Erin Klauk- Dean Mavridis
To ορυχείο χρυσού Zortman-Landusky είναι μια περιπτωσιολογική μελέτη των περιβαλλοντικών κινδύνων της έκλυσης κυανίου κατά τη διάρκεια εργασιών εξόρυξης χρυσού και των βαρύτατων επιπτώσεων που αυτές οι πράξεις μπορεί να έχουν για τις κοινότητες, το νερό και τους πολιτιστικούς πόρους μιας περιοχής. Δείχνει πώς οι δήθεν «σύγχρονες» εργασίες εξόρυξης χρυσού συνεχίζουν να έχουν δυσμενή αποτελέσματα στο τοπίο μετά την περάτωσή τους και αφήνουν πίσω τους τεράστια περιβαλλοντικά προβλήματα και υποχρεώσεις. Το συγκεκριμένο ορυχείο χρυσού, που βρίσκεται στην πολιτεία της Μοντάνα των ΗΠΑ, έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα στην περιοχή, όπως διαρροές κυανίου και μόλυνση των επιφανειακών και υπογείων υδάτων από τις απορροές οξέων. Το συγκεκριμένο ορυχείο ήταν ένα από τα πρώτα που εφάρμοσαν τη μαζική διήθηση κυανίου κατά την εξόρυξη του χρυσού, καθώς και ένα από τα πρώτα που έκλεισαν, αφήνοντας πίσω του σημαντικά προβλήματα ρύπανσης και καθαρισμού της περιοχής.
Το 1982, 2.953 λίτρα λύματα μολυσμένα με κυάνιο διέρρευσαν από μια χαβούζα συγκράτησης λυμάτων και τρύπησε ένα τμήμα των σωληνώσεων του ορυχείου που χρησιμοποιούνταν στο σύστημα ψεκασμού με κυάνιο απελευθερώνοντας 196, 841 λίτρα κυανιούχου διαλύματος στο έδαφος και σε ρυάκια της περιοχής. Ο έλεγχος του νερού της βρύσης στους γύρω συνοικισμούς αποκάλυψε επίπεδα συγκέντρωσης κυανίου πολύ πάνω από τα επιτρεπόμενα πρότυπα πόσιμου νερού και το τοπικό σύστημα ύδρευσης της κοινότητας έκλεισε. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, συνέβησαν οκτώ διαφορετικές διαρροές κυανίου. Χωρίς καμία νόμιμη άδεια, το Σεπτέμβριο του 1986, απελευθερώθηκαν 75 εκατομμύρια λίτρα επεξεργασμένου κυανιούχου διαλύματος, πλημμυρίζοντας 7 εκτάρια γης, όταν μια χαβούζα γεμάτη λύματα ήταν σε κίνδυνο υπερχείλισης μετά από μια βαριά καταιγίδα. Μετά από μία από τις μεγαλύτερες διαρροές εντοπίστηκε κυάνιο στο νερό της βρύσης του σπιτιού ενός ανθρακωρύχου, ακριβώς νότια του ορυχείου και όλα τα ζώα του βρέθηκαν νεκρά. Ταυτόχρονα οι απορροές οξέων του ορυχείου μόλυναν ανεπανόρθωτα κάθε ρεύμα αποστράγγισης που προέρχεται από το ορυχείο.
Παρόλα αυτά, αν υπήρχαν σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα από την εξόρυξη, η μεταλλευτική εταιρεία, Πήγασος, έλαβε μόνο ένα πρόστιμο ύψους 15.000$ στα πρώτα 16 χρόνια της λειτουργίας του ορυχείου. Μετά από χρόνια ανεπιτυχών προσπαθειών αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων στο Zortman-Landusky, οι ντόπιοι πολίτες και διάφορες περιβαλλοντικές ομάδες μήνυσαν την Πήγασος για κατάφωρη καταστρατήγηση του Clean Water Act, με αποτέλεσμα έναν διακανονισμό ύψους 36 εκατομμυρίων το 1996. Ακόμη και με αυτό το διακανονισμό, όμως, τα κεφάλαια για τον καθαρισμό του ορυχείου αποδείχτηκαν ανεπαρκή και οι πολίτες της Μοντάνα έμειναν με την ευθύνη του καθαρισμού της περιοχής του εγκαταλειμμένου ορυχείου που προβλεπόταν ότι θα κόστιζε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια παραπάνω. Το 1998, αντιμέτωπη με την πιθανότητα πληρωμής προστίμων και χρηματοδότησης του καθαρισμού της καταστραφείσας από τη δική της μεταλλευτική δραστηριότητα περιοχή, η κερδοφόρα Πήγασος «χρεοκόπησε».
Παρά το γεγονός ότι τα ορυχεία δεν είναι πλέον σε λειτουργία, οι υδάτινοι πόροι εξακολουθούν να απειλούνται από απορροές οξέων του ορυχείου που συμβαίνουν όταν τα πετρώματα σουλφιδίου που έχουν αποκαλυφθεί από τη διαδικασία εξόρυξης παράγουν θειικό οξύ μετά από έκθεση στη βροχή και το χιόνι. Σημειωτέον, ότι τα ορυχεία περιέχουν τεράστιες ποσότητες θειούχων πετρωμάτων . Η έντονη οξύτητα του νερού θα απαιτήσει την επεξεργασία του νερού για δεκαετίες, αλλά αυτή τη στιγμή υπάρχει επαρκής χρηματοδότηση για την επεξεργασία μόνο μέχρι το έτος 2028.
Πολιτικά Θέματα στον καταυλισμό του Fort Belknap
Η Πήγασος Gold λειτούργησε το συγκρότημα ορυχείων χρυσού Zortman-Landusky ακριβώς νότια του Fort Belknap στα μικρά Βραχώδη Όρη της βόρειο-κεντρικής πολιτείας της Μοντάνα. Το ορυχείο, που αρχικά αδειοδοτήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήταν το πρώτο μεγάλης κλίμακας open-pit ορυχείο στις Ηνωμένες Πολιτείες που χρησιμοποίησε μαζικά τη διήθηση κυανίου στην εξόρυξη χρυσού. Σύμφωνα με τη Συμπληρωματική Δήλωση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την αποκατάσταση και το κλείσιμο του ορυχείου, το 1992 το Γραφείο Ποιότητας Περιβάλλοντος της Μοντάνα (MDEQ) ανέφερε ότι η διαρροή κυανίου και βαρέων μετάλλων από το ορυχείο είχε μολύνει το νερό της περιοχής. Το 1995, η Πήγασος συμφώνησε να καταβάλει 36 εκατομμύρια δολάρια για τη διευθέτηση κρατικών, ομοσπονδιακών και αγωγών εκ μέρους διαφόρων οργανώσεων ιθαγενών της Μοντάνα, εκ των οποίων 32 εκατομμύρια δολάρια θα έπρεπε να κατευθυνθούν προς τη διαχείριση των υδάτων και τη δημιουργία εγκαταστάσεων επεξεργασίας.
Η Πήγασος Gold κήρυξε πτώχευση αιφνιδιαστικά το 1998, μετά την οποία η MDEQ και το Γραφείο της Διαχείρισης Γης (BLM), που μοιράζονται την ευθύνη με το κράτος για την περιοχή, ανέλαβαν τον έλεγχο του ορυχείου. Εκείνη την εποχή δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία αποκατάσταση για περισσότερο από το 85% του χώρου του ορυχείου, αν και τα προβλήματα που σχετίζονταν με το κυάνιο και την απορροή οξέων ήταν εμφανή.
Μετά την πτώχευση, οι φυλές των Ινδιάνων του Fort Belknap κατέθεσαν μια ομοσπονδιακή αγωγή αμφισβητώντας την επάρκεια της προτεινόμενης αποκατάστασης. Μετά από εκτεταμένες έρευνες, οι πολιτειακές και ομοσπονδιακές υπηρεσίες επέλεξαν μια εναλλακτική λύση συνολικού ύψους 52,1 εκατομμυρίων δολαρίων για την αποκατάσταση της επιφάνειας της περιοχής. Ωστόσο, το χρηματικό ποσό των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την ανάκτηση της μολυσμένης επιφάνειας του εδάφους ήταν μόλις 29,6 εκατομμύρια δολάρια. Αυτό άφησε ένα έλλειμμα 22,5 εκατομμυρίων δολαρίων στο κόστος αποκατάστασης που θα καλυπτόταν από τον εγγυητή (δηλ. το κράτος, που σημαίνει, τους φορολογούμενους). Επιπρόσθετα, οι κρατικές και ομοσπονδιακές υπηρεσίες αναγνωρίζουν ότι το έλλειμμα αυτό δεν περιλαμβάνει το κόστος της επεξεργασίας του νερού στο διηνεκές (δηλαδή για τουλάχιστον 1.000 χρόνια). Με λίγα λόγια, η επεξεργασία νερού θα κοστίσει άλλα 11 εκ. δολάρια, εκτινάσσοντας έτσι το συνολικό έλλειμμα του κόστους καθαρισμού του ορυχείου στα 33,5 εκατομμύρια δολάρια.
Λίγο πριν από την κήρυξη πτώχευσης, το διοικητικό συμβούλιο της Πήγασος Gold ψήφισε να δοθούν στα μέλη του περισσότερα από 5 εκατομμύρια δολάρια σε μπόνους. Στη συνέχεια δημιούργησαν μια νέα εταιρεία, την Απόλλων Gold, που αποτελείται από τα υπόλοιπα αποδοτικά περιουσιακά στοιχεία της Πήγασος Gold. Ενώ, λοιπόν, οι φορολογούμενοι πληρώνουν το λογαριασμό της αποκατάστασης του ορυχείου Zortman-Landusky, τα μεγαλοστελέχη της Πήγασος Gold έχουν ήδη εισπράξει τα μπόνους τους και έχουν ήδη φτιάξει μια νέα εταιρεία με βάση τα περιουσιακά στοιχεία της παλιάς «χρεωκοπημένης» εταιρείας.