520
του Θ. Στοφορόπουλου
Αν δεν μεταβάλουμε νοοτροπία και πολιτική, το πρώτιστο εθνικό μας θέμα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται προ ενός αλύτου διλήμματος, του τύπου “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα”: Διχοτόμηση ή “Λύση” τουρκικών-δυτικών προδιαγραφών.
“Γκρεμός” είναι η de facto, de jure ή κάποιας ενδιάμεσης μορφής Διχοτόμηση.
Δεν αποκλείεται να παραταθεί επί μακρόν η παρούσα κατάσταση: καρκινοβατούσες “διακοινοτικές” συνομιλίες, με την Κύπρο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Οι διφορούμενες διατυπώσεις του Ελσίνκι δεν το αποκλείουν). Μέχρι πότε θα συνεχιζόταν η διαπραγματευτική κωμωδία; Και μέχρι πότε δεν θα υπήρχε πραγματική διεθνής αναγνώριση (ήδη εμφανίζονται στοιχεία βαθμιαίας μερικής), ή και τυπική, του “κράτους” που κατασκεύασε ο “Αττίλας”;
Αν, πάλι, όπως οι κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδος επιδιώκουν, ενταχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) χωρίς –πριν από– “λύση”, τότε ενδέχεται η Άγκυρα να προβεί σε πλήρη και τυπική προσάρτηση των κατεχομένων ή να επιβάλει “επίσημες σχέσεις” τους με την Τουρκία όσο το δυνατόν πιο όμοιες με εκείνες που θα δημιουργηθούν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. (Οι σημερινές “σχέσεις” μεταξύ Τουρκίας και κατεχομένων περιλαμβάνουν, ουσιαστικά, ένα τέτοιο καθεστώς).
Έχει υποστηριχθεί ότι, κατά την διαπραγμάτευση για την προσχώρησή της στην Ε.Ε., η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να επιδιώξει “αναστολή” [όσο δεν θα έχει συμφωνηθεί λύση του Κυπριακού] των προνοιών των Συνθηκών [Ρώμης, Μάαστριχτ, Άμστερνταμ] και του Κοινοτικού Κεκτημένου στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου. (Βλ. το ενδιαφέρον άρθρο του Χρήστου Κληρίδη “Η Κύπρος στην καρδιά της Ευρώπης του 2002”, στην εφημερίδα Χριστιανική, αριθμός φύλλου 625 (938), 6 Δεκεμβρίου 2001). Αν αυτό ήταν εφικτό, θα λειτουργούσε υπέρ της Διχοτόμησης και όχι εναντίον της. Διότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να πιέσουν την Άγκυρα. Ενώ η προτεινομένη αναστολή θα αποτελούσε ακόμα μια διαφορά μεταξύ “ελευθέρας” και κατεχομένης περιοχής. Όμως η εισήγηση δεν είναι πραγματοποιήσιμη: παραβλέπει την πάγια θέση των κοινοτικών μας εταίρων ότι “η ένταξη πρέπει να ωφελήσει όλους τους Κυπρίους”. Γενικότερα, τέτοιες ιδέες δεν λαμβάνουν υπ’ όψη την πολιτική βούληση των κοινοτικών. Οι οποίοι ανταγωνίζονται μεν, για λογαριασμό τους, το τουρκικό καθεστώς ως προς τον έλεγχο της Κύπρου, διατηρώντας, όμως, καθ’ όσον μας αφορά, την υπέρ της Άγκυρας μεροληψία τους. Θα θελήσουν, συνεπώς, να εφαρμόσουν –και χωρίς “λύση”– στα κατεχόμενα τις οικονομικές επιπτώσεις ενδεχόμενης ένταξης. Ενδυναμώνοντας, έτσι, στην πράξη, τις διχοτομικές συνθήκες, έστω και αν εξακολουθήσει να μην αναγνωρίζεται το ψευδοκράτος. Έστω και αν θα τηρείται το πλάσμα ότι όλοι οι πόροι, εκ της συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., θα διοχετεύονται δια της νομίμου Κυπριακής Κυβερνήσεως, στην πραγματικότητα θα τους καρπούται απ’ ευθείας το ψευδοκράτος.
Ποια, εξάλλου, θα ήσαν, στο σενάριο που εξετάζουμε (ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. χωρίς λύση του Κυπριακού) τα αποτελέσματα ένταξης της Τουρκίας στην Κοινότητα; Νομίζω ότι, στην περίπτωση αυτή, τα κατεχόμενα θα ακολουθήσουν, εν σχέσει με την Ε.Ε., παράλληλη με την Τουρκία πορεία. Οπότε:
Ή (α) θα ασκείται η ελευθερία μετεγκατάστασης, από την Τουρκία και τα κατεχόμενα, στην περιοχή που σήμερα τελεί υπό τον έλεγχο της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου, με αποτέλεσμα τον εκτουρκισμό ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Εκτός αν μέχρι τότε έχει “αποεθνοποιηθεί” όχι μόνον σύμπαν το ελληνικό έθνος αλλά και ολόκληρο το τουρκικό, αν οι Έλληνες και οι Τούρκοι αισθάνονται, όλοι, Ευρωπαίοι και μόνον! Συναφές ερώτημα: τι θα συμβεί στην Κύπρο αν επιτραπεί η ακώλυτη εκεί εγκατάσταση “Ευρωπαίων πολιτών” από τις άλλες κοινοτικές χώρες περιλαμβανομένης της Βρετανίας;)
Ή (β) θα υπάρξει ειδική συμφωνία, αποκλείουσα τέτοια ελευθερία μετεγκατάστασης, όχι μόνον από την Τουρκία αλλά και από τα κατεχόμενα, με προφανείς διχοτομικές συνέπειες. Ολέθριες εξάλλου, θα είναι οι επιπτώσεις οριστικής Διχοτόμησης, δηλαδή δύο κρατών στην Κύπρο. Η Διχοτόμηση συνεπάγεται:
α) Απεμπόληση εδαφών ελληνικών επί χιλιάδες χρόνια.
β) Μόνιμη απομάκρυνση μεγάλου αριθμού αδελφών μας Κυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες.
γ) Μόνιμη ομηρία του κυπριακού Ελληνισμού: επειδή η σημασία της Κύπρου για τους Τούρκους στρατοκράτες είναι “γεωπολιτική”, “γεωστρατηγική” και “γεωοικονομική”, δεν θα δεχθούν ποτέ, χωρίς μεγάλη πίεση, να έχουν οι Έλληνες Κύπριοι επαρκή στρατιωτική άμυνα ώστε να μην είναι στο έλεος της Άγκυρας. Η υπόθεση των S-300 είναι διδακτική. (Για τον ίδιο λόγο, η Άγκυρα θα αντιτασσόταν σε διπλή ένωση όσο αντιτάχθηκε στην ένωση ολόκληρης της Κύπρου με την Ελλάδα.)
δ) Εθνική ταπείνωση και περαιτέρω αποδυνάμωση του εθνικού φρονήματος.
ε) Κάκιστο προηγούμενο για τους άλλους τομείς της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.
στ) Ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των εποίκων και ενδεχόμενη διεκδίκηση ευρύτερου “ζωτικού χώρου”.
ζ) Κίνδυνο τουρκικών προβοκατόρικων ενεργειών για να εξαπολυθεί νέα επιχείρηση “Αττίλας”.
Αρκετοί Έλληνες Κύπριοι, προ των “λύσεων” που τους προτείνουν, έχουν αρχίσει να σκέπτονται πως ίσως το μη χείρον είναι η Διχοτόμηση (“εμείς από δω κι αυτοί από κει”). Όπως όμως είδαμε, όσα συνεπάγεται η Διχοτόμηση δείχνουν καθαρά ότι αυτή είναι απόλυτα για τον Ελληνισμό απαράδεκτη.
Και αυτό παρά το ότι ακριβώς το ίδιο ισχύει για τη “δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία” στην Κύπρο, για τις παραλλαγές αυτής της “λύσης” που έχουν συζητηθεί κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, για όλες όσες έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με αγγλοαμερικανική πρωτοβουλία. Όλες προβλέπουν:
α) μόνιμο εκτουρκισμό ενός βορείου ομόσπονδου κρατιδίου (μικροτέρου από το σημερινό ψευδοκράτος, αλλ’ αυτό δεν έχει σημασία για την οικονομία του συστήματος) και
β) τυπική ισότητα δικαιωμάτων “των δύο κοινοτήτων” στα κεντρικά, ομοσπονδιακά όργανα.
Η “ισότητα” θα εκφράζεται με την δυνατότητα άσκησης βέτο από εκάτερο των μερών και στις τρεις ομοσπονδιακές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική). Στην πράξη, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο στην ελληνική πλευρά να χρησιμοποιεί αυτή την δυνατότητα, λόγω του συσχετισμού δυνάμεων που προβλέπουν τα σχέδια περί “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας”.
Τα οποία τάσσονται υπέρ “αριθμητικού ισοζυγίου των ελληνικών και ελληνοκυπριακών στρατευμάτων και εξοπλισμού, αφ’ ενός, και των τουρκικών και τουρκοκυπριακών στρατευμάτων και εξοπλισμού, αφ’ ετέρου”.
Επιπλέον, όμως, της γεωγραφικής εγγύτητος, η Τουρκία θα έχει υπέρ αυτής:
α) τη Ζυριχική “Συνθήκη Εγγύησης”, που προβλέπεται να παραμείνει αμετάβλητη (στη διατύπωσή της στήριξε “νομικά” η Άγκυρα την εισβολή του 1974) με μόνη διαφορά ότι αντικείμενό της θα είναι η “δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία”.
β) τη Βρετανία, η οποία θα εξακολουθήσει να αποτελεί Μέρος της Συνθήκης “Εγγύησης”.
γ) μια “Επιτροπή Επιτήρησης και Επαλήθευσης της ασφάλειας”, όπου οι Τούρκοι μαζί με τους Βρετανούς θα έχουν την πλειοψηφία,
δ) την ύπαρξη τουλάχιστον μιας βρετανικής βάσης, των βρετανικών sites και facilities, των αμερικανικών και νατοϊκών στρατιωτικών “διευκολύνσεων” καθώς και της “ειρηνευτικής δύναμης” του αμερικανοκρατούμενου ΟΗΕ.
Η άμυνα (και, κατά συνέπεια, σε αποφασιστικό βαθμό, η ικανότητα του Κυπριακού Ελληνισμού) θα αποδυναμωθεί ει δυνατόν περισσότερο, αν, όπως περιέργως επιδιώκουμε, η Κυπριακή Δημοκρατία αφοπλιστεί πλήρως.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση της “Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Ανάπτυξης” έδειξαν καθαρά, για μια ακόμη φορά, τη μεροληπτική, υπέρ της Τουρκίας βούληση των κοινοτικών εταίρων και νατοϊκών συμμάχων μας. Δεν πρόκειται, συνεπώς, να βελτιωθεί η άμυνα του Κυπριακού Ελληνισμού αν η Κύπρος ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ή και στο ΝΑΤΟ, όπως μας προτείνουν). Ας προστεθεί ότι, και ανεξαρτήτως Τουρκίας, τα συμφέροντα του Ελληνισμού στην Κύπρο (και όλων των Κυπρίων) είναι αντίθετα με εκείνα της Δύσης που θέλει να ελέγχει το “αβύθιστο αεροπλανοφόρο”.
Επειδή έτσι έχουν και θα έχουν τα πράγματα, είναι φρούδη η ελπίδα ότι το συνταγματικό σύστημα της “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας” θα βελτιωθεί ως συνέπεια είτε της (όσης) μελλοντικής συμβίωσης Ελλήνων Κυπρίων και Τουρκοκυπρίων είτε της (αβεβαίας) ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.: οι “εγγυήσεις” θα εμπόδιζαν τέτοια βελτίωση.
Η δε συμπερίληψη των βρετανικών βάσεων στην “ευρωάμυνα” δεν θα τις μετέβαλλε ουσιαστικά.
Καθ’ όσον αφορά τις θεσμοποιημένες παραβιάσεις των ελευθεριών εγκατάστασης και περιουσίας, που αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις κάθε μορφής “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας”, οι παραβιάσεις αυτές θα παγιωθούν με την ενσωμάτωσή τους στο Κοινοτικό Κεκτημένο, αν η προσχώρηση της Κύπρου στην Ε.Ε. πραγματοποιηθεί μετά από τέτοια “λύση”. Αν γίνει πριν, είναι βέβαιο πως οι εταίροι μας θα τη συνδυάσουν με φόρμουλα υπέρ της μελλοντικής εγκαθίδρυσης του ανελευθέρου καθεστώτος.
Όσο εξακολουθούμε να δεχόμαστε την “δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία”, δεν ωφελεί να επικαλούμαστε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Λοϊζίδου και Τετάρτης Διακρατικής. Διότι, η παραβίαση των προαναφερθεισών ελευθεριών είναι conditio sine qua non της “ομοσπονδίας” αυτής.
Γιατί, τότε, η Τουρκία απορρίπτει τη “δικοινοτική-διζωνική” και την είσοδο μιας τέτοιας “ομοσπονδίας” στην Ε.Ε.; Διότι, στην τουρκική πλευρά έχουν δημιουργηθεί δύο σχολές (αντίστοιχες των δικών μας: εκείνης που προτιμά διχοτόμηση και εκείνης που δέχεται “ομοσπονδιακή λύση”). Η μια τουρκική σχολή τάσσεται υπέρ της διατήρησης, στο ορατό μέλλον, των σημερινών συνθηκών στην Κύπρο. Η άλλη υποστηρίζει διευθετήσεις δια των οποίων η Άγκυρα θα ελέγχει τις ελεύθερες περιοχές περισσότερο (διότι ασκεί και τώρα επ’ αυτών έλεγχο ως προς καίριους τομείς: παράδειγμα, η υπόθεση των S–300). Η αξίωση να έχουν οι διακοινοτικές συνομιλίες ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση συνομοσπονδίας συνιστά συμβιβασμό αυτών των δύο τουρκικών σχολών.
Πώς, όμως, απαντάμε στο ερώτημα “ομοσπονδία ή συνομοσπονδία”; Τι μας συμφέρει περισσότερο;
Πρώτον, ως προς την “λύση” του Κυπριακού, είναι αδύνατον να χαραχθεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ της εννοίας της ομοσπονδίας και εκείνης της συνομοσπονδίας. Υπάρχει ένα σημασιολογικό φάσμα, ένα spectrum, με δύο άκρα: το ενιαίο και τα απολύτως χωριστά κράτη.
Δεύτερον, άλυτο είναι και το δίλημμα μεταξύ “ομοσπονδιακού” και συνομοσπονδιακού συστήματος στην Κύπρο.
Διότι, σε μια κυπριακή “ομοσπονδία”, τα κεντρικά (“ομοσπονδιακά”) όργανα θα έχουν ευρύτερες αρμοδιότητες. Άρα, ο μέσω αυτών έλεγχος της Άγκυρας επί του νοτίου (“ελληνικού”) κρατιδίου θα είναι μεγαλύτερος. Αλλά η διχοτόμηση θα είναι λιγότερο έντονη. Τα αντίθετα θα συμβαίνουν σε μια συνομοσπονδία.
Επίσης, η ύπαρξη και των δύο συστημάτων προϋποθέτει: α) θεσμοποιημένες μαζικές παραβιάσεις θεμελιωδών ελευθεριών, β) μη τήρηση της δημοκρατικής αρχής (ισότητας των πολιτών) και γ) διάσπαση της ενότητας του λαού βάσει μισαλλόδοξων κριτηρίων. Είναι λογικό να υποτεθεί ότι, σε μια κυπριακή ομοσπονδία, οι βασικές ελευθερίες και αρχές είναι δυνατόν να γίνονται σεβαστές περισσότερο από όσο σε μια συνομοσπονδία, ώστε να υπάρχει και λιγότερη διχοτόμηση. Και ότι θα μπορούν στην ομοσπονδία να υιοθετηθούν ρυθμίσεις όπως εκείνη της χιαστί ψηφοφορίας (cross-voting). Όμως η πολιτική βούληση Άγκυρας-Δύσης θα περιορίσει ή και πλήρως θα εξουδετερώσει αυτές τις δυνατότητες.
Συνήθως, εξάλλου, στις υπάρχουσες ομοσπονδίες, τα κεντρικά όργανα έχουν αρμοδιότητα σε τομείς οι οποίοι στην Κύπρο είναι ζωτικής σημασίας, όπως η πολιτογράφηση (μετανάστευση και ιθαγένεια). Αυτό συμβαίνει, μέχρι στιγμής, και στα σχέδια “του ΟΗΕ” (αγγλοαμερικανικής έμπνευσης) περί “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας”. Σε αυτήν, όμως, όπως είδαμε, τα κεντρικά όργανα θα είναι τουρκοκρατούμενα.
Τέλος, η αναγνώριση δικαιώματος απόσχισης των κρατιδίων είναι “λογικότερη” σε συνομοσπονδία, αλλά μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία. (Τέτοιος αποκλεισμός περιέχεται στα σχέδια “του ΟΗΕ” για κυπριακή “ομοσπονδία”.)
Άλυτο, συνεπώς, το δίλημμα μεταξύ συνομοσπονδίας και “ομοσπονδίας” αν, όπως πρέπει, ληφθεί υπ’ όψιν η συγκεκριμένη φύση του Κυπριακού. Το γράφουμε αυτό διότι, κατά την σχετική δημόσια συζήτηση, μετά το, προφανώς υπαγορευθέν, άρθρο του Πανταγιά, συχνά γίνεται αναφορά σε υφιστάμενες, περισσότερο ή λιγότερο, “χαλαρές” ομοσπονδίες (και μάλιστα σε στοιχεία τους σκοπίμως απομονούμενα από τα πολιτικά και νομικά “συμφραζόμενά” τους) για να υποστηριχθούν “ομοσπονδιακές” λύσεις αυτής ή εκείνης της μορφής και να συγκαλυφθεί ο sui generis, τερατώδης, χαρακτήρας που όλες θα έχουν αν εφαρμοσθούν στην Κύπρο.
Η συνεχιζόμενη (και μετά τα γεύματα Κληρίδη-Ντενκτάς) απόρριψη, από την τουρκική πλευρά, της “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας” (σε συνδυασμό με τις ανωτέρω αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και με την, έστω και υποκριτική, “διεθνή εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας”) δημιουργεί εξαιρετική ευκαιρία για να επανατοποθετηθούμε στο Κυπριακό, απαιτώντας όπως, άνευ ετέρου, φύγουν οι έποικοι και τα στρατεύματα του “Αττίλα”, ανακληθεί το ψευδοκράτος, αποκατασταθούν οι ελευθερίες όλων των Κυπρίων, διακριβωθεί η τύχη των αγνοουμένων, καταργηθούν οι βάσεις και “διευκολύνσεις” των Δυτικών. Αν έτσι δεν διορθώσουμε την διπλωματική μας τακτική (και αν δεν έχουμε επαρκείς ένοπλες δυνάμεις) θα υποστούμε όσα μας ετοιμάζουν οι αντίπαλοί μας.
“Γκρεμός” είναι η de facto, de jure ή κάποιας ενδιάμεσης μορφής Διχοτόμηση.
Δεν αποκλείεται να παραταθεί επί μακρόν η παρούσα κατάσταση: καρκινοβατούσες “διακοινοτικές” συνομιλίες, με την Κύπρο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Οι διφορούμενες διατυπώσεις του Ελσίνκι δεν το αποκλείουν). Μέχρι πότε θα συνεχιζόταν η διαπραγματευτική κωμωδία; Και μέχρι πότε δεν θα υπήρχε πραγματική διεθνής αναγνώριση (ήδη εμφανίζονται στοιχεία βαθμιαίας μερικής), ή και τυπική, του “κράτους” που κατασκεύασε ο “Αττίλας”;
Αν, πάλι, όπως οι κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδος επιδιώκουν, ενταχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) χωρίς –πριν από– “λύση”, τότε ενδέχεται η Άγκυρα να προβεί σε πλήρη και τυπική προσάρτηση των κατεχομένων ή να επιβάλει “επίσημες σχέσεις” τους με την Τουρκία όσο το δυνατόν πιο όμοιες με εκείνες που θα δημιουργηθούν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε. (Οι σημερινές “σχέσεις” μεταξύ Τουρκίας και κατεχομένων περιλαμβάνουν, ουσιαστικά, ένα τέτοιο καθεστώς).
Έχει υποστηριχθεί ότι, κατά την διαπραγμάτευση για την προσχώρησή της στην Ε.Ε., η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να επιδιώξει “αναστολή” [όσο δεν θα έχει συμφωνηθεί λύση του Κυπριακού] των προνοιών των Συνθηκών [Ρώμης, Μάαστριχτ, Άμστερνταμ] και του Κοινοτικού Κεκτημένου στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου. (Βλ. το ενδιαφέρον άρθρο του Χρήστου Κληρίδη “Η Κύπρος στην καρδιά της Ευρώπης του 2002”, στην εφημερίδα Χριστιανική, αριθμός φύλλου 625 (938), 6 Δεκεμβρίου 2001). Αν αυτό ήταν εφικτό, θα λειτουργούσε υπέρ της Διχοτόμησης και όχι εναντίον της. Διότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να πιέσουν την Άγκυρα. Ενώ η προτεινομένη αναστολή θα αποτελούσε ακόμα μια διαφορά μεταξύ “ελευθέρας” και κατεχομένης περιοχής. Όμως η εισήγηση δεν είναι πραγματοποιήσιμη: παραβλέπει την πάγια θέση των κοινοτικών μας εταίρων ότι “η ένταξη πρέπει να ωφελήσει όλους τους Κυπρίους”. Γενικότερα, τέτοιες ιδέες δεν λαμβάνουν υπ’ όψη την πολιτική βούληση των κοινοτικών. Οι οποίοι ανταγωνίζονται μεν, για λογαριασμό τους, το τουρκικό καθεστώς ως προς τον έλεγχο της Κύπρου, διατηρώντας, όμως, καθ’ όσον μας αφορά, την υπέρ της Άγκυρας μεροληψία τους. Θα θελήσουν, συνεπώς, να εφαρμόσουν –και χωρίς “λύση”– στα κατεχόμενα τις οικονομικές επιπτώσεις ενδεχόμενης ένταξης. Ενδυναμώνοντας, έτσι, στην πράξη, τις διχοτομικές συνθήκες, έστω και αν εξακολουθήσει να μην αναγνωρίζεται το ψευδοκράτος. Έστω και αν θα τηρείται το πλάσμα ότι όλοι οι πόροι, εκ της συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., θα διοχετεύονται δια της νομίμου Κυπριακής Κυβερνήσεως, στην πραγματικότητα θα τους καρπούται απ’ ευθείας το ψευδοκράτος.
Ποια, εξάλλου, θα ήσαν, στο σενάριο που εξετάζουμε (ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. χωρίς λύση του Κυπριακού) τα αποτελέσματα ένταξης της Τουρκίας στην Κοινότητα; Νομίζω ότι, στην περίπτωση αυτή, τα κατεχόμενα θα ακολουθήσουν, εν σχέσει με την Ε.Ε., παράλληλη με την Τουρκία πορεία. Οπότε:
Ή (α) θα ασκείται η ελευθερία μετεγκατάστασης, από την Τουρκία και τα κατεχόμενα, στην περιοχή που σήμερα τελεί υπό τον έλεγχο της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου, με αποτέλεσμα τον εκτουρκισμό ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Εκτός αν μέχρι τότε έχει “αποεθνοποιηθεί” όχι μόνον σύμπαν το ελληνικό έθνος αλλά και ολόκληρο το τουρκικό, αν οι Έλληνες και οι Τούρκοι αισθάνονται, όλοι, Ευρωπαίοι και μόνον! Συναφές ερώτημα: τι θα συμβεί στην Κύπρο αν επιτραπεί η ακώλυτη εκεί εγκατάσταση “Ευρωπαίων πολιτών” από τις άλλες κοινοτικές χώρες περιλαμβανομένης της Βρετανίας;)
Ή (β) θα υπάρξει ειδική συμφωνία, αποκλείουσα τέτοια ελευθερία μετεγκατάστασης, όχι μόνον από την Τουρκία αλλά και από τα κατεχόμενα, με προφανείς διχοτομικές συνέπειες. Ολέθριες εξάλλου, θα είναι οι επιπτώσεις οριστικής Διχοτόμησης, δηλαδή δύο κρατών στην Κύπρο. Η Διχοτόμηση συνεπάγεται:
α) Απεμπόληση εδαφών ελληνικών επί χιλιάδες χρόνια.
β) Μόνιμη απομάκρυνση μεγάλου αριθμού αδελφών μας Κυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες.
γ) Μόνιμη ομηρία του κυπριακού Ελληνισμού: επειδή η σημασία της Κύπρου για τους Τούρκους στρατοκράτες είναι “γεωπολιτική”, “γεωστρατηγική” και “γεωοικονομική”, δεν θα δεχθούν ποτέ, χωρίς μεγάλη πίεση, να έχουν οι Έλληνες Κύπριοι επαρκή στρατιωτική άμυνα ώστε να μην είναι στο έλεος της Άγκυρας. Η υπόθεση των S-300 είναι διδακτική. (Για τον ίδιο λόγο, η Άγκυρα θα αντιτασσόταν σε διπλή ένωση όσο αντιτάχθηκε στην ένωση ολόκληρης της Κύπρου με την Ελλάδα.)
δ) Εθνική ταπείνωση και περαιτέρω αποδυνάμωση του εθνικού φρονήματος.
ε) Κάκιστο προηγούμενο για τους άλλους τομείς της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.
στ) Ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των εποίκων και ενδεχόμενη διεκδίκηση ευρύτερου “ζωτικού χώρου”.
ζ) Κίνδυνο τουρκικών προβοκατόρικων ενεργειών για να εξαπολυθεί νέα επιχείρηση “Αττίλας”.
Αρκετοί Έλληνες Κύπριοι, προ των “λύσεων” που τους προτείνουν, έχουν αρχίσει να σκέπτονται πως ίσως το μη χείρον είναι η Διχοτόμηση (“εμείς από δω κι αυτοί από κει”). Όπως όμως είδαμε, όσα συνεπάγεται η Διχοτόμηση δείχνουν καθαρά ότι αυτή είναι απόλυτα για τον Ελληνισμό απαράδεκτη.
Και αυτό παρά το ότι ακριβώς το ίδιο ισχύει για τη “δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία” στην Κύπρο, για τις παραλλαγές αυτής της “λύσης” που έχουν συζητηθεί κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, για όλες όσες έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με αγγλοαμερικανική πρωτοβουλία. Όλες προβλέπουν:
α) μόνιμο εκτουρκισμό ενός βορείου ομόσπονδου κρατιδίου (μικροτέρου από το σημερινό ψευδοκράτος, αλλ’ αυτό δεν έχει σημασία για την οικονομία του συστήματος) και
β) τυπική ισότητα δικαιωμάτων “των δύο κοινοτήτων” στα κεντρικά, ομοσπονδιακά όργανα.
Η “ισότητα” θα εκφράζεται με την δυνατότητα άσκησης βέτο από εκάτερο των μερών και στις τρεις ομοσπονδιακές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική). Στην πράξη, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο στην ελληνική πλευρά να χρησιμοποιεί αυτή την δυνατότητα, λόγω του συσχετισμού δυνάμεων που προβλέπουν τα σχέδια περί “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας”.
Τα οποία τάσσονται υπέρ “αριθμητικού ισοζυγίου των ελληνικών και ελληνοκυπριακών στρατευμάτων και εξοπλισμού, αφ’ ενός, και των τουρκικών και τουρκοκυπριακών στρατευμάτων και εξοπλισμού, αφ’ ετέρου”.
Επιπλέον, όμως, της γεωγραφικής εγγύτητος, η Τουρκία θα έχει υπέρ αυτής:
α) τη Ζυριχική “Συνθήκη Εγγύησης”, που προβλέπεται να παραμείνει αμετάβλητη (στη διατύπωσή της στήριξε “νομικά” η Άγκυρα την εισβολή του 1974) με μόνη διαφορά ότι αντικείμενό της θα είναι η “δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία”.
β) τη Βρετανία, η οποία θα εξακολουθήσει να αποτελεί Μέρος της Συνθήκης “Εγγύησης”.
γ) μια “Επιτροπή Επιτήρησης και Επαλήθευσης της ασφάλειας”, όπου οι Τούρκοι μαζί με τους Βρετανούς θα έχουν την πλειοψηφία,
δ) την ύπαρξη τουλάχιστον μιας βρετανικής βάσης, των βρετανικών sites και facilities, των αμερικανικών και νατοϊκών στρατιωτικών “διευκολύνσεων” καθώς και της “ειρηνευτικής δύναμης” του αμερικανοκρατούμενου ΟΗΕ.
Η άμυνα (και, κατά συνέπεια, σε αποφασιστικό βαθμό, η ικανότητα του Κυπριακού Ελληνισμού) θα αποδυναμωθεί ει δυνατόν περισσότερο, αν, όπως περιέργως επιδιώκουμε, η Κυπριακή Δημοκρατία αφοπλιστεί πλήρως.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση της “Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Ανάπτυξης” έδειξαν καθαρά, για μια ακόμη φορά, τη μεροληπτική, υπέρ της Τουρκίας βούληση των κοινοτικών εταίρων και νατοϊκών συμμάχων μας. Δεν πρόκειται, συνεπώς, να βελτιωθεί η άμυνα του Κυπριακού Ελληνισμού αν η Κύπρος ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ή και στο ΝΑΤΟ, όπως μας προτείνουν). Ας προστεθεί ότι, και ανεξαρτήτως Τουρκίας, τα συμφέροντα του Ελληνισμού στην Κύπρο (και όλων των Κυπρίων) είναι αντίθετα με εκείνα της Δύσης που θέλει να ελέγχει το “αβύθιστο αεροπλανοφόρο”.
Επειδή έτσι έχουν και θα έχουν τα πράγματα, είναι φρούδη η ελπίδα ότι το συνταγματικό σύστημα της “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας” θα βελτιωθεί ως συνέπεια είτε της (όσης) μελλοντικής συμβίωσης Ελλήνων Κυπρίων και Τουρκοκυπρίων είτε της (αβεβαίας) ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.: οι “εγγυήσεις” θα εμπόδιζαν τέτοια βελτίωση.
Η δε συμπερίληψη των βρετανικών βάσεων στην “ευρωάμυνα” δεν θα τις μετέβαλλε ουσιαστικά.
Καθ’ όσον αφορά τις θεσμοποιημένες παραβιάσεις των ελευθεριών εγκατάστασης και περιουσίας, που αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις κάθε μορφής “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας”, οι παραβιάσεις αυτές θα παγιωθούν με την ενσωμάτωσή τους στο Κοινοτικό Κεκτημένο, αν η προσχώρηση της Κύπρου στην Ε.Ε. πραγματοποιηθεί μετά από τέτοια “λύση”. Αν γίνει πριν, είναι βέβαιο πως οι εταίροι μας θα τη συνδυάσουν με φόρμουλα υπέρ της μελλοντικής εγκαθίδρυσης του ανελευθέρου καθεστώτος.
Όσο εξακολουθούμε να δεχόμαστε την “δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία”, δεν ωφελεί να επικαλούμαστε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Λοϊζίδου και Τετάρτης Διακρατικής. Διότι, η παραβίαση των προαναφερθεισών ελευθεριών είναι conditio sine qua non της “ομοσπονδίας” αυτής.
Γιατί, τότε, η Τουρκία απορρίπτει τη “δικοινοτική-διζωνική” και την είσοδο μιας τέτοιας “ομοσπονδίας” στην Ε.Ε.; Διότι, στην τουρκική πλευρά έχουν δημιουργηθεί δύο σχολές (αντίστοιχες των δικών μας: εκείνης που προτιμά διχοτόμηση και εκείνης που δέχεται “ομοσπονδιακή λύση”). Η μια τουρκική σχολή τάσσεται υπέρ της διατήρησης, στο ορατό μέλλον, των σημερινών συνθηκών στην Κύπρο. Η άλλη υποστηρίζει διευθετήσεις δια των οποίων η Άγκυρα θα ελέγχει τις ελεύθερες περιοχές περισσότερο (διότι ασκεί και τώρα επ’ αυτών έλεγχο ως προς καίριους τομείς: παράδειγμα, η υπόθεση των S–300). Η αξίωση να έχουν οι διακοινοτικές συνομιλίες ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση συνομοσπονδίας συνιστά συμβιβασμό αυτών των δύο τουρκικών σχολών.
Πώς, όμως, απαντάμε στο ερώτημα “ομοσπονδία ή συνομοσπονδία”; Τι μας συμφέρει περισσότερο;
Πρώτον, ως προς την “λύση” του Κυπριακού, είναι αδύνατον να χαραχθεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ της εννοίας της ομοσπονδίας και εκείνης της συνομοσπονδίας. Υπάρχει ένα σημασιολογικό φάσμα, ένα spectrum, με δύο άκρα: το ενιαίο και τα απολύτως χωριστά κράτη.
Δεύτερον, άλυτο είναι και το δίλημμα μεταξύ “ομοσπονδιακού” και συνομοσπονδιακού συστήματος στην Κύπρο.
Διότι, σε μια κυπριακή “ομοσπονδία”, τα κεντρικά (“ομοσπονδιακά”) όργανα θα έχουν ευρύτερες αρμοδιότητες. Άρα, ο μέσω αυτών έλεγχος της Άγκυρας επί του νοτίου (“ελληνικού”) κρατιδίου θα είναι μεγαλύτερος. Αλλά η διχοτόμηση θα είναι λιγότερο έντονη. Τα αντίθετα θα συμβαίνουν σε μια συνομοσπονδία.
Επίσης, η ύπαρξη και των δύο συστημάτων προϋποθέτει: α) θεσμοποιημένες μαζικές παραβιάσεις θεμελιωδών ελευθεριών, β) μη τήρηση της δημοκρατικής αρχής (ισότητας των πολιτών) και γ) διάσπαση της ενότητας του λαού βάσει μισαλλόδοξων κριτηρίων. Είναι λογικό να υποτεθεί ότι, σε μια κυπριακή ομοσπονδία, οι βασικές ελευθερίες και αρχές είναι δυνατόν να γίνονται σεβαστές περισσότερο από όσο σε μια συνομοσπονδία, ώστε να υπάρχει και λιγότερη διχοτόμηση. Και ότι θα μπορούν στην ομοσπονδία να υιοθετηθούν ρυθμίσεις όπως εκείνη της χιαστί ψηφοφορίας (cross-voting). Όμως η πολιτική βούληση Άγκυρας-Δύσης θα περιορίσει ή και πλήρως θα εξουδετερώσει αυτές τις δυνατότητες.
Συνήθως, εξάλλου, στις υπάρχουσες ομοσπονδίες, τα κεντρικά όργανα έχουν αρμοδιότητα σε τομείς οι οποίοι στην Κύπρο είναι ζωτικής σημασίας, όπως η πολιτογράφηση (μετανάστευση και ιθαγένεια). Αυτό συμβαίνει, μέχρι στιγμής, και στα σχέδια “του ΟΗΕ” (αγγλοαμερικανικής έμπνευσης) περί “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας”. Σε αυτήν, όμως, όπως είδαμε, τα κεντρικά όργανα θα είναι τουρκοκρατούμενα.
Τέλος, η αναγνώριση δικαιώματος απόσχισης των κρατιδίων είναι “λογικότερη” σε συνομοσπονδία, αλλά μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία. (Τέτοιος αποκλεισμός περιέχεται στα σχέδια “του ΟΗΕ” για κυπριακή “ομοσπονδία”.)
Άλυτο, συνεπώς, το δίλημμα μεταξύ συνομοσπονδίας και “ομοσπονδίας” αν, όπως πρέπει, ληφθεί υπ’ όψιν η συγκεκριμένη φύση του Κυπριακού. Το γράφουμε αυτό διότι, κατά την σχετική δημόσια συζήτηση, μετά το, προφανώς υπαγορευθέν, άρθρο του Πανταγιά, συχνά γίνεται αναφορά σε υφιστάμενες, περισσότερο ή λιγότερο, “χαλαρές” ομοσπονδίες (και μάλιστα σε στοιχεία τους σκοπίμως απομονούμενα από τα πολιτικά και νομικά “συμφραζόμενά” τους) για να υποστηριχθούν “ομοσπονδιακές” λύσεις αυτής ή εκείνης της μορφής και να συγκαλυφθεί ο sui generis, τερατώδης, χαρακτήρας που όλες θα έχουν αν εφαρμοσθούν στην Κύπρο.
Η συνεχιζόμενη (και μετά τα γεύματα Κληρίδη-Ντενκτάς) απόρριψη, από την τουρκική πλευρά, της “δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας” (σε συνδυασμό με τις ανωτέρω αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και με την, έστω και υποκριτική, “διεθνή εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας”) δημιουργεί εξαιρετική ευκαιρία για να επανατοποθετηθούμε στο Κυπριακό, απαιτώντας όπως, άνευ ετέρου, φύγουν οι έποικοι και τα στρατεύματα του “Αττίλα”, ανακληθεί το ψευδοκράτος, αποκατασταθούν οι ελευθερίες όλων των Κυπρίων, διακριβωθεί η τύχη των αγνοουμένων, καταργηθούν οι βάσεις και “διευκολύνσεις” των Δυτικών. Αν έτσι δεν διορθώσουμε την διπλωματική μας τακτική (και αν δεν έχουμε επαρκείς ένοπλες δυνάμεις) θα υποστούμε όσα μας ετοιμάζουν οι αντίπαλοί μας.
* Ο Θέμος Στοφορόπουλος έχει διατελέσει πρέσβης στην Κύπρο.