Από το Άρδην τ. 98, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014
Tα αλλεπάλληλα μνημόνια που έχει επιβάλει η γερμανική Ευρώπη στην χώρα μας δεν αποτελούν μόνο, όπως αρχικά κατήγγειλε το αντιμνημονιακό κίνημα, μέτρα καταστάσεως έκτακτης ανάγκης που τσακίζουν το λαϊκό εισόδημα και μεταβιβάζουν το κόστος της κρίσης στις πλάτες της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Το «μνημόνιο» δεν είναι παρένθεση. Είναι «κανονικότητα» με την έννοια ότι αποτέλεσε το πρώτο βήμα εγκαθίδρυσης ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου για την χώρα, που αλλάζει εκ βάθρων τη φυσιογνωμία της και τη θέση της στον πανευρωπαϊκό, και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Πρόκειται για ένα «σχέδιο» επίτασης και ολοκλήρωσης μιας παρασιτικής και παραπληρωματικής ενσωμάτωσης της χώρας μας στην Ε.Ε. που προωθείται συστηματικά από το «τρίγωνο» πολιτικο-κοινωνικής εξουσίας που ελέγχει την χώρα: Τα επιτελεία της «γερμανικής Ευρώπης» (Τρόικα-Τάσκ Φορς-Ελληνογερμανική Συνέλευση Συνεργασίας και ειδικές μεταρρυθμιστικές αποστολές), την ελληνική οικονομική ολιγαρχία (μεγαλοξενοδόχοι, κατασκευαστές, τράπεζες) και τις πολιτικές ελίτ.
Ουσιαστικά το «νέο» μοντέλο ολοκληρώνει το υστερομεταπολιτευτικό μοντέλο «προσαρμογής» της χώρας μας στον καταμερισμό εργασίας της Ε.Ε. αποσαρθρώνοντας πλήρως την παραγωγική βάση της χώρας, συρρικνώνοντας δραματικά τον δημόσιό της τομέα, και πλήττοντας καίρια και καθοριστικά τον μικροϊδιοκτητικό της χαρακτήρα. Σαρώνοντας δηλαδή κάθε εμπόδιο-απομεινάρι της «παλιάς Ελλάδας» χάριν της εγκαθίδρυσης ενός οικονομικού μοντέλου άκρως συγκεντροποιημένου, και σχεδόν αποκλειστικά προσανατολισμένου στην εξαγωγή κύρια ακατέργαστων αγροτικών προϊόντων, και τον τουρισμό.
Αυτό που επιχειρείται να ολοκληρωθεί, είναι η πλήρης αποικιοποίηση της ελληνικής οικονομίας, και μια ραγδαία υποβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας: Καθώς οι κλάδοι που απαιτούν (και με την σειρά τους ενθαρρύνουν) την οικονομική αυτοδυναμία της ελληνικής οικονομίας, καταστρέφονται, παρατηρείται μεγάλη φυγή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, κάμψη της έρευνας, και εν τέλει υποβάθμιση κάθε ποιοτικού στοιχείου στην ελληνική αγορά εργασίας: Η ελληνική οικονομία πολώνεται αναμεταξύ μιας ιδιοκτησίας συγκεντροποιημένης, και μιας εργατικής δύναμης ανειδίκευτης, απασχολήσιμης και χαμηλά αμειβόμενης.
Παράλληλα, το μεταναστευτικό-δημογραφικό, ως το κύριο κοινωνικό ζήτημα της ελληνικής κοινωνίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα έρχεται να συμπληρώσει την ταχεία αποδιάρθρωση της χώρας: Την ίδια στιγμή που η κοινωνία υπόκειται σε συστηματική λεηλασία των ανθρώπινων πόρων, υπάρχει συστηματική μεθόδευση από πλευράς Ε.Ε. (μέσω του Δουβλίνου ΙΙ) ώστε να καταστεί η Ελλάδα μεθόριος συγκράτησης των ολοένα και αυξανόμενων μεταναστευτικών ρευμάτων που κινούνται από την Ανατολή προς την Δύση και από τον Βορρά προς τον Νότο.
Πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις του φαινομένου, όπου συνηγορεί και ενισχύει τη ραγδαία υποβάθμιση της χώρας μας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, συνεργεί αποφασιστικά στη γεωπολιτική της υποβάθμιση. Μέσω της εισαγωγής μεταναστών από την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική, συντελείται μια κολοσσιαίων διαστάσεων μετάλλαξη της εθνικής και της πολιτισμικής φυσιογνωμίας της ελληνικής κοινωνίας –που «λιβανοποιείται» ραγδαία. Με αυτόν τον τρόπο, η χώρα σταδιακά κατρακυλάει από την περιφέρεια προς τον πυρήνα της εκτεταμένης ζώνης του γεωπολιτικού χάους.
Η «βελούδινη γενοκτονία» που συντελείται μέσω της φυγής των νέων από την χώρα, και της ραγδαίας πτώσης των γεννήσεων ως συνέπεια των επιβαλλόμενων μνημονιακών πολιτικών επιταχύνει ακόμα περισσότερο αυτές τις διαδικασίες.
Εντούτοις, το «τρίγωνο εξουσίας» που διαφεντεύει την χώρα δεν ανησυχεί, καθώς προσβλέπει να αξιοποιήσει το μεταναστευτικό δυναμικό στις «ειδικές οικονομικές ζώνες», προσβλέποντας σε έναν νέο κύκλο κερδοφορίας μετά το υποτιθέμενο «τέλος» του μνημονίου, δηλαδή την μεταβολή της κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια της χώρας μας σε κανονικότητα.
Η εμπειρία της λεηλασίας των οικονομιών του πρώην Ανατολικού μπλοκ, καθώς και συγκεκριμένων χωρών έξω από την Δύση (Μεξικό, Νιγηρία κ.ο.κ.) κατά τη δεκαετία του 1990, μέσω των «ειδικών διαρθρωτικών προγραμμάτων» και της «θεραπείας-σοκ» που επέβαλαν οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλοι ελεγχόμενοι από την Δύση οργανισμοί, καθιέρωσαν ένα οικονομικό-κοινωνικό καθεστώς άγριας «συσσώρευσης διά της αρπαγής».
Στην ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο, τα ποιοτικά στοιχεία που διαμορφώνονται από την εφαρμογή αυτού του μοντέλου προχωρούν ένα βήμα παραπέρα αυτή τη διαδικασία. Πλέον, δεν μιλάμε για «αρπαγή», αλλά για «συσσώρευση διά της αποδιάρθρωσης και της καταστροφής» μιας ολόκληρης χώρας. Το μοντέλο που επιβάλλεται οδηγεί αντικειμενικά, μεσοπρόθεσμα, σε αποδιάρθρωση το ελληνικό κράτος –και μακροπρόθεσμα, κατά τα τέλη του παρόντος αιώνα, τον ίδιο τον ελληνισμό σε εξαφάνιση.
Επομένως, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε δίχως κανένα στοιχείο υπερβολής το νέο «καθεστώς ανάπτυξης» που επιβάλλεται στην Ελλάδα ως καθεστώς «συσσώρευσης διά της εθνικής καταστροφής». Ο όρος αυτός, φωτίζει εξ άλλου και τον πραγματικό ρόλο που επιτελούν οι ελληνικές άρχουσες τάξεις εντός της ίδιας τους της χώρας. Όχι μόνον πλέον λειτουργούν ως «αποικιοκράτες στην ίδια τους την χώρα», με τα συμφέροντά τους να ταυτίζονται πλήρως και απολύτως με εκείνα των ξένων κρατών και πολυεθνικών που αξιώνουν τον άμεσο έλεγχο της χώρας: Λειτουργούν ως οι κατεδαφιστές της. Η διατήρηση και η αναπαραγωγή της εξουσίας και των συμφερόντων τους απειλεί άμεσα την επιβίωση του ελληνισμού μέσα στον 21ο αιώνα.
Τα δύο όρια της «Αποικίας Χρέους»
Η πορεία εφαρμογής αυτού του μοντέλου συναντάει δύο πολύ σημαντικά εμπόδια. Το πρώτο είναι ότι ως μοντέλο συσσώρευσης έχει πολύ ισχνή εσωτερική κοινωνική βάση: Ένα 20%-25% της χώρας, περίπου, που διαβλέπει ότι εν τέλει παρά τη «χασούρα» των προηγούμενων χρόνων θα κερδίζει από αυτό ή έστω θα συνεχίσει να διασφαλίζει την αναπαραγωγή του. Γι’ αυτό εξ άλλου και η εφαρμογή αυτού του μοντέλου από την κυβέρνηση, ψαλιδίζει συστηματικά την εκλογική βάση των κομμάτων που την απαρτίζουν.
Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, επιπλέον πρόβλημα συνιστά το γεγονός ότι η υλοποίησή του έχει αφεθεί στα χέρια ενός εντελώς παρηκμασμένου, και γοργά αποσυντιθέμενου πολιτικού κατεστημένου, το οποίο βρίσκεται σε φάση αποδρομής. Τα μοναδικά του ερείσματα είναι ο φόβος, η αίσθηση ότι το αδιέξοδο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά άμεσα, και βέβαια, η αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι εγγυάται μια πραγματική εναλλακτική λύση. Σε αυτήν την επισφαλή και εξαιρετικά βραχύβια ισορροπία στηρίχτηκε η μέχρι σήμερα επιβίωση της κυβέρνησης Σαμαρά.
Το δεύτερο μεγάλο όριο, και από την σοβαρότητά του, καθοριστικότερο, έχει αρχίσει μόλις να αναδύεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας τους τελευταίους μήνες. Η μεγάλη γεωπολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει στην Μέση Ανατολή, και την Ουκρανία και μεταφέρεται πλέον ανοιχτά στο Αιγαίο και την Κύπρο, υπονομεύει καίρια και αποφασιστικά ένα σενάριο «ομαλής» μετάβασης σε καθεστώς αποικίας χρέους.
Το μοντέλο αυτό απαιτεί μια «ήπια» και συναινετική διαδικασία δορυφοροποίησης της χώρας στους μεγάλους γεω-οικονομικούς άξονες της ευρατλαντικής Δύσης και της Τουρκίας. Ωστόσο, οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, αμφισβητούν έμπρακτα και ολοκληρωτικά το μοντέλο της συναινετικής μας υπαγωγής στο νέο-οθωμανικό σχέδιο, πράγμα που εκθέτει ανεπανόρθωτα ακόμα και αυτές τις δυνάμεις που το στηρίζουν, αναγκάζοντάς τις σε σχετική αναδίπλωση.
Το μοτίβο αυτό έχει λειτουργήσει πολλές φορές μέσα στην σύγχρονη ελληνική ιστορία. Όπως και την δεκαετία του 1950, η πορεία ανοιχτής αποικιοποίησης της χώρας στον δυτικό παράγοντα συνάντησε το όριό της στα μεγάλα εθνικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Κρίση της κυβέρνησης
Η πρώτη αντίφαση της «αποικίας χρέους» άρχισε να εκδηλώνεται γοργά τους τελευταίους μήνες. Η επιτυχία της πρώτης φάσης του μνημονίου, ώθησε την κυβέρνηση να υιοθετήσει ένα κλίμα «σαξές στόρυ», εξόδου στις αγορές και απαγκίστρωσης από το μνημόνιο. Εντούτοις, αυτό ακριβώς το κλίμα είναι που ευνόησε την αξιωματική αντιπολίτευση και συνετέλεσε στο να πετύχει δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι της κυβέρνησης.
Αυτό το κλίμα φαντασιακής έστω χαλάρωσης της μνημονιακής μέγγενης σε τελευταία ανάλυση λειτούργησε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, διότι το κεντρικό ζήτημα μετατοπίστηκε από τη διαπραγμάτευση/σύγκρουση με τους δανειστές –όπου οι δυνατότητες της αξιωματικής αντιπολίτευσης τίθενται εν αμφιβόλω απ’ όλους, συχνά και από τα ίδια τα στελέχη του– στην διαχείριση του πρωτογενούς πλεονάσματος και της σταδιακής εκτόνωσης των σκληρών μέτρων επιστασίας.
Εξ ου και το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» του Αλέξη Τσίπρα, που επικεντρώθηκε σε λογική σοσιαλδημοκρατικού τύπου αναδιανομής και διαχείρισης του δημοσιονομικού αποθέματος που συσσώρευσαν οι αιματηρές θυσίες που έκανε κατά τα τελευταία χρόνια ο ελληνικός λαός. Και τούτο ήταν επόμενο: Οι Έλληνες θα τιμωρούσαν μια κυβέρνηση που τους φτωχοποίησε ταχύτατα, μόλις λάμβαναν το σινιάλο ότι οι δανειστές για τους δικούς τους λόγους θα χαλάρωναν έστω και λίγο την θηλιά που έχουν περάσει στο λαιμό της ελληνικής κοινωνίας.
Το πικρό μάθημα που έλαβε η χώρα μας με την πρώτη απόπειρα «συντεταγμένης εξόδου στις αγορές», όπου μέσα σε τρεις μέρες τα σπρεντ των ομολόγων εκτοξεύθηκαν στα ύψη, ενώ το ελληνικό χρηματιστήριο καταβαραθρώθηκε, οδήγησε στην αυτόματη ανάσχεση του κλίματος που δημιούργησε το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Ακόμα και τα ίδια τα πρωτοκλασάτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναδιπλώθηκαν, διατυπώνοντας ομολογίες πίστης προς τους δανειστές και προσήλωσής τους στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα διεθνώς.
Εντούτοις, η συντριπτική κοινωνική πίεση παραμένει, όπως παραμένει η ραγδαία αποσύνθεση του κυβερνητικού μπλοκ εν μέσω μιας εσωτερικής πολιτικής που εντείνει τις συνθήκες «βελούδινης γενοκτονίας» της ελληνικής κοινωνίας. Η εκδικητικότητα, πλέον, και όχι κάποια ελπίδα –έστω και ακαθόριστη– είναι που δημιουργεί ένα «ρεύμα νίκης» για την αξιωματική αντιπολίτευση.
Η συσσωρευμένη οργή είναι τεράστια, και τροφοδοτείται καθημερινά από την αθλιότητα του συστήματος που στηρίζει την παρούσα κυβέρνηση, καθώς και από εκείνην των ίδιων της των στελεχών, που έχουν αναλάβει την επικοινωνιακή της στήριξη στις τηλεοράσεις και τα ΜΜΕ: Τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα, τα μεγάλα κανάλια, η… Βούλτεψη, ο Ντινόπουλος και ο Άδωνης Γεωργιάδης –και βέβαια ο εντελώς λαομίσητος Ευάγγελος Βενιζέλος με την αισχρή πασοκική μειοψηφία του– αποτελούν τους κύριους λόγους για τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να επικρατεί σήμερα.
Η αποσύνθεση του κατεστημένου δεν μπορεί πλέον να αντιστραφεί ή έστω να επιβραδυνθεί: Καθημερινά δημοσιοποιούνται σκάνδαλα και περιστατικά κατάχρησης εξουσίας, διαπλοκής, υπεξαιρέσεων. Το «πέπλο» σιωπής που κάλυπτε την ασυδοσία της υστερομεταπολιτευτικής εξουσίας έχει εξαφανιστεί και αποκαλύπτεται ο βόρβορος όλων των κυβερνήσεων της προηγούμενης εικοσαετίας.
Και είναι σίγουρο ότι η δημοσκοπική πτώση της κυβέρνησης θα ήταν κατά πολύ ευρύτερη αν δεν υπήρχε ραγδαία επιτάχυνση της γεωπολιτικής κρίσης στην ευρύτερη περιοχή μας, που αγγίζει πλέον άμεσα τον ελληνισμό διά μέσω της Κύπρου, γεγονός που αναπόφευκτα θέτει το εκλογικό κοινό σε «δεύτερες σκέψεις» για το τι στάση θα κρατήσει.
Η βαθιά γεωπολιτική κρίση, πολλαπλασιάζει τις απαιτήσεις γι’ αυτόν που διεκδικεί τη διακυβέρνηση: Πλέον όχι μόνο θα πρέπει να διαχειριστεί μια διαπραγμάτευση με τους δανειστές, αλλά και να διασφαλίσει τους όρους εσωτερικής σταθερότητας, που θα επιτρέψει στην χώρα να τηρήσει μια σταθερή στρατηγική ενάντια στις προκλήσεις και τις απειλές που ήδη βρίσκονται στο κατώφλι της.
Το πρόβλημα που προκύπτει, εντούτοις, είναι ότι κανένας από τους δύο πόλους της αντιπαράθεσης δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί τόσο την εσωτερική σταθερότητα, όσο και μια βιώσιμη εθνική στρατηγική η οποία θα βγάλει τον ελληνισμό από την ταραγμένη δίνη στην οποία έχει περιέλθει, μια δίνη η οποία διαμορφώνεται από την σύμπτωση της αστάθειας τριών μεγάλων γεωπολιτικών κύκλων στην περιοχή μας: Ανατολική Ευρώπη (Ουκρανία), Δυτική Ευρώπη (κρίση της Γαλλίας και του ευρωπαϊκού Νότου), και προπάντων Μέση Ανατολή (Συρία-Ιράκ-Τουρκία).
Η ανυπαρξία οποιασδήποτε εκδοχής βιώσιμης εθνικής στρατηγικής εντός του πολιτικού σκηνικού αποτελεί την πιο τρανταχτή απόδειξη ότι βιώνουμε το τέλος ενός πολιτικού κύκλου και όχι την απαρχή ενός καινούριου. Τι πιο χαρακτηριστικό ότι σε αυτό το πεδίο ελληνική κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση εμμένουν στα θέσφατα που όρισε ο εκσυγχρονισμός κατά την ύστερη μεταπολίτευση (άκριτος ευρωπαϊσμός, ελληνοτουρκική φιλία, στήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε). Κι όμως, πλέον σχεδόν κανείς στην Ευρώπη δεν μιλάει με τέτοιους όρους, με την εξαίρεση κάποιον θλιβερών προθύμων συνεργατών της Γερμανίας (Πολωνία) και κάποιες καρικατούρες παπαγάλων που συστήνουν το αριστερό άλλοθι της γερμανικής πανευρωπαϊκής ηγεμονίας – λέγε με Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ.
Επιπρόσθετα: H όξυνση που επιδιώκει η Τουρκία στην Κύπρο επαναφέρει ακόμα ένα θεμελιώδες πρόβλημα –το σοβαρότερο– για το ελληνικό πολιτικό σύστημα: Αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι ο «ασύμμετρος εταίρος» (sic!) εγκαταλείπει και επίσημα το δόγμα της συναινετικής δορυφοροποίησης της Ελλάδας μέσω της ελληνοτουρκικής φιλίας και ζητάει πλέον απροκάλυπτα, και με το ζόρι την ευθυγράμμιση της Ελλάδας και της Κύπρου με τον νεο-οθωμανικό άξονα.
Η μεταστροφή αυτή ήταν αναπόφευκτη, για όποιον παρατηρούσε προσεκτικά τις τελευταίες εξελίξεις και τα γεγονότα που αφορούσαν την Τουρκία κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι εντελώς παράδοξο να πιστεύει κάποιος πως η Τουρκία θα συνεχίσει να δείχνει προς τα εμάς το χαμόγελό της, όταν έχει μεθοδικά ξεκινήσει να δείχνει τα δόντια της προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Και όμως, αυτό πίστευαν από κοινού η συγκυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση στην Ελλάδα, καθώς και το μπλοκ της ομοσπονδίας στην Κύπρο (ΔηΣυ-ΑΚΕΛ).
Η αμηχανία τους είναι σήμερα κάτι παραπάνω από προφανής. Όσο προφανές ήταν το γεγονός ότι η Τουρκία, τόσο από την πρώτη απόπειρά της να διαλύσει την Συρία, και την σκλήρυνση του εσωτερικού αυταρχισμού (εξέγερση της πλατείας Ταξίμ), όσο και από τον δεύτερο κύκλο υποστήριξης των τζιχαντιστικών δυνάμεων σε Συρία και Ιράκ (με το «Ισλαμικό Χαλιφάτο»), έχει επιλέξει αμετάκλητα τον δρόμο της «στρατηγικής της έντασης».
Η παράμετρος αυτή καθιστά απείρως δυσκολότερη τη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα εμφανίζεται ως ο πιθανότερος νικητής των πιθανών εκλογών. Η άνοδός του στην εξουσία, αναμένεται να ολοκληρώσει την αποδρομή του παρόντος πολιτικού προσωπικού, εντούτοις το πρόβλημα που τίθεται είναι το κατά πόσο, στην αποδρομή του, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτα πλήγματα στην χώρα και στην ελληνική κοινωνία.
Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: ένα βήμα μπρός, σαράντα βήματα πίσω
Β ρισκόμαστε, μπροστά στην προοπτική να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία. Ας αξιολογήσουμε συνοπτικά τις αντικειμενικές δυνατότητες που έχει να απαντήσει στα καίρια ζητήματα που θέτει η συγκυρία στην ελληνική κοινωνία.
Στο μέτωπο της ανα-διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Όπως είπαμε, μετά και την τελευταία απόπειρα εξόδου της χώρας στις διεθνείς αγορές, αυτή καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Γι’ αυτό και η κατάργηση των μνημονίων πλέον δεν μπαίνει καν στη συζήτηση, ενώ και οι προοπτικές για την δεύτερη παρουσιάζονται δυσοίωνες – εκτός και αν η ξαφνική επιτάχυνση της γεωπολιτικής κρίσης αναγκάσει τους δανειστές να της προσφέρουν μια περίοδο χάριτος.
Στο εσωτερικό μέτωπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται να αντιστρέψει την πολιτική μετακύλησης του κόστους της κρίσης στις πλάτες της εργαζόμενης πλειοψηφίας μέσω μιας αναδιανεμητικής πολιτικής. Στηρίζει την τελευταία στη φορολόγηση του πλούτου, στην εφαρμογή νεο-κεϋνσιανών πολιτικών ενίσχυσης της ζήτησης, αλλά και σε μια υπόσχεση ορθολογικότερης διαχείρισης της δημόσιας διοίκησης: να αυξήσει την φοροληπτική ικανότητα του κράτους, να αντιμετωπίσει τα κρούσματα λαθρεμπορίου, και να περιορίσει όλες τις μορφές της άτυπης οικονομίας που έχει γεννήσει η κρίση.
Και τα τρία επιχειρήματά του προσκρούουν στον τοίχο της πραγματικότητας.
> Η φορολόγηση του πλούτου. Έχει πολλάκις αποδειχθεί ήδη από την πρώτη θητεία της κυβέρνησης Μιτεράν, ότι σε συνθήκες «παγκοσμιοποίησης» είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο να φορολογήσεις το μεγάλο κεφάλαιο, γιατί αυτό είναι αποσυνδεδεμένο από τις εκάστοτε εθνικές πραγματικότητες και μπορεί εύκολα να διαφύγει από τη χώρα.
> Οι αναδιανεμητικές πολιτικές, με την σειρά τους, χρειάζονται για να λειτουργήσουν έναν νέο κύκλο επέκτασης της πραγματικής οικονομίας. Οι μόνες χώρες που ασκούν μια εκτεταμένη αναδιανεμητική πολιτική, βρίσκονται στην Λατινική Αμερική και την Νοτιοανατολική Ασία. Στην Κίνα που είναι η… μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη στον κόσμο, εφαρμόζεται η νεο-κεϋνσιανή τους εκδοχή, αλλά και εκεί αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα, που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε. Στη δε Λατινική Αμερική, οι κεντροαριστερές και αριστερές κυβερνήσεις μπόρεσαν και προχώρησαν σε πολιτικές σοβαρής αναδιανομής, διότι στηρίχτηκαν στην αύξηση της κρατικής ενεργειακής προσόδου, από την πώληση των φυσικών πόρων (και των αγροτικών τους προϊόντων) στην Κίνα, και στις άλλες χώρες των BRICS. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο.
> Το «συμμάζεμα» του κράτους, η βελτίωση της φοροληπτικής του ικανότητας, και ο περιορισμός των δαπανών στην βάση του εξορθολογισμού της διοίκησης, αποτελούν εντελώς ανεδαφικούς στόχους μέσα στην σημερινή πραγματικότητα της χώρας μας. Αφ’ ενός διότι οι δεκαετίες υποβάθμισης του δημόσιου τομέα από το παρασιτικό μοντέλο της μεταπολίτευσης το έχουν ήδη εξουδετερώσει. Και αφ’ ετέρου, γιατί οι πολιτικές που επέβαλαν οι ξένοι δανειστές, έχουν καταστρέψει σε βάθος τους θεσμούς, δημιουργώντας ένα πλαίσιο ασφυξίας. Τέλος, τίθεται ένα ζήτημα συλλογικής ψυχολογίας του ελληνικού λαού. Μια πενταετία ληστρικής φορολογίας έχει ψαλιδίσει και τα τελευταία ψήγματα εμπιστοσύνης του λαού στον κρατικό μηχανισμό, που τον αντιμετωπίζει πλέον με απροκάλυπτη εχθρότητα. Οι πολίτες θα ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι αυτός υπόσχεται χαλάρωση αυτού του καθεστώτος, και όχι έναν ακόμα κύκλο δακρύων και αίματος ακόμα και αν αυτός πραγματοποιηθεί για να αποκατασταθεί ο κοινωνικός χαρακτήρας του κράτους.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, γίνεται απολύτως σαφές πως η τριπλή σχέση κυβέρνησης-διοίκησης-πολιτών μπορεί να βελτιωθεί θεαματικά μόνο στο πλαίσιο μιας πραγματικής πολιτικής και κοινωνικής επανάστασης που θα αποκαταστήσει και πάλι την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους θεσμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, ούτε και θέλει, αν αναλογιστούμε ότι στην πορεία του προς την εξουσία προσπαθεί να εξευμενίσει τους παράγοντες που υπονομεύουν τους θεσμούς – αν κρίνουμε από τα αλλεπάλληλα ραντεβού του Τσίπρα με παράγοντες της διαπλοκής, την πρόθεσή του να κυβερνήσει μαζί με το πασοκικό κατεστημένο των υψηλών κρατικών αξιωματούχων, το πώς εν τέλει αντιμετώπισε η Δούρου στην περιφέρεια τον Μελισσανίδη και τον Αλαφούζο στην γνωστή κόντρα με τα γήπεδα της ΑΕΚ και του Παναθηναϊκού.
Αυτές οι αντιφάσεις είναι που μπλοκάρουν αποφασιστικά την ταχεία υλοποίηση έστω και μέρους των ίδιων των εξαγγελιών του κόμματος της αντιπολίτευσης.
Στο μέτωπο της γεωπολιτικής κρίσης, που είναι και το σημαντικότερο, καθώς απειλεί την υπόσταση της χώρας μας. Εδώ, πραγματικά, η κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι για κλάματα. Ο πρόεδρος του, ανακάλυψε την επιθετικότητα της Τουρκίας στα τέλη Οκτωβρίου 2014, όταν το «Μπαρμπαρός» έκοβε ήδη βόλτες στην Κυπριακή ΑΟΖ. Και αυτό σε επίπεδο δηλώσεων, καθώς, παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία του εσωτερικού μηχανισμού του κόμματος, απολύτως δέσμια των εθνομηδενιστικών της
συμπλεγμάτων, εξέφρασε την δυσαρέσκειά της για την… «εθνικιστική παρέκκλιση» του προέδρου.
Εν τω μεταξύ, ακόμα και σήμερα, το πιο συγκροτημένο ακαδημαϊκό ρεύμα που λειτουργεί εντός του ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόμπι υπέρ της… ελληνοτουρκικής φιλίας, ενώ η γενική αντιμετώπιση που δείχνει το κόμμα απέναντι στην εθνική άμυνα της χώρας είναι του τύπου «τι τα θέλουμε τα όπλα, τα κανόνια, τα σπαθιά…».
Η πλειοψηφία του στενού κομματικού πυρήνα, αναρωτιέται ακόμα για το αν υπάρχει… έθνος ή όχι, και παρά την διεξαγωγή μιας ‘φραξιονιστικής πάλης δίχως αρχές’ για την μέγιστη διασφάλιση της κάθε τάσης, ενόψει κατάκτησης της εξουσίας, ενοποιείται σ’ έναν εσωτερικό αγώνα εναντίον των «εντός του κόμματος εθνικιστών», που πρέπει να περιθωριοποιηθούν στην μέλλουσα κυβέρνηση –όπως απέδειξε και η υπόθεση της Σουλεϊμάν Σαμπιχά κατά την προετοιμασία του ευρω-ψηφοδελτίου.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μιλήσει ακόμα για την Συρία, το Ιράκ και γενικότερα για την κατάσταση στην Μέση Ανατολή, παρά μόνο για την Παλαιστίνη, φοβούμενος μήπως δυσαρεστήσει τους Αμερικάνους, από τους οποίους προσβλέπει μια ελάχιστη στήριξη για την κυβέρνησή του, κυρίως όταν θα ζητήσει να διαπραγματευτεί ξανά με την «γερμανική Ευρώπη».
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήθελε να αναλάβει την εξουσία αυτήν την στιγμή. Όμως για τον συγκεκριμένο ΣΥΡΙΖΑ η κυβερνητική επιλογή λειτουργεί ως μονόδρομος, διότι η προοπτική της εξουσίας λειτουργεί ως μόνος συνεκτικός παράγοντας ενός κόμματος που κατά τα άλλα σπαράσσεται από εσωτερικές κόντρες και ανταγωνισμούς κάθε είδους.
Με αυτά τα δεδομένα, η ανάληψη της εξουσίας απειλεί να ενεργοποιήσει το ίδιο σενάριο που είδαμε να εξελίσσεται όταν κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς έλαβαν την εξουσία ή συμμετείχαν σε κυβερνήσεις συνασπισμού, δίχως να υπάρχουν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις ώστε να συντελέσουν μια πραγματική αλλαγή. Το έχουμε δει να γίνεται στην Γαλλία με το Κομμουνιστικό Κόμμα κατά το 1990, αλλά και στην Ιταλία με την θλιβερή εμπειρία συμμετοχής της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην κυβέρνηση της κεντροαριστεράς κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Όπως και εκείνοι, ο ΣΥΡΙΖΑ, εν τέλει ανήμπορος να τηρήσει όσα υποσχέθηκε για μια «σκληρή» πολιτική υπεράσπισης της εργαζόμενης πλειοψηφίας, θα επικεντρωθεί στην μοναδική πτυχή του προγράμματός του που μπορεί να προχωρήσει. Δηλαδή στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό των «ατομικών δικαιωμάτων», και του κοσμοπολίτικου εθνο-αποδομητισμού. Εκεί όπου βρίσκει πραγματική συναίνεση με το «Ποτάμι», κομμάτια του ΠΑΣΟΚ, και της ΔΗΜΑΡ: Αντικληρικαλισμός, σύμφωνα συμβίωσης, πολυπολιτισμός, εθνο-αποδόμηση στην εκπαίδευση κ.ο.κ. Δηλαδή θα κινηθεί σε μια αναδίπλωση, στον παλαιότερό του ρόλο ως «αριστερή συνιστώσα» του εκσυγχρονιστικού μπλοκ.
Μόνο που κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα τον αποξενώσει ριζικά από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και θα επαν-επιβεβαιώσει την ταξική του προσήλωση στον κοσμοπολίτικο μεσοαστισμό. Δηλαδή στην ολοκλήρωση μιας «κεντροαριστερής» (δηλαδή δεξιάς) στροφής.
Κάπως έτσι θα εξαντληθεί και το τελευταίο χαρτί που βρίσκεται στην διάθεση του παρόντος, οργανωμένου πολιτικού συστήματος και θα μπούμε μπροστά σε μια φάση ανασύνθεσης με τους χειρότερους δυνατούς όρους.
Καθώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της απειλεί να υπονομεύσει καίρια και αποφασιστικά κάθε εκδοχή αριστερής πολιτικής, εν γένει, στη χώρα μας, και να την απονομιμοποιήσει κυρίως στα μάτια των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων: Αυτό που διακυβεύεται με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, είναι να κλείσει οριστικά ο κύκλος της μεταπολίτευσης με την υπέρβαση της προσδιοριστικής της πολιτικής τομής (αριστερά-δεξιά), όχι από τα αριστερά –με την σύμπηξη ενός πατριωτικού, προοδευτικού και κοινωνικού μετώπου της εργαζόμενης πλειοψηφίας– αλλά από τα δεξιά.
Αυτό στις συνθήκες που ζούμε δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την στροφή του πολιτικού σκηνικού στους μόνους παράγοντες που εγγυώνται ένα ελάχιστο ασφάλειας, σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής, διά του αυταρχισμού (λέγε με Βορίδης, Μπαλτάκος, και άλλοι ακροδεξιοί παράγοντες που θα ενεργοποιήσουν ξανά το χαρτί μιας «σοβαρής Χρυσής Αυγής», έχοντας «θυσιάσει» την αυθεντική μέσα στις φυλακές). Ή, μέσω νεότευκτων πολιτικών δυνάμεων που υπόσχονται την πειθάρχηση της κοινωνίας, μέσω της ανασύστασης των πελατειακών δικτύων από μαφιόζικες πολιτικές πρακτικές –όπως υπόσχεται το αναδυόμενο άστρο του Μόραλη (Μαρινάκη) στον Πειραιά, και του Μπέου στον Βόλο. Όλες αυτές οι δυνάμεις, από κοινού, θα μπορούσαν να παίξουν το χαρτί ενός «ελληνικού μπερλουσκονισμού», που θα αναλάβει να διαχειριστεί την μετάβαση της χώρας σ’ ένα νέο πολιτικό σύστημα.
Έτσι, οι πολίτες που θα στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, μπορεί να το κάνουν διότι επιθυμούν να πάνε ένα βήμα μπροστά από την αθλιότητα της παρούσας κυβέρνησης, των παπαγάλων της, και όλου αυτού του εσμού της διαπλοκής που κουβαλάει μαζί της. Από την αγωνία τους, όμως, να ξεφύγουν από τους σημερινούς διώκτες τους, προχωρούν σε μια «ψήφο απελπισίας» σε μια δύναμη που λόγω των αντιφάσεών της απειλεί κλείσει έναν πολιτικό κύκλο με τους χειρότερους δυνατούς όρους: Ένα βήμα μπροστά, σαράντα βήματα πίσω. Δηλαδή, υπέρβαση της μεταπολίτευσης, μέσω της ολοκληρωτικής κατεδάφισης όποιων θετικών κεκτημένων της, και επιστροφή σε μια νεοδεξιά νύχτα – η οποία μάλιστα θα αναλάβει να ολοκληρώσει το μοντέλο της Ελλάδας ως «αποικίας χρέους».
Κι όλα αυτά υπό την αίρεση ότι η γενική γεωπολιτική κρίση δεν θα μας οδηγήσει στην κατάσταση που είμαστε, σε μια νέα εθνική καταστροφή! Όπως δηλαδή έληγαν όλοι οι κύκλοι των πολιτικών ανταγωνισμών στην χώρα μας καθ’ όλη την διάρκεια του 20ού αιώνα (Μικρασιατική καταστροφή, κατοχή της Κύπρου κ.ο.κ.)
Η παρακμή
T ο πολιτικό αδιέξοδο, όμως, δεν είναι παρά σύμπτωμα ενός ευρύτερου αδιεξόδου που αντιμετωπίζει η χώρα. Μιας κρίσης ηθικής, αξιακής, πολιτισμικής και εν γένει, υπαρξιακής που οφείλεται στο γεγονός ότι ο παρασιτισμός της προηγούμενης περιόδου αφέθηκε να σαπίσει στην εξουσία, διαβρώνοντας την ίδια την κοινωνία σχεδόν μέχρι το μεδούλι της.
Κύρια ένδειξη, η απουσία οποιουδήποτε κοινωνικού υποκειμένου ικανού να δημιουργήσει προϋποθέσεις για την άρση του πολιτικού αδιεξόδου από τα κάτω.
Η ελληνική κοινωνία σήμερα βρίσκεται σε μια διελκυστίνδα:
> Μεταξύ απελπισίας, και κοινωνικής αδυναμίας που έχει καταλάβει τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ως απόρροια του εκρηκτικού μείγματος οικονομικής καχεξίας, και μορφωτικού-πολιτισμικού ελλείμματος που δημιούργησε η κατάρρευση της μεταπολίτευσης.
> Μεταξύ μιας νοσταλγίας και ενός συγκεχυμένου αιτήματος επιστροφής στις πρότερες της κρίσης καλές εποχές, που προτάσσει ένα μέρος των μεσαίων στρωμάτων που πλήττονται σήμερα, και που υπήρξαν υπερβολικά διαβρωμένα και ενσωματωμένα από το παρασιτικό καθεστώς.
Η πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ που επενδύει κυρίως στην υπόσχεση μιας γενικευμένης αναδιανομής, και μιας πολιτικής που θα βγάλει άμεσα την ελληνική κοινωνία από την νύχτα των μνημονίων, καταλήγει στο να ενισχύει αυτές τις δυνάμεις της αδράνειας –γι’ αυτό εξ άλλου υπάρχουν τμήματα οργανικά δεμένα με τον παλαιό πασοκισμό, έχουν μετακινηθεί μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να ερμηνεύουμε τα «φαινόμενα Τζάκρη», μόνον ως μια προσπάθεια του παλαιού, και «καμμένου» πασοκικού πολιτικού προσωπικού να επιβιώσει μέσα από μια «αντιμνημονιακή οβιδιακή μεταμόρφωση», αλλά ως μια κίνηση μαζικότερη που αφορά ένα ολόκληρο κομμάτι της κοινωνίας ταυτισμένο με τον πασοκισμό της προηγούμενης περιόδου.
Και αυτό είναι αναπόφευκτο όταν κανείς επιλέγει, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, μια στρατηγική άμεσης ανάληψης της εξουσίας χωρίς ταυτόχρονα να προετοιμάζει την κοινωνία για μια ευρύτερη πολιτική αλλαγή.
Διότι σήμερα, και μέσα σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες, δεν γίνεται να υπάρξει καμία πολιτική αλλαγή αν πρώτα δεν συμβεί μια θεαματική μετατόπιση των ίδιων των κοινωνικών συνειδήσεων πέρα και έξω από τους ορίζοντες της θνήσκουσας μεταπολίτευσης. Και αυτός ο «αναμορφωτικός» ρόλος, εν τη απουσία οποιουδήποτε ισχυρού κοινωνικού υποκειμένου ικανού να καθοδηγήσει αυτήν την διαδικασία, εναπόκειται στο πολιτικό υποκείμενο που αξιώνει την αλλαγή: Η ιδεολογική και πολιτισμική «αποτοξίνωση» από την μεταπολίτευση είναι μια διαδικασία άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνην της ισχυροποίησης ενός αντιστασιακού πόλου εντός της ελληνικής κοινωνίας. Είναι άρρηκτα δεμένη με τη διαμόρφωση ενός οράματος, ικανού τόσο να συνεγείρει όσο και να επιτρέψει στους Έλληνες να ανθέξουν στις οποιεσδήποτε αντιξοότητες και δυσκολίες.
Γι’ αυτό εξ άλλου οι αντικειμενικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας απαιτούν από ένα πολιτικό μόρφωμα να λειτουργεί ταυτόχρονα ως συλλογικός διανοούμενος, κοινωνικός οργανωτής και πολιτικός πυκνωτής των αιτημάτων του ελληνικού λαού.