του Κωστή Παπαγιώργη αναδημοσίευση από το άρδην, τ. 43 (Άρδην τ. 96, Μάρτιος-Μάιος 2014)
τον Τάσο Μπάνο 1980-86
Χ ωρίς παλαβωμάρες δε βάζει κανείς μυαλό, για τον ίδιο λόγο που ένας νέος μονίμως σοβαρός δεν εμπνέει σε κανέναν εμπιστοσύνη. Κάθε ψυχική διαμόρφωση, καθώς δείχνει η πείρα, έχει ανάγκη από δόσεις αλόγιστου πρωτογονισμού οι οποίες, καιρού θέλοντας και παρέας επιτρεπούσης, μπορεί κάποτε να αποτελέσουν αποθέματα ηθικότητας. «Άλλωστε ο Κένταυρος Χείρωνας, θηρίο και σοφός εν ταυτώ, αποτελεί μυθικό παιδαγωγικό πρότυπο. Αυτό βέβαια δεν ισοδυναμεί με παρότρυνση για να πηγαίνει κανείς στα σκυλάδικα -που να τα βρει κιόλας;- αλλά στην περίπτωση πού τύχει να δουλέψει (πελάτης) επί χρόνια σε παρόμοια μαγαζιά, δεν αποκλείεται να φτάσει σε ανάλογα συμπεράσματα.
Η άποψη ότι τα καλύτερα πράγματα συμβαίνουν έξω, στο δρόμο, στα κέντρα, στα γήπεδα, στις αλλοπρόσαλλες μαζώξεις, έχει βάση. Η ζωή κατ’ οίκον ταιριάζει σε μωρά, σε γέρους, σε άρρωστους ή σε ηλικίες που ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους με την αυθόρμητη κοινωνικότητα. Ειδικά στη ζωή της πρωτεύουσας, η πολυκέφαλη και παράταιρη συντροφιά που παίρνει σβάρνα ταβερνεία, μπαρ, ξενυχτάδικα, κολάδικα και τραβάει το διάβολο από την ουρά έχει αναδειχτεί σε μεγάλο παιδαγωγό. Η διασκέδαση κρατάει το νόημά της από το σκόρπισμα (σκεδάννυμι) κι αν δεν σκορπίσεις το εγώ σου και το χρόνο σου μέσα στην νυχτερινή πόλη πού άλλου θα βρεις να το σπείρεις;
Μιλάμε για την πιωμένη συντροφιά και όχι για παρέες περιπατητών που κάνουν τον κύκλο της πλατείας αναψύχοντας τα σώψυχά τους. Βασικό γνώρισμα της παρέας είναι ο εθισμός στο ποτήρι. «Όταν σου λένε πιες για να ’ρθεις στα ίσια σου δεν τους καίγεται καρφί αν θα πιεις, αλλά αν θα ξεκλειδωθείς και αν θα παραμείνεις διάπλατος, με αναπεπταμένας θύρας όλη τη νύχτα. Αμίλητοι και συγκρατημένοι συνδαιτημόνες δε στηρίζουν τις παρέες -χρειάζεται πολυλογία και λογοτριβή για να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα, ακατάσχετη φλυαρία για να διεγερθούν όλες οι περιέργειες. Οι πάντες πρέπει να ξομολογιούνται. Κατά συνέπεια την συντροφιά που πάει κατευθείαν στο σκυλάδικο χωρίς να περάσει πρώτα από την ταβέρνα -αν υποθέσουμε πώς υπάρχει- δύσκολα μπορείς να την καταλάβεις.
Δεν αποκλείεται ο φίλος κάποιας τραγουδίστριας που κάνει ένα βιαστικό πέρασμα για να πιει ένα και να ακούσει μερικά τραγούδια ούτε ο γνωστός κάποιου μουσικού που θέλει να τον τιμήσει για λίγο με την παρουσία του. Αλλά όποιος δεν ανοίγει μπουκάλι δεν υπολογίζεται. Η συντροφιά που μετράει για τον καταστηματάρχη είναι αυτή πού φτάνει τους δέκα, που πιάνει δυο τραπέζια, ανοίγει δυο και τρία μπουκάλια και είναι προδιατεθειμένη να κάνει (καλή) ζημιά στο μαγαζί (να σπάσει πιάτα, να ρίξει λουλούδια, να γυρίσει κανένα τραπέζι και τα παρόμοια). Ο καλός πελάτης είναι λίγο χάλια – εδώ βρίσκεται το μυστικό. Και κατά κανόνα είναι χάλια από (καλοπέραση).
Αλλά πριν από τους πελάτες και τα άθλα τους, καλό είναι να έχει κανείς μια εποπτεία του χώρου. Το σκυλάδικο, στη διαρρύθμισή του, υπακούει κομμάτι στην αρχιτεκτονική του θεάτρου. Υπάρχει σκηνή (δηλαδή πίστα), πλατεία (οπού κάθονται οι ακροατές και οι κατά βούληση χορευτές), ορχήστρα που αποσύρεται μόνο τα ξημερώματα, παρασκήνια, ταξιθέτες (οι γνωστοί φουσκωτοί που φέρονται όπως οι Σκύθες στα αρχαία θέατρα), κορίτσια που πάνε από τραπέζι σε τραπέζι για τη μαλάγρα και βέβαια οι εκτελεστές των ασμάτων που αναγράφονται ονομαστί πάνω από την είσοδο του μαγαζιού. Συνήθως ο χώρος δεν αξίζει δυάρα χωρίς τον κόσμο (γυφτιά και προχειρότητα σε όλα) αντίθετα, όταν λειτουργεί χωρίς να φαίνεται, αποκτά ανυπολόγιστη σημασία.
Όπου συρρέει κόσμος είναι βέβαιο ότι κάποιο ήθος υποβαστάζει το πλήθος -το ίδιο ήθος που διαφθείρεται κιόλας. Στα σκυλάδικα είναι ολοφάνερο είναι το παλιό πανηγύρι που ξεθύμανε στην επαρχία και μετακόμισε στις πόλεις μασκαρεμένο, η παλιά φυλετική σύναξη που εξέπεσε, η παρωχημένη ευωχία της γιορτής που στράφηκε υποκοσμικά και ενίοτε ληθαργικά προς τα καμώματα των θαμώνων. Παρόμοια κέντρα οπού ο κόσμος προσέρχεται αυθόρμητα δεν μπορείς να τα επινοήσεις. Το πατρόν υπάρχει -κι όσο πιο ποδοπατημένο τόσο πιο ισχυρό. Ποτό, ξενύχτι, χορός, τραγούδι, ζοριλίκια, γυναικοδουλειές συνιστούν περίπου μια σύνοψη της ανθρωπότητας. Και οι πιστοί είναι πολλοί.
* * *
Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς πώς περνάει μια νύχτα στο σκυλάδικο τα στερεότυπα ισχύουν: τραγούδια, χοροί, εξωστρέφιες, τσάμπα κέφι και τσάμπα παρεξηγήσεις, ζαλάδες και ξεσπάσματα. Αλλά σε ένα κέντρο οπού δεν πας με την οικογένειά σου για να διασκεδάσεις, είναι βέβαιο ότι υπάρχουν ειδικοί κανόνες συμπεριφοράς και προπάντων ειδικό φύραμα ανθρώπων που το συντηρούν.
Η βασική αρχή είναι ότι αποκλείεται το φαγητό. Ενώ στα παλιά έργα του ελληνικού κινηματογράφου βλέπουμε τον Χατζηχρήστο να κάνει καταγκιοζιλίκια ανάμεσα σε τραπέζια με ριγέ τραπεζομάντηλο και γκαρσόνια που μεταφέρουν πιάτα, προϊόντος του χρόνου το φαγητό δραπέτευσε. Η ταβέρνα ξεκόλλησε από το μπουζουκάδικο. Όσοι πρόλαβαν να πάνε στα παλαιά θρυλικά μαγαζιά, όπως του Τζίμη του Χοντρού, θα θυμούνται ότι ο πελάτης άκουγε, χόρευε, αλλά έτρωγε κιόλας μέσα σε ατμόσφαιρα φιλική και ενίοτε οικογενειακή. Αντίθετα, αφότου το μαγαζί περιορίστηκε σε ουίσκι, παγάκια και ξυροκάρπια, αυτόματα μειώθηκε και η κλίμακα των πελατών.
Ο κλασικός θαμώνας επελέγη από μονός του συνήθως μαγκούφης ή οικογενειάρχης που έχει το βράδυ ελεύθερο. Μικροήρωες του υπόκοσμου, σκληροί κατά τεκμήριο, αρέσκονται να έχουν ειδική ώρα εισόδου και μάλιστα με ειδικά προνόμια. Πριν απ’ όλα τραπέζι πίστα. Ο παλιός δεν ανέχεται να θαφτεί στα ενδότερα του μαγαζιού, σάμπως να είναι τυχαίος αν δεν είναι σε απόσταση αναπνοής από την τραγουδίστρια νιώθει υποτιμημένος. Συνάμα θέλει πρόθυμο γκαρσόνι και τα πιάτα του (ή τις σαμπάνιες) στο λεπτό πάνω στο τραπέζι. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ταχύτητα ισοδυναμεί με την εκτίμηση προς το πρόσωπό του. Είπα και εγένετο.
Μολονότι οι τακτικοί θαμώνες έχουν ύφος άνθρωπου που έχει χεσμένους τους άλλους, είναι προφανές ότι ή ατμόσφαιρα δε γίνεται αν δεν υπάρχει κόσμος στο μαγαζί. Απλώς πρέπει να τηρούνται οι διαχωριστικές γραμμές και να αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία -χρόνια ολόκληρα- και το απουσιολογιο.
Μετά τη γνωστή ιστορία του Κοεμτζή άλλαξε δυστυχώς ριζικά η καθιερωμένη παραγγελιά. Πριν από τους φόνους ο υποψήφιος χορευτής ανέβαινε μόνος -κατάμονος- στην πίστα και εκτελούσε το τραγούδι του χωρίς κανέναν στα πόδια του. Τώρα η πίστα έχει καταντήσει αλώνι για όλους. Εντούτοις στα σκληρά μαγαζιά η παραγγελιά ισχύει ακόμα ατύπως. Δηλαδή μεταφέρεται η επιθυμία στον τραγουδιστή, εκείνος γνέφει καταφατικά, και κατόπιν τα γκαρσόνια πιάνουν δήθεν αδιάφορα τις διόδους πού οδηγούν στην πίστα. Η κεντρική φιγούρα ανέρχεται, κάνει τις πρώτες γυροβολιές και όλο του το κύρος συναρτάται με την επιμονή των γκαρσονιών να αποθαρρύνουν τους υπόλοιπους χορευτές. Αν κάποιος καταφέρει να ξεφύγει, ο προσβληθείς συνήθως κατεβαίνει αμέσως σεκλετισμένος·δεδομένου δε ότι κάθε παραγγελιά συνοδεύεται και με σωρούς σπασμένων πιάτων, είναι χαζό να ανέβεις για να χορέψεις πάνω στα πιάτα του άλλου.
Συμβαίνει συχνά μια παρέα να έχει μπει στο μαγαζί από νωρίς -σχεδόν με τις καθαρίστριες- και να έχει κεφάρει προτού καν οι άλλοι να πιουν το πρώτο ουίσκι. Αυτή η παρέα είναι καλή για το μαγαζί, διότι ο πιωμένος χαλάει λεφτά, αλλά πολύ αρνητική για τους άλλους. Μπαίνοντας σε ένα μαγαζί που το θεωρείς δικό σου, αποξενώνεσαι όταν βλέπεις άγνωστους να χορεύουν και να χαριεντίζονται σαν παλιοί γνωστοί με τους τραγουδιστές επαληθεύοντας το βαρύ παραγνωριστήκαμε.
* * *
Η καλή γνωριμία με το μαγαζί θέλει συστάσεις. Αν και σπάνιος, ο πλούσιος πελάτης πάντα έχει ξεχωριστή μεταχείριση. Αλλά αφού κατά κανόνα τα βαλάντια των περισσότερων είναι φτωχά, οι διακρίσεις υπακούουν στην επετηρίδα. Μια φορά δε λεει τίποτα. Δεύτερη και τρίτη ίσως να είναι και σύμπτωση. Αλλά όταν μια συντροφιά έχει ρίξει κάβο και περνάει εκεί μήνες και χρόνια, τα πράγματα αλλάζουν. Γνωρίζεσαι με τον καταστηματάρχη (Δικός σου το μαγαζί!), σε μαθαίνουν τα γκαρσόνια (που δεν αργούν να αρχίσουν τα χοντρά αστεία), αλλά κυρίως βάζουν πια πλώρη για το τραπέζι σου οι φίρμες του μαγαζιού. Γυναίκες και άντρες.
Τότε τα πράγματα αρχίζουν να σοβαρεύουν. Μαθαίνεις τα οικογενειακά τους, τις αμοιβές τους, τις επαγγελματικές φαγωμάρες και συνάμα -αφού κάθε μυστικό ενοχοποιεί τον εξομολογητή- αρχίζεις να είσαι συνένοχος. Ξέρεις πλέον την ιεραρχία του μαγαζιού. Ποιος είναι ο επιχειρηματίας, ποιος κλαίει για τα άδεια τραπέζια, γιατί ο τάδε βγαίνει πριν από τα μεσάνυχτα ενώ ο άλλος δικαιούται τις καλύτερες ώρες – από τις δύο μέχρι τις τρεις. Κι εδώ οι αντιζηλίες είναι στο φόρτε τους – έτσι για να μη χάνει η ζωή τη νοστιμιά της.
Άλλωστε κανείς από τους τραγουδιστές δεν είναι συμφιλιωμένος με την κατάσταση του μέτριου και παραπεταμένου. Οι χαμηλές βαθμίδες έχουν αυξημένο αίσθημα του προσωρινού. Όλοι λίγο πολύ έχουν να διηγηθούν μια ιστορία με εταιρείες, σαθρές υποσχέσεις, ατυχίες και τα παρόμοια. Αυτό δε σημαίνει ότι λείπουν οι καλές φωνές και κείνο το ιδιαίτερο χρώμα που κάνει το καλό σκύλο να διαπρέπει στην πίστα (όπως ο Παναγιώτης Μιχαηλίδης, καλή του ώρα).
Οι τραγουδίστριες -και τα κορίτσια του μπαλέτου- είναι γλέντι. Χαίρονται όταν υπάρχουν επιφανείς στην παρέα (κανένας γιατρός, δικηγόρος, διαφημιστής, ηθοποιός, δημοσιογράφος) και δεν εκτιμούν καθόλου τους ανθρώπους των γραμμάτων (Βγαίνει μεροκάματο;) Κάποτε που είχα κατεβάσει στο υπόγειο τον Νίκο Ξυδάκη και τραγουδούσαν ένα τραγούδι του, όταν είπα στην τραγουδίστρια που καθόταν στο τραπέζι μας ότι ο τύπος με το μαλλί είναι ο Ξυδάκης, μου απάντησε ξερά: «Αντε, ρε σουρωμένε!» Ένα χαριτωμένο κορίτσι από το μπαλέτο με προσκαλούσε επίμονα να πάω να τη δω στο τάδε θέατρο σε ένα ρόλο του Μπέκετ…
Ένα άλλο βασικό γνώρισμα του μαγαζιού είναι ότι η μουσική είναι στο τέρμα και για να μιλάς στα τραπέζια πρέπει να βάζεις τα χείλια σου πολύ κοντά στο αυτί του διπλανού. Όπως περίπου στα κατάμεστα γήπεδα. Με τον απέναντί σου είναι αδύνατο να συνεννοηθείς. Άλλωστε τα περάσματα που κάνουν οι τραγουδιστές και τα κορίτσια από τα τραπέζια δεν διαρκούν πολύ πρέπει να εναλλάσσονται και να μη μένει κανείς παραπονεμένος. Ούτε και όλες οι ώρες επιτρέπουν τις ίδιες ανέσεις. Ειδικά μετά τις μία η ώρα, όταν τα τραπέζια έχουν γεμίσει και το ποτό έχει βάλει το χεράκι του, οι ταχύτητες αλλάζουν.
Οι παλιές καραβάνες, τους πανηγυρτζίδες μουσικούς -κλαρινιτζίδες και τα λοιπά τους λένε ακτινολόγους γιατί η ματιά τους φτάνει βαθιά στο πορτοφόλι σου. Αυτό σημαίνει ότι ο οργανοπαίχτης σε κόβει από φάτσα (αν έχεις λεφτά) και σου παίζει ό,τι ζητάει το ντέρτι σου για να σε μαδήσει. Φυσικά στο κέντρο σπανίως κολλάνε χαρτονομίσματα στο κούτελο του τραγουδιστή, αλλά υπάρχουν άλλα μέσα για να βάζεις το χέρι στην τσέπη. Τα «καλά» τραγούδια δεν τα χαραμίζουνε στην αρχή. Πρέπει πρώτα να κάνεις κεφάλι, να ξεμυαλιστείς πίνοντας, και κατόπιν να σε φέρουν στο τσακίρ κέφι.
Είναι λυπηρό που απαγόρευσαν τα σπασίματα των πιάτων. Εκτός από παγκόσμια πάτεντα, ήταν και ένας πολύ αθώος τρόπος να εξωτερικεύεις τη χαρά σου και να επιδεικνύεσαι. Δέκα στοίβες πιάτα μπροστά στην τραγουδίστρια, πανέρια με λουλούδια και σαμπάνιες πού ανοίγονται με τα δόντια, είναι κανονική τελετή. Άμα συνηθίσεις σε αυτό το κλίμα, κατόπιν αδυνατείς να ακούσεις τραγούδια από δίσκο ή κασέτα. Που είναι τα πιάτα; Πού είναι τα γκαρσόνια που τρέχουν να προλάβουν προτού τελειώσει το τραγούδι;
Η καλή ώρα του κέντρου είναι μετά τις δύο τα μπουκάλια έχουν αδειάσει, τα τασάκια έχουν γεμίσει δεκάκις, οι πελάτες έχουν μπει στο παραμύθι και όλο το σκυλάδικο αρμενίζει σαν ακυβέρνητη γαλέρα στα βάθη όλων των κρανίων. Εκείνη την ώρα η πίστα έχει τσιτωθεί κομμάτι, γιατί οι επιθυμίε δίνουν και παίρνουν και οι υποψήφιοι χορευτές πληθαίνουν απρόβλεπτα. Όσοι βλέπουν μόνο το τουρλουμπούκι καλά κάνουν. Αλλά δεν τα βλέπουν όλα, θυμάμαι που κατεβάσαμε κάποτε έναν -ψυχαναλυτή στην υπόγα και μόλις είδε τα πιάτα- καθώς φαίνεται δεν τα είχε ξαναδεί- άφησε στο τραπέζι μια χιλιαροπούλα και έφυγε προτροπάδην.
Αυτή η λαϊκή εξωστρέφια -καθώς το ουίσκι έχει αλώσει εσωτερικά τον διψομανή- ισοδυναμεί με ανασύνδεση με τον βαθύτερο χρόνο. Κάθε Γερμανός, έλεγε ο Μπίσμαρκ, με δυο κανάτες μπύρα στέκεται στο ύψος του. Πραγματικά δε χρειάζεται πάνω από μια μπουκάλα ουίσκι για να επιτευχθεί η εσωτερική ανάταξη. Ο φτιαγμένος έχει διπλά σπλάχνα και τρύπιο κεφάλι. Ακούει ακόμα και τα νύχια του να μακραίνουν.
Εκείνη τη στιγμή της μεγάλης ευφορίας δεν αργεί να κάνει και την επίσημη εμφάνισή του ο καβγάς. Στα κέντρα ισχύουν απολύτως οι νόμοι της ζούγκλας. Γιατί άραγε το λιοντάρι κάθεται πάντα βαρύθυμο και κανείς δεν το πειράζει; Επειδή όλοι το φοβούνται. Αντίθετα όσο μικραίνει η κλίμακα τα ζώα είναι ανήσυχα, ταραγμένα και συχνά δηλητηριώδη. Το δηλητήριο είναι σήμα αδυναμίας. Γι’ αυτό και μαχαιροβγάλτες δεν είναι οι κρεμανταλάδες ούτε οι ρωμαλέοι, αλλά κάτι ανθρωπάρια που δεν τα πιάνει το μάτι σου. Μία από τις χειρότερες επιθέσεις που είδα -με σπασμένο ποτήρι στα μάτια ενός φίλου- είχε πρωταγωνιστή έναν σπιθαμιαίο κομμωτή. Οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι είναι οι αδύναμοι -φίδια μοναχά.
* * *
Σαν σπαραξικάρδια στρούγκα, το μαγαζί έχει τις αυστηρές διακρίσεις του. Αλλού ο τσοπάνος, αλλού τα πρόβατα. Τα λίγα τραπέζια γύρω από την πίστα -το βασιλικό θεωρείο ας πούμε- ανήκει συνήθως στους παλιούς και στους αυγομένους. Έρχονται πάντα αργά, με ύφος άνθρωπου πουέχει κάνει σοβαρές δουλειές (κομπίνες, χαρτοπαιξία, μικροαπάτες) και πηγαίνει σπίτι του για να πιει κανένα ποτήρι. Αυτοί, όπως μαθαίναμε, είχαν πάντα και κάποιο κούφιο στην τσέπη τους. Τότε ακουγόταν και η φοβερή φράση: το περίστροφο ζυγίζει μισό κιλό, η σκανδάλη έναν τόνο.
Τα γκαρσόνια σκοτώνονταν να τους περιποιηθούν και κυρίως προειδοποιούσαν εμάς τους αθώους να μην κάνουμε αστεία κοντά στα τραπέζια τους. Στις στιγμές της μεγάλης έξαρσης, ως γνωστόν, ο πελάτης δεν σπάζει μόνο πιάτα. Με ένα κράμα οργής και εγωκεντρισμού, γυρίζει το τραπέζι ανάποδα με όλα τα συμπράγκαλα. Η κίνηση εκτιμάται τα μάλα από το μαγαζί γιατί έχει καθορισμένο κοστολόγιο. Στη στιγμή τα γκαρσόνια πρέπει να αποκαταστήσουν την τάξη (νέο τραπεζομάντηλο, νέο μπουκάλι, νέα ξηροκάρπια, κόκες κόλες και κάτι μακρόστενα αγγουράκια για τους εκλεκτούς). Κάποιος πελάτης είχε ενδώσει σε δεκαπέντε ανατροπές μέσα σε μια νύχτα.
Αλλά στα τραπέζια της πίστας ηανατροπή έθετε προβλήματα. Μοιραία το τραπέζι έπρεπε να σκάσει πάνω στην πίστα, οπότε κινδύνευε η ακεραιότητα των τραγουδιστών και ιδιαίτερα των κοριτσιών. Οι ιθύνοντες του μαγαζιού συνήθως φροντίζουν να καρφώνουν στο πάτωμα αυτά τα λίγα τραπέζια. Ο πελάτης βάζει τα δυνατά του, γουρλώνει τα μάτια, αλλά παραιτείται. Εντούτοις, οι σκληροί αποκλειόταν να παραιτηθούν. Περίπου επί ένα τέταρτο πάλευε κάποια νύχτα ένας κοντόχοντρος -πάντα με το τσαντάκι στη μασχάλη- να ξεριζώσει ένα καρφωμένο τραπέζι. Τα γκαρσόνια όχι μόνο δεν πάσχισαν να τον αποθαρρύνουν, αλλά είχαν συγκεντρωθεί γύρω του χειροκροτώντας.
Στο άλλο άκρο τα ξεσπάσματα των φουκαράδων είχαν κι αυτά τη νοστιμιά τους. Λίγα λουλούδια στις τραγουδίστριες αλλά πολλές φωνές, ελάχιστα πιάτα αλλά με πολύ θέατρο, κι όλα αυτά με τη γνωστή δριμύτητα του φτωχοδιάβολου που θυμίζει την παροιμία «θύμωσε ο μπάκακας κι η λίμνη δεν το ξέρει».
Μια άλλη βασική διάκριση μέσα στους κόλπους της μικρής σκυλάδικης αδελφότητας είναι ανάμεσα στους πιωμένους και στους απέχοντες. Το μαγαζί δεν πίνει. αυτό είναι νόμος. Καταστηματάρχης, γκαρσόνια, Σκύθες και φουσκωτοί, τραγουδίστριες απέχουν. Εξαιρούνται μόνο κάποιοι τραγουδιστές. Η όλη μηχανή του ενθουσιασμού στήνεται από νηφάλιους που εισπράττουν τα νοίκια της ξένης ευωχίας. Αν κατά λάθος και παρ’ ελπίδα συμβεί να αθετηθεί ο κανόνας, το κέντρο γίνεται παρανάλωμα.
Μιλάμε για μηχανή, ενώ στην πραγματικότητα ή μέθοδος είναι πανάρχαια. Άνθρωπος που πίνει και βομβαρδίζεται επί ώρες με τραγούδια, αποκλείεται να μη φτάσει σιγά σιγά στο σημείο οπού παθαίνει μια εσωτερική έκρηξη, σάμπως να πήρε φωτιά το μέσα του και θέλει να κάνει ζημιές και καταστροφές. Τα αποθέματα δυστυχίας που διαθέτει ο καθένας καταχωνιασμένα, εκείνες τις στιγμές θέλουν να κάνουν παρέλαση. Πού αλλού μπορεί ο περιθωριακός να θεατριστεί ατιμωρητί και ενίοτε αναιμωτί;
Όποιος πίνει, αργά ή γρήγορα γίνεται βλαχοδήμαρχος. Κερδίζει πλασματικό μπόι και έχει τη βεβαιότητα ότι η νύχτα είναι δική του και ο χώρος του ανήκει. Υπ’ αυτή την έννοια το σκυλάδικο κρατάει τον θεραπευτικό ρόλο ενός ψυχιατρικού παραρτήματος. Η κατάσταση είναι σοβαρή και συχνά επικίνδυνη γιατί -βασικό αυτό- ο πιεσμένος άνθρωπος που παίρνει διαβατήριο από το ουίσκι, πριν απ’ όλα πρέπει να παροξυνθεί, να βουτήξει μέσα του για να βγει μετά απαιτητικός και θρασύστομος. Οι περισσότεροι καβγάδες ξεσπούν σε κείνες ακριβώς τις στιγμές. Όταν η φυγόκεντρη διάθεση πάει με χίλια και ο μεθυσμένος βλέπει παντού εχθρούς που θέλουν να του πατήσουν την πορφύρα.
Ανάλογα πράγματα μπορεί να ισχύουν στα ρεμπετάδικα, στα μπουζουκάδικα με τις κομπανίες ή ακόμα και στα σημερινά ορθάδικα ή τα χαώδη μαγαζιά οπού χάνει η μάνα το παιδί. Αλλά το καίριο γνώρισμα του σκυλάδικου είναι ο περιορισμένος χώρος. Πάνω από εκατό νοματαίοι δε μαζεύονται. Ή ολιγανθρωπία αντί να αμβλύνει τις αντιδράσεις (μεταξύ μας τώρα…) τις διογκώνει γιατί -όπως στις μικρές κοινότητες- οι λίγοι βλέπουν, ενώ οι πολλοί είναι αόμματοι. Το θέμα δεν είναι τι θα πάθεις, αλλά τι θα φτάσει στα μάτια των άλλων. Άλλωστε για τα μάτια του κόσμου γίνεται όλο το νταραβέρι.
Η πανίδα των ξεπεσμένων που ακροβολίζονται στην πίστα έχει ενδιαφέρον. Μικρομεροκαματιέρηδες, μπατίρηδες, κρυφοπρεζόνια, άνεργοι και άεργοι, στερημένοι και φουκαράδες από κούνια καταφθάνουν με ίσα δικαιώματα. Αυτοί ειδικά είναι ιδιαίτερα εύθιχτοι εδώ είναι σπίτι μας και θα γλεντήσουμε όπως μας γουστάρει. Όντως έχουν δίκιο και συχνά το βρίσκουν.
* * *
Το θλιβερό στα σκυλάδικα είναι οι μπόμπες και το ξυλόπνευμα. Είχα δει αρκετές φορές νέα παιδιά, που έβαζαν κόκα κόλα στο ουίσκι και το έπιναν γλου γλου γλου, να πέφτουν λιπόθυμα και να τα παίρνουν στα χέρια για το νοσοκομείο. Το σκέτο οινόπνευμα δε χαρίζεται σε κανένανε. Κάποτε που έφυγε νωρίς μια εύπορη παρέα και άφησε ένα Ντιμπλ πάνω στο τραπέζι, ζήτησα από τον Οδυσσέα -τον επικεφαλής του σκυθικού τμήματος- να μας το δώσει. Τι ήταν αυτό; Κατέβαινε σαν γάλα. Τότε κατάλαβα ότι εκεί είχαμε καταδικαστεί σε χρόνιο απογαλακτισμό. Μια φορά που είχα πάρει μαζί μου τον συχωρεμένο Σταμάτη Μιχαηλίδη με την παρέα του -κάτι επαγγελματίες ποτές- την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε με κεφάλι καζάνι: «Πρόσεξε μαλάκα, εκεί σας πάνε για φούντο».
Τέλος πάντων πέρασα έξι περίπου χρόνια -κάθε βράδυ, ανελιπώς- σε ένα σκυλάδικο στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν και το μόνο πανεπιστήμιο από το οποίο αποφοίτησα και μάλιστα με λίαν καλώς.