπου­λος —ταυτισμένος πια με τη γενιά του— έφτασε στην «κορυφή». Ο ίδιας ο «Ταχυδρόμος» τον κάνει εξώφυλλο. Και από δω και μπρος μπορούμε να πε­ράσουμε σε μια παραπέρα συζήτηση.

Ο Σαββόπουλος σαν ένας άλλος ρόλος

Η ιδιαιτερότητα —η κεντρικότητα του πολιτικοπολιτιστικού φαινόμενου Διονύσης Σαββόπουλος δεν έγκειται μόνο στο ότι είναι ένας καλλιτέχνης με καταπληκτική ευαισθησία και διαίσθη­ση, όπως πράγματι συμβαίνει, αλλά θα πρέπει να αναζητηθεί πιο πέρα, θα πρέ­πει να αναζητηθεί στην ελληνική πραγ­ματικότητα. Το γεγονός ότι οι μουσικοί και ειδικότερα οι τραγουδοποιοί είναι οι καλλιτέχνες με την μεγαλύτερη επιρ­ροή στο λαό δεν είναι κάτι ιδιαίτερο για την Ελλάδα την εποχή των μέσων μαζι­κής επικοινωνίας. Σ’ όλο τον κόσμο συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Όμως εκεί που το τραγούδι αποκτάει άλλες ευρύ­τερες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις εκεί πρέπει να ψάξουμε περισσότερο. Έτσι ο Βολφ Μπίρμαν στην Ανατολι­κή Γερμανία, μια χώρα όπου η αντιπο­λίτευση απαγορεύεται κάνει την μόνη αντιπολίτευση και κριτική που είναι δυνατή —μέχρι να τον απελάσουν— μέ­σα από την ποίηση και τραγούδι, και βέβαια η λειτουργία του είναι σημαντικότατη, είναι τεράστια θα λέγαμε, για την διαμόρφωση μιας πολιτικής αντι­πολίτευσης στην Ανατολική Γερμανία και την διαμόρφωση μιας κριτικής της γραφειοκρατίας σ’ όλη την Γερμανία. Ας δούμε το φαινόμενο της ροκ στην Αγγλία, σ’ εκείνη τη χώρα όπου η κοι­νωνική αντίθεση της νεολαίας με το καθεστώς δεν κατορθώνει να πάρει πο­λιτική μορφή και εκφράζεται σε μεγά­λο βαθμό μέσα από το τραγούδι, από την εποχή των μπητλς μέχρι τους πανκ. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο πέρα στην έκφραση φυλετικών ή εθνικών μειονοτήτων, η ταύτιση και έκφραση τους με την μουσική και το τραγούδι γίνεται ακόμα πιο έντονη. Οι μαύροι της Αμερικής, οι Πορτορικάνοι κλπ. κλπ. Τέλος στην Ελλάδα μια κοινωνική κατηγορία το «περιθώριο» του μεσοπό­λεμου και της πολεμικής περιόδου εκ­φράζεται αποφασιστικά μέσα από το ρεμπέτικο.

Έτσι λοιπόν, ο μουσικός, ο τραγου­δοποιός είναι «μεγάλος», «σημαντι­κός», αποκτάει μια ευρύτερη λειτουρ­γία σε στιγμές που η ίδια η κοινωνία οι ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες το προβάλουν στο προσκήνιο! Ο Μπήρμαν, οι Ρόλλινγκ Στόουνς ή ο Σαββό­πουλος μπόρεσαν να υπάρξουν σε αντί­στοιχες εποχές και χώρες όπου το τρα­γούδι υπερβαίνει οποιαδήποτε «απλή» λογική διασκέδασης και αποκτάει μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτική φόρτιση.

Επισημάναμε ήδη ότι ο Σαββόπου­λος αποτελούσε τον εκφραστή μιας γε­νιάς —εκείνης του 1 14 που «κομμένη» από την δικτατορία δεν κατόρθωσε να ολοκληρωθεί σε ένα κοινωνικοπολιτι­κό επίπεδο, και αρχίζει μια υπόγεια δια­δρομή μέσα από τους σκόλιους δρό­μους του ιδιωτικού, της «κοινωνικής κριτικής», της πολιτικοποίησης του ι­διωτικού, του ατομικού, σε μια εποχή που ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος δεν είναι παρά κραυγαλέες εκφράσεις του πολιτικού έξω από το κοινωνικό και το ιδιωτικό. Κατορθώνει να εκφράσει κάτι που είναι πέρα από τον ίδιο, πέρα από την ίδια την γενιά του, κατορθώνει να εκφράσει την αγωνία ενός κόσμου που πνίγεται από την μεταπολίτευση, που πνίγεται από τον ψευτοπροοδευτισμό που κυριαρχεί, που πνίγεται από την καταστολή, ενός κλίματος όπου η «Ελ­λάδα γελάει και γίνεται γελάδα». Και «ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» ακριβώς αντιπαραθέτει τον Δικαιόπολι που «αρνείται τον πόλεμο» με τον γελοίο Λάμαχο, τον «αγωνιστή» των ψευτοαγώνων των κομμάτων στην μεταπολίτευση, «κόμμα και ρετσίνα και άσματα επινίκια» ενώ ο «πολιτευτάκιας» κάνει την βαθύτερη —καταλυτικότερη πολιτική κριτική που θα μπο­ρούσε να υπάρξει. Ο «ποντικός» περι­γράφει την αντίφαση της πολιτικής, α­πελευθερωτικής και αλλοτριωτικής ταυτόχρονα. Ο Σαββόπουλος φτάνει στο απόγειο ετούτη την εποχή —στο απόγειο της κριτικής του αυστηρότη­τας. Εκφράζει μια κοινωνική πραγματι­κότητα που δεν έχει πολιτικό όνομα, μια διεργασία που δεν ομολογείται. Η κρίση των ομάδων της άκρας αριστε­ράς, και των «παλιών» του 1 14 του προ­σφέρει το διευρυνόμενο κοινό του. Ο Σαββόπουλος αποκτάει αυτή τη λει­τουργία γιατί τα ίδια πράγματα δεν μπο­ρούν να αρθρωθούν με ένα πολιτικό λό­γο, εκφράζονται σαν κρίση της ίδιας της πολιτικής, σαν απόρριψή της. Ό­σο διευρύνεται ο κύκλος της κρίσης, όσο ο κόσμος εγκαταλείπει πια και τα αντίστοιχα ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, πληθαί­νουν κατά δεκάδες χιλιάδες εκείνοι που εγκαταλείπουν την «πολιτική» και περ­νάνε στο χώρο του «ιδιωτικού» και ταυ­τόχρονα των «ανένταχτων». Τα μπαρ, το ρεμπέτικο, το τσιφτετέλι, τα ουζάδι­κα, τα «τραπεζάκια έξω», γίνονται ένα πολιτιστικοπολιτικό γεγονός που προ­μηνύει άλλες βαθύτατες μεταστροφές.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το κλίμα, που η μεταπολίτευση μετά την ΠΑΣΟΚική α­ποθέωση της, της 18 Οκτώβρη του 1981 οδηγείται σε εξάντληση περνάει μπρο­στά η κυριαρχία του «ιδιωτικού», της κριτικής της πολιτικής, και επομένως μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία ο Σαββόπου­λος από περιθωριακή έκφραση μετα­βάλλεται σε κεντρική, ενώ βέβαια έ­χουν χαθεί στα «τάρταρα» οι Μαρκό­πουλοι, οι Θοδωράκηδες, οι Λεοντήδες κλπ. Να λοιπόν που βρισκόμαστε μπρος σε ένα νέο σκηνικό. Μια νέα κοι­νωνική και πολιτική σύνθεση ξεπροβά­λει κυρίαρχα —πλειοψηφικά πίσω από την κεντρικότητα του Σαββόπουλου.

Οι νέοι που μέχρι λίγα χρόνια πριν ήταν κνίτες γίνονται «είμαι ότι είμαι κι ότι τραγουδώ για σε». Στους μεγαλύτε­ρους και κύρια την γενιά του 114 είναι αναρίθμητοι οι «πρώην». Και βέβαια η αλλαγή του πολιτικοκοινωνικού σκη­νικού το γεγονός ότι η ρεμπέτικη κο­μπανία και ο Σαββόπουλος αντικατά­στησαν το αντάρτικο δεν είναι ένα γε­γονός που δεν θα λάβει και μια συνέχεια πολιτικοκοινωνική πέρα από την πολι­τιστική – πολιτισμική που ήδη έχει.

Ακριβώς λοιπόν αυτή η ιδιαίτερη συ­γκυρία, η «ανάθεση» στο Διονύση Σαβ­βόπουλο του έργου της έκφρασης μιας σε τελική ανάλυση περιθωριακής πολι­τικής ευαισθησίας αποτέλεσε και την βάση του φαινόμενου Σαββόπουλος.

Η γενιά του και η γενιά μας

Όμως η μεταβολή μιας περιθωρια­κής συμπεριφοράς και ευαισθησίας α­πό περιθωριακή σε κεντρική έχει πάντα κάποιο τίμημα. Και τι τίμημα!

Η γενιά του Διονύση Σαββόπουλου δεν είναι μια οποιαδήποτε γενιά, είναι σήμερα άνθρωποι από τα 35 ώς τα 45, διευθυντές επιχειρήσεων, δικηγόροι, εκδότες, παράγοντες του ιδιωτικού κοι­νωνικού και οικονομικού «βίου». Είναι μια γενιά φιλελευθέρων αστών —που απεχθάνονται τη Ρωσία, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, δεν μπορούν να εκφρα­στούν από το ΚΚΕεσ. και «ψάχνουν». Είναι ένας κόσμος που κουβαλάει την «μπάλα του ζευγαριού», αναθρέφει σχε­τικά «αντιεξουσιαστικά» τα παιδιά του και ονειρεύεται κάποιους θεσμούς αυ­τοδιαχείρισης. Είναι ένας κόσμος που τράβηξε στο μεγαλύτερο μέρος του την αντίσταση ενάντια στη χούντα, αλλά πολιτικά περιθωριοποιήθηκε. Είναι έ­νας κόσμος που τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται όλο και πιο πολύ στις Τράπεζες π.χ. όπου καθοδηγεί τις κινητοποιήσεις των τραπεζικών, φτιάνει παιδικούς σταθμούς, κινηματογρα­φικές λέσχες στην επαρχία, οργανώνει κύκλους διαλέξεων, εκδίδει επαρχιακές εφημερίδες, ψήφισε ΠΑΣΟΚ ή εσωτε­ρικό, στις τελευταίες εκλογές αλλά α­ποδεσμεύεται όλο και πιο πολύ. Είναι σήμερα ένας κόσμος «καλοστεκούμενος» μέσα στα πλαίσια του ιδιωτικού, δεν είναι πια οι ξεριζωμένοι του ’70. Όπως λέει ο ίδιος ο Σαββόπουλος «δεν φτιάνει πια συλλόγους νέων ή εργατι­κές ενώσεις αλλά είναι οι Λεβαδιώτες, οι Χαλκιδιώτες κλπ.» είναι δηλαδή η «κοινότητα» πέρα από τον ταξικό ανταγωνισμό. Δεν είναι πια «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», είναι οι «παρέες».

Και εδώ θα χ ρειαστεί να επιμείνουμε, στηριζόμενοι σε δύο θα λέγαμε ορια­κούς δίσκους του Σαββόπουλου, «το βρώμικο ψωμί» του 1972 και «Τα τραπε­ζάκια έξω» του 1983. Στην «Μαύρη Θά­λασσα» ιδεολογικό μανιφέστο μιας «οργισμένης γενιάς», την «Δημοσθέ­νους λέξη», το «Μωρό», τον «Άγγελο εξάγγελο», ο τόνος είναι ριζικά διαφο­ρετικός.

«Ο ουρανός είναι ένας νόμος αδεια­νός

κι η χωματένια σου μορφή είναι βρώμι­κο ψωμί…»

«Φάε, φάε το βρώμικο ψωμί», κ.λπ.

Στα «τραπεζάκια έξω» στις δηλώσεις του τού ’83 η ορθοδοξία, ο «ουρανός» παύει να είναι «βρώμικο ψωμί» και «νό­μος αδειανός», αλλά γίνεται η «αναζή­τηση του ανθρώπινου στο Άγιο Όρος, στην αναβίωση της παλιάς κοινότητας εκεί που ο άνθρωπος παύει να χωρίζει μέσο και σκοπό.

Στην μια περίπτωση «σ’ αυτό τον κό­σμο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψω­μί κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπό­γεια διαδρομή» ενώ αντίθετα στα 1983 η υπόγεια διαδρομή έχει λήξει, έχει γίνει κιόλας υπέργεια, έχει γίνει τραπεζάκια έξω, έχει γίνει οι «παρέες» που φτιά­χνουν ιστορία.

«Λόγια άγρια παράξενα κι ατόφια σάβανα και χώματα στην μούρη της την ψόφια»

«Φταίνε τα τραγούδια της φταίει κι ο λυράρης,

φταίει κι ο ίδιος ο λαός γιατί είναι μαραζιάρης».

Τώρα πια η «μούρη της η ψόφια», η κριτική στον λυράρη, στα τραγούδια της και στον ίδιο τον λαό που είναι μαραζιάρης γίνεται η αναφορά στον ελ­ληνισμό, στων «Ελλήνων τις κοινότη­τας, που είτε με αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία φτιάχνουν άλλο γαλαξία», γίνεται αναφορά στη μοναδικότητα του ελληνισμού. Η κριτική στην εργασία, «σε ευχαριστώ ω εταιρεία» γίνεται πια εκθειασμός της. Πρέπει να δουλεύουμε, άσχετα με το τι κάνουμε. Βέβαια ο Διο­νύσης στο Πήλιο προσπαθώντας να φτιάξει τα τραγούδια του νιώθει την α­νάγκη της δημιουργικότητας της εργα­σίας έστω και με το «ζόρι» και εκθειάζει την εργασία χωρίς όμως να μετριέται με την εργασία του εργοστάσιου, με την δαχτυλογράφο, τον σκαφτιά το νέο υ­πάλληλο. Για πια εργασία πρόκειται αγαπητέ; Της γενιάς σου, εκείνων που έχουν ήδη μια διευθυντική θέση στην κοινωνία μας ή τη ν εργασία των άλλων, των κολασμένων;

Και τέλος η οικογένεια.

Έτσι λοιπόν Πατρίδα, θρησκεία οι­κογένεια και εργασία: Οι αιώνες αξίες αναβαπτισμένες στην ανένταχτη λογι­κή;

Το ζήτημα θέλει μια ιδιαίτερη ανάλυ­ση, γιατί δεν είναι τόσο απλό.

Είναι φανερό πως η ελληνική πραγ­ματικότητα σήμερα αντιμετωπίσει ζη­τήματα που έχουν να κάνουν τόσο με το «εθνικό», όσο με την εργασία, την οι­κογένεια κ.λπ. και οπωσδήποτε τα ζη­τήματα αυτά είναι αντιφατικά. Το «ε­θνικό» ζήτημα π.χ. όπως μπαίνει από μας δεν έχει το νόημα της επιστροφής στο έθνος, αλλά αντίθετα της λύσης του «εθνικού», ακριβώς για να ξεπεραστεί το έθνος, που πνίγει την δημιουργικό­τητα και την ζωντάνια των ανθρώπων μέσα στα στενά εθνικά σύνορα. Η «ολο­κλήρωση του έθνους» με την έννοια της λύσης του Κυπριακού και της άρσης της έντασης στο Αιγαίο έχει ακριβώς το νόημα του τέλους της «εθνικής δια­δρομής» για να περάσουμε σε μια φάση υπερεθνικών ενώσεων.

Έτσι λοιπόν ενώ ο Σαββόπουλος σω­στά επισημαίνει στα τραγούδια του, ό­πως για την Κύπρο, που «δεν είναι μούρλα εθνική που επιστρέφει είναι η Κύπρος που οι εμπόροι την μι­σούνε» και ότι η Ελλάδα έχει μια μοναδικό­τητα, όπως τονίζει στα «Τραπεζάκια έ­ξω», μοναδικότητα που είναι δημιούρ­γημα της γεωγραφίας και της Ιστορίας, και έτσι βέβαια βάζει σωστά το αίτημα μιας ιδιαίτερης και προσαρμοσμένης στις συνθήκες πολιτικής, μιας πολιτι­κής που δεν θα είναι αφηρημένη και απρόσωπη, αλλά συγκεκριμένη και ε­θνική από την άλλη δημιουργείται ένα χάσμα στη σκοπιά μας. Για μας η ιδιαι­τερότητα της Ελλάδας δεν είναι ένα στοιχείο που αναιρείται: «φταίει ο λυ­ράρης, φταίει κι ο ίδιος ο λαός που είναι μαραζιάρης».

Ενώ μοιάζει να την αναιρεί ο Σαββό­πουλος, που ξαφνικά μας πληροφορεί πως έχει έναν καινούριο έρωτα την «Ελλάδα», και αυτή την «εθνική ολο­κλήρωση» δεν την βλέπει πια σαν ξεπέ­ρασμα του έθνους και της ελληνοπρε­πούς μιζέριας του, αλλά σαν μια αναφο­ρά στους «παππούδες μας» στην Τουρκο­κρατία, στις παλιές «κοινότητες» του ελληνισμού και όχι στην οικοδόμηση των νέων κοινοτήτων, που κάτω από νέες συνθήκες θα δημιουργήσουμε σή­μερα, κοινότητες που θα στηρίζονται στην ανατροπή του καπιταλισμού, της καπιταλιστικής αποδοτικότητας, της αστικής εξατομίκευσης κ.λπ. Γενικά το όραμα του Σαββόπουλου μοιάζει τον τε­λευταίο καιρό να στρέφεται προς τα πί­σω, στην ιστορία, στην παράδοση.

Και εδώ βρίσκεται το πρώτο σημείο της τομής.

Ας περάσουμε στην «οικογένεια». Ο Σαββόπουλος σωστά επισημαίνει πως η αφηρημένη κριτική της οικογένειας, που συχνά γίνεται είναι άκριτη γιατί δεν επισημαίνει την διπλή φύση της οικογένειας, που είναι την μια κύτταρο αναπαραγωγής και έκφρασης της καπι­ταλιστικής ενσωμάτωσης, και από την άλλη άμυνα των ανθρώπων ακριβώς α­πέναντι στον ανταγωνιστικό κόσμο του καπιταλισμού. Το ζευγάρι, η σχέση των γονιών και παιδιών, δεν είναι μόνο μιζέ­ρια και καταπίεση —είναι ταυτόχρονα άμυνα και «αποκούμπι» των ανθρώπων απέναντι σε ένα κόσμο που ξεσχίζεται από ανταγωνισμούς. Απέναντι στον κό­σμο της καπιταλιστικής ή της «σοσια­λιστικής» απανθρωποποίησης και αλ­λοτρίωσης η οικογένεια παραμένει ένα καταφύγιο για την πλειοψηφία των αν­θρώπων. Όμως με τον ίδιο τρόπο που η άκριτη κριτική της οικογένειας δεν μπορεί να κατανοήσει τα αίτια της επιβίωσής της και της διάρκειάς της, ό­μοια και η άκριτη αποδοχή της σαν φορέα μη ανταγωνιστικών σχέσεων, ξε­χνάει πως οι ανταγωνιστικές σχέσεις του καπιταλισμού διαπερνούν τελικά την ίδια την οικογένεια, την ανατινά­ζουν στον αέρα, την μεταβάλλουν σε πεδίο ανταγωνισμού και ανθρωποφα­γίας, και μ’ αυτή την έννοια το ζήτημα που τίθεται είναι ακριβώς η υπέρβαση της οικογένειας σαν παρωχημένης μορ­φής και αντικατάστασή της από νέους τύπους ανθρώπινων σχέσεων, που βέ­βαια θα περιέχουν και μορφές «οικογέ­νειας», κοινοβιακούς ή οτιδήποτε άλλο επιλέξουν οι άνθρωποι. Και εδώ ο Σαβ­βόπουλος αρχίζει ξαφνικά να κοιτάζει προς τα πίσω και όχι προς τα. μπρος, προς την επιστροφή σε ένα προκαπιταλιστικό παρελθόν και όχι στην υπέρβα­ση του καπιταλισμοί’ μέσα από «νέες κοινότητες». Τι έγιναν άραγε «τα παι­διά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρού­χα;»

Και τέλος η θρησκεία. Εδώ η ανα­στροφή ολοκληρώνεται. Η θρησκεία —η ορθοδοξία— σαν στοιχείο εθνικής ταυτότητας από τη μια και ιδεολογικού προσδιορισμού αποκτά ένα μεγάλο βάρος στις συνεντεύξεις του Σαββόπου­λου, στις απόψεις του ιού τελευταίου χρόνου τουλάχιστον. Για το Σαββόπου­λο οι μόνοι που δείχνουν το παράδειγμα μιας ζωής όπου μέσα και σκοποί γίνο­νται ένα, δεν είναι παρά οι μοναχοί του Άγιου Όρους. Μ’ αυτό τον τρόπο χά­νεται η αναφορά στην πολιτική και κοι­νωνική πάλη στον «καθ’ ημάς» κόσμο, τον κόσμο των «δακρύων» νια την πραγμάτωση της ενότητας ανάμεσα σε σκοπούς και μέσα και μετατίθεται σε έναν κόσμο a part έναν κόσμο τελικά μυθολογικό. Βέβαια το Ζήτημα δεν εί­ναι απλό. Δεν είναι ζήτημα εύκολο ό­πως φαντάζεται μια μοντερνιστική και «άθεη» αριστερά και άκρα αριστερά. Ανάγεται στα βαθύτερα προβλήματα της εποχής μας.

Ο Σαββόπουλος προέρχεται από έναν κόσμο, όπως και όλοι εμείς, τον κόσμο της αριστεράς, έναν κόσμο που «θέλο­ντας» να φτάσει σε ένα «σκοπό», την κοινωνία χωρίς τάξεις, την κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα ξαναγίνουν πρό­σωπα με πλήρη ανάληψη της ιστορικής και προσωπικής τους μοίρας, έναν κό­σμο όπου σκοπός και μέσα θα γίνουν ένα, εδώ, στον κόσμο ετούτο, βέβαιο —λέει η αριστερά— για την επίτευξη αυτού του στόχου υπάρχουν και τα μέ­σα, υπάρχει η «πολιτική», η επανάστα­ση, η «δικτατορία του προλεταριάτου», η καταστολή των αντιπάλων, η Σιβηρία κ.ο.κ., υπάρχει η ανάγκη των ελιγμών, της ψευδολογίας, της…

Για χρόνια, αυτή η αντίθεση σκοπού και μέσων δίχαζε και διασπούσε την ίδια την αριστερά, χωρίς να μπορεί να διαφανεί μια διέξοδος σ’ αυτό το αδιέ­ξοδο. Χιλιάδες άνθρωποι που δεν συμ­φωνούσαν καθόλου με τα «μέσα» υπο­χρεώνονταν να τα αποδεχτούν μια και εξυπηρετούσαν έναν «ευγενικό» σκοπό. Έτσι γεννιόταν ένας νέος τύπος αν­θρώπου — κυριολεκτικά σχιζοφρενικός, εκείνος που από την άποψη των στόχων ήταν υπέρ της ελευθερίας, αλλά από την άποψη των μέσων υπέρ της κατα­στολής και της ανελευθερίας, εκείνος που ευαγγελιζόταν μια κοινωνία χωρίς καταναγκασμούς και γι’ αυτό εξασκού­σε τους χειρότερους καταναγκασμούς. Χτιζόταν δηλαδή ένας νέος καθολικι­σμός, ένας νέος ιησουητισμός που για τη σωτηρία της «ψυχής» των ανθρώπων ήταν έτοιμος να θυσιάζει το «σώμα» τους. Αυτή η σχιζοφρένεια που διαπερ­νά όλο το σύγχρονο «κομμουνιστικό» κίνημα, και που ήταν αδιέξοδη για πολ­λές δεκαετίες ήρθε να μπει σε βαθύτατη κρίση από την δεκαετία του ’60 και μετά. Η αποκάλυψη των χωρών του «υ­παρκτού σοσιαλισμού» σαν των χωρών του υπαρκτού ολοκληρωτισμού, και των Λεγόμενων κομμουνιστικών σαν μια αριστερή και σύγχρονη έκδοση του Ιγνάτιου Λογιόλα και των οπαδών του αποκάλυψη που δεν έγινε, απλά θεωρη­τικά αλλά και κύρια πρακτικά, αρχίζο­ντας από την πολιτιστική επανάσταση και καταλήγοντας στην Πολωνία μέσα από το ξεσήκωμα του ’68 ήρθε επί τέ­λους να άρει —αντικειμενικά— την σχιζοφρενικότητα της κατάστασης. Εμφανίζεται ένα νέο κοινωνικό και πο­λιτικό κίνημα που επί τέλους δείχνει πως τα «μέσα» που χρησιμοποιούσε αυ­τό το κίνημα τα παλιότερα χρόνια δια­μόρφωναν και το σκοπό του. Από τους «κομμουνιστές» της Τρίτης Διεθνούς δεν γεννήθηκε κανένας κόσμος που θα πλησιάζει στην αταξική κοινωνίας αλ­λά ένας κόσμος εξανδραποδισμού του προλεταριάτου. Από την εξαφάνιση της ατομικότητας δεν ήταν δυνατό να γεννηθεί μια κοινωνία με πλήρη άνθιση της προσωπικότητας, αλλά μια κοινω­νία αγελαία – ολοκληρωτική, ο φασι­σμός του κρατικού καπιταλισμού.

Και αυτό το νέο κίνημα που εμφανίζε­ται στο ιστορικό προσκήνιο ψάχνο­ντας – ψαχουλευτά με την ίδια την πα­ρουσία και την πρακτική του, έρχεται να προβάλει μια νέα αντίληψη της επα­νάστασης και της ζωής. Ανάλογα με τα μέσα και ο στόχος.

Έτσι η «άλλη κοινωνία» παύει να είναι ένας μανιχαϊσμός, ένας ουτοπικός και ηλίθιος επίγειος παράδεισος —ο κομμουνισμός σαν σύστημα χωρίς αντι­θέσεις και ζωή— αλλά μεταβάλλεται, για πρώτη φορά ίσως στο «κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμά­των». Ένας και μοναδικός κομμουνι­σμός μπορεί να υπάρχει, αυτός που οι­κοδομείται σήμερα από τα υποκείμενα φορείς του. Όσο για το «τέλειο σύστη­μα» αυτό θα μπει στα χρονοντούλαπα της ιστορίας μαζί με τους χιλιαστικούς μύθους και άλλες μαζικές παρακρού­σεις και υστερίες.

Έτσι λοιπόν μπρος σ’ αυτή τη ν αντί­φαση και το τέλος της —την αρχή του τέλους της σχιζοφρένειας, ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν κοιτάζει μπροστά, δη­λαδή στα κινήματα που αναπτύσσονται σαν νέα κοινωνικά και πολιτικά υποκεί­μενα που πια τείνουν να αναιρέσουν τους διαχωρισμούς μέσα στον δύσκολο κόσμο της επίγειας ζωής, μέσα στις α­ντιφάσεις της πολιτικής και κοινωνι­κής πάλης, αλλά την ίδια στιγμή τραβά­ει στο Άγιο Όρος και την Ορθοδοξία για να βρει αυτή την αναίρεση του δια­χωρισμού σκοπού και μέσων! Να λοι­πόν που είναι για άλλη φορά το πρόβλη­μα. Ενώ ο Σαββόπουλος συνεχίζει να εντοπίζει τα ίδια τα προβλήματα με μας, όμως αρχίζει όλο και πιο πολύ να αλληθωρίζει προς τα πίσω αντί να βλέπει το σήμερα με τη σκοπιά του μέλλοντος — που μετουσιώνετε σε παρόν εδώ και σήμερα.

Αρχίζει να έχει όλο και πιο πολύ Τολστοϊκά χαρακτηριστικά!

Η απομόνωση από τον κόσμο της άλλης οικοδόμησης

Και βέβαια το ζήτημα δεν είναι τυ­χαίο. Αυτή η απαρχή μεταστροφής του Σαββόπουλου δεν είναι άσχετη με τη «γενιά» του. Το γεγονός δηλαδή ότι ο Σαββόπουλος ενώ μιλάει ακόμα για τον «χουλιγκάνο», για το ραδιοπειρατή, για την αγωνία που ξεπηδάει από τη νεολαία όμως πια δεν την ζει, δεν γνω­ρίζει και δεν κατανοεί αυτά τα νέα υπο­κείμενα που παλεύουν για άλλη ζωή και άλλες σχέσεις, ξαφνικά ΓΕΡΑΣΕ. Έγι­νε ένας σαραντάρης που χτυπάει όλες τις δεξιώσεις που μπορεί κανείς να φα­νταστεί, ένας σαραντάρης που γίνεται εξώφυλλο του Ταχυδρόμου, που δίνει δεκάδες συνεντεύξεις, παίρνει χαιρετι­σμούς από τη Σακοράφα και τέλος με υπέρτατη αλαζονεία —που ο ίδιος την βαφτίζει παιχνίδι— ανεβαίνει στους ουρανούς. Ο Διονύσης πια μιλάει για μας. Δεν είναι δικός μας. Ανήκει κιόλας στον κόσμο της γενιάς του —μιας γε­νιάς που μέσα από το ιδιωτικό— το πο­λιτιστικό, την «υπόγεια διαδρομή», α­ναδύεται ήδη κοντά στο κέντρο, και που σύντομα —πιστεύουμε— θα την δούμε σε πειραματισμούς που θα ξεπερ­νάνε τους μουσικούς ή καλλιτεχνικούς τέτοιους —σε «πειραματισμούς» πολι­τικούς. Η γενιά του 114, η γενιά του

Σαββόπουλου, αναδύεται, και ο Διονύ­σης «αναδυόμενος εν Καλογρέζα», δεν είναι παρά το σύμβολο της ή το προπέ­τασμα καπνού της.

Και αν μ’ αυτό τον κόσμο έχουμε πολλά κοινά, όμως αυτά τα κοινά δεν αρκούν για να μας ταυτίσουν. Έχουμε κοινά την άρνηση του ολοκληρωτι­σμού, το βάρος στην ατομικότητα, στο «πρόσωπο», την άρνηση του κρατι­σμού, και γι’ αυτό σε πολλά πράγματα βρισκόμαστε μαζί, όμως έχουμε ήδη και πολλές διαφορές. Μας χωρίζει ο ανταγωνισμός.

Νομίζουμε ότι εδώ βρίσκεται το ζή­τημα. Διαχωριζόμαστε σαν τρόπος ζω­ής, σαν εμπειρίες, σαν βιώματα. Την προσπάθεια σύνθεσης ιδιωτικού και πολιτικού, μέσων και σκοπών δεν τη ζει ο Σαββόπουλος. Την προσπάθεια νέων προσωπικών σχέσεων το ίδιο. Τον α­νταγωνισμό τον διαβάζει από τις εφη­μερίδες. Και όλα αυτά διαφαίνονται μέ­σα από τα τραγούδια του. Πια είναι των «Ελλήνων οι κοινότητες», ενώ βέβαια εμείς και ο έλληνας Παπανδρέου, ή Νιάρχος δεν έχουμε και πολλά κοινά.

Ο Σαββόπουλος έχει συνείδηση —σε ένα βαθμό— της νέας πραγματικότη­τας, της απόστασης που τον χωρίζει από βιώματα— τον «εκνευρίζει αυτή η φωνή που όσο πάει και εξασθενεί».

«Έβαλα ωράριο εργασίας» «Θα ΄ταν τρελό να προσπαθώ αυτό τον άνεμο να εκφράσω

Με τα φαναράκια του αρκεί να γειτονέ­ψω,

Βγάζω τα τραπεζάκια μου έξω».

Εδώ δίνεται το στίγμα. Ο Σαββόπου­λος μιλάει πια για τη σχέση με τον άνε­μο των μετασχηματισμών, του ανταγω­νισμού, και γίνεται εκείνος που του αρ­κεί να «γειτονέψει» με τα φαναράκια του.

Αυτή είναι πια η σχέση του με τα πράγματα. Οι βιωματικές σχέσεις είναι πια μόνο οι «παρέες» των ελλήνων, οι φίλοι του. Και βέβαια εδώ δεν ισχυριζό­μαστε ότι βιωματική σχέση, ιδιαίτερα από έναν καλλιτέχνη, σημαίνει να βρί­σκεται και να ζει παντού —ότι συμβαί­νει στην κοινωνία, αλλά από μια πλευ­ρά, όποια κι »ν είναι αυτή να βιώνει ένα κομμάτι της ζωής κάποιων τάξεων κά­ποιων στρωμάτων, έστω και σαν προ­σωπικό εγκλεισμό και απομόνωση. Αυ­τή η στάση ζωής μόνη επιτρέπει την συμμετοχή στα βιώματα εκατομμυρίων ανθρώπων και όχι βέβαια η συμμετοχή στα βιώματα όλων των άλλων. Βιωματι­κή σχέση, για μας, δεν σημαίνει ότι θα ΄πρεπε να ΄ναι ο Σαββόπουλος σ’ όλες τις διαδηλώσεις μαζί μας. Και παλιά δεν ήταν. Όμως τότε τον νοιώθαμε δικό μας —έστω και απομονωμένο. Έξω α­πό τον κόσμο των φωτεινών επιγραφών, μόνο, αλλά ταυτόχρονα τόσο κοινό με τη δική μας μοναξιά, στέρηση και αγω­νία. Σήμερα μας φαίνεται —και είναι— όλο και πιο μακρινός. Ακόμα και αν σιγοτραγουδάμε τα τραγούδια του, έ­στω και αν μπορεί να είναι αρτιότερα τεχνικά και καλλιτεχνικά. Πιστεύουμε πως λείπει πια η «ιερή φλόγα».

Η συνείδηση του Διονύση Σαββό­πουλου πως: «Όλες οι γραμμές μας στραβώθηκαν κι απότυχαν – ευτυχώς», καταλήγει σταδιακά στην «σωτη­ρία» μέσα από την αναφορά πιάσε έναν άλλο Θεό, τον ίδιο τον Κύριο. Οι επό­μενοι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί —και βέβαια υπέροχοι:

«Μέσα από τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά θ’ ανταμωθούμε μια τρελή Πρωτομα­γιά

Και το πλυμένο σώμα πίσω από τα λου­λούδια θα ενωθεί

Δος μου τα λόγια επί τέλους, να μην είμαι μοναχός».

Ο Διονύσης αποζητάει πια τις αναφο­ρές του τις φιλοσοφικές στην ορθοδο­ξία και την επίκληση του Κυρίου, και τις επίγειες στον «ελληνισμό» και την επιτυχία.

«Του Θεού η χάρη μας φυλάει απ’ τα σουξέ»

Και φτάνουμε σε ένα σημαντικό ση­μείο. Το 1979 ο Σαββόπουλος έγραφε «του θεού η χάρη μας φυλάει απ’ τα σουξέ». Το 1983 έκανε σουξέ αυτό το ίδιο τραγούδι!

Πού βρίσκεται το ζήτημα. Όχι βέ­βαια στο ότι πλατειές μάζες κόσμου δέ­χονται κάποια τραγούδια, μια άλλη φω­νή. Εδώ είναι το θετικό. Δεν έχουμε μια κομπλεξική και μειοψηφική λογική, του τύπου ο Σαββόπουλος έγινε πλειο­ψηφικός —εμείς μείναμε μειοψηφι­κοί— άρα… Όχι τέτοιες λογικές είναι ηλίθιες. Το πρόβλημα βρίσκεται αλ­λού: Τι ακριβώς εκφράζει αυτή η νέα πλειοψηφική πραγματικότητα, το ότι δηλαδή τα «τραπεζάκια έξω» έγιναν σουξέ του φετινού καλοκαιριού: Νομί­ζουμε κάτι διπλό. Από την μια την κρί­ση της μεταπολίτευσης και της λογικής της, την κρίση των γλοιωδών κατα­σκευασμάτων των διάφορων Μαρκό­πουλων, και συνολικά πολιτιστικά την κρίση του μοντέλου του κνίτη και του Πασόκα, παρόλη την πολιτική κυριαρ­χία τους. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να δυσαρεστήσει οποιονδήποτε, παρά μό­νο όσους κοιτάζουν τον αφαλό τους. Πο­λύ μας αρέσει που ο Σαββόπουλος α­κούγεται πια από εκατοντάδες χιλιάδες κό­σμο, γιατί αυτό δείχνει μια ανάπτυξη νέων ευαισθησιών και προσανατολι­σμών που αναπόφευκτα θα εκφραστούν σε όλα τα πεδία.

Εκεί λοιπόν δεν υπάρχει κανένα πρό­βλημα. Υπάρχει όμως μια άλλη όψη του νομίσματος. Ο Σαββόπουλος μεταβάλ­λεται σε μεγάλο βαθμό σε κλασσική βεντέτα και αποκτάει μια σχέση με τον κόσμο τέτοιου χαρακτήρα, δρα από τα πάνω —πέρα και έξω από τον κόσμο— δρα μέσα από το πιο αστικό περιοδικό της χώρας, τον «Ταχυδρόμο», σκαρφα­λώνει σε αερόστατα και κουβαλάει τη Σοφία Σακοράφα την «πρώτη αθλή­τρια», να χαιρετήσει τον «πρώτο μουσι­κό». Κάπου εδώ λοιπόν δεν πρόκειται απλά για την διάδοση ενός νέου τρα­γουδιού, για το προχώρημα μιας νέας ιδεολογικής και καλλιτεχνικής ταυτό­τητας, αλλά για σταρ σύστεμ. Το ζήτη­μα με το σταρ-σύστεμ δεν είναι, επανα­λαμβάνουμε, η πλατειά διάδοση αλλά μια και τα μέσα καθορίζουν το στόχο αποξενώνοντας το δημιουργό —τον τραγουδοποιό από τον κόσμο— μεταβάλλοντάς τον σε συνθέτη «όπως κι άλ­λοι συνάδελφοι» φτιάχνουν μια σχέση που ουδετεροποιεί το περιεχόμενο του τραγουδιού —το μεταβάλλει σε μόδα και άρα αμβλύνει την οποιαδήποτε οξύ­τητα του περιεχόμενου— μουσικού ή στιχουργικού. Αυτή είναι η «παγίδα» του συστήματος. Κάνει την αμφισβή­τηση μόδα, και έτσι την αποδυναμώνει, την μεταβάλλει σε «στυλ». Στυλ Σαββό­πουλου, στυλ πανκ, κ.λπ.

Μα θα πει κανείς, η πλειοψηφική λο­γική αυτά έχει.

Όχι λοιπόν. Υπάρχουν πολλές μέθο­δες να γίνει κανείς πλειοψηφία. Ο ένας που ακολούθησε μέχρι πρόσφατα ο Σαββόπουλος ήταν να προχωράει μέσα από την ίδια την διεύρυνση του υποκεί­μενου στο οποίο αναφέρεται, και αυτό ισχύει παντού, ακόμα περισσότερο στην πολιτική. Στο βαθμό που το υπο­κείμενο στο οποίο αναφέρεται γίνεται πλειοψηφικό στην κοινωνία, προχω­ράς μαζί του. Διαφορετικά αποκόβεσαι απ’ αυτό, μεταβάλλεσαι σε «διανοού­μενο», δηλαδή σε κάποιον του οποίου η όποια λειτουργία κινείται σε άλλα επί­πεδα από εκείνα του «υποκειμένου», με αποτέλεσμα να περνάει ο οποιοσδήπο­τε διανοούμενος στην «άρχουσα τάξη» άσχετα με τις απόψεις του.

Όταν λοιπόν Διονύση «οι μειοψη­φίες τάγματα ξυπόλητα σκαρφαλώνουν μέσα σε σκοτάδια από­λυτα»

και νομίζουμε ότι αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα, η απόπειρα να γίνεις πλειοψηφικός «μπαμ και κά­τω» απλούστατα σε μεταβάλει σε σταρ, και τα τραγούδια σε όλο και πιο ξέχωρα απ’ αυτά που θέλεις να εκφράσεις.

Στο σταυροδρόμι

Αυτό το κείμενο με κούρασε πάρα πολύ. Και πολλές φορές σκέφτηκα να το εγκαταλείψω. Για πολλούς λόγους.

Α. Γιατί αυτή η μεταστροφή του Σαβ­βόπουλου δεν είναι ακόμα ούτε κατακυ­ρωμένη στο έργο του ούτε —ακόμα— εκφράζεται μέσα από τα τραγούδια του. Τον τελευταίο καιρό εκφράστηκε κύρια μέσα από την στάση του, το στυλ που έδωσε στις συναυλίες του, τις αναρίθ­μητες συνεντεύξεις του. Τα περισσότε­ρα τραγούδια του τελευταίου δίσκου του, παρόλο που είναι τραγούδια μετά­βασης σε όλα τα επίπεδα, απηχούν συ­χνά απόψεις του καλλιτέχνη μερικά χρόνια πριν, και εξάλλου είναι γνωστό πως οι συνεντεύξεις ενός καλλιτέχνη δεν έχουν συχνά καμιά σχέση με την συγκίνηση που μας προκαλούν tu έργα του. Έτσι λοιπόν, όταν αφού είχα προ­χωρήσει το άρθρο έβαλα ν’ ακούσω «τα τραπεζάκια έξω» και έπεσα σε τρα­γούδια καταπληκτικής ευαισθησίας, εί­πα «δεν αφήνεις τις ηλιθιότητες για κριτική του Σαββόπουλου, του μόνου που ακόμα μπορεί να πιάνει ζητήματα και μάλιστα με ένα τέτοιο καλλιτεχνικό επίπεδο».

Β. Γιατί δεν ήθελα καθόλου να ταυτι­στώ με την κρετίνικη, ομφαλοσκοπική και κομπλεξική λογική του «χώρου», που μοιάζει συχνά με λογική αποτυχη­μένων και ανίκανων που την ανικανότητά τους την μεταβάλλουν σε μια κο­μπλεξική κριτική κάθε πράγματος με μαζική απήχηση και λειτουργία. Αυτό είναι έξω από μένα και δεν μας διάκρινε —θέλω να πιστεύω— ποτέ σαν αντίλη­ψη. Για αυτό επαναλαμβάνω για δεύτε­ρη φορά πως η μαζικοποίηση της διά­δοσης των τραγουδιών του Σαββόπου­λου στο επίπεδο του συνόλου της ελλη­νικής κοινωνίας είναι κάτι το θετικό. Ακόμα και σαν σταρ να λειτουργήσει δεν θα τα βάψω μαύρα.

Μετά μερικές μέρες όμως αποφάσισα να ξαναπιάσω το κείμενο. Γιατί πράγ­ματι ήθελα τόσο να ξεκαθαρίσω τις ιδέ­ες μου για την φάση που περνάει σήμε­ρα ο Σαββόπουλος, τι εκφράζει αυτό σε ένα ευρύτερο πεδίο, «γενιάς», και άρα να επισημάνω αυτό που θεωρώ το σημα­ντικότερο.

Ο Σαββόπουλος —όπως και ΄μεις— βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Εγκα­ταλείπει κάποιες παλιές του ιδέες —ό­πως και ΄μεις άλλωστε— προσπαθεί να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο. Στα ζη­τήματα που βάζει που επισημαίνει μας βρίσκει σύμφωνους. Διαφωνούμε στην αντιμετώπιση, στη σκοπιά. Δεν ελπίζει πια πολύ κοιτάζοντας προς τα μπρος, αλλά κοιτάζει προς τα πίσω. Μας μιλά­ει ακόμα, αλλά αρχίζουμε να μην τον βλέπουμε σαν έναν από μας. Βρίσκεται, όπως κι εμείς σε ένα σταυροδρόμι. Πι­στεύουμε πως μέσα στο άμεσα προσε­χές διάστημα θα διαλέξει αν θα πάρου­με δρόμους που θα αποκλίνουν ή θα συγκλίνουν. Αν το πάθημα της Καλο­γρέζας και του βεντετισμού θα τον κά­νει να ανακρούσει πρύμνα, και αν βέ­βαια τα γεγονότα των χρόνων που έρχο­νται τον ξανασυνδέσουν πραγματικά και βιωματικά με τους πραγματικούς μετασχηματισμούς της κοινωνίας και όχι με μετανοημένους μεγαλοαστούς —αλά Ζουράρι και Μοσκώφ— που α­ναζητούν τη σωτηρία της ψυχής τους στρέφοντας προς την παράδοση και το βουνό της Χαλκιδικής. Βέβαια δεν μας αρέσει να κάνουμε τους τιμητές.

Όλα αυτά δεν είναι παρά μια υπό­μνηση και ένα ξεκαθάρισμα. Τα πράγ­ματα θα φανούν από την συνέχεια της δουλειάς και της παρουσίας του Διονύ­ση Σαββόπουλου.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ