του Γιώργου Ρακκά
Άρδην τ. 86 (Ιούνιος – Αύγουστος 2011)
Σ’ αυτά του τα στοιχεία μοιράζεται πολλά κοινά με τα άλλα λαϊκά κινήματα που συνταράσσουν πολλά σημεία του πλανήτη: Από τη Λατινική Αμερική (τους Ζαπατίστας1, τους ιθαγενείς της Βολιβίας2, ή το βολιβαριανό κίνημα στη Βενεζουέλα3), στη Μέση Ανατολή και κυρίως στην αιγυπτιακή επανάσταση4, μέχρι τα κινήματα των αγροτών στην Ινδία5.
Όλα αυτά τα κινήματα δείχνουν ιδιαίτερη επιμονή σε ζητήματα αυτοδιάθεσης, αξιοπρέπειας και υπεράσπισης των εθνικών και ιδιαίτερων πολιτιστικών ταυτοτήτων. Είναι κινήματα συνθετικά, με την έννοια ότι υπερβαίνουν τη μονομέρεια συνδυάζοντας αιτήματα για την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικολογία, την αυτοδιάθεση και την άμεση δημοκρατία, μιλούν για την οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό. Είναι κινήματα, δηλαδή, ολικών μετασχηματισμών, μόλο που έχουν κάθε φορά συγκεκριμένες αιχμές. Και τέλος, είναι κινήματα που υπερβαίνουν τη μονολιθικότητα και διακρίνονται στο εσωτερικό τους από την πολλαπλότητα και την πολυμέρεια σε επίπεδο ιδεολογικό, πολιτικό, ταξικό, οργανωτικό.
Αυτά τα στοιχεία δεν εκδηλώνονται δίχως συνοχή, ούτε αναφέρονται εδώ ως προϊόν μιας αθροιστικής αποτίμησης των επιμέρους περιπτώσεων. Αντίθετα, συμπλέκονται και διαμορφώνουν έναν σκελετό, πάνω στον οποίο σταδιακά σφυρηλατείται η φυσιογνωμία των κινημάτων του 21ου αιώνα.
Η εθνική ή η εθνοτική, θρησκευτική ή πολιτιστική ταυτότητα, έχει κεντρική σημασία σε αυτόν τον σκελετό. Για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος έχει όμως να κάνει με την ίδια την παρακμή της Δύσης, δηλαδή με την υποχώρηση της πλανητικής της ηγεμονίας. Για την ακρίβεια, έχει να κάνει με την υποχώρηση των δυτικών προτύπων: Η Δύση δεν αποτελεί πλέον πηγή «παραδειγματικών κοινωνιών», ούτε και «παραδειγματικών εαυτών» –το δυτικό κοινωνικό και ανθρωπολογικό μοντέλο έχει καταρρεύσει. Έτσι, οι ταυτότητες προωθούνται μ’ ένα αντιστασιακό πρόσημο, διότι υποκαθιστούν τη δυτική κυριαρχία ως πηγή οργανωτικών προτύπων και ανθρωπολογικών παραδειγμάτων6.
Τούτο συνεπάγεται δύο πράγματα. Πρώτον, ότι σήμερα μόνο στα πλαίσια της αντίστασης στη δυτική κυριαρχία είναι δυνατόν να παραχθούν εναλλακτικοί και βιώσιμοι τύποι ανθρώπου και κοινωνίας. Γι’ αυτό και τα κινήματα όλα εμπλέκονται σε αυτή τη βαθιά οντολογική διαδικασία, είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα κινήματα του είναι και του ανήκειν. Δεύτερον, ότι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό, τα καθιστά κινήματα συνολικά. Όχι οικονομίστικα, ούτε κοινωνικά, ούτε πολιτικά ή οικολογικά, αλλά κινήματα βιοπολιτικά7, που παρεμβαίνουν στο ολικό πεδίο του ανθρώπινου βίου. Έτσι, για παράδειγμα, ακόμα και οι αγώνες των αγροτών στην Ινδία ή των «χωρικών δίχως γη» στη Βραζιλία «ανοίγουν νέες προοπτικές για όλους στα ζητήματα της οικολογίας, της φτώχειας, των αειφόρων οικονομιών, σε όλους τους τομείς της ζωής, στην πραγματικότητα»8.
Πάνω στην κεντρική σημασία της εθνικής ή εθνοτικής πολιτισμικής ταυτότητας, ως πηγής προτύπων για την κοινωνία και τον άνθρωπο, χτίζεται και η ιδιαίτερη δικτυακή δομή των κινημάτων. Τα νέα κινήματα οργανώνονται ως ένα μωσαϊκό επιμέρους οργανώσεων, κινήσεων και πρωτοβουλιών, όπου συμμετέχουν άνθρωποι βάσει διαφορετικών αναφορών, ταξικών, θρησκευτικών, βάσει του φύλου ή της τοπικότητας. Αυτό που τα συνέχει δεν είναι η οργανωτική τους ενότητα, ούτε μια συμπαγής ιδεολογία που ομογενοποιεί τις επιμέρους ταυτότητες σε μια ενιαία πολιτική δύναμη. Είναι το κοινό ανήκειν, η πολιτιστική βάση πάνω στην οποία χτίζεται η διαφορετικότητα και η πολλαπλότητα των αναφορών. Η ταυτότητα συγκροτεί την κοινοπολιτεία μέσα στην οποία συναντώνται τα επιμέρους υποκείμενα, οι εργαζόμενοι, οι νέοι, οι γυναίκες, οι άνεργοι, πολιτιστικές ή θρησκευτικές ομάδες κ.ο.κ. Αυτή η κοινοπολιτεία – το «σύνολο των κοινά συμφωνηθέντων υπονοουμένων» για να θυμηθούμε και τον Σεφέρη – δίνει τη δυνατότητα στον αστερισμό των κινημάτων να μην εκφυλίζεται σ’ ένα μεταμοντέρνο χυλό και να μην υποπίπτει στην κατάσταση ενός περιπλανώμενου θιάσου διαμαρτυρόμενων –όπως κατέληξε το πρόδρομο κίνημα που ξεκίνησε από το Σιάτλ το 1999– είναι ακριβώς αυτή η κοινή, ταυτοτική αναφορά. Πρόκειται για τη νέα οργανωτική διαλεκτική που απαντάται συχνά στις δομές του 21ου αιώνα. Στην πρακτική κυριαρχεί η αποκέντρωση, οι δικτυακές μορφές, οι οριζόντιες διασυνδέσεις. Οι επιμέρους πόλοι, όμως, διακρίνονται από υψηλό επίπεδο συνοχής στο φαντασιακό επίπεδο, με τις λειτουργίες του ελέγχου και του συντονισμού να μετατοπίζονται σε αυτό το πεδίο.
Η ταυτότητα αποτελεί τη βάση της ενότητας πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί η διαφορά. Κι αν η κοινή αίσθηση του ανήκειν διαμορφώνει ένα αίσθημα κοινοπολιτείας, αυτή μπορεί να λειτουργήσει μέσα σ’ ένα καθεστώς πολλαπλότητας και πολυσπερμίας, μόνο μέσα από την άμεση δημοκρατία. Αυτό είναι και το πραγματικό της περιεχόμενο. Δεν νοείται απλώς μέσα από την ύπαρξη ανοιχτών διαδικασιών, όπου ενσαρκώνεται η ελευθερία της γνώμης σε ατομική βάση9. Την ορίζει το γεγονός ότι, ως θεμέλιο των διαδικασιών ή πρακτικών, λειτουργεί η παραδοχή της πολιτικής πολυσπερμίας, ότι όλες οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ταυτότητες που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον αγώνα, έχουν θέση στο κίνημα. Πρόκειται για την άμεση δημοκρατία στο επίπεδο των αναφορών, όχι μόνο σε επίπεδο απόψεων.
Και αυτό είναι μια πραγματικότητα η οποία γίνεται αντιληπτή όχι τόσο εξαιτίας των πρακτικών ή τον δομών που έχει αναπτύξει – καθώς βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της βήματα. Κυρίως γίνεται αντιληπτή σε αντίστιξη με τη μονολιθική πραγματικότητα των κινημάτων του 20ου αιώνα, όπου μία ταυτότητα διεκδικούσε το μονοπώλιο στην πολιτική έκφραση με τρόπο ολοκληρωτικό: Αρχικά, μέχρι τη δεκαετία του 1960, ή ήσουν μπολσεβίκος εργάτης ή δεν ήσουν τίποτα –μια αντίληψη που έθετε στην κλίνη του προκρούστη άλλες σημαντικές διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης που συγκροτούν ταυτότητες, το έθνος, το φύλο, τη θρησκεία, τη σχέση με τη φύση. Κι αργότερα, όταν τα «νέα ρεύματα» άσκησαν κριτική στη μονοθεματικότητα του παλαιότερου εργατικού κινήματος, απλώς υποκατέστησαν το περιεχόμενό της και δεν αμφισβήτησαν τη μορφή της· ο φεμινισμός ή η οικολογία διεκδικούσαν αποκλειστικότητα στην πολιτική αναφορά, με τον ίδιο τρόπο που το έπραττε παλαιότερα ο μπολσεβικισμός10. Αντίθετα, στα σύγχρονα κινήματα όλοι πλέον μοιάζουν να έχουν επίγνωση της πολλαπλότητας των υποκειμένων και της πολλαπλότητας των ταυτοτήτων. Και βέβαια, αυτό είναι απόρροια ευρύτερων μετασχηματισμών που έχουν συντελεστεί στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονταν οι κοινωνίες. Γιατί σήμερα οι άνθρωποι επιτελούν πολλαπλούς ρόλους, στα πλαίσια ενός πολύ πιο πολύπλοκου και πολυεπίπεδου καταμερισμού, σε σχέση με αυτό που συνέβαινε με τη μορφή των κοινωνιών του 20ου αιώνα, η οποία και κληροδότησε στα κινήματα τούτη τη μονολιθική αντίληψη.
Ταυτότητα, βιοπολιτική, πολλαπλότητα των υποκειμένων, δημοκρατία. Τούτα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των νέων κινημάτων και μπορούμε να τα δούμε να βγαίνουν το ένα από το άλλο, σαν τις παραδοσιακές ρώσικες κούκλες. Βεβαίως, τα στοιχεία αυτά δεν απαντώνται παντού στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης. Σε διαφορετικούς ρυθμούς θα τα συναντήσουμε στην αιγυπτιακή επανάσταση και σε διαφορετικούς στην Ελλάδα ή στη Μέση Ανατολή. Ούτε και είναι η αλήθεια ότι η παρακμή της δυτικής ηγεμονίας δημιουργεί χώρο μόνον για τέτοιου τύπου κινήματα, τα οποία πραγματοποιούν έναν «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», που αξιώνει πραγματικά την πρόοδο και τη βελτίωση της ζωής των λαών του πλανήτη. Πλάι σε αυτά τα κινήματα αναπτύσσονται για τους ίδιους λόγους, διαφόρων ειδών φονταμενταλισμοί, η άκρα δεξιά, ή μεταμοντέρνες, στρεβλές απαντήσεις, στο νέο υπαρξιακό πρόβλημα που γεννάει η εξάντληση των δυτικών προτύπων, όπως είναι το «νιου έιτζ».
Κανείς δεν ξέρει τι εντέλει θα επικρατήσει. Πρώτον, θα κριθεί από τους αντικειμενικούς παράγοντες, δηλαδή από τη θέση που έχει η κάθε κοινωνία μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό. Σε διαφορετική θέση βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κεντρική Ευρώπη, όπου η κρίση της δυτικής ηγεμονίας φαίνεται να πυροδοτεί τα διάφορα «κόμματα του τσαγιού» και την «άκρα δεξιά», ακριβώς επειδή η προτεραιότητα δίνεται στη συντήρηση των προνομίων μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα· και σε διαφορετική κατάσταση βρίσκονται οι ανερχόμενοι λαοί της Λατινικής Αμερικής, της Νοτιοανατολικής Ασίας ή της Μέσης Ανατολής, όπου η επεξεργασία ενός εναλλακτικού μοντέλου οργάνωσης των κοινωνιών τους είναι συχνά θέμα επιβίωσης.
Δεύτερον, είναι ο υποκειμενικός παράγοντας, που έχει να κάνει με το ποια πολιτική δύναμη θα αντιληφθεί και θα εκφράσει καλύτερα τις νέες ανάγκες, καθώς… πρόκειται για έναν πόλεμο, η έκβαση του οποίου εξαρτάται από τις δυνάμεις που βάζουν σε ενέργεια τα δυο κύρια στρατόπεδα…11.
Ως προς αυτό, δυστυχώς, στην πλευρά του παλιού κέντρου της πλανητικής ηγεμονίας, τη Δύση, το προβάδισμα μέχρι στιγμής το διατηρεί η άκρα δεξιά, όπως φαίνεται από τη γενική άνοδο της δύναμής της σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ωστόσο, αυτή δεν αντιπροσωπεύει κάποιο σχέδιο ικανό ν’ απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής, απλώς καθρεφτίζει τα φοβικά αντανακλαστικά που γεννιούνται στους υπηκόους της παρακμάζουσας ηγεμονίας, απέναντι στην προοπτική της απώλειας των προνομίων και της ευημερίας. Θεωρητικά, το μόνο ικανό ρεύμα που θα μπορούσε να επεξεργαστεί μια στρατηγική, ώστε να υπερβεί τα αδιέξοδα της παρακμής της Δύσης, είναι αυτό της αποανάπτυξης. Και τούτο γιατί είναι το μόνο που έχει κατανοήσει τη βαθιά ιδιαιτερότητα της περιόδου μας, ότι δηλαδή στα θεμέλιά της η κρίση της δυτικής ηγεμονίας είναι κρίση της λογικής περί διαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, υλικής αντίληψης της αφθονίας κ.ο.κ. Ότι το ζήτημα δεν είναι να επεξεργαστεί κανείς μια, ανεφάρμοστη στην πραγματικότητα, στρατηγική επιστροφής στην πρώτερη συνθήκη της αφθονίας, αλλά στο να αναζητήσει μια στρατηγική πέραν της αφθονίας. Ωστόσο, το ρεύμα της αποανάπτυξης, αν και απορρίπτει τον τεχνοκρατισμό στην άμεση οικονομίστικη εκδοχή του, επιμένει κι αυτό στην άρνηση της σημασίας των πολιτιστικών και των εθνικών ταυτοτήτων, διατηρώντας μια τελευταία, αλλά ζωτική σχέση με την εργαλειακή αντίληψη την οποία αντιστρατεύεται. Κι έτσι, απομονώνεται από τις λαϊκές πλειοψηφίες και κινδυνεύει να εκφυλιστεί σ’ ένα εξωτικό μεσοαστικό κίνημα, το οποίο παράγει δήθεν εναλλακτικά, επιφανειακά λάιφ στάιλ.
Ωστόσο, τα κινήματα αυτά, όπου αλλού υπάρχουν, συγκροτούν μεταξύ τους, άρρητα ή, ορισμένες φορές, ρητά και ομολογημένα, μια παγκοσμιότητα αντίστροφη από εκείνη της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία γύρευε να ενοποιήσει τον πλανήτη διά της ισοπέδωσης και της άρσης της διαφορετικότητας. Ενώ η πρώτη, με τους παραδειγματικούς αγώνες και τις αντιστάσεις των λαών, δημιουργεί μια οικουμενικότητα η οποία συγκροτείται από όσους λαούς έχουν αποφασίσει να ακολουθήσουν το μονοπάτι της αυτοδιάθεσης και όχι της υποταγής. Κλειδί γι’ αυτή την παγκοσμιότητα είναι η υπέρασπιση της ιδιαίτερης εθνικής ή άλλης πολιτισμικής ταυτότητας και όχι η απόρριψή της, προς μεγάλη απογοήτευση των εν Ελλάδι εθνομηδενιστών του Κολωνακίου και των Εξαρχείων. Ένας αυθεντικός διεθνισμός, που ως τέτοιος επαληθεύει και την ετυμολογική σημασία του όρου.
Προχωρώντας στη φάση της οικοδόμησης
Όλα τα παραπάνω προσδίδουν ένα νέο περιεχόμενο στην έννοια της πολιτικής. Και επιτρέπουν τη γέννηση νέων αντιλήψεων και νέων πρακτικών. Ασφαλώς, η δικτυακή μορφή οργάνωσης, που λειτουργεί με όρους άμεσης δημοκρατίας και ενσωματώνει στο εσωτερικό της πολλαπλά υποκείμενα, εργαζόμενους, οικολογικές συλλογικότητες, συλλογικότητες νέων, ή με βάση το φύλο, θεματικές κινήσεις πολιτών ή τοπικές κινήσεις πολιτών, είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Δεύτερον, υπάρχει η ανάγκη μετασχηματισμού της ίδιας της έννοιας της πολιτικής –ως βιοπολιτικής, δηλαδή ως επεξεργασίας προτάσεων και παραδειγμάτων για το σύνολο του ανθρώπινου βίου. Θα πρέπει να ξεπεράσουμε μια αντίληψη που θέλει την πολιτική να περιορίζεται στις επιφανειακές της λειτουργίες. Δηλαδή, αυτό που γνωρίσαμε κατά τη μεταπολίτευση, έναν τρόπο να ασκεί κανείς πολιτική, που καθιέρωσε ο Ανδρέας και μεταβλήθηκε σε καθολικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος, και το συναντάει κανείς από το ΛΑΟΣ μέχρι τους αντιεξουσιαστές: Μια αντίληψη για την πολιτική ως ένα πεδίο ανταγωνισμού ή συνδιαλλαγής παραγόντων, κομμάτων, στελεχών ή οργανώσεων, όπου το ιδεολογικό στοιχείο και το στοιχείο της πρότασης ερχόταν πάντοτε δεύτερο, λειτουργώντας ως παιχνίδι εντυπώσεων στα πλαίσια ενός πολέμου χαρακωμάτων.
Σήμερα η επεξεργασία μιας συνολικής πρότασης αποτελεί όρο αξιοπρεπούς επιβίωσης του ελληνικού λαού. Στο σημείο που έχουμε φτάσει τα πράγματα είναι πολύ απλά, από τα μεγαλύτερα ζητήματα στα μικρότερα. Για παράδειγμα, αν δεν υπάρξει μια νέα πρόταση αναγέννησης της μορφής και του περιεχομένου του συνδικαλισμού, ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού θα βιώσει τραγική υποβάθμιση των όρων της ζωής του, ακριβώς γιατί το σάπιο κατεστημένο των εργατοπατέρων δεν θέλει και δεν μπορεί να υπερασπίσει τα συμφέροντά του. Για να μη μιλήσουμε για τα μεγάλα ζητήματα της μετανάστευσης, ή της ανάγκης διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής εθνικής στρατηγικής. Είναι πλέον σαφές ότι η πολιτική δεν πρέπει να έχει την έννοια της διαχείρισης ή την έννοια της απάτης. Πρέπει να έχει την έννοια της οικοδόμησης μιας νέας μορφής ζωής για τον ελληνικό λαό, ενάντια μάλιστα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και στο εγχώριο καθεστώς, που αποζητούν την καθυπόταξή μας. Η πολιτική, επομένως, πρέπει να διεξάγεται από εδώ και πέρα έχοντας ως πρώτη προτεραιότητα την παρέμβαση στο πεδίο της ηγεμονίας. Υπό μια έννοια, σήμερα, πρέπει να γίνουμε όλοι «γκραμσιανοί» και να αναγνωρίσουμε ότι το παιχνίδι παίζεται σε αυτό το πεδίο.
Εξάλλου, η υψηλή ιδεολογική συγκρότηση και επεξεργασία είναι αναγκαία και για έναν ακόμη λόγο: Διότι σήμερα οι πολλαπλές αναφορές δεν αναπτύσσονται μόνον γύρω μας, αλλά και μέσα μας. Τούτο φαίνεται πολύ καλά, αν αναλογιστεί κανείς την πολιτική δραστηριότητα που εκ των πραγμάτων καλείται να έχει, άλλοτε ως εργαζόμενος, άλλοτε ως Έλληνας πολίτης, ως κάτοικος μιας πόλης ή μιας γειτονιάς κ.ο.κ. Αναμφίβολα, αυτές είναι συνθήκες πολιτικής πολυειδίκευσης. Και με τον ίδιο τρόπο που οι γερές βάσεις της γενικής παιδείας είναι το στοιχείο που απαντάει στην ανάγκη της πολυειδίκευσης των ανθρώπων στα πλαίσια της εργασίας, γιατί ακριβώς τους δίνει τη δυνατότητα της αυτομόρφωσης, έτσι και οι απαιτήσεις της πολιτικής απαιτούν ισχυρή ιδεολογική συγκρότηση, πολίτες με υψηλή παιδεία. Υπό αυτή τη σκοπιά, τα ζητήματα της γνώσης, της κατάργησης της διάκρισης μεταξύ καθοδηγητή και καθοδηγούμενου στα πλαίσια των πολιτικών οργανώσεων αποκτούν ένα νέο περιεχόμενο.
Μετωπικά σχήματα, αστερισμός κινήσεων και οργανώσεων, υψηλή πολιτική αρχών. Αυτές είναι οι κατευθύνσεις προς τις οποίες μας σπρώχνει η ίδια η εποχή μας, προκειμένου να αναζητήσουμε απαντήσεις στα ερωτήματα και κυρίως, σε ένα νέο τι να κάνουμε.
Βρισκόμαστε ήδη έτη φωτός από το είδος της οπορτουνιστικής πολιτικής που κυριάρχησε στη πρώτη φάση του «αντιμνημονιακού αγώνα». Οι ανάγκες των καιρών δεν έχουν να κάνουν με την προσωπολατρεία, με πολιτικά σχήματα τα οποία λειτουργούν με μια λογική ποδοσφαιρική, συζητώντας μεταγραφές λαμπερών ονομάτων, ή με τον οικονομίστικο οπορτουνισμό, ο οποίος ποντάρει σε μια γενική αγανάκτηση του τύπου «δεν πληρώνω», και στην ενδόμυχη επιθυμία όλων να επιστρέψουμε στη δραχμή με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητά μας να καθορίζουμε τις τύχες μας.
Ασφαλώς, η άμεση ανατροπή της κυβέρνησης και η ακύρωση όλων των συμφωνιών υποτέλειας που έχει υπογράψει είναι θέμα ζωής ή θανάτου. Ας μη μένουμε όμως στα αυτονόητα κι ας μην τα παρουσιάζουμε ως πεμπτουσία μιας νέας πολιτικής πρότασης –ακριβώς γιατί, αν το κάνουμε αυτό, κοροϊδεύουμε τον κόσμο. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ικανή διάδοχη πρόταση που να μπορέσει να εξασφαλίσει συνθήκες πλειοψηφίας – τουλάχιστον όχι δίχως να εξαναγκαστεί σε κάποια συνδιαλλαγή με τον ξένο παράγοντα.
Ωστόσο, σήμερα μπορεί να αρχίζει να ξηλώνεται το καθεστώς. Το πρώτο βήμα είναι να καρατομηθεί η λουδοβίκεια κεφαλή του ΠΑΣΟΚ. Ύστερα, μας περιμένει ένας επίπονος αγώνας μέσα στο κοινωνικό σώμα, να ξηλωθεί η ραχοκοκαλιά του καθεστώτος, πρακτικές, στάσεις και τρόποι ζωής που έχουν γεννηθεί μέσα στον παλιό κόσμο και που σαν κινούμενη άμμος μας ρουφούν προς το πάτο της χρεοκοπίας και της υποδούλωσης. Εκεί μόνο η διαλεκτική της κατεδάφισης και της οικοδόμησης, της ρήξης και της δημιουργίας, βάσει μιας ολικής, ριζοσπαστικής πρότασης, μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να στήσουμε «έναν άλλο πύργο ατίθασο απέναντί τους». Οι πραγματικότητες του ελληνικού κινήματος, καθώς και το παγκόσμιο ρεύμα μέσα στο οποίο εντάσσεται, υποδεικνύουν μονοπάτια και κατευθύνσεις για να ξεκινήσουμε μια απόπειρα θεωρητικής και πρακτικής οικοδόμησης. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας, για να συλλάβουμε αυτές τις πραγματικότητες, παραμερίζοντας τις σκιές και τις παραμορφώσεις του παλιού κόσμου!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 H βιβλιογραφία για τους Ζαπατίστας είναι πολύ ενημερωμένη, ακόμα και στα ελληνικά, όπου υπάρχουν πολλά και γνωστά κατατοπιστικά βιβλία για το κίνημα και την ιστορία του. Εκείνο που αποκρύπτεται ή προσπερνάται ταχύτατα είναι η ιδιαίτερη έμφαση που δίνει στη γλώσσα, στην εθνική ταυτότητα, στη διδασκαλία της Ιστορίας και εν γένει στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης. Εκεί, οι εν Ελλάδι οπαδοί του κινήματος σιωπούν. Για όλα αυτά μπορεί κανείς να ανατρέξει στο: Thomas Benjamin, A Time of Reconquest: History, the Maya Revival, and the Zapatista Rebellion in Chiapas, The American Historical Review, Vol. 105, No. 2, Apr., 2000, pp. 417-450.
2 Για τη Βολιβία βλέπε: Alvaro Garcia Linera, Marxism and Indigenism in Bolivia: A Dialectic of Dialogue and Conflict, Znet, 25/04/2005.
3 Για το βολιβαριανό κίνημα στη Βενεζουέλα βλέπε Richard Gott, Hugo Chavez and the Bolivarian revolution, Εκδόσεις Verso, 2005.
4 Για την αιγυπτιακή επανάσταση, βλέπε Κώστας Γεώρμας, Η εξέγερση του αραβικού έθνους ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, Εφημερίδα Ρήξη φ. 71, Φεβρουάριος 2011 και Hazem Kandil, Revolt in Egypt, New Left Review, τεύχος 68, Μάρτιος – Απρίλιος 2011.
5 Ενδεικτικά για τη φυσιογνωμία του κινήματος των αγροτών στην Ινδία είναι τα: Βαντάνα Σίβα, Η αρπαγή της Σοδειάς, Εκδόσεις Εξάρχεια, Αθήνα 2009 και της ίδιας, Μια νέα συνεργασία για την εθνική κυριαρχία, περιοδικό Άρδην, τ. 70, Ιούνιος-Ιούλιος 2008.
6 Για την πολιτισμική ταυτότητα ως πηγή «παραδειγματικών εαυτών», βλέπε: Manuel Castells, The Network Society, Volume II, The Power of Identity, σελ. 68-71. Πιο συγκεκριμένα, και σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, βλέπε: Ιωάννα Τσιβάκου, «Η θέσμιση του ιδεώδους του έθνους», Περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τεύχος 2, Μάιος-Αύγουστος 2011, σσ. 31-44.
7 Ο όρος βιοπολιτική υποδεικνύει έτσι ότι οι παραδοσιακές διακρίσεις μεταξύ του οικονομικού, του πολιτικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού γίνονται ολοένα και πιο ασαφείς, Αντόνιο Νέγκρι – Μ. Χαρντ, Πλήθος: Πόλεμος και Δημοκρατία στην εποχή της Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρια, σελ. 127.
8 Αντόνιο Νέγκρι – Μ. Χαρντ, Πλήθος: Πόλεμος και Δημοκρατία στην εποχή της Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 143. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ότι οι Αντόνιο Νέγκρι και Μ. Χαρτ προβαίνουν σε όλες αυτές τις διαπιστώσεις μόνο και μόνο για να… αρνηθούν στο τέλος τη λογική συνέπειά τους. Ότι δηλαδή το έθνος, οι παραδόσεις, μπορούν να παίξουν έναν ρόλο που ενισχύει τον βαθμό της αυτονομίας και της αυτοοργάνωσης των ανθρώπων, ενισχύει και ολοκληρώνει τα σύγχρονα αντιστασιακά κινήματα. Αλλά το μίσος των συγγραφέων εναντίον αυτών των ταυτοτήτων και η αγωνία τους να γεφυρώσουν τις τρομακτικές αντιφάσεις που εμφανίζονται στην ανάλυσή τους, όταν συζητούν αυτά τα φαινόμενα, δημιουργούν μέσα στο έργο τους συχνά καταστάσεις δυσλεξίας και πνευματικής σύγχυσης που μπορούν να αναλύσουν μόνον οι ειδικοί.
9 Εξάλλου, όπως και ο Κ. Παπαϊωάννου υποστηρίζει, η δημοκρατία δεν έχει να κάνει μόνον με τα τύποις δικαιώματα και την επί των διαδικασιών τήρησή τους, αλλά με «όλες τις ψυχικές λειτουργίες με τις οποίες μια μάζα ανθρώπων συμμετέχει και δεν μένει απλός θεατής ή παθητικό όργανο στις αξίες και στην ιστορική ζωή μιας κοινωνίας στην οποία εντάσσεται». Κώστας Παπαϊωάννου, Μάζα και Ιστορία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2003, σελ. 97
10 Γιώργος Καραμπελιάς, Στα μονοπάτια της Ουτοπίας, Εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 202-220.
11 Αντρέ Γκλυκσμάν, Φασισμοί: Παλιός και Νέος, Εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 48.