της Ντ. Τζονστόουν, από το Άρδην τ. 64, Απρίλιος – Μάιος 2007
Ο Νικολά Σαρκοζί έχτισε την πολιτική του φήμη ως «ο άνθρωπος που αντιμετώπισε το έγκλημα». Από τη στιγμή που η εγκληματικότητα είναι ούτως ή άλλως αντιδημοφιλής, η περσόνα του Σαρκοζί φαντάζει ανίκητη. Αλλά οι απόψεις του πάνω στο ζήτημα είναι αμφιλεγόμενες στη Γαλλία, μιας και υπονομεύει τις παραδόσεις της, καθώς η προσέγγισή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αμερικάνικη». Η άποψή του μπορεί να συνοψιστεί στο περίφημο τρίπτυχο του «Σαρκό»: Αλήτες, Θρησκεία και Καταστολή.
«Αλήτες»
Η λέξη αυτή έχει κολλήσει στο στόμα του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποτελεί ένα προσδιοριστικό στοιχείο του προσωπικού πολιτικού του στυλ. Τη χρησιμοποίησε πρώτη φορά στις απαρχές των ταραχών των προαστείων, όταν τα παγκόσμια ΜΜΕ στράφηκαν στα banlieues, τα πανύψηλα εργατικά συγκροτήματα κατοικίας της Γαλλίας.
Στις 25 Οκτωβρίου του 2005, ο διψασμένος για δημοσιότητα υπουργός Εσωτερικών εισήλθε στο προάστειο της Argenteuil συνοδευόμενος από ένα τσούρμο αστυνομικούς και δημοσιογράφους. Κάποιοι νέοι, κάτοικοι της περιοχής, του φώναξαν βρισιές και πέταξαν μερικά πλαστικά μπουκάλια προς την κατεύθυνσή του. Τότε, μια γυναίκα βγήκε στο παράθυρο και φώναξε προς τον υπουργό: «Πότε θα ξεφορτωθείτε αυτούς τους αλήτες;». Ο Σαρκοζί απάντησε αμέσως: «Θέλετε να ξεφορτωθούμε αυτούς τους αλήτες; Πολύ καλά! Θα το κάνουμε για σας!».
Ο Σαρκοζί μίλησε στη γλώσσα των προαστείων, χρησιμοποιώντας μάλιστα έναν όρο που ανήκει στο λεξιλόγιο της νεολαίας. Βεβαίως, η χρήση αυτού του όρου από έναν υπουργό θεωρήθηκε απαράδεκτη. Η κίνησή του αυτή εκφράζει τη διάθεσή του να εκμεταλλευτεί τα κοινωνικά προβλήματα προκειμένου να λανσάρει για τον εαυτό του την εικόνα του «σκληρού τύπου». Παρόλο που ο «Σαρκό» δεν χαρακτήρισε μ’ αυτόν τον τρόπο συλλήβδην τη νεολαία των προαστείων –μια και στην ίδια επίσκεψη προσπάθησε να έλθει σε διάλογο με νέους–, το περιστατικό αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να ενώσει τη νεολαία εναντίον του και εναντίον των αστυνομικών που δρούσαν υπό τις διαταγές του. Έτσι, κατηγορήθηκε ότι συνέβαλε στην πυροδότηση των ταραχών των προαστείων. Με λίγα λόγια, η θεαματική παρέμβασή του απεδείχθη εξαιρετικά αντιπαραγωγική.
Η στάση του Σαρκοζί απέναντι στην εγκληματικότητα εκφράστηκε καλύτερα κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης με τον Μισέλ Ονφρέ, η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος Απριλίου του περιοδικού Φιλοσοφία. Βεβαίως, μόνο στη Γαλλία μια συνέντευξη σε φιλοσοφικό περιοδικό θα είχε αντίκτυπο στις προεδρικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, αυτή είχε αντίκτυπο, και όλοι γνωρίζουμε κάποιον ψηφοφόρο που έπειτα από αυτήν στράφηκε προς τον κεντρώο υποψήφιο Φρανσουά Μπαϊρού.
Σ’ αυτήν, ο Ονφρέ, ένας από τους πιο διάσημους νέους Γάλλους φιλοσόφους, εξέφρασε την παραδεδομένη στη Γαλλία αριστερόστροφη αντίληψη ότι «διαμορφωνόμαστε από το περιβάλλον μας και όχι από τα γονίδιά μας, από την οικογένεια και τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζούμε».
Ο Σαρκοζί απάντησε: «Δεν συμφωνώ μαζί σας. Τείνω να πιστέψω πως ένας παιδόφιλος έχει γεννηθεί παιδόφιλος. και επιπλέον, το πρόβλημα είναι πως δεν γνωρίζουμε πώς να θεραπεύσουμε αυτή την παθολογία. Υπάρχουν γύρω στις 1.200 με 1.300 αυτοκτονίες νέων ανθρώπων τον χρόνο στη Γαλλία, κι αυτές δεν συμβαίνουν επειδή οι γονείς τους δεν τους φρόντισαν αρκετά, αλλά γιατί είχαν γενετική προδιάθεση για κάτι τέτοιο! Οι περιστάσεις δεν είναι υπεύθυνες για τα πάντα, γιατί η εμπλοκή των έμφυτων χαρακτηριστικών είναι τεράστια».
Με καθαρά επιστημονικούς όρους, τώρα, η απόλυτη αντιπαράθεση μεταξύ του γονιδιακού και του επίκτητου ντετερμινισμού είναι πολύ ρηχή. Και οι δύο παράγοντες αλληλεπιδρούν, σε αναλογίες που δεν μπορούμε να τις καθορίσουμε επακριβώς. Μεταξύ των δύο, ο Ονφρέ εμφανίστηκε πιο απόλυτος. Αλλά ο Σαρκοζί είναι εκείνος που έχει στα χέρια του την εξουσία στον πραγματικό κόσμο. Και η άποψή του πως η παιδοφιλία καθορίζεται γενετικά είναι ιδιαίτερα συγκλονιστική, γιατί καθορίζει και τις αντιλήψεις του για την αντιμετώπιση του εγκλήματος. Εάν οι «κακοί» γεννιούνται τέτοιοι, και οι περιστάσεις δεν έχουν καμία απολύτως σημασία, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να βελτιώσουμε τις κοινωνικές συνθήκες προκειμένου να περιορίσουμε το έγκλημα. Αντίθετα, το μόνο πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι να πιάσουμε τους «κακούς». Κι αν κάτι μπορεί να γίνει προληπτικά, μπορεί μόνο να πάρει τη μορφή της «γενετικής χαρτογράφησης» των «πιθανών εγκληματιών», προκειμένου να τους συλλάβουμε προτού κάνουν τίποτε κακό.
Ο Σαρκοζί είχε στο παρελθόν προτείνει νομοθετικά τη διάγνωση «διαταραχών συμπεριφοράς» στα παιδιά πάνω από τριών χρόνων. Η πρότασή του δημιούργησε φόβους ότι η Γαλλία θα μεταβληθεί σ’ ένα αστυνομικό κράτος, με αρχεία για τους «γενετικά διαταραγμένους».
Αυτή η προσέγγιση του εγκλήματος συμβαδίζει με πολιτικές περικοπών των κοινωνικών δαπανών και της παράδοσης όλων των εξουσιών στο χρηματιστικό κεφάλαιο, στα πλαίσια μιας ασύδοτης, «ελεύθερης» αγοράς. Αυτήν την πολιτική προωθεί ο Σαρκοζί.
Θρησκεία
Ένα άλλο πεδίο στο οποίο ο Σαρκοζί είναι περισσότερο Αμερικάνος παρά Γάλλος είναι εκείνο της θρησκείας.
Εδώ η διαφορά είναι βαθιά ριζωμένη στην Ιστορία. Η Γαλλία είναι ένα έθνος το οποίο επέζησε από αιματηρούς θρησκευτικούς πολέμους μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, τους οποίους ακολούθησε η Καθολική Αντίδραση, ο διαφωτισμός και η κοινωνική επανάσταση. Το αποτέλεσμα αυτής της πολύπλοκης πορείας ήταν να χειραφετηθεί τόσο η πολιτική όσο και η ηθική από τη θρησκευτική πίστη. Οι ΗΠΑ αφήνουν χώρο σε όλα τα θρησκευτικά δόγματα ν’ αναπτυχθούν. Στον αντίποδα, η Γαλλία παρέχει μεγάλη ελευθερία σε όσους δεν πιστεύουν καθόλου. Και ο βασικός ρόλος της φιλοσοφίας στην εκπαίδευση συμβάλλει στον διαχωρισμό της ηθικής από τη θρησκεία.
Ο «Ουγγρο-Αμερικάνος» Σαρκοζί δείχνει να μην κατανοεί τίποτε απ’ όλα αυτά. Είναι ξένος προς οποιαδήποτε σαφή τοποθέτηση είτε υπέρ είτε κατά της θρησκείας. Είναι όμως υπέρ της θρησκευτικής πίστης, γιατί αυτή αποβαίνει χρήσιμη ιδιαίτερα στους μη-προνομιούχους. Στην πραγματικότητα, δεν συμπαθεί τη θρησκεία, αλλά μιαν ορισμένη «θρησκευτικότητα» δίχως κανένα διανοητικό έρεισμα.
Για τον Σαρκοζί, μακριά από τις περίπλοκες θεολογικές αναζητήσεις, η «θρησκεία» διαμορφώνει «την ελπίδα για επιβίωση μετά τον θάνατο», την «ελπίδα της ύπαρξης κάποιας μορφής αυτοπραγμάτωσης στην αιωνιότητα». Καλώντας για «την αναγνώριση ενός καθολικού δικαιώματος στην ελπίδα», μεταμορφώνει την πίστη στη μετά θάνατον ζωή σε κάποιου είδους «ανθρώπινο δικαίωμα». (Βλέπε Νικολά Σαρκοζί, La République, les religions, l’espérance, Le Cerf, Paris 2006.)
Πρόκειται για ένα δικαίωμα το οποίο ο γαλλικός λαός δεν ενδιαφέρεται να διεκδικήσει. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του 1992, το 62% των Γάλλων δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή. Σ’ αυτούς, βεβαίως, συγκαταλέγεται κι ένας μεγάλος αριθμός χριστιανών.
Αλλά ο Σαρκοζί θεωρεί πως μια τέτοια πίστη είναι καλή για τους ανθρώπους. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, θεωρεί πως η πίστη σε μιαν άλλη ζωή είναι καλή για εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από αυτήν: «Σ’ όλη τη Γαλλία, και πάνω απ’ όλα στα προάστεια, όπου συγκεντρώνονται όλων των ειδών οι απελπισμένοι, είναι προτιμότερο να έχεις νέους ανθρώπους που μπορούν να διατηρούν τη θρησκευτική ελπίδα, παρά να έχουν ως μοναδική τους “πίστη” τη βία, τα ναρκωτικά και το χρήμα».
Βέβαια, ο Σαρκοζί είχε κάποτε δηλώσει ότι, στην «αξιοκρατία», η «αξία» πρέπει να ανταμείβεται με χρήματα, «ειδάλλως προς τι το ζήτημα;». Προφανώς, αυτός και το περιβάλλον του δεν μπορεί να συλλάβει οποιαδήποτε κίνητρο πέρα από το χρήμα. Αλλά για τους νέους των προαστείων, η «θρησκεία του χρήματος» οδηγεί μόνο σε δραστηριότητες όπως το εμπόριο ναρκωτικών. Έτσι, γι’ αυτούς, είναι καλύτερο να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην άλλη ζωή.
Σε οποιανδήποτε άλλη ζωή. Γιατί ο Σαρκοζί βλέπει αυτήν την «ελπίδα» ως το κοινό συστατικό στοιχείο όλων των θρησκειών, ή τουλάχιστον των μονοθεϊστικών, παραβλέποντας τις σημαντικές διαφορές που έχουν μεταξύ τους. Και συστήνει ένα είδος θρησκευτικής εκπαίδευσης για τους νέους που θα τονίζει τη «σύγκλιση των θρησκευτικών μηνυμάτων» γύρω από το «πνευματικό γεγονός ότι: υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, ένας και μοναδικός θεός, ένα νόημα στην Ιστορία, μια πιθανότητα αποκάλυψης και μια φυσική ηθική σε όλους τους πολιτισμούς, που έχει να κάνει με το απόλυτο».
Βέβαια, ο Σαρκοζί φροντίζει να διατηρεί στενή επαφή με τη συντηρητική Καθολική παράδοση, διακηρύττοντας την απόλυτη αφοσίωσή του στα «2000 χρόνια Καθολικής κληρονομιάς της Γαλλίας», παρόλο που αυτό συνιστά αντίφαση μ’ όλα τα παραπάνω.
Ως υπουργός Εσωτερικών ο Σαρκοζί προώθησε τη θεσμοποίηση του Ισλάμ στη Γαλλία ιδρύοντας το Γαλλικό Συμβούλιο των Μουσουλμάνων. Οι τελευταίοι αποτελούν πλέον τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα στη Γαλλία και πρέπει να αναγνωριστούν. Πέρα από αυτό, όμως, ο Σαρκοζί επιθυμεί ένα «χλιαρό», ήπιο Ισλάμ, προκειμένου να χειραγωγήσει ιδεολογικά τα προάστεια. Αγνοεί, φαίνεται, ότι, όταν η θρησκεία αναλαμβάνει να εκφράσει τα κοινωνικά προβλήματα, ενισχύεται ο κίνδυνος του διαχωρισμού και υπονομεύονται οι κοσμικές αξίες, οι οποίες είναι οι μόνες που μπορούν να προσφέρουν ένα κοινό έδαφος σε μια κοινωνία που διαφοροποιείται εθνοτικά και θρησκευτικά.
«Ψωμί στους Ουρανούς». Αυτό είναι το «καρότο» στην τακτική με την οποία αντιμετωπίζει ο Σαρκοζί τα κοινωνικά προβλήματα των εθνοτικά ανάμεικτων, υποβαθμισμένων προαστείων. Όσο για το «μαστίγιο»…
Καταστολή
Το μεγαλύτερο ατού του Σαρκοζί είναι η καταστολή. Ισχυρίζεται ότι είναι ο μόνος που μπορεί να παρέχει «ασφάλεια». Παρόλα αυτά, τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι πολιτικές του είναι αντιπαραγωγικές και ανεβάζουν το επίπεδο της βίας. Η μεγαλύτερη απόδειξη της αποτυχίας του Σαρκοζί είναι, φυσικά, οι ταραχές στα προάστεια, κατά τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2005. Είναι αξιοσημείωτο ότι συνέχισε να αυτοπροβάλλεται ως ο «πρωταθλητής του νόμου και της τάξης» μετά από αυτήν την καταστροφική αποτυχία, για την οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος.
Ένας διάσημος εγκληματολόγος, ο Σεμπαστιάν Ροσέ, ανέλυσε προσεκτικά τόσο τις ταραχές όσο και τις πολιτικές του Σαρκοζί (βλέπε Le Frisson de l’Emeute, Seuil, Paris, 2006). Τα συμπεράσματά του είναι ξεκάθαρα – και επιβεβαιώνονται μέσα από δηλώσεις των κατώτερων αστυνομικών αλλά και του μεγαλύτερου συνδικάτου τους, της Alliance. Οι κατασταλτικές πολιτικές του Σαρκοζί έχουν αμαυρώσει το κύρος της αστυνομίας, καθιστώντας πολύ δυσκολότερο το έργο της.
Υπάρχει μια ισχυρή παράδοση στη γαλλική άκρα Αριστερά μεγάλης εχθρότητας απέναντι στους «μπάτσους», οι οποίοι συνδέονται με την πολιτική καταστολή και τη βία εναντίον αθώων. Κατά τη διάρκεια της προεδρείας του Μιττεράν, η συμπεριφορά των αστυνομικών βελτιώθηκε θεαματικά. Η Αριστερά άρχισε τότε να προωθεί –πολύ δειλά, είναι αλήθεια– μια πολιτική «αστυνομίας της κοινότητας», στοχεύοντας να την καταστήσει ευπρόσδεκτη στις υποβαθμισμένες γειτονιές. Η Δεξιά εγκατέλειψε αυτές τις πολιτικές, θεωρώντας ότι η μεταβολή της αστυνομίας σε ένα είδος κοινωνικής πρόνοιας υπονομεύει την «αρρενωπή» φυσιογνωμία της. Η πολιτική του Σαρκοζί ήταν να καταργήσει τα αστυνομικά τμήματα στα προβληματικά προάστεια και να στέλνει τις ομάδες κρούσης, όταν ξεσπούν οι ταραχές, για συλλήψεις και ανακρίσεις. Οι έμποροι ναρκωτικών ήταν ο πρώτος στόχος.
Η προσέγγιση του Σαρκοζί στην εγκληματικότητα βασίζεται στη στατιστική. Αυτή ταιριάζει στη φιλοσοφία του. Εάν οι εγκληματίες «γεννιούνται» και δεν «γίνονται», τότε το ζήτημα είναι απλώς το πότε θα τους πιάσουμε. Η αστυνομία λειτουργούσε βάσει πλαφόν για τον αριθμό των συλλήψεων και των προσαγωγών. Όσο μεγαλύτερα ήταν τα νούμερα, τόσο σφοδρότερος ήταν και «ο πόλεμος εναντίον του εγκλήματος». Εκεί ακριβώς στήριξε την επικοινωνιακή του εκστρατεία.
Με λίγα λόγια, ο Σαρκοζί εγκατέλειψε ορισμένα προάστια στις συμμορίες των μικρο-παρανόμων, των εμπόρων ναρκωτικών και των μικροκλεφτών (που κλέβουν κυρίως ραδιόφωνα αυτοκινήτων και κινητά τηλέφωνα), ενώ εν συνέχεια έστελνε τις ομάδες κρούσης να τους συλλάβουν. Μη γνωρίζοντας, βέβαια, τις γειτονιές αυτές, η αστυνομία συνελάμβανε πολλούς αθώους και αντιμετώπιζε πολύ βάναυσα τους νέους αφρικανικής καταγωγής που προσήγε. Το κοινό αίσθημα των προαστείων έμοιαζε πολύ με εκείνο που αναπτύσσει ένας λαός εναντίον ενός ξένου εισβολέα.
Αυτό ήταν το υπόβαθρο των εξεγέρσεων στα προάστεια το 2005.
Τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά προέβαλλαν πάνω στις ταραχές τις δικές τους προκαταλήψεις κι επιθυμίες. Για την Αριστερά, η εικόνα των νέων που συγκρούονται με την αστυνομία και πυρπολούν αυτοκίνητα παρέπεμπε σε μια νέα κοινωνική επανάσταση. Για τη Δεξιά, οι «βάρβαροι» των προαστείων ήταν φανατικοί ισλαμιστές που εισήγαγαν την «Ιντιφάντα» στη Γαλλία.
Δεν υπάρχουν στέρεα στοιχεία που να επαληθεύουν τη μία ή την άλλη υπόθεση. Οι λιγοστές σοβαρές μελέτες καταδεικνύουν μηδενική σχέση μεταξύ της πολιτικής και των ταραχών. Οι εξεγερμένοι ποτέ δεν ανέπτυξαν κάποια πολιτικά αιτήματα και δεν ανέδειξαν μια πολιτική ηγεσία, ενώ έπειτα από τρεις βδομάδες οι ταραχές διακόπηκαν το ίδιο απότομα όπως ξεκίνησαν.
Ο Σεμπασιάν Ροσέ υποστηρίζει ότι το κύριο κίνητρο τον ταραχών ήταν τα ίδια τα επεισόδια. [ ] Είναι χαρακτηριστικό της νεολαίας να δοκιμάζει τον εαυτό της στον κίνδυνο. Αλλά και τα ΜΑΤ–που συνήθως κάθονται στις κλούβες περιμένοντας κάτι να συμβεί– αποκόμισαν προσωπική και επαγγελματική ευχαρίστηση από τη συμμετοχή στη μάχη. Οι ταραχές των προαστείων του 2005 ήταν ένα φεστιβάλ τεστοστερόνης. Και όλα αυτά συνέβησαν δίχως κανένας να πεθάνει. Οι πλούσιοι «ματσό» πληρώνουν για να «παίξουν πόλεμο» στην εξοχή. Η νεολαία των προαστείων ανακάλυψε το δικό της δωρεάν παιχνίδι (το οποίο ενείχε το ρίσκο να καταλήξει κάποιος στη φυλακή, βεβαίως).
Οι ιδεολογικές αναγνώσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς συνέβαλαν στο να συγκαλυφθούν οι ευθύνες και η αποτυχία του Σαρκοζί.
Γι’ αυτό και επιμένει στις ίδιες πολιτικές. Αστυνομικοί διαμαρτύρονται ανώνυμα για το πλαφόν συλλήψεων που τους έχει επιβληθεί, το οποίο έχει ως μόνιμο αποτέλεσμα να γίνονται ολοένα και πιο μισητοί από τους πολίτες. Οι αριθμοί επιτρέπουν στον Σαρκοζί να ισχυρίζεται πως οι συλλήψεις έχουν αυξηθεί και το έγκλημα έχει μειωθεί. Αλλά οι ειδικοί συμπεραίνουν πως οι δείκτες της εγκληματικότητας έχουν παραμείνει για πολύ καιρό στάσιμοι και πως, εάν οι μικροκλοπές έχουν μειωθεί, αυτό έχει συμβεί γιατί έχουν εξελιχθεί τα αντικλεπτικά συστήματα των αυτοκινήτων. Ταυτόχρονα, η απρόκλητη βία εναντίον των πολιτών έχει αυξηθεί δραματικά, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στους «καθημερινούς ανθρώπους», στο όνομα των οποίων υποτίθεται πως δρα ο Σαρκοζί.
Η ψευδής ασφάλεια του Σαρκοζί
Οι άνθρωποι είναι ευαίσθητα πλάσματα, και η –τόσο επίκτητη όσο και έμφυτη– ανάγκη τους για ασφάλεια είναι πραγματική. Η «σκληρή Δεξιά» που αντιπροσωπεύει ο Σαρκοζί δείχνει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ασφάλεια των θυμάτων, ή των πιθανών θυμάτων του εγκλήματος, αλλά αδιαφορεί για τα θύματα της οικονομικής ανασφάλειας, τα οποία ενθαρρύνονται να δουλεύουν «σκληρότερα και περισσότερο» – ακόμα και σε εποχές ανεργίας και ύφεσης.
Στον αντίποδα, η Αριστερά είναι εξ ορισμού πιο ευαίσθητη στην ανάγκη για οικονομική ασφάλεια. Παρόλα αυτά, καθώς η βάση της ανέρχεται κοινωνικά, δίνει όλο και λιγότερη σημασία στα παράπονα των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των ηλικιωμένων, που ζουν στις κακόφημες γειτονιές και απειλούνται από τους μικροπαραβάτες.
Μια λογική πολιτική οικοδομείται πάνω στον σεβασμό όλων των πτυχών της πρωταρχικής ανάγκης για ασφάλεια και περνάει μέσα από την αναζήτηση ρεαλιστικών τρόπων ώστε να εξασφαλιστεί κάθε μία από αυτές. Σε ό,τι αφορά στο έγκλημα, η καταστολή είναι αναγκαία όταν αυτό συμβαίνει. Αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η καταστολή μπορεί να εκμηδενίσει το έγκλημα. Αντίθετα, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα αντιπαραγωγική. Οι ΗΠΑ έχουν μεγαλύτερη παράδοση κατασταλτικών πολιτικών από τη Γαλλία, κι όμως οι δείκτες της εγκληματικότητας παραμένουν μακράν υψηλότεροι.
Οι αιτίες του εγκλήματος και οι πιθανοί τρόποι αντιμετώπισής του είναι ζητήματα πολύπλοκα και δεν επιδέχονται απλοϊκών προσεγγίσεων. Ως αφετηρία, είναι λογικό να ξεκινήσουμε από μέτρα που αποσκοπούν στη διαμόρφωση ενός κοινωνικού περιβάλλοντος αλληλοκατανόησης μέσω της αναβάθμισης της Παιδείας αλλά και τη δημιουργία ευκαιριών κοινωνικής ενσωμάτωσης. Μια πολιτική που δίνει προβάδισμα στην οικονομική ασφάλεια και την κοινωνική ισότητα συνιστά τον καλύτερο τρόπο προκειμένου να εξασφαλίσουμε και τις λοιπές παραμέτρους της ασφάλειας. Η προσέγγιση του Σαρκοζί κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Μετάφραση:
Γιώργος Ρακκάς