του Γιώργου Ρακκά από το ΆΡΔΗΝ Τ. 78 (2/10)
Η κρίση της μεταπολίτευσης δεν είναι μόνον κρίση οραμάτων, ιδεών, κομμάτων, ή κρίση πολιτισμού. Είναι μια κρίση συνολική, που αφορά ολόκληρο τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Και εάν πλέον, πολύ συχνά, γίνονται αναφορές στις πολιτικές ή στις ιδεολογικές διαστάσεις της κρίσης, η κοινωνική της διάσταση παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν άρρητη, λες και οι ποικιλώνυμοι αναλυτές και σχολιαστές των δημόσιων πεπραγμένων της χώρας να θέλουν την ξορκίσουν. Κι όμως, αυτή ερμηνεύει σε βάθος τη φύση των αδιεξόδων που βιώνουμε σήμερα σε τούτο το παράταιρο ελληνικό τέλμα και, πέρα από την ερμηνεία ορισμένων φαινομένων, μπορεί να εξηγήσει και την ανυπαρξία των διεξόδων που αναζητούμε στην παρούσα περίοδο. Αλλά ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.
Η διάλυση της «παλιάς Ελλάδας»
Αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο από την εξάντληση ενός μοντέλου διάρθρωσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, το οποίο άρχισε σταδιακά να αναδύεται από τα συντρίμμια του εμφυλίου πολέμου, για να ολοκληρωθεί με το σημιτικό εγχείρημα του «εκσυγχρονισμού».
Το μοντέλο αυτό έκανε τα πρώτα του βήματα ταυτόχρονα με τα πρώτα βήματα της μεταπολεμικής, ομαλής πορείας της Ελλάδας μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Έχει ταυτιστεί μαζί της και γι’ αυτό, ως διαδικασία, απηχεί όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του βίαιου εκσυγχρονισμού/ενσωμάτωσης στο σύστημα αυτό, με τη διαφορά ότι, στην ελληνική του εκδοχή, η πολιτική προηγείτο της οικονομίας στην καταστροφή των παλιών δομών και στην εγκαθίδρυση των νέων. Έτσι, η –«δημιουργική» για το νέο μοντέλο– καταστροφή της «παλιάς Ελλάδας», της τόσο γνώριμης στους ιστορικούς μας, ιδιαίτερης κοινωνικής και οικονομικής υφής που χαρακτήρισε τον ελλαδικό χώρο επί αιώνες –η μικροϊδιοκτησία, η αποκέντρωση, οι ορεινές κοινότητες, η οικονομική πολυδραστηριότητα των νοικοκυριών κ.ο.κ.–, δεν συντελέστηκε από οικονομικούς μηχανισμούς, αλλά από πολιτικούς: Στην αρχή ήταν ο εμφύλιος, ύστερα η τρομοκρατία του μετεμφυλιακού κράτους, η δικτατορία, και αργότερα η επιλογή να εισέλθουμε στην ΕΟΚ, η άρνηση των αρχουσών τάξεων να διαχειριστούν τα μεταναστευτικά ρεύματα που διατρέχουν την Ελλάδα κ.ο.κ.
Όλα αυτά, διαδοχικά, ξεπάτωσαν τις συνθήκες που είχαν οικοδομηθεί επί μακρόν. Η ιστορία είναι γνωστή: κατά την πρώτη φάση, η περιφέρεια ξεριζώθηκε, οι κοινότητές της διαλύθηκαν και ο πληθυσμός της προλεταριοποιήθηκε. Η κατοχή υπήρξε το φυτώριο διαφόρων μεταπρατών, ενώ ο εμφύλιος και το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς δημιούργησε ένα πελατειακό δίκτυο και αξιοποίησε τον κρατικό μηχανισμό προκειμένου να χτίσει κοινωνικές συμμαχίες χρήσιμες για το καθεστώς. Εκεί θα πρέπει να αναζητήσουμε τα ερείσματα του σύγχρονου παρασιτισμού, μάλιστα σε δύο εκδοχές: αφενός κατοχή και εμφύλιος διέλυσαν για άλλη μια φορά τον παραγωγικό ιστό της χώρας, ενώ ευνόησαν την ανάπτυξη των μεταπρατών· αφετέρου, το κράτος της δεξιάς δημιούργησε σε εμβρυακή μορφή τη νεότερη, παρασιτική σχέση με το κράτος, ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων που διαμένουν στην πρωτεύουσα1.
Οι αλλαγές που κυοφορήθηκαν εκείνη την εποχή ήταν πολύ σημαντικές. Ουσιαστικά συνιστούσαν μια καμπή μεγάλης κλίμακας για τον ελληνικό χώρο. Από το 1204 κι έπειτα, αργά αλλά σταθερά, ο δυτικός κόσμος επέβαλλε μια ιδιότυπη αποικιακή σχέση με τον ελληνικό χώρο2. Αυτός, λειτουργούσε πάντοτε ως παρασιτική του απόφυση, αναπτύσσοντας στο εσωτερικό του μεταπρατικά στρώματα που έπαιρναν στα χέρια τους τον ρόλο αυτό3. Βεβαίως, η αντιστασιακή παράδοση συνεχιζόταν, με την έννοια ότι η εξωτερική πραγματικότητα του ελληνικού χώρου δεν μπορούσε να επικαθορίσει πλήρως την εσωτερική. Όπως είπαμε και παραπάνω, η ιδιαίτερη κοινωνικο-οικονομική υφή του ήταν ζωντανή και μπορούσε ακόμα να τροφοδοτήσει αυτό που ο Σβορώνος ονόμασε αντιστασιακή υφή του ελληνισμού. Τούτη η θεμελιώδης εσωτερική παρέκκλιση του ελληνισμού από τη μοίρα στην οποία τον είχε δέσει η Δύση, στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματός της, είναι αυτή που τροφοδότησε όλους τους νεώτερους μεγάλους αγώνες του ελληνικού λαού. Αυτή ακριβώς η «παρέκκλιση», άρχισε να υπονομεύεται με τις διεργασίες που ξεκίνησαν από τον εμφύλιο κι έπειτα.
Ακολούθησε, βέβαια, η δικτατορία, που έδωσε σ’ αυτές τις διαδικασίες της στρεβλής ανάπτυξης παροξυσμικά χαρακτηριστικά, αλλά και η μεταπολίτευση που, εντέλει, σφραγισμένη από την πασοκική αλλαγή, όχι μόνον δεν αντέστρεψε αυτή τη διαδικασία, αλλά την «κοινωνικοποίησε» συμπεριλαμβάνοντας στους μηχανισμούς της και όλα εκείνα τα στρώματα (τους μη προνομιούχους) που μέχρι πρότινος δεν συμμετείχαν σ’ αυτούς. Τούτο συνέβη με τους όρους της σοσιαληστείας και του πασοκικού αμοραλισμού της δεκαετίας του 1980, η οποία επεφύλασσε τη διαστροφή όλων των λαϊκών θεσμών και υποδομών σε μηχανισμούς ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου από τις συνδικαλιστικές, κρατικές και τοπικο-αυτοδιοικητικές γραφειοκρατίες.
Αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί σ’ ένα δεύτερο κύμα μετασχηματισμών, οι οποίοι θα πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια της εκσυγχρονιστικής περιόδου και θα αλλάξουν ριζικά την όψη της χώρας μας, βυθίζοντάς την κοινωνικά σε μια πολύ δύσκολη αντίφαση. Σε αυτή τη φάση, ολοκληρώνεται τόσο η διεύρυνση των μεσοστρωμάτων, όσο και η παρασιτοποίησή τους, η εξάρτησή τους είτε από το κράτος (ως δημόσιοι υπάλληλοι ή ως καταναλωτές επιδοτήσεων και επιδομάτων) είτε από τις τράπεζες.
Έτσι, μέσα σε σχεδόν 50 χρόνια, θα ολοκληρωθεί μια πορεία κοινωνικής και οικονομικής προσαρμογής της εσωτερικής πραγματικότητας του ελληνικού χώρου στον εξωτερικό του ρόλο. Η αποικιακή αλλά και παρασιτική σχέση, που διατηρεί με τη Δύση, θα κατορθώσει εντέλει να υπαγορεύσει τους νέους όρους συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, απογυμνώνοντάς τον από οποιαδήποτε αντίρροπη προς την κυρίαρχη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα.
Η …επιτυχία αυτής της διαδικασίας είναι και ο βαθύτερος λόγος της βαθιάς κρίσης που διέρχεται αυτή η χώρα. Αφού ολοκληρώθηκε τρώγοντας τις σάρκες της «παλιάς Ελλάδας», το παράσιτο θα πρέπει τώρα να πορευθεί ως μια χώρα η οποία δεν παράγει τίποτε, έχει υψηλό επίπεδο κατανάλωσης και, ταυτόχρονα, βρίσκεται στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έχει απολέσει οποιαδήποτε ασφαλιστική δικλείδα απέναντί της, αντιμετωπίζει τον ιμπεριαλισμό των νεο-οθωμανών και έχει διαλύσει οποιαδήποτε πραγματικότητα στο εσωτερικό της, που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει αντιστάσεις.
Ένα τερατώδες πείραμα ανθρωπολογικής χειραγώγησης
Ο Κοστάντζο Πρέβε γράφει, στον νέο πρόλογό του για την επανακυκλοφορία του Ασίγαστου Πάθους, ότι σήμερα, «ο καπιταλισμός, αχαλίνωτος, επιχειρεί ένα τερατώδες πείραμα μαζικής ανθρωπολογικής χειραγώγησης»4.
Όψεις αυτού του πειράματος μπορούμε να επισημάνουμε στις αλλαγές που έχουν επιβληθεί στη χώρα μας κατά τα τελευταία 15 χρόνια. Και επειδή ακριβώς οι αλλαγές είναι πολύ πρόσφατες, μπορούμε πιο εύκολα να τις επισημάνουμε στους κόλπους της νεολαίας.
Αρκεί κανείς να ανατρέξει σε παλαιότερες εποχές για να κατανοήσει, από μια βιωματική σκοπιά, το μέγεθος αυτών των αλλαγών. Το πόσο ριζικά έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίον μεγάλωναν τα παιδιά στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τις μέρες μας. Δεν πρόκειται για καμιά νοσταλγική διάθεση, αλλά αντίθετα για μια επιτακτική ανάγκη να επισημάνουμε, απ’ όλες τις πτυχές τους, τους μετασχηματισμούς εκείνους που έχουν καταντήσει την ελληνική κοινωνία ένα αλλοπρόσαλλο κολάζ μοναχικών καταναλωτών.
Αρκεί κανείς να περπατήσει σε μερικά από τα μεσοστρωματικά προάστια των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, για να κατανοήσει το μέγεθος της «λοσαντζελοποίησης» η οποία έχει επιβληθεί πάνω στις ζωές ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας: από τις συντριπτικές αλλαγές που έχουν επιβληθεί στο τοπίο (την αναλογία φυσικού/τεχνητού περιβάλλοντος) και την πολεοδομία (την αναλογία δημόσιου/ιδιωτικού χώρου), τις σχέσεις (την αναλογία ζωντανής επικοινωνίας/τηλεθέασης) ή τον τρόπο ζωής (άνοδος του καταναγκασμού και του θεάματος εις βάρος της δημιουργικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου), μέχρι το εκπαιδευτικό σύστημα (της ιδιαίτερης ελληνικής ταυτότητας, των αγωνιστικών της παραδόσεων, των αντιλήψεων αλληλεγγύης και συντροφικότητας που την διέπουν) και τη γενίκευση της κατανάλωσης. Όλα αυτά μεταβάλλουν ριζικά τη μεσοαστική ζωή στην Ελλάδα σήμερα –και είναι πραγματικά λες και βγήκε από άλλο σύμπαν, σε σχέση με ό,τι συνέβαινε πριν από 20 χρόνια.
Το πραγματικό πρόβλημα τούτου του νέου θαυμαστού κόσμου είναι ότι παράγει άκρως αλλοτριωμένες συνειδήσεις. Έχουμε να κάνουμε με έναν δοκιμαστικό σωλήνα κατασκευασμένο έτσι ώστε να εξαερώνει κάθε συνείδηση φύσης, ταυτότητας και ιστορίας, και ως εκ τούτου ιδανικό να κατασκευάζει μια συνθήκη γενικευμένης επισφάλειας. Επισφάλειας που δεν αγγίζει μόνο την αγοραστική δύναμη ή τις συνθήκες της εργασίας, αλλά το σύνολο της ύπαρξης. Προϊόν αυτών των μετασχηματισμών δεν είναι η «γενιά των 700» αλλά μάλλον οι γενιές των ρευστών ανθρώπων, με επιφανειακή μόρφωση, ακαθόριστη ιστορική μνήμη, συγκεχυμένες συλλογικές ταυτότητες, ευκαιριακές σχέσεις, μεταβαλλόμενους τρόπους ζωής και, βέβαια, με αμφίβολες εργασιακές προοπτικές.
Απογείωση
Αυτού του είδους η κοινωνική μηχανική έχει εγκαθιδρύσει ένα γιγάντιο συνειδησιακό ρήγμα στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Ένα κομμάτι των μεσοστρωμάτων, η πλειοψηφία αυτών που ζουν στις μεγάλες πόλεις, και δη οι νεότεροι, έχουν προχωρήσει τόσο βαθιά μέσα σ’ αυτές τις αλλαγές, ώστε να έχουν οικοδομήσει μια εντελώς διαφορετική συνείδηση. Η διάκριση που έκανε ο Κ. Σημίτης για τη «νέα Ελλάδα» και την «Ελλάδα της μιζέριας», έχει πάρει σήμερα σάρκα και οστά. Βέβαια, σήμερα μπορούμε πολύ εύκολα να καταλάβουμε ότι η «νέα, ισχυρή Ελλάδα» που ευαγγελίζονταν οι εκσυγχρονιστές είναι ακριβώς αυτή η «Ελλάδα της μιζέριας».
Αυτή η Ελλάδα διαθέτει δύο κεντρικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Τα οποία μάλιστα σήμερα κυριαρχούν σχεδόν απόλυτα στην πολιτική και τη δημόσια σφαίρα, αυτή των ΜΜΕ και των πανεπιστημίων, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτού του τύπου τα μεσοστρώματα είναι σήμερα ο ρυθμιστής του κοινωνικού και πολιτικού μοντέλου.
Αφ’ ενός, είναι αποεδαφικοποιημένη: η νέα συνείδηση έχει θεμελιωθεί πάνω στο αξίωμα ότι είμαστε ήδη μητροπολιτική Δύση. Ο τρόπος με τον οποίο μιλάει η Ντόρα για τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό», η Τίνα Μπιρμπίλη και ο Γιωργάκης για την «πράσινη ανάπτυξη», ο Τσίπρας για τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» και τα Εξάρχεια για την «αυτονομία του προλεταριάτου» είναι ο ίδιος. Αναφέρονται σε μια φανταστική χώρα, απολύτως ξεκομμένη από τα βαθύτατα αδιέξοδα της Ελλάδας.
Αφ’ ετέρου, ρέπει προς τη φιλελεύθερη ηθική που προωθεί η ολιγαρχική εξουσία, στα πλαίσια των δυτικών κοινωνιών. Προτιμά να μιλάει με τη γλώσσα των ατομικών δικαιωμάτων, της ανοχής, της διαφοράς και του πολυπολιτισμού. Όλα είναι ζήτημα ατομικών δικαιωμάτων, επιδομάτων, μισθών και φοροαπαλλαγών. Η ελληνική κοινωνία δεν θέτει κανένα συλλογικό διακύβευμα, πέρα από τη διεύρυνση της ατομικής βολής και της κατανάλωσης. Τούτη η αντίληψη βρίσκεται πίσω από κάθε μαζικό συλλογικό διάβημα που κατακλύζει τη χώρα μας. Από το γεγονός ότι η κοινή γνώμη αρνείται επιμόνως να ασχοληθεί με τα σημαντικά προβλήματα που υποθηκεύουν το μέλλον της χώρας, αναδεικνύοντας αντ’ αυτών τα ζητήματα της καθημερινότητας. Ή από τον θαυμαστό συντεχνιασμό που επιδεικνύει σύσσωμη η ελληνική αριστερά, όταν παρεμβαίνει σε κοινωνικούς χώρους. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία φορά που οι κυρίαρχοι στα σχολεία συνδικαλιστές της αριστεράς έθεσαν ένα οραματικό αίτημα ή έστω μίλησαν όχι για τα λεφτά τους, αλλά για την παιδεία.
Η ρευστότητα στον χώρο της υψηλής πίεσης
Όμως αυτή η τάση είναι καταδικασμένη να παραμείνει ανολοκλήρωτη στον ελλαδικό χώρο. Η οργανική ενσωμάτωσή του στα πρότυπα της Δυτικής Καπιταλιστικής Αυτοκρατορίας δεν είναι εφικτή. Για πάρα πολλά χρόνια νομίζαμε ότι αυτό αποτελεί ένα καλό νέο. Μέχρι τώρα έχει αποδειχθεί το αντίθετο – και όχι γιατί η έλξη που ασκεί η Δύση στην Ελλάδα είναι ακαταμάχητη. Το αντίθετο. Γιατί η κοινωνική μορφή που υπαγορεύει η παρασιτική σχέση της Ελλάδας με τη Δύση καθίσταται αναντίστοιχη προς το ιστορικό και γεωπολιτικό περιεχόμενο των σχέσεων που διέπουν τον ελλαδικό χώρο. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να παραμείνει μια μητροπολιτική, καταναλωτική κοινωνία για πολύ καιρό.
α) Διότι δεν το επιτρέπουν τα δημογραφικά, παραγωγικά και οικονομικά μεγέθη της. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την εξανάγκασε σε συντριπτική αποβιομηχάνιση, ενώ από την άλλη αναβάθμισε την αγοραστική δύναμη του ελληνικού λαού. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσουν οι εισαγωγές, να εκτιναχθούν τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και να προκληθούν συνθήκες δομικής ανεργίας υψηλά εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, παράγοντας που ώθησε σε μαζική μετανάστευση φοιτητές και πτυχιούχους προς τη Δύση (αποικιακού τύπου απομύζηση εγκεφάλων)5. Η Ελλάδα πλέον έχει αργεντινοποιηθεί6 στα πλαίσια της Ε.Ε. Έχει καταστεί οικονομικός δορυφόρος των ισχυρών δυνάμεων της Κεντρικής Ευρώπης και πρωτίστως της Γερμανίας7, μια χώρα των (ξένων) γκαρσονιών, που παρέχει χαμηλής ποιότητας, ακριβές τουριστικές υπηρεσίες, ξεπουλώντας τον ιστορικό και τον φυσικό της πλούτο.
β) Γιατί δεν το επιτρέπουν τα περιφερειακά δεδομένα, μια και η Βαλκανική συνταράσσεται διαρκώς από την επιβολή ποικίλων αυτοκρατορικών αξιώσεων, που εγείρουν τόσο η νεο-οθωμανική Τουρκία, όσο και δυνάμεις του ευρωατλαντισμού. Η απόκρουση αυτών των πιέσεων θα απαιτούσε μια χώρα που έχει αναδιοργανωθεί πάνω σε μια ακριτική λογική και διέπεται από ισχυρή κοινωνική συνοχή και έντονες εξισωτικές τάσεις, παράγοντες που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη παλλαϊκών αντιστασιακών αντανακλαστικών. Μια βολιβαριανή Βενεζουέλα ή Βολιβία των Βαλκανίων. Αντ’ αυτών, η επιβολή του δυτικού ατομικισμού, του καταναλωτικού ηδονισμού και του ακραίου φιλελευθερισμού της αγοράς, μαθηματικά οδηγεί στην ανάπτυξη πανίσχυρων νεο-οθωμανικών και ευρωατλαντικών τάσεων, που προωθούν ποικιλοτρόπως την άνευ όρων υποταγή μας στους σχηματισμούς ισχύος και συμφερόντων των ισχυρότερων.
γ) Τέλος, δεν το επιτρέπουν οι ευρύτερες γεωπολιτικές πραγματικότητες, καθώς η Ελλάδα, ως μια χώρα των συνόρων, μεταξύ Βορρά και Νότου, Δύσης και Ανατολής, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ταύτισής της με τη Δύση. Δεν μπορεί να διαχειριστεί επί μακρόν τα γιγάντια μεταναστευτικά ρεύματα, σαν Δύση. Όντως, τα τελευταία 15 χρόνια, η συστηματική εκμετάλλευση της μαύρης εργασίας των μεταναστών προσκόμισε πολλαπλά οφέλη σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού, από τις άρχουσες τάξεις μέχρι τα μεσοστρώματα, και συγκρότησε έναν πολύ χαρακτηριστικό τύπο δουλοκτητικής συνείδησης8. Όμως πλέον είναι αδύνατο να διαχειριστεί κανείς τα γκέτο και τις αντιπαραθέσεις που έχει τροφοδοτήσει. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να βαστάξει τόση κοινωνική ανομία και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Και, βέβαια, δεν είναι σε θέση να επωμιστεί το κόστος της συμμετοχής στον πόλεμο που ασκούν οι δυτικές αυτοκρατορικές δυνάμεις κατά του αραβικού κόσμου και του ισλάμ, διαρρηγνύοντας τις ιστορικές σχέσεις που έχει οικοδομήσει ο ελληνικός λαός με τους πέραν της Δύσεως γείτονές του.
Όλα ετούτα καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη διεύρυνση και την αναπαραγωγή των προτύπων της Δυτικής Καπιταλιστικής Αυτοκρατορίας στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Όχι γιατί τα παραπάνω δεδομένα είναι σε θέση να παραγάγουν αντίρροπες δυναμικές που να υπονομεύουν αυτή τη διαδικασία. Δυστυχώς, το πρόβλημα προκύπτει αντιστρόφως: η εκτεταμένη αναπαραγωγή του μοναχικού πλήθους, στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, απειλεί την ίδια την ύπαρξή της. Διότι, απλούστατα, αυτού του τύπου ο ρευστός άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει το περιβάλλον των εξαιρετικών πιέσεων που συνθέτουν την ελληνική πραγματικότητα. Και γι’ αυτό, όσο κυριαρχεί πάνω της, άλλο τόσο την καταδικάζει σε μια βαθιά και αξεπέραστη κρίση.
Το πολιτικό κόστος
Δείγμα αυτής της θεμελιώδους ασυμβατότητας που περιγράφουμε συνιστά και το γεγονός ότι τα δύο μεγάλα κόμματα είναι σήμερα παντελώς ανίκανα να αντιδράσουν έστω και αποσπασματικά σ’ αυτή την κολοσσιαία οικονομική κρίση που καλπάζει. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο κόμματα επεδίωκαν όλο το προηγούμενο διάστημα, να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές πολιτικές αναφορές τους, για να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες αυτού ακριβώς του ρευστού, παραιτημένου από τα ουσιαστικά πολιτικά του δικαιώματα, μεσαίου χώρου, μια προσπάθεια που τα μετέβαλε σε άκρως αποϊδεολογικοποιημένους, τεχνοκρατικούς και στενά διαχειριστικούς οργανισμούς.
Σήμερα λοιπόν, αυτά τα μορφώματα εξουσίας είναι ανίκανα να κουνήσουν έστω και ένα πετραδάκι από το κολοσσιαίο οικοδόμημα της υποτιθέμενης ισχυρής ευρωπαϊκής Ελλάδας που γέρνει απειλητικά, όσο κι αν μέχρι πρότινος την καθοδηγούσαν. Κι αυτό διότι το μοντέλο το οποίο έχει διαμορφωθεί είναι πολύ ανελαστικό, δεν επιδέχεται δηλαδή καμία σχετική μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να διασώσει το επίπεδο της κατανάλωσης, τα ήθη και τις συνήθειες, σ’ αυτό το ρευστό μοναχικό πλήθος που τείνει να υποκαταστήσει τον ελληνικό λαό.
Η κρίση σήμερα απαιτεί είτε μια αποφασιστική στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό, εφαρμογή άμεσων μέτρων λιτότητας και δραστική συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των μεσοστρωμάτων, προκειμένου να βελτιωθούν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο και τα δημόσια οικονομικά – πράγμα που είναι αδύνατο διότι τούτο θα σημάνει την κατάρρευση της συναίνεσης προς το καθεστώς, μέσα στην οχλοβοή ενός νέου, μαζικότερου και κοινωνικά αντιπροσωπευτικότερου «Δεκέμβρη»· είτε, από την άλλη, θα απαιτούσε έναν ριζικό μετασχηματισμό του ίδιου του τρόπου με τον οποίο είναι ενταγμένη η Ελλάδα στη Δυτική Καπιταλιστική Αυτοκρατορία, δηλαδή αμφισβήτηση του παρασιτισμού, απόρριψη των αγοραίων μητροπολιτικών μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης, δημόσιες επενδύσεις στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού και συλλογική κοινωνική κινητοποίηση για τη βιώσιμη αναδιοργάνωση της ελληνικής κοινωνίας.
Και οι δύο λύσεις φαίνονται σήμερα ανέφικτες. Η πρώτη, διότι θα σήμαινε πολύ μεγάλο πολιτικό κόστος σ’ αυτόν που την επιλέγει, καθολική κοινωνική κατακραυγή και, επιπλέον, μεγάλης κλίμακας αναδιανομή του πλούτου προς τα επάνω, λατινοαμερικανοποίηση της Ελλάδας, επίταση της υποταγής της στην περιφερειακή και την παγκόσμια υπερδύναμη. Η δεύτερη, διότι κινείται πέραν των οριζόντων των υφιστάμενων πολιτικών παρατάξεων εξουσίας στην Ελλάδα. Ούτως ή άλλως, στη μοναδική περίπτωση που θα υπαινίσσονταν, έστω, να πράξουν οτιδήποτε θυμίζει αυτή την προοπτική, η υπονόμευση που θα είχαν από τις ποικιλώνυμες κοινωνικές, οικονομικές, αλλά και τις εξωτερικές δυνάμεις που τις πατρονάρουν, θα ήταν καίρια και αποφασιστική.
Γι’ αυτό και οποιαδήποτε συζήτηση, στα πλαίσια της κεντρικής πολιτικής σκηνής και των καθεστωτικών ΜΜΕ και κομμάτων, για την υπέρβαση της κρίσης σκοντάφτει στον σκόπελο του «ανυπέρβλητου πολιτικού κόστους», που τροφοδοτείται κυρίως από τη ριζική ασυμβατότητα που διακρίνει τον συλλογικό μας βίο σε σχέση με τις πραγματικότητες της χώρας μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ακόμα και η εκβιομηχάνιση, ένα θέμα που συζητήθηκε εκτενώς κατά τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια στην Ελλάδα, εκφραζόταν μέσα από παρασιτικούς διαύλους, εφόσον και τα νέα τζάκια που την καθοδηγούσαν πλούτιζαν πολύ περισσότερο από τις κρατικές παροχές και τις επιχορηγήσεις, παρά από την παραγωγική διαδικασία αυτή καθαυτή. Για όλα αυτά βλ., Κώστα Βεργόπουλου, «Η συγκρότηση μιας νέας αστικής τάξης», στο συλλογικό έργο Η Ελλάδα τη δεκαετία 1940-1950, Ένα έθνος σε κρίση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1981, σελ. 545-557.
2. Γιώργος Καραμπελιάς, Το 1204 και η συγκρότηση του νεώτερου ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2004.
3. Για τη σταδιακή ανάπτυξη των μεταπρατικών στρωμάτων μέσα στην τουρκοκρατία, βλέπε Κωστή Μοσκώφ, Η διαμόρφωση της εθνικής και της κοινωνικής συνείδησης της Ελλάδας, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1980.
4. Κονστάντζο Πρέβε, «Είκοσι χρόνια μετά», Πρόλογος στη νέα έκδοση του Ασίγαστου Πάθους, Εκδόσεις Πιρόγα, Αθήνα 2010. Διαθέσιμος στην ιστοσελίδα www.alfavita.gr
5. «Το… 38,4% των νέων εργαζόμενων υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης θεωρεί ως μόνη λύση, για την επαγγελματική του αποκατάσταση, τη μετανάστευση σε άλλη χώρα…» Βλ. Γιάννης Ξένος, «Η Ελλάδα χώρα εξαγωγής μεταναστών», περ. Άρδην, τ. 77.
6. Για τη συσχέτιση Ελλάδας-Αργεντινής, βλ. Γιάννης Ξένος, «Τα σενάρια της χρεοκοπίας», Εφημερίδα Ρήξη, τ. 59, Ιανουάριος 2010 και Βασίλη Βιλάρδου, «Η χρεοκοπία της Αργεντινής», sofokleous10.gr, 04/01/10.
7. Ως προς αυτό βλ. «H Γερμανία φταίει για την κρίση με την Ελλάδα», εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 10/01/2009, αλλά και το κείμενο του Β. Βιλιάρδου, «Διασπορά ψευδών ελπίδων», το οποίο δημοσιεύεται στο παρόν αφιέρωμα του Άρδην.
8. Για την ανάλυση του πώς επέδρασαν οι οιονεί δουλοκτητικές σχέσεις εκμετάλλευσης των μεταναστών στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των μεσοστρωμάτων, βλέπε, Γιάννη Παπαμιχαήλ, Δεκέμβρης, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2009. Για το μεταναστευτικό γενικά, βλ. το αφιέρωμα του περιοδικού Άρδην στη μετανάστευση, τ. 77, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2009.