Με αφορμή την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Του Νίκου Ντάσιου από τη Ρήξη φ. 101
Με αφορμή τη συμπλήρωση δύο χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου μας σκηνοθέτη Θ. Αγγελόπουλου, η Ταινιοθήκη της Ελλάδας πραγματοποιεί αφιέρωμα στις ταινίες του. Αφορμή του σημειώματος αποτέλεσε μια ταινία-σταθμός, η πρώτη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη, που βγήκε στις αίθουσες των κινηματογράφων το 1970 και σηματοδότησε την έναρξη της περιόδου του νέου ελληνικού κινηματογράφου: η Αναπαράσταση. Ο Θ.Α κάνει κάτι «δικό μας», σε αντιπαράθεση με τις γρήγορες εικόνες του δυτικού κινηματογράφου, αποτυπώνοντας συγκλονιστικά το πορτρέτο της ελληνικής επαρχίας, σε άσπρο-μαύρο, με ομίχλη και βροχή, σπάζοντας την ησυχία του τοπίου με ηπειρώτικα μοιρολόγια. Το στυλ αυτό αποτέλεσε την ιδιαίτερη έκφραση του σκηνοθέτη σ’ όλη τη μετέπειτα πορεία του.
Η ταινία πραγματεύεται μια συγκλονιστική δολοφονία που έγινε τον Απρίλη του 1968 στο χωριό Πολυνέρι Θεσπρωτίας –ορεινός οικισμός μεταξύ Σιβότων και Πλαταριάς– με θύμα τον Χαρίση Πάντο και θύτες τη γυναίκα του Αγγελική και τον εραστή της –αγροφύλακα– Κώστα Τζώρτζη. Την πραγματοποίηση του εγκλήματος, που διαπράχθηκε στο σπίτι του θύματος λίγες μέρες μετά την επιστροφή του από την Γερμανία που δούλευε μετανάστης, ακολούθησε η ταφή του στον κήπο, με τους θύτες να διαδίδουν ότι επέστρεψε στη Γερμανία. Ο Αγγελόπουλος, σε αντίθεση με τον Ντοστογιέφσκι στο Έγκλημα και Τιμωρία, δεν προσεγγίζει την ευκαιρία της μετάνοιας και της τελικής λύτρωσης, αφού εκλείπει παντελώς κάθε αναφορά στην πνευματική διάσταση – δεν αναφέρεται πουθενά π.χ. η στάση του ιερέα του χωριού έναντι του γεγονότος. Η Αγγελική και ο Κώστας καταδικάζονται σε ισόβια και εκτίουν την ποινή τους χωρίς μεταμέλεια στις φυλακές της Κέρκυρας .
Το έγκλημα είχε συνταράξει την Ήπειρο και ευρύτερα την ελληνική κοινωνία, αποτελώντας σκάνδαλο για τους 120 εναπομείναντες κατοίκους του χωριού. Ήταν μάλιστα τόσο έντονη η απώθηση, που οι κάτοικοι αντέδρασαν στην αρχική επιλογή του σκηνοθέτη να ξεκινήσει γυρίσματα στο χωριό τους, τα οποία έγιναν τελικά στη Βίτσα και στο Μονοδένδρι Ζαγορίου, αφού αλλάχθηκαν και τα ονόματα των εμπλεκόμενων στα γεγονότα.
Εκτός από την αστυνομική πλοκή, ο Θ.Α επιχειρεί μια πιο βαθιά αποτύπωση της ελληνικής μεταπολεμικής πραγματικότητας πέραν αυτής που αποτύπωναν έως τότε οι ταινίες της Φίνος Φιλμ. Η εγκατάλειψη των ορεινών χωριών και ιδιαίτερα της Ηπείρου, η μετανάστευση στη Γερμανία ως διέξοδος ζωής, η υφή και τα χαρακτηριστικά μιας τοπικής εξουσίας που εγκαθίδρυσε το κράτος της Δεξιάς, η αίσθηση του θανάτου αποτυπωμένη στα μονοπλάνα: στη μονότονη βροχή, στις λάσπες και στο γκρίζο τοπίο της εκκωφαντικής ησυχίας είναι το βασικό περιβάλλον ερμηνείας αυτής της εγκληματικής ενέργειας. Ο παράνομος έρωτας της Αγγελικής δεν είναι μόνο προϊόν του «ακόλαστου χαρακτήρα της», όπως αναφέρει ο ανακριτής, αλλά και μια ύστατη προσπάθεια ζωής και ελευθερίας στο μίζερο, καταθλιπτικό και γεροντικό τοπίο της ορεινής ενδοχώρας.
Περιβάλλον που αγνοεί ο «μανιχαϊστικός ηθικισμός» της χουντικής εξουσίας, αφού κάθε επιθυμία, και ειδικά αυτή των γυναικών, ενοχοποιούνταν και έπρεπε να καταπνιγεί με παραδειγματική τιμωρία –ακόμα και με αυτοδικία–, όπως δείχνει το λιντσάρισμα της Αγγελικής από τις γυναίκες του χωριού τη στιγμή της σύλληψής της. Ίσως αυτός ο συντηρητισμός, η επιδερμικότητα της ηθικής, σε συνάρτηση με τη μορφωτική και πνευματική καθυστέρηση, να εξηγεί –μεταξύ άλλων– τα χαρακτηριστικά που έλαβε στη χώρα μας τα μετέπειτα χρόνια αυτό που στρεβλά προσδιορίστηκε ως «γυναικεία απελευθέρωση» και προοδευτισμός.
Ο ίδιος ελλειπής τρόπος που ακόμα και σήμερα «η εξουσία» ερμηνεύει –ή μάλλον δεν ερμηνεύει– το πολιτικό έγκλημα της τρομοκρατίας, περιοριζόμενη αποκλειστικά στον εγκληματικό χαρακτήρα των ενόχων, παραβλέποντας κάθε κοινωνική και εν τέλει πολιτική διάσταση στα εγκληματικά τους κίνητρα.
Η ταύτιση των χωριών μας στην Ήπειρο, με την καθυστέρηση και την οπισθοδρόμηση σε συνθήκες γήρανσης, εξηγεί επίσης γιατί η κύρια πολιτική έκφραση της Ηπείρου παραμένει αγκιστρωμένη σε μια αναχρονιστική και συντηρητική δεξιά παράδοση με όψιμα χαρακτηριστικά ακροδεξιάς, που ξορκίζει κάθε καινοτομία, κάθε νεωτερισμό και μορφωτική εμβάθυνση. Η επιστροφή των μεταναστών από τη Γερμανία δεν συνδέθηκε με μια πολιτική αναδόμησης των πόλεων και κωμοπόλεων της Ηπείρου, ούτε με την ανασύνθεση των κοινοτήτων εκσυγχρονίζοντας το «δικαϊακό» τους πρότυπο, αλλά με την αντιπαροχή στα αθηναϊκά προάστια, που επέτρεψε την απελευθέρωση των παθών και των ηθών σε συνθήκες σοσιαλιστικής ευδαιμονίας. Τα χωριά μας παρέμειναν εγκαταλειμμένα αφού η σχέση μας μ’ αυτά εξαντλήθηκε στα πανηγύρια, στους χορούς, στα 4Χ4 και στην κακογουστιά του μητροπολιτικού κιτς, που κατέκλυζε τους μικρούς τόπους ως «παραφωνία» τα καλοκαίρια. Οι δρόμοι που φτιάχτηκαν μετέφεραν στους τόπους μας μονόπλευρα συμπεριφορές και ήθη που διαμορφώθηκαν ως αναπλήρωση από το καταναλωτικό μας πρότυπο, ενώ η νέα πολιτική έκφραση συνδέθηκε με την κομπίνα και τις κακοτεχνίες.
Σήμερα ο ιστορικός κύκλος έκλεισε, οι νεοέλληνες αδυνατούν να συντηρήσουν το ατομικιστικό υλιστικό πρότυπο των μεγάλων αστικών κέντρων. Η αντιμετώπιση της κρίσης προαπαιτεί «σχέσεις προσώπων», που μόνο όσοι διαθέτουν μνήμη και ρίζες μπορούν να δημιουργήσουν. Είμαστε υποχρεωμένοι από τις ιστορικές ανάγκες να ξαναγυρίσουμε στους τόπους μας –εκεί που συντελέσθηκε το έγκλημα–, να συγχωρέσουμε, να συλλογικοποιηθούμε και ν’ αλλάξουμε.
Εμείς οι Ηπειρώτες θα πρέπει να ξαναπατήσουμε πάνω στην πέτρα και να ξαναγίνουμε κομμάτι της ιστορικής μας εξέλιξης, συνεχίζοντάς την όχι ως μαυσωλείο, αλλά ως βιωμένη πραγματικότητα, όπου η ατομική μας σωτηρία θα διαπλακεί με τη σωτηρία του τόπου και της πατρίδας μας. Η ανθρώπινη περιπέτεια άλλωστε στο έργο του Θ.Α –όπως και σε όλους τους μεγάλους δημιουργούς– ήταν πάντα αξεδιάλυτα δεμένη με τη μοίρα και το πεπρωμένο του τόπου. Κάποια στιγμή στην ταινία ακούγεται η προφητική φωνή ενός γέρου που, μιλώντας στους δημοσιογράφους που είχαν έρθει από την Αθήνα για να καλύψουν το γεγονός, αναφέρει: « ….Απ’ το χωριό φύγαν όλοι οι νέοι για να ζήσουν καλύτερα και μείναμε εδώ λίγοι γέροντες φτωχοί και μόνοι, όταν θα φύγουμε κι εμείς τα χωριά θα κλείσουν και τότε κι αυτοί που έφυγαν για τις πόλεις δεν θα περνάνε καλά….»
Στην αρχαία μυθολογία, ο κύκλος των Ατρειδών έκλεισε με τον θάνατο της Κλυταιμνήστρας από τον γιο της Ορέστη, που έπαιρνε εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα από εκείνη και τον εραστή της Αίγισθο, κατά την επιστροφή του από την Τροία. Στη μεταπολεμική Ελλάδα, η κάθαρση για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από το πολιτικό προσωπικό παραμένουν ζητούμενο και εκκρεμότητα στη συλλογική μας συνείδηση.
Υ.Γ. Η Αγγελική και ο Κώστας, είκοσι χρόνια μετά τον εγκλεισμό τους στην φυλακή, αφέθηκαν ελεύθεροι… λίγο καιρό μετά, η Αγγελική θα σκοτωθεί σε τροχαίο, τα ίχνη του Κώστα χάθηκαν…
1 ΣΧΟΛΙΟ
πνευμα και ηθικη….