του Μπένζιο – Οζτσάν
Από τις αρχές της δεκαετίας 1990, η Τουρκία ήταν αποφασισμένη να χαράξει νέο ρόλο στη Μέση Ανατολή. Ο σκοπός αυτός έλαβε σάρκα και οστά κυρίως με την στρατηγική συμπαράταξης του 1996 με το Ισραήλ. Η συμπαράταξη αυτή –μια μοναδική εξέλιξη στη νεότερη ιστορία της περιοχής, καθώς έφερε μαζί ένα μουσουλμανικό και ένα εβραϊκό κράτος– προκάλεσε μεγάλη ανησυχία ακόμα και συναγερμό σε πολλές αραβικές χώρες. Κάποιοι την είδαν σαν τη δεύτερη προδοσία των Αράβων από την Τουρκία μέσα σε πενήντα χρόνια: η πρώτη θεωρείται η αναγνώριση από την Τουρκία του κράτους του Ισραήλ, το 1949. (…)
Ο φόβος στην πραγματικότητα ήταν τριπλός:
–Ότι η συμπαράταξη θα επιτείνει τη στρατηγική απειλή για τις αραβικές χώρες εν γένει και ιδιαίτερα τις περισσότερο ευάλωτες, δηλαδή τη Συρία και το Ιράκ.
–Ότι θα διασπούσε περαιτέρω τον αραβικό κόσμο με το να φέρει στη συμπαράταξη μια αραβική χώρα, δηλ. την Ιορδανία, και
–ότι θα θέσει σε κίνδυνο την αραβο-ισραηλινή ειρηνευτική διαδικασία ή τουλάχιστον θα αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική ισχύ των Αράβων εταίρων, παρέχοντας στο Ισραήλ νέο στρατηγικό βάθος, δίνοντάς του έτσι μεγαλύτερη δυνατότητα ελιγμών και δυναμώνοντας την αδιαλλαξία του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Τα επιχειρήματά μας είναι τα ακόλουθα:
1. Ερευνώντας κανείς την προέλευση / τις απαρχές της παρούσας συμπαράταξης, πρέπει να κοιτάμε περισσότερο προς την πλευρά της Τουρκίας παρά προς το Ισραήλ, το οποίο πάντα έτρεφε τον διακαή πόθο να αναπτύξει ισχυρές σχέσεις με τις χώρες της “περιφέρειας” όπως είναι η Τουρκία και το Ιράν. Στην πραγματικότητα, η συμπαράταξη1 έχει τις ρίζες της σ’ έναν συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών εξελίξεων που χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αφορούν την Τουρκία η οποία και προσπάθησε να τα αντιμετωπίσει μέσω αυτής της συμπαράταξης.
2. Αν και η συμπαράταξη φαίνεται να έχει ενισχύσει σημαντικά την ικανότητα χειρισμών της Τουρκίας και του Ισραήλ έναντι ορισμένων αραβικών χωρών, δεν έφτασε στο σημείο να προκαλέσει ολική ρήξη με κάποια από αυτές τις χώρες. Ούτε εξάλλου αποσκοπούσε σε κάτι τέτοιο. (…)
3. Είναι σύνηθες ανάμεσα στους Άραβες μελετητές και δημοσιογράφους ν’ απεικονίζουν τη σχέση μεταξύ Τουρκίας, Ισραήλ και αραβικών χωρών ως ένα είδος εκκρεμούς· όταν οι σχέσεις μεταξύ των Αράβων και των Τούρκων ενισχύονται, εξασθενίζουν με το Ισραήλ και αντιστρόφως. Αν και υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτήν την εικόνα, πρέπει να την αξιολογήσουμε λέγοντας ότι ο ισραηλινός παράγοντας ήταν μόνο ένας από τους πολλούς που επηρέασαν τις τουρκο-αραβικές σχέσεις. (…)
Ανησυχίες για τον νέο τουρκικό ρόλο
Οι ανησυχίες των Αράβων για τον νέο ρόλο της Τουρκίας σχετίζονταν με τρεις μείζονος σημασίας εξελίξεις της εποχής μας: το τέλος του ψυχρού πολέμου, τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου και τη νέα Παγκόσμια Τάξη.
Σχολιάζοντας τον αντίκτυπο που είχαν οι τρεις αυτές εξελίξεις στην Τουρκία, ένα Άραβας παρατηρητής είπε: “Η Τουρκία έμοιαζε με κάποιον που ξύπνησε το πρωί και βρήκε έναν μεγάλο θησαυρό δίπλα στο κρεβάτι του”2.
Ο θησαυρός στον οποίο αναφέρεται περιλαμβάνει:
α) Την εξάλειψη της παραδοσιακής απειλής από τη Σοβιετική Ένωση,
β) Τη διάνοιξη νέων προοπτικών στην Κεντρική Ασία, τον Καύκασο και τα Βαλκάνια,
γ) Νέες ευκαιρίες για επαναδραστηριοποίηση στη Μέση Ανατολή. Στον αραβικό πολιτικό λόγο, η νέα πολιτική που επιδιώκει η Τουρκία περιγράφεται με όρους όπως “νεο-οθωμανισμός”, νέος τουρκικός ιμπεριαλισμός ή “παντουρκισμός”, που αποσκοπεί στο να επεκτείνει την επιρροή της Τουρκίας από την Κίνα ως τα Βαλκάνια. (…)
Γιατί, σύμφωνα με αυτή την άποψη, με το άνοιγμα της Τουρκίας στα τουρκικά κράτη της Κεντρικής Ασίας, έχουν σχηματισθεί δύο μεγάλες ομάδες ή μπλοκ του ιδίου περίπου μεγέθους: ο αραβικός κόσμος εναντίον του τουρκικού κόσμου. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να αυξήσει την αντιπαλότητα μεταξύ των δύο και να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή.3 Πράγματι, οι υποψίες των Αράβων για τον νέο ρόλο της Τουρκίας ηγέρθησαν ήδη γύρω από τρία διαφορετικά θέματα: το σχέδιο της Τουρκίας το 1987 για τον “αγωγό της ειρήνης”, τον ρόλο της Τουρκίας στον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου και την πολιτική της στο βόρειο Ιράκ.
Παρά τους ισχυρισμούς της Τουρκίας για τις αγαθές προθέσεις της όσον αφορά τον αγωγό, ότι δηλ. θα επιλύσει τα σοβαρά προβλήματα ύδρευσης των χωρών του Κόλπου, της Ιορδανίας (και του Ισραήλ), ενώ ταυτόχρονα θα ωφεληθεί και η τουρκική οικονομία, οι εν δυνάμει Άραβες εταίροι απέρριψαν χωρίς συζήτηση τον σχεδιαζόμενο υδραγωγό. Υποστήριξαν ότι θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των Αράβων καθώς οι αραβικές χώρες θα βρισκόντουσαν τότε στο έλεος της Τουρκίας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η τουρκική πολιτική όσον αφορά τα νερά του Ευφράτη είναι κατ’ αυτούς μόνο ένα παράδειγμα της χρησιμοποίησης από την Τουρκία του “χαρτιού” του νερού εναντίον των Αράβων καθώς και της έλλειψης οιασδήποτε αποτελεσματικής αντίδρασης των Αράβων απέναντι σε μια τέτοια πολιτική.4
Σύμφωνα με την γνώμη κάποιων Αράβων συγγραφέων, η Τουρκία κρατάει αυτή τη στρατηγική δυνατότητα ως όπλο εναντίον των Αράβων για τον επόμενο αιώνα –ως “διαπραγματευτικό χαρτί για την Αλεξανδρέττα”– και ως εργαλείο προώθησης του ρόλου της στην ειρηνευτική διαδικασία.5
Όσον αφορά τον πόλεμο του Κόλπου, παρά το γεγονός ότι αρκετές αραβικές χώρες συμμετείχαν στη συμμαχία εναντίον του Ιράκ, οι Άραβες συγγραφείς (όχι μόνο οι Ιρακινοί) ανέφεραν ειδικά την Τουρκία για την, όπως έλεγαν, αντι-αραβική και αντι-μουσουλμανική στάση της, για το ότι έγινε πειθήνιο όργανο στα χέρια των ΗΠΑ και του Σιωνισμού και για το ότι εκπλήρωσε τον παλιό ρόλο που της είχε ανατεθεί από τη Δύση, αυτόν του Δούρειου Ίππου στην περιοχή.
Οι ανησυχίες για τις φιλοδοξίες της Τουρκίας έναντι του αραβικού κόσμου αυξήθηκαν σημαντικά εξαιτίας της πολιτικής της στο Βόρειο Ιράκ. Θεωρείται, ή δίνεται μια τέτοια εικόνα προς τα έξω, ότι η Τουρκία έχει αναβιώσει τις από μακρού υφιστάμενες φιλοδοξίες της στην επαρχία της Μοσούλης, οι οποίες, αν δεν προσεχθούν, θα καταλήξουν στην προσάρτηση της περιοχής –όπως έγινε και με την Αλεξανδρέττα το 1939.6 Συνολικά, η εικόνα που δίνουν οι Άραβες συγγραφείς για τον ρόλο της Τουρκίας μετά τον πόλεμο του Κόλπου είναι ότι αυτή έχει γίνει ο νέος χωροφύλακας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, αντικαθιστώντας το Ισραήλ του οποίου η δύναμη ανάσχεσης/αναχαίτισης μειώθηκε πολύ ως επακόλουθο αυτού του πολέμου.
Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο ήρθε η τουρκο-ισραηλινή συμπαράταξη του 1996 να επιτείνει τους φόβους και τις υποψίες των Αράβων, οι οποίοι την ερμήνευσαν ως συνεργασία ανάμεσα στον παλαιό δυνάστη και τον νέο σφετεριστή… Π.χ. ο Σύρος αντιπρόεδρος, Αμπντ αλ-Χααλίμ Χαντάμ, την χαρακτήρισε ως “τη μεγαλύτερη απειλή για τους Άραβες από το 1948”,7 ενώ άλλοι την ονόμασαν “το Σύμφωνο της Βαγδάτης του 1996”.8 Πράγματι, η απειλή έγινε αντιληπτή σε πολλά επίπεδα –ιδεολογικό, πολιτικό και στρατηγικό. Ιδεολογικά, ήταν η πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία που μια μουσουλμανική χώρα συμμάχησε ανοικτά με το Εβραϊκό κράτος.(…)
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Συρίας, Φαρούκ αλ-Σαρία, πιθανώς εξέφρασε την απογοήτευση πολλών Αράβων όταν είπε: “Μια συμμαχία μεταξύ του Ισραήλ και της Τουρκίας, της γειτονικής μουσουλμανικής χώρας, είναι και παράλογη και απαράδεκτη”. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα έπρεπε να απονομιμοποιηθεί, και ένας τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να ρίξουν το φταίξιμο στους “πλούσιους Εβραίους της Τουρκίας –τους ντονμέδες. (…)”9
Περισσότερο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι επρόκειτο για μια συμμαχία μεταξύ των δύο ισχυρότερων στρατιωτικά κρατών της περιοχής, με τις επακόλουθες σοβαρές στρατηγικές επιπλοκές και για τις αραβικές χώρες μεμονωμένα αλλά και στο σύνολο του αραβικού κόσμου.
Η μοναδικότητα της συμπαράταξης
Παρά τη μεγάλη δημοσιότητα που πήρε η τουρκο-ισραηλινή συμπαράταξη, πολύ λίγα είναι γνωστά όσον αφορά τη γένεσή της. Παρ’ όλα αυτά, τεκμηριωμένες αποδείξεις καταδεικνύουν τον θεμελιώδη ρόλο που έπαιξε ο τουρκικός στρατός στη σφυρηλάτησή της. Θεωρώντας τις στρατηγικές συμφωνίες ως το επίκεντρο αυτής της συμπαράταξης, έδειξαν προθυμία να αγωνιστούν ακάματα για την επιτυχία της.
Στην προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών είναι δυνατό να διακρίνει κανείς τέσσερις μεγάλες φάσεις. Η πρώτη ήταν από τα μέσα του ’80 μέχρι τον πόλεμο του Κόλπου, το 1991, όταν υπήρχε συγκαλυμμένη συνεργασία μεταξύ του τουρκικού στρατού και του Ισραήλ, καθώς η Τουρκία χρειαζόταν τη συνδρομή του Ισραήλ στον τομέα των πληροφοριών για τον αγώνα της εναντίον του ΡΚΚ.10 Η δεύτερη, ήταν μετά τον πόλεμο του Κόλπου όπου ο στρατός, λόγω των συνθηκών, άρχισε να ψάχνει για έναν αξιόπιστο αλλά όχι πολύ σχολαστικό συνεταίρο για το φιλόδοξο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του και για τα νέα στρατηγικά σχέδια στην περιοχή. Η τρίτη ήταν η συμφωνία του Όσλο μεταξύ Ισραήλ-PLΟ, η οποία συνέπεσε με την αυξανόμενη απειλή στο εσωτερικό της χώρας από το PΚΚ. (…) Η επόμενη ήταν στα τέλη του 1995, όταν υπήρξε μία σύμπτωση μεταξύ των δίδυμων απειλών του κουρδικού αποσχιστικού κινήματος και του ισλαμικού φονταμενταλισμού, απειλές που έπεισαν τον στρατό όχι μόνο για την ανάγκη να υπογραφούν οι συμφωνίες με το Ισραήλ, αλλά, σε αντίθεση με τις τακτικές του παρελθόντος, και για την ανοικτή δημοσιοποίησή τους.
Ο τουρκικός στρατός και οι πολιτικοί επιθυμούν να διακηρύσσουν ότι δεν υπήρχε τίποτε το εξαιρετικό στις τουρκο-ισραηλινές συμφωνίες, ότι δεν ισοδυναμούν με στρατηγική συμπαράταξη, αλλά ότι επρόκειτο περί απλής στρατιωτικής συνεργασίας που δεν κατευθυνόταν εναντίον κάποιου τρίτου.11 Ας εξετάσουμε αυτούς τους ισχυρισμούς έναν προς έναν. Επιφανειακά δεν υπήρχε πράγματι τίποτε το μοναδικό ή εξαιρετικό στη συμφωνία με το Ισραήλ, καθώς η Τουρκία είχε υπογράψει συμφωνίες με περισσότερες από 30 χώρες. (…) Όμως προσεκτικότερη ανάλυση θα μας έδειχνε ότι ήταν πράγματι μοναδική από πολλές πλευρές. Στο επίπεδο των διμερών σχέσεων, η συμφωνία έφερε πράγματι επανάσταση σ’ αυτές τις σχέσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως δεν είχε συμβεί ποτέ τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ούτε και σύγκριση υπήρχε μεταξύ των συμφωνιών με το Ισραήλ και αυτών με τις άλλες χώρες τόσο όσον αφορά το βάθος και την ποικιλία όσο και την έντασή τους. Επίσης, ενώ οι άλλες συμφωνίες ήταν με λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες από την Τουρκία, αυτές με το Ισραήλ βασίζονταν σε μια λίγο πολύ ισότιμη σχέση.
Μια σύντομη ματιά στον τρόπο εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και του Ισραήλ, ιδιαίτερα στον στρατιωτικό τομέα, μπορεί να φωτίσει τις ιδιαιτερότητές τους. Το 1993, μια αντιπροσωπεία του Ισραήλ, με επικεφαλής τον Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας στρατηγό Δαβίδ Λευί, κατέφθασε στην Άγκυρα για να προετοιμάσει το έδαφος για τη στρατιωτική συνεργασία. Ακολούθησαν επισκέψεις υψηλόβαθμων Τούρκων πολιτικών στο Ισραήλ (ο Υπουργός Εξωτερικών Χιμκέτ Τσετίν τον Νοέμβριο του 1993, η πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ τον Νοέμβριο του 1994 και ο πρόεδρος Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ τον Μάρτιο του 1996), οι οποίες δημιούργησαν το κατάλληλο πολιτικό κλίμα για την ανοικτή προσέγγιση.
Συνολικά, η στρατιωτική συνεργασία περιλάμβανε μεταξύ άλλων τις ακόλουθες συμφωνίες:
– Συμφωνία για Ασφάλεια και Εχεμύθεια, Μάρτιος 1994, η οποία όριζε τη μη μετάδοση πληροφοριών ασφαλείας σε τρίτους
– Μνημόνιο Αμοιβαίας Κατανόησης και Συνεργασίας, Νοέμβριος 1994, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας
– Συμφωνία Συνεργασίας στη Στρατιωτική Εκπαίδευση, Φεβρουάριος 1996, η οποία περιελάμβανε μεταξύ άλλων ανταλλαγή στρατιωτικών πληροφοριών, εμπειρίας και προσωπικού.
– Πρόσβαση στον εναέριο χώρο καθενός για εκπαίδευση στα μαχητικά αεροσκάφη και κοινές εκπαιδευτικές δραστηριότητες.
–Συμφωνία συνεργασίας των Αμυντικών Βιομηχανιών, Αύγουστος 1996, η οποία παρείχε το πλαίσιο για τις δύο συμφωνίες αναβάθμισης, που υπεγράφησαν το 1997 και το 1998, για τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών F–4 και F–5. Υπό συζήτηση ήταν επίσης μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές πωλήσεις και συμπαραγωγή ποικίλου στρατιωτικού εξοπλισμού περιλαμβανομένων του τανκ Merkava II και των πυραύλων Popeye.12
Επιπροσθέτως των κοινών προγραμμάτων και της εκπαίδευσης στις εγκαταστάσεις καθενός εκ περιτροπής, οι συμφωνίες περιελάμβαναν πολλές και ποικίλες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών, εξαμηνιαίες συναντήσεις στρατηγικού διαλόγου μεταξύ υψηλόβαθμων αξιωματούχων για συζήτηση και συντονισμό των θέσεων στις απειλές στην περιοχή, και τέλος κοινές ναυτικές ασκήσεις στη Μεσόγειο.13 (…)
Τουρκικές στρατιωτικές πηγές επίσης έχουν κάνει κατά καιρούς υπαινιγμούς για τις στρατηγικές συνέπειες της συμφωνίας: “Έχουμε περικυκλωθεί από παντού από προβλήματα. Η θέση μας είναι επισφαλής. Είναι κρίσιμο για μας να βγούμε έξω από τον κύκλο του χάους και να βρούμε φίλους στην περιοχή. Το Ισραήλ ήταν η τέλεια επιλογή”.14 Εξ ίσου σημαντικές υπήρξαν οι αντιδράσεις τρίτων, ειδικά της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν, οι οποίες θεώρησαν τις συμφωνίες ως μια στρατηγική συμμαχία εναντίον τους.16 Ένας Άραβας αναλυτής σχολίασε ότι, μετά την εποχή του Ψυχρού Πόλεμου, σπανίως οι χώρες δήλωναν ότι οι στρατηγικές τους συμμαχίες κατευθύνονταν εναντίον τρίτου. Προτιμούν μάλλον να αναπτύσσουν ευπροσάρμοστους μηχανισμούς μεταξύ των δύο στρατών ώστε να μπορούν αυτοί να χρησιμοποιηθούν αυτόματα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.17 Πράγματι, τέτοιες αντιλήψεις πρέπει να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να πεισθεί η Συρία να εγκαταλείψει τον Οτσαλάν στην κρίση του Οκτωβρίου 1998 με την Τουρκία, κάτι που δεν είχε αισθανθεί υποχρεωμένη να κάνει από το 1984.
Διφορούμενες αραβικές αντιδράσεις
– Οι τρεις αραβικές χώρες που ηγήθηκαν της εκστρατείας εναντίον της συμμαχίας ήταν η Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ.
– Η Αίγυπτος αντιτάχθηκε στη συμφωνία καθώς θεώρησε τον εαυτό της φύλακα της εθνικής ασφαλείας των Αράβων. Η Συρία γιατί επρόκειτο να πληγεί περισσότερο από αυτή. Και το Ιράκ επειδή θεώρησε ότι η συμπαράταξη έχει άμεση σχέση με την κατάσταση στο Βόρειο Ιράκ.
Το Ιράκ επετέθη σφόδρα στην Τουρκία για την αιώνια εχθρότητά της προς τους Άραβες και κάθε τι αραβικό. Επισήμανε το στρατηγικό βάθος που κέρδισε το Ισραήλ μέσα στην Τουρκία, το οποίο του επιτρέπει να επιτεθεί στο Ιράκ και να ολοκληρώσει τη στρατηγική περικύκλωση της Συρίας. (…)
Η αναγνώριση της Τουρκίας ως της μεγαλύτερης και πιο άμεσης απειλής απαιτούσε μέτρα αντιμετώπισής της, ανάμεσα στα άλλα με το να μεταπεισθεί η Άγκυρα και να εγκαταλείψει την συμπαράταξη. Εδώ και μερικά χρόνια, και κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχουν αναπτυχθεί δύο κύριες τάσεις ή σχολές σκέψης σχετικά με τον κατάλληλο τρόπο αντιμετώπισης της Τουρκίας. Η πρώτη κήρυσσε συμφιλίωση και συμμαχία, η άλλη ανάσχεση και απομόνωση.
Συμφιλίωση σήμαινε το ρίξιμο γεφυρών προς την Τουρκία, την ενδυνάμωση των σχέσεων με την Τουρκία ώστε να επανέλθει, όπως είναι, στους κόλπους των Αράβων. (…)18
Η άλλη σχολή σκέψης επέμενε να τονίζει την αρνητική κληρονομιά του κεμαλισμού και των τριών πυλώνων του: του δυτικισμού, του κοσμικού κράτους και της δημοκρατίας. Η Τουρκία, υποστηριζόταν, δεν μπορούσε να αποτελεί πρότυπο για τους Άραβες καθώς “η δημοκρατία της μοιάζει περισσότερο με φάρσα τώρα παρά ποτέ”19. Παρομοίως, οι προσπάθειες της Τουρκίας να προσδεθεί στη Δύση γελοιοποιούνταν εξαιτίας των πενιχρών αποτελεσμάτων τους. Οι ταυτόχρονες προσπάθειες της Τουρκίας να απομακρυνθεί από την Ανατολή φαίνονταν εξωφρενικές. Όπως παραπονέθηκε ένας συγγραφέας: “Εάν ήταν δυνατό για την Άγκυρα, θα έσκαβε ένα κανάλι για ένα αποκοπεί από την Ανατολή, τους Άραβες και το Ισλάμ”. Πράγματι, η συμμαχία της Τουρκίας με το Ισραήλ παρουσιάστηκε ως μέρος των μάταιων προσπαθειών της να ξεπεράσει τη σχιζοφρένειά της.20 Αυτή η σχολή σκέψης έδινε έμφαση στην ανάγκη αποκλεισμού της Τουρκίας από το σύστημα ασφαλείας της περιοχής και την άσκηση συλλογικής πίεσης των Αράβων πάνω της, και μέσω της Αραβικής Ένωσης, ώστε να μεταβάλει την εχθρική στάση της απέναντι στους Άραβες.
Η σχολή αυτή σκέψης διαφοροποιεί τις, φιλικές προς τους Άραβες, μουσουλμανικές τουρκικές μάζες από το καθεστώς, ιδιαίτερα τον στρατό, και καλεί αυτές τις μάζες να αντιταχθούν στην κυβερνητική πολιτική(…) Σύμφωνα με αυτή την άποψη, όσο περισσότερο ισλαμοποιούνταν ο λαός τόσο μεγάλωνε η πιθανότητα ενδυνάμωσης των δεσμών μεταξύ της Τουρκίας και των Αράβων.21
Παρ’ όλα αυτά που είπαμε, πρέπει να κάνουμε τον διαχωρισμό μεταξύ ρητορικής και πολιτικής και να δώσουμε έμφαση στη διπλή όψη που παρουσιάζουν οι τουρκο-αραβικές σχέσεις, ιδιαίτερα μετά την συμπαράταξη με το Ισραήλ. Κανένα άλλο κράτος από το Ιράκ δεν συνοψίζει καλύτερα τη σχέση αυτή αγάπης και μίσους. Την ίδια ακριβώς στιγμή που οι τουρκικές δυνάμεις εξαπέλυαν μια επιχείρηση στο Βόρειο Ιράκ (τον Μάιο του 1997, π.χ.), προκαλώντας σκληρές επιθέσεις Ιρακινών αξιωματούχων και Μ.Μ.Ε. προς την Τουρκία, οι οικονομικές, διπλωματικές και πολιτικές σχέσεις ανθούσαν σε πρωτοφανές επίπεδο μετά την κρίση του Κόλπου.22
Η διπροσωπία αυτή εξηγείται από την ανάγκη συμβιβασμού διαφορετικών ή ακόμα και αντιτιθέμενων συμφερόντων και σκοπών. Από τη μια, οι αραβικές χώρες, και πρωτίστως το Ιράκ, φοβήθηκαν πραγματικά για τις επιπτώσεις της συμπαράταξης, εξ ου και η ενορχηστρωμένη επίθεση στην Τουρκία. Αλλά από την άλλη, υπήρχε ο φόβος ότι η υπερβολική εχθρότητα προς την Τουρκία θα έκοβε τις γέφυρες με μια χώρα ζωτικής σημασίας για το Ιράκ και τη Συρία. Η Τουρκία, κρατώντας το κλειδί της ροής του νερού προς τις δύο αυτές χώρες (και μερικώς τη ροή πετρελαίου από το Ιράκ) απέκτησε ύψιστη στρατηγική σημασία, ανεξαρτήτως της συμπαράταξής της με το Ισραήλ. Εξ ου και η ανάγκη κατευνασμού και συνδιαλλαγής μαζί της.
Επιπλέον, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε τη δεκαετία του 1970, όταν οι αραβικές χώρες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν διάφορα πολιτικά και οικονομικά όπλα για ν’ ασκήσουν πιέσεις στην Τουρκία να υποβαθμίσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, τη δεκαετία του 1990, δεν είχαν πιά αυτή τη δυνατότητα. Πράγματι, αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι το φαινομενικά πιο αποτελεσματικό χαρτί/όπλο που η Συρία κρατούσε εναντίον της Άγκυρας –το αυτονομιστικό κουρδικό ΡΚΚ το οποίο υποβοηθούσε διαρκώς στη δεκαετία του 1990– κατέληξε δίκοπο μαχαίρι. (…)
Επίλογος
Θεωρητικά μιλώντας, οι Άραβες είχαν τρεις δυνατότητες να καταπολεμήσουν τη συμμαχία: σχηματίζοντας μια αντι-συμμαχία, φέρνοντας την Τουρκία σε συμμαχία μαζί τους, αποκλείοντας το Ισραήλ και τέλος ασκώντας πιέσεις στην Τουρκία να διακόψει τη συμμαχία της με το Ισραήλ. Τίποτε απ’ αυτά δεν πέτυχε ή δεν εφαρμόστηκε σοβαρά. Επομένως, οι αραβικές χώρες έπρεπε να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι αυτοί οι δύο “ξένοι” είχαν γίνει, θέλοντας και μη, κομμάτι της περιοχής. Επίσης, η συμπαράταξη και ό,τι ακολούθησε απέδειξαν, περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν, την πολύ-πολικότητα της περιοχής. Όσον αφορά τη σταθερότητα της περιοχής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμπαράταξη αύξησε σημαντικά τη δύναμη ανασχέσεως της Τουρκίας και του Ισραήλ και την ικανότητά τους για ελιγμούς έναντι ορισμένων αραβικών χωρών, το ερώτημα όμως είναι αν αυτός ο παράγοντας θα επηρεάσει αρνητικά τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή ή όχι. Εμείς ισχυριζόμαστε ότι η σταθερότητα της περιοχής μπορεί να επηρεαστεί από εξελίξεις στο εσωτερικό οποιασδήποτε ξεχωριστής χώρας ή από ήδη υπάρχουσες διαμάχες (Ιράν-Ιράκ, Ιράκ-Κουβέιτ) περισσότερο απ’ αυτή τη συγκεκριμένη συμπαράταξη. Κανείς εξάλλου δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα αυτή η συμπαράταξη να ασκήσει θετική επίδραση στη σταθερότητα και ειρήνη στην περιοχή και ήδη υπάρχουν σημάδια για κάτι τέτοιο.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Perceptions, Εφημερίδα Εσωτερικών Υποθέσεων, του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας, Μάρτιος-Μάιος 2000, Τόμος V- Αριθμός 1.
Ο δρ. Ofra Bengio είναι υφηγητής στο Κέντρο Μεσανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών Μοσέ Νταγιάν, και λέκτωρ του Τμήματος Μεσανατολικής και Αφρικανικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ. Ο δρ. Gencer Ozcan είναι καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών των Διεθνών Σχέσεων του Τεχνικού Πανεπιστημίου Γιλντίζ της Κωνσταντινούπολης.
Οι συγγραφείς θα ήθελαν να ευχαριστήσουν το BESA Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών, το Λέοναρντ Ντέιβις Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και το Κέντρο Μεσανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών Μοσέ Νταγιάν για την υποστήριξή τους
Σημειώσεις
1. Ο όρος “συμπαράταξη” προτιμήθηκε από τον όρο “συμμαχία” τον οποίο χρησιμοποιούν οι αραβικές πηγές, καθώς ο πρώτος αποδίδει πιστότερα την πραγματική φύση των σχέσεων.
2. Jamal ’Abdallah Mu’awwad, “Turkiyya wal-Amn al-Qawmi al-’Arabi: al-Siyasa al-Ma’iyya wal-Aqalliyyat,” Al-Muslaqbal al-’Arabi, No. 160, Ιούνιος 1992, σ.117.
3. Π.χ. δες, Husayn Ma’lum, “Al-Sira’ al-Turki al-Irani wa Tada’uyatuhu” “ala al-Mintaqa al-’Arabiyya”, Al-Siyasa al-Duwaliyya, Νο 114, Οκτώβριος 1993, σ. 217-220. Για μια συζήτηση πάνω στις παντουρκικές ομάδες και τάσεις μέσα στο Υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας, δες Gareth M. Winrow, “Turkey and the Newly Independent States of Central Asia and Transcaucasus”, MERIA Journal, 2 Μαΐου 1997. Ο Winrow σημειώνει ότι η δύναμη του παντουρκικού λόμπι στην Τουρκία έχει υπερεκτιμηθεί. Για μια συζήτηση πάνω στον Νέο-Οθωμανισμό από έναν Τούρκο μελετητή, βλ. Hakan Yavuz, “Turkish Identity and Foreign Policy in Flux: the Rise of Neo-Ottomanism”, Critique, No. 12, Άνοιξη 1998, σ.19-43.
4. Για λεπτομέρειες σχετικά με τις “νεκρές” προτάσεις του Τουργκούτ Οζάλ (1986, 1988,1991), βλ., Joyce R. Starr, ‘Water Wars’, Foreign Policy, Νο 82, Άνοιξη 1991, σ.31 και Ramazan Gozen, “Turgut Φzal and Turkish Foreign Policy”, Foreign Policy, Άγκυρα, Τόμος ΧΧ, Νο 3-4, 1996, σ. 80-81. Kemal Kirici, Alt CarkoQlu and Mine Eder, Turkiye ve OrtadoHu’da Bolgesel birlii, Istanbul: TESEV, 1998, σ. 180-181, Κωνσταντινούπολη: Άλλη νεκρή πρόταση, το κανάλι της Ειρήνης στα Υψώματα του Γκολάν, προτάθηκε από την εδρεύουσα στη Νέα Υόρκη συμβουλευτική εταιρεία, Wachtel and Associates στη Δαμασκό το 1993. Δες, Muhammad Muslih, ‘Uneasy Relations, Syria and Turkey’, στον Henry J. Barkey (ed.), Reluctant Neighbor: “Turkey’s Role in the Middle East”, Washington DC, United States Institute of Peace Press, (εκδ.), 1996, σ.125.
5. Mu’awwad, “Turkiyya wal-Amn al-Qawmi…”, σ.108-109.
6. Ο Muhammad Muslih υποστηρίζει ότι η απώλεια της Παλαιστίνης προς όφελος των Σιωνιστών και η παραχώρηση της Αλεξανδρέττας στους Τούρκους ήταν δύο γεγονότα που άφησαν ανεξίτηλα το σημάδι τους στον Άσσαντ και τους Μπααθιστές συντρόφους του, αν και το δεύτερο θεωρήθηκε δευτερευούσης σημασίας. Σημειώνει επίσης ότι η κινητήριος δύναμη πίσω από το κίνημα διαμαρτυρίας εναντίον της τουρκικής προσάρτησης ήταν ο Σύριος διανοούμενος Ζακί Αρζούζι, ένας Αλεβίτης από το Σαντζάκ της Αλεξανδρέττας και συνιδρυτής του κόμματος Μπάαθ. Muslih, ‘Uneasy Relations…’, σ.114 και σ.116.
7. Ha’aretz, 3 Ιουνίου 1997.
8. Abdallah Salih, ‘Al-Ittifaq al-Turki al-Isra’ili wa-’Amaliyyat al-Salam’, Al-Siyaya al-Duwaliyya, Ιούλιος 1996, σ. 78; Jabal ‘Abdallah Mu’awwad, “Awamil wa-jawanib tatawwur al-’Alaqat al-Turkiyya-al-Isra’iliyya fi al-Tis’iniyyat’, Shu’un ‘Arabiyya, Μάρτιος 1997, No. 89, σ. 136. Kazim Hashim Ni’ma, Al-Tatawwur al-Turki al-Isra’ili, qira’a fi al-dawafi’ al-Kharijiyya’, Al-Mustaqbal al-’Arabi, Ιούνιος 1997.
9. Al-’Iraq, 13 Ιανουαρίου 1998.
10. Tolga Gardan, ‘MOSSAD’a Ortuluden Para’, Milliyet, 22 January 1998, Vahap Yazarottlu, ‘Suriye Elimizin Altmda’, Milliyet, 9 Οκτωβρίου 1998.
11. Συνέντευξη της Ragheda Dergham με τον Υπουργό Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ, “Turkey Insists its Ties are Kosher”, Al-Hayat, 25 Σεπτεμβρίου 1998, Mideast Mirror, 26 Σεπτεμβρίου 1998.
12. Steve Rodan, ‘Turkey Wants More Arms from Israel’, Jerusalem Post, 27 Ιανουαρίου1997
13. “Israel, Turkey, US to Conduct Second Naval Exercise,” Israel Line, 3 Φεβρουαρίου 1999. Αναφέρεται ότι η δεύτερη ναυτική άσκηση με την επονομασία Η Έμπιστη Γοργόνα ΙΙ, προγραμματισμένη για τα τέλη Οκτωβρίου του 1998, ανεβλήθη ως χειρονομία καλής θέλησης στη Συρία για την απέλαση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Δες, Hulusi Turgul, Sabah, 7 Ιουνίου 1999.
14. Mu’awwad, Sina’al al-Qarar fi Turkiyya…, σσ. 229-230.
15. Μη κατονομαζόμενος Τούρκος στρατιωτικός αξιωματούχος που αναφέρεται στο “Army Chiefs Try to Play Down Military Accords with Israel”, Turkish Daily News, 5 Ιουνίου 1996.
16. Mu’awwad, Sina’at al-Qarar…, ,σσ. 221-230.
17. Mu’awwad, Sina’at al-Qarar…, σ. 230. Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Γιτζάκ Μορντεχάι υπαινίχθη μια τέτοια πιθανότητα, 26 Απριλίου 1997.
18. Ο ειλικρινέστερος αυτής της σχολής σκέψης ήταν ο Σαουδάραβας πρίγκιπας Khalid bin Sultan. Δες Al-Hayat, 24 Μαΐου 1997.
19. Al-Nahar, Mideast Mirror, 28 Σεπτεμβρίου 1998.
20. Muhammad Mustafa, “Ata, Turkiyya wa al-Siyasa al-’Arabiyya (dar al-ma’arifbi-misr)” σ. 157. Η μετάφραση που κοιτάξαμε δεν είχε ημερομηνία έκδοσης.
21. “Ata, Turkiyya wa al-Siyasa al-’Arabiyya”.σ.157.
22. “Ata, ‘Turkiyya wal-Siyasa… “, σ.157.