Του Ιωάννη Τσέγκου, από το Άρδην τ. 98, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014
Γνώρισε τή Μῆλο προσκεκλημένος ἀπό δυό ντόπιους φίλους καί συμφοιτητές του. Συνταρακτική, ἡ πρώτη αἴσθηση μέ τήν εἴσοδο τοῦ καραβιοῦ στόν κόλπο τοῦ νησιοῦ, ὅπου ἕνας τεράστιος, ἀρκουδόσχημος βράχος δέσποζε ἐπί τῶν διαπλεόντων.
Τό ἴδιο βράδυ στήν παραλία τοῦ Ἀδάμαντα, συνάντησε τούς φίλους του μέ μιά πολύχρωμη παρέα, ὅπου ξεχώριζε μιά νεαρά μέ δραστικά κοντό μίνι πού μόλις κάλυπτε τά ὑψηλά ἀπόκρυφα. Ἐντυπωσιάσθηκε. Ὡστόσο προσπάθησε νά μήν δείξει τόν ἰδιαίτερο θαυμασμό του γιά τήν ὄμορφη μινιφοροῦσα μέ τό σταρομελάχρινο μαύρισμα καί τά γαλαζοπράσινα μάτια. Ῥιρή τήν ἔλεγαν.
Εἶχαν κατεβάσει τά πρῶτα οὖζα καί ἡ κουβέντα περιστρεφόταν στό καΐκι, τόν “Στέφανο”, τό καμάρι τοῦ Ἀντώνη, τοῦ μοναδικοῦ πτυχιούχου! Τόν πείραζαν πού ξόδεψε τά κέρατά του γιά νά τό μεταφέρει σέ ταρσανά στό Πέραμα, παραμένοντας κι ὁ ἴδιος ἕναν ὁλόκληρο χρόνο στήν Ἀθήνα γιά νά φροντίζει ὥστε νά βρεθοῦν τά κατάλληλα ξύλα καί, κυρίως, ἡ μηχανή τῆς ἀρεσκείας του!
– “Καί γιατί καπετάν Ἀντώνη” – ἔτσι τοῦ ἄρεσε τοῦ ὀδοντιάτρου νά τόν προσφωνοῦν- “δέν «ἔκανε» ἡ μηχανή ἀπ᾿ τήν Αἴγυπτο”;
– Δέν “ἔκανε” γιατί κάνει θόρυβο· ἐγώ θέλω ν᾿ ἀκούω τό κῦμα, ὄχι τήν μηχανή.
– Συνεχίζεται βλέπεις ἡ παράδοση στήν οἰκογένεια ἀπ’ τήν ἐποχή πού γύρισε ἀπ᾿ τήν Ἀμερική ὁ “φοβερός”, τοῦ ψιθύρισε ὁ Μιμήκος.
Ἀργότερα τοῦ ἐξήγησαν ὅτι “φοβερός” ἦταν ὁ πατέρας τοῦ “καπετάν Ἀντώνη”, ἐπειδή ὁ μακαρίτης χρησιμοποιοῦσε τό “φοβερός”, ὡς θαυμασμοῦ σημαντικό, γιά ὁποιονδήποτε, ὁποιαδήποτε ἤ, ἀκόμη, καί γιά ὁτιδήποτε ἤθελε νά ἐκφρασθεῖ ἐπιδοκιμαστικά!
-Νά σκεφθεῖς ὅτι, ὅταν γύρισε ἀπ᾿ τήν Ἀμερική καί ἀγόρασε τό κτῆμα ἀπέναντι, ἀποφάσισε πώς τό καΐκι, μέ τό ὁποῖο θά πήγαινε ἐκεῖ, θἄπρεπε νά εἶναι καινούργιο· ἀλλ᾿ ἐπειδή στή Μῆλο δέν ὑπῆρχε ὁ κατάλληλος καραβομαραγκός μετακόμισε γιά ἕναν χρόνο στή Σύρα ὅπου, τρωγοπίνοντας, συζητοῦσαν μέ τόν ἐπίλεκτο καραβομαραγκό γιά τό ποῦ θά παραγγείλουν τά καλλίτερα στραβόξυλα καί τήν ἄλλη ξυλεία γιά τό χτιζόμενο πλεούμενο τοῦ “φοβεροῦ”…
Μέ τέτοια προϊστορία, δέν ἦταν παράξενο πού, ὕστερα ἀπό χρόνια, ὁ γυιός τοῦ φοβεροῦ ἀποφάσισε νά ἐπισκευάσει τό ἱστορικό, ἀλλά ὑπόσαθρο πλέον, σκαρί πηγαίνοντάς το πάλι στή Σύρα, σάν ἔμαθε πώς ζεῖ ὁ παλιός καραβομαραγκός! Δέν ἦταν ὅμως τυχερό νά συνεχισθεῖ ἡ γνωστή ἐποποιΐα, ἐπειδή ὁ γηραιός μάστορας, τίς πρῶτες μέρες, ἔσπασε τό χέρι του!… Ἔτσι, ὁ Ἀντώνης τό ξαναφόρτωσε σ̉̉ ἕνα ἀπ’ τά πλοῖα τῆς γραμμῆς γιά τόν Πειραιᾶ, ὅπου καί παρακολουθοῦσε αὐτοπροσώπως, γιά μῆνες, τήν ἀνακαίνιση!
Τώρα, τό καΐκι ἦταν στήν διάθεσή τους. Προτάθηκε νά πᾶνε ἀπέναντι στόν Ἐμποριό. Ὁ καπετάνιος ἄλλο πού δέν ἤθελε!
– Νά κάνουμε καί μπάνιο!… εἶπε κάποιος.
– Νυχτιάτικα; ἕνας ἄλλος.
– Ἀργότερα θά βγεῖ καί τό φεγγάρι.
– Ναί ἀλλά χάσαμε τόν Ἀποσπερίτη, εἶπε ἡ ̒ Ῥιρή.
– Ποιόν;
– Μά, τόν πλανήτη Ἀφροδίτη, πού ἐμφανίζεται μετά τήν δύση τοῦ Ἥλιου. Εἴμαστε, θυμίζω, στό νησί τῆς Ἀφροδίτης, στή Μῆλο!!!
Ἡ παρέμβαση τῆς Ῥιρῆς ἐντυπωσίασε…
– Πάντως, ἐγώ προτιμῶ νά κολυμπάω χωρίς φεγγάρι, πρόσθεσε ἡ ̒ Ῥιρή.
– Ὅσοι θέλουν, μποροῦν νά κάνουν μπάνιο καί γυμνοί, εἶπε κάποιος.
– Δέν εἶναι αὐτό, ἔχει ἄλλη χάρη τό κολύμπι τῆς νύχτας, ἀνταπάντησε σοβαρά ἡ Ῥιρή.
Καί πῆγαν. Ὁ θόρυβος τῆς μηχανῆς ἦταν πράγματι διακριτικός, ἡ νύχτα χλιαρή σχεδόν, ὁ ἀέρας ἀνεπαίσθητος, τ’ ἀστέρια πού πρόβαλαν ἀπό νωρίς ἄρχισαν ν’ ἀραιώνουν, σημάδι πώς θ’ ἀκολουθοῦσε τό φεγγάρι. Ἔφτασαν, κι ἀφοῦ ἔδεσαν τή βάρκα, ἄλλοι δήλωσαν πώς δέν θά κολυμπήσουν, ἄλλοι εἶπαν πώς θά μπαίναν μέ τό σώβρακο στό νερό, ἐνῶ ἡ Ῥιρή ἔβγαλε τό μίνι της, ἔμεινε μέ τά ἐσώρουχα καί μέ ἀργές ἁπλωτές μπῆκε ἄνετα στή θάλασσα, μ᾿ ἕναν μικρό παφλασμό πού προκάλεσε τίς φαντασμαγορικές πυγολαμπίδες τοῦ νεροῦ. Αὐτός πῆγε παράμερα καί μπῆκε στό νερό ὁλόγυμνος· πρόλαβε ὅμως νά ξανακοιτάξει στό μισοσκόταδο τό κορμί τῆς Ῥιρῆς μέ τίς καλοσχηματισμένες προσθιοπίσθιες καμπυλότητές της.
Ὅταν ἀργότερα ἕνας-ἕνας ἔβγαιναν στάζοντας θάλασσα, παρατήρησε τήν ὀρθόστηθη Ῥιρή ν’ ἀποτινάζει τά νερά ἀπό πάνω της, καί μετά ν’ ἀποτραβιέται πίσω ἀπό ᾿ναν θάμνο γιά ν’ ἀλλάξει τά βρεγμένα της. Κάποιος πρότεινε ν’ ἀνάψουνε φωτιά, ἀλλά ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν γλυκιά καί φωτεινή· σέ λίγο θἄχε καί φεγγάρι…
Μιά παρέα καλοκαιρινή εἶναι ὅλο ἰδέες καί προτάσεις, ὅταν ἔχει τά κέφια της, καί τούτη ᾿δῶ ἤθελε νά ἐντυπωσιάσει!… Ἔτσι, ὅλο πρότειναν καί ὅλο καί ἀπέρριπταν! Μέ τά πολλά συμφώνησαν νά ἐπιστρέψουν καί νά πᾶνε γιά οὖζα στήν παραλία.
Κατά τήν ἐπιστροφή, ὄχι τυχαῖα, βρέθηκε δίπλα της στήν πλώρη. Κάποιοι συζητοῦσαν γιά ζώδια. Ἐκεῖνος ἀντιπαθοῦσε τό θέμα, καί τώρα φοβόταν μήπως τόν ρωτοῦσε γιά τό δικό του καί σκεφτόταν ἄν θἄπρεπε νά πεῖ πώς ἡ ἀστρολογία ἦταν μιά χαζοσυζήτηση. Εὐτυχῶς δέν τόν ρώτησε!
Ἡ συντροφιά τό γύρισε σέ λίγο στό τραγούδι ἀρχίζοντας μ᾿ ἕνα ντόπιο, τή “Μεγάλη Ἀκραδιά”, τό ἐντυπωσιακό ξερονήσι, ἔξω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ κόλπου.
Ἐξορία θά σέ κάμω…
στή Μεγάλη Ἀκραδιά
νά περνῶ μέ τήν βαρκούλα…
νά σοῦ καίω τήν καρδιά.
Ἡ Ἀκραδιά ἐνθουσίασε τό ὀλιγομελές τσοῦρμο καί κυρίως τούς κακόφωνους, πού οἰστρηλατοῦνται εὔκολα καί ὑπερθεματίζουν φωνητικῶς! ἀλλά τώρα, οἱ ἄρρενες ἐξέφραζαν καί τόν θαυμασμό τους γιά τήν καλλονή τῆς παρέας. Γι᾿ αὐτό, ὅταν κάποιος ἄρχισε τό γνωστό τραγούδι γιά τήν Ῥιρίκα, ἁπαξάπαντες ἐναρμονίσθηκαν προφρόνως:
Ῥιρή, Ῥιρή, Ῥιρίκα
ἐσύ ᾿σαι πράμα παιδί μου γερό
Ἄχ ὅποιος νοιώσει τοῦ φιλιοῦ σου
λίγη γλύκα
θά τό θυμᾶται Ῥιρίκα γιά καιρό…
Τό κομμάτι ἐπαναλήφθηκε κανά-δυό φορές λόγῳ ἄγνοιας τῶν ὑπολοίπων στίχων, ἴσως ἐπειδή ἡ παρέα δέν ἔκανε τραγουδιστική ἐπίδειξη, ἀλλά κυρίως ἔμμεση φιλοφρονητική ἐκδήλωση. Γι’ αὐτό καί δέν ὑπῆρξε μελωδική συνέχεια παρά μόνον ἐτυμολογική συζήτηση.
– Τό ὄνομά σου, Ῥιρίκα, εἶναι ἀπό τό Φρειδερίκη;
– Ὄχι βέβαια! Ῥιρίκα εἶναι. Ἤ σκέτο Ῥιρή!
– Καί ποῦ ξέρεις ἀπό ποῦ τό πῆρε ὁ νουννός σου;
– Τόν ρώτησα, ὅταν καί ἄλλοι στό σχολεῖο, ὅπως καί ᾿σεῖς, ἔβγαζαν, τίς ἐτυμολογίες τους ἀπό τήν Ἄνασσα, εἶπε ἐλαφρῶς ἐνοχλημένη ἡ Ῥιρίκα… Μοῦ εἶπε ὅτι, ὅταν ὑπηρετοῦσε στό στρατό, στόν Ἐμφύλιο, οἱ ἀντάρτες μέ τά χωνιά τούς ἀποκαλοῦσαν “κωλόπαιδα τῆς Φρειδερίκης”! “Βέβαια βρισιές ἐκστομίζονταν κι ἀπό ᾿μᾶς, ἀπό Ἕλληνες γιά Ἕλληνες. Τό αἶσχος κάθε ἐμφυλίου… “.
– Καί τό ὄνομα;
– Τό τραγούδι εἶναι προπολεμικό καί εἶναι ἀπό ὀπερέτα τοῦ 1930· ἐνῶ ἡ Φρειδερίκη ἦρθε στήν Ἑλλάδα τό 1938, ὡς νύφη γιά τόν Παῦλο.
Ἡ κουβέντα ὅπως καί τά τραγούδια σταμάτησαν ἐκεῖ· ἄλλωστε εἶχαν φθάσει στόν Ἀδάμαντα καί ἄρχισαν νά ἀποβιβάζονται καί νά πιάνουν καρέκλες στό στέκι τους, κάτω ἀπ’ τίς ἁρμῦρες.
Ἡ προσεχής ἐκδρομή κανονίστηκε γιά τήν ἑπομένη, καί θά ἦταν ἡμερήσια στό περίφημο Κλέφτικο. Αὐτό, μετά ἀπό μακρά διαδρομή, ἦταν μιά τοποθεσία στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ νησιοῦ ὅπου, κατά τίς διηγήσεις, κρύβονταν τά κουρσάρικα καράβια καί δέναν στίς ἀνάγλυφες δέστρες τῶν βράχων. Ὁ ἡφαιστειογενής σχηματισμός τοῦ τοπίου εἶχε μιά ὀμορφιά συνταρακτική. Κι ἀκόμη, ἀνάμεσα στά βράχια, ὑπῆρχαν κόλποι καί κολπίσκοι μέ κάτασπρες ἀμμουδιές, πού μέ τό γαλαζοπράσινο τῆς θάλασσας σ’ ἔκαναν νά σκιρτᾶς ἀπό ἀγαλλίαση. Οἱ ὀμορφιές ἦταν ἀτελείωτες καί τά ἡφαιστειογενῆ πετρώματα συγκλονιστικά, ἐνῶ ἡ παντελής ἔλλειψη πρασίνου εἶχε γιά τόν ἴδιο καί μιά πρωτόγνωρη γοητεία. Γρήγορα ὅμως παραδέχτηκε ὅτι δέν ἦταν μόνον οἱ φυσικές ὀμορφιές τοῦ νησιοῦ πού τόν συνεπῆραν, ἀλλά κυρίως ἡ παρουσία τῆς εὐκνήμου καί ὀρθόστηθης Ῥιρῆς, πού περιφερόταν ξυπόλυτη στήν ἄμμο…
Ἦταν καιρός ἡ κουβέντα νά φθάσει καί στήν Ἀφροδίτη, πού ἔκανε διάσημο τό νησί.
– Δέν μποροῦσε παρά μόνον σ’ ἕνα νησί σάν τήν Μῆλο νά βρεθεῖ ἡ Ἀφροδίτη, εἶπε ἡ Ῥιρή.
– Μπᾶ! καί πῶς; γιατί;
– Ἐπειδή ἡ Μῆλος ἔχει τόν ὡραιότερο κόλπο στό Αἰγαῖο· δεῖτε καί στόν χάρτη.
– Ὡραῖο αὐτό Ῥιρή, ἀλλά πῶς τό σκέφτηκες;
– Οἱ ἀρχαῖοι, πού δέν ἦταν σεμνότυφοι, μέ τούς Θεούς τους ἐνεργοῦσαν ἀνθρωπομορφικά, κι ἕνα βαθύκολπο νησί δέν μπορεῖ παρά νά γεννοῦσε κι ἐρωτικούς συνειρμούς! Ποιός ξέρει πόσες Ἀφροδίτες νά εἶχαν σμιλέψει οἱ γλῦπτες τοῦ νησιοῦ.
Ἡ ἐξήγηση τῆς Ῥιρίκας δέν ἔπεισε, ἀλλά ἄρεσε…
– “Πάντως ἡ Ἀφροδίτη τῆς Μήλου ἐμφανίζεται σχετικά σεμνή, γιατί ἄλλους γλῦπτες τούς ἐνέπνευσε καί ὡς καλλίπυγος”, μπῆκε κι αὐτός στή συζήτηση μετά τά ὑπονοούμενα…
– “Τό «καλλίπυγος», νεοελληνιστί, θά τό διατυπώναμε κι ὡς εὔγλουτος”, πρόσθεσε ἡ Ῥιρίκα.
– «Ἔχουμε ἄλλωστε μπροστά μας κι ἕνα σφριγηλό παράδειγμα, ἔσπευσε ὁ σιωπηλός θαυμαστής της· «ἡ Ῥιρή, ἐκτός ἀπό εὔγλωττη ἑλληνίστρια, εἶναι καί σωματικῶς εὔγλουτη ἡ ἴδια»!
Ἡ Ῥιρή τόν κοίταξε μ’ ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο, πού γιά τόν ἴδιο φάνταξε καί λίγο πονηρό!…
Μετά κάποιος πρότεινε νά ἐπισκεφθοῦν τό Μουσεῖο ὥστε νά δοῦν καί τό γύψινο ἀντίγραφο τῆς Ἀφροδίτης, τό ὁποῖο ἔστειλε στό νησί τό μουσεῖο τοῦ Λούβρου, ὡς ἀντάλλαγμα γιά τό πρωτότυπο.
Ὁ ἴδιος, πάντως, δήλωσε πώς δέν πρόκειται νά πάει στό Μουσεῖο νά δεῖ τό ἀντίγραφο γιατί τό θεωροῦσε προσβολή.
– Οἱ Φραντσέζοι θἄπρεπε νά σκεφτοῦν ὅτι τά ἀριστουργήματα δέν ἀντιγράφονται καί μάλιστα σέ γῦψο! Ἄν θέλαν νά ζητήσουν συγγνώμη ἀπ’ τούς Μηλιούς γιά τήν ἁρπαγή τῆς Ἀφροδίτης, θἄπρεπε νά σᾶς στείλουν ἕνα γνήσιο δικό τους δημιούργημα ἑνός Γάλλου, τοῦ Ῥοντέν, ἄς ποῦμε, ἤ κάποιου ἄλλου. Δέν ἔπρεπε νά δεχθεῖτε τήν γύψινη Ἀφροδίτη!…
Οἱ ντόπιοι δέν μίλησαν· ἡ Ῥιρή μόνον τόν ξανακοίταξε μέ τρόπο πού τοῦ φάνηκε ἐπιδοκιμαστικός… Μέ τίς παρεμβάσεις τους ἀναρρίπιζαν τό ἐρωτικό στοιχεῖο, πού τό συντηροῦσε ἀκοίμητο ἡ ἐμφάνισή της…
Ἡ ἐπίσκεψη στό Μουσεῖο ματαιώθηκε σιωπηρά, ὁπότε κάποιος φώναξε τόν σερβιτόρο γιά ἀνανέωση τῶν μεζέδων τῆς οὐζοκατάνυξης καί μέ ἀχινούς.
– “Οἱ ἀχινοί θεωροῦνται καί ἀφροδισιακό ἔδεσμα” πρόσθεσε ὁ Πέτρος· “πολλή Ἀφροδίτη ἔπεσε σήμερα στήν παρέα”…
Πράγματι, τό… ἀφροδίσιο στοιχεῖο εἶχε ἁπλωθεῖ στά πρόσωπα ὅλων μέ ἐλαφρύ ἐρύθημα, ἐνῶ τά βλέμματα στρέφονται πρός τήν Ῥιρίκα πού χωρίς νά εἶναι προκλητική, δέν ἔπαυε νά εἶναι ἐρωτική!…
Ἀναθυμήθηκαν πώς μπῆκαν στόν Δεκαπενταύγουστο, μέ τούς Μικρούς καί τούς Μεγάλους Παρακλητικούς κανόνες, ἀλλά καί μέ τά Ἡμερομήνια. Πλησίαζαν στό “Πάσχα” τοῦ Καλοκαιριοῦ, ὅπως τούς θύμισε ἡ Ῥιρίκα.
– Ἡ γιαγιά μου, χωρίς νἆναι θρησκόληπτη, μέ ἔπαιρνε ἀπ’ τό χεράκι τόν Δεκαπενταύγουστο στίς Παρακλήσεις, καί μοῦ εἶναι ἀκόμη ζωντανοί οἱ στίχοι: “Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεσθημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τό σῶμα· καί σύ Υἱέ καί Θεέ μου παράλαβέ μου τό πνεῦμα”.
Γιά νά συνεχίσει ἀμέσως κι ὁ ἴδιος:
– “Ὁ γλυκασμός τῶν Ἀγγέλων τῶν θλιβομένων ἡ χαρά, χριστιανῶν ἡ προστάτις Παρθένε μήτηρ Κυρίου, ἀντιλαβοῦ μου καί ῥῦσαι τῶν αἰωνίων βασάνων”.
– Θἄθελες νά πᾶμε κι ἐμεῖς σέ μιά Παράκληση;
– Μαζί σου Ῥιρή θά πήγαινα ὁπουδήποτε!
– Σκέφτηκα νά πᾶμε στό Κάστρο· βλέπω ν’ ἀσπρίζει ἕνα ἐκκλησάκι στήν κορυφή τοῦ λόφου. Θά ἔχουμε καί θέα ὑπέροχη.
Κανόνισαν τίς δέουσες δικαιολογίες γιά τούς ὑπόλοιπους, ὥστε νά μήν ὀργιάσουν τά κουτσομπολιά, ἀφοῦ δέν θά τούς εἶχε διαφύγει τό ἤπιο βλεμματικό φλέρτ…
Τήν ἄλλη μέρα, κατά τό σούρουπο, ἔφτασαν στό Κάστρο καί κατευθύνθηκαν πρός τό ἐκκλησάκι ἀπ’ ὅπου ἀκουγόταν ἡ Παράκληση. Μπῆκαν μέσα ὅπου οἱ ἐλάχιστοι πιστοί διακρίνονταν μέσα στούς καπνούς τοῦ θυμιάματος. Ἀνεκλάλητη μυσταγωγία τό ἀμυδρό τρεμοφέγγισμα καντηλιῶν καί κεριῶν. Κάθισαν δίπλα-δίπλα ἀκούγοντας σιωπηλοί τά τελευταῖα τῆς ἀκολουθίας.
Σέ λίγο, μέ τό “Δι᾿ εὐχῶν”, τό λιγοστό ἐκκλησίασμα ἄρχισε νά κατευθύνεται πρός τήν ἔξοδο. Ἅπλωσε καί τῆς ἔπιασε τό χέρι· ἐκείνη τοῦ τὄσφιξε κι ἔγειρε τό κεφάλι της στόν ὦμο του… Ἡ ἐκκλησσάρισα ἔσβησε τά λίγα κεριά πού εἶχαν μείνει στό μοναδικό μανουάλι καί τούς ἄφησε στό μισοσκόταδο, ξαναμμένους καί ἐν ἐντόνῳ ἐγκαύλῳ καταστάσει.
Ἀποτραβήχτηκε πρώτη ἡ Ῥιρή.
– Δέν θέλω ἐδῶ μέσα· πᾶμε ἔξω· ἡ Πανσέληνος προσφέρεται γι’ αὐτά· θἆναι καί ὁ Δρόμος τοῦ Φεγγαριοῦ.
Τήν ἀκολούθησε σάν ὑπνωτισμένος· ἀμοιβαῖο ξέφρενο ἀγκάλιασμα καί τά λίγα ῥοῦχα ἀφαιρέθηκαν ἐν σπουδῇ. Τήν γύμνια τους καταύγαζε ἕνα ὑπέρλαμπρο σεληνόφως, ἐνῶ τόν κόλπο τοῦ νησιοῦ τόν διέτρεχε στραφταλίζοντας ὁ Δρόμος τοῦ Φεγγαριοῦ!
Ἡ Ῥιρή βρέθηκε ἀνάσκελη στό θερμό πλακόστρωτο τῆς ἐκκλησίας, μέ τόν ἴδιο σφηνωμένον μέσα της ἀλλά καί δέσμιο ἀπό τά πόδια της τά τυλιγμένα γύρω στό κορμί του. Μέ τήν αἰσθησιακή παραφορά, τοὖρθαν εἰκόνες ἀπ᾿ τήν Μυθολογία, ὅπως τό μεταλλικό δίχτυ πού κατασκεύασε ὁ Ἥφαιστος γιά νά ἐγκλωβίσει, ἐν μοιχείᾳ μέ τόν Ἄρη, τήν ἄπιστη σύζυγό του Ἀφροδίτη, καί νά τούς ἐκθέσει μέ ἀποδείξεις στούς ἄλλους Θεούς!!!
Ἰ.Κ. Τσέγκος, 2 Ἰουλίου 2014