του Αλέκου Αλαβάνου
Κι όμως. Όσο απομακρυσμένη κι αν είναι η αριστερά από την ακροδεξιά στο πολιτικό φάσμα, οι δυνατότητές της, αλλά και το καθήκον της, να κλείσει τον δρόμο στις δυνάμεις της ξενοφοβίας, του μίσους, της αντιδημοκρατικής εκτροπής είναι μεγάλες.
Δεν είναι περίεργο ούτε πρωτοφανές, στην πολιτική ιστορία της Ευρώπης τον 20ο αιώνα, που η ακροδεξιά επιχειρεί να βρει λίπασμα για τις κοινωνικές της ρίζες σε αδυναμίες, δυσκολίες, αδυναμία προσαρμογής στις νέες συνθήκες από την πλευρά του αριστερού κινήματος. Αυτό δείχνουν τα εκλογικά αποτελέσματα στην Αυστρία, στην Ιταλία, στη Δανία, στην Ολλανδία και κυρίως στη Γαλλία.
Αν δει κανείς τις κοινωνιολογικές στατιστικές σχετικά με την εκλογική βάση του Εθνικού Μετώπου στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, θα εντυπωσιασθεί με τη μετατόπιση των υποστηρικτών του. Αν το 1988 η κύρια κοινωνική ομάδα που στήριζε το Εθνικό Μέτωπο ήταν μεσαία στρώματα εμπόρων και βιοτεχνών, 27% των ψηφοφόρων του, ενώ οι εργάτες αποτελούσαν το 12%, στις προεδρικές εκλογές του 2002 η κύρια κοινωνική δύναμη στήριξής του ήταν οι εργάτες, το 30%, ενώ οι έμποροι και βιοτέχνες αποτελούν πια το 19%.
Κατά κάποιον τρόπο, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο σχήμα, το Εθνικό Μέτωπο κοινωνικά γίνεται ένα εργατικό κόμμα. Η εικόνα αυτή ενισχύεται κι από τη μεγάλη επιρροή του στους ανέργους, 38% των οπαδών του, σε σχέση με τις διάφορες κατηγορίες απασχολουμένων. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται έντονα σε εργατουπόλεις βόρεια του Παρισιού, όπως Montataire, Nogent-sur-Oise, Creil, με πάνω από 25% των ψηφοφόρων, ή ακόμα περισσότερο στα εργατικά διαμερίσματα της Μασσαλίας, 15ο και 16ο, με 32% των εκλογέων.
Οι εργάτες του 2002 δεν θυμίζουν πολύ την εργατική τάξη της μεταπολεμικής βιομηχανικής ανασυγκρότησης, της Διεθνούς, του Τορέζ, ακόμα και του Μαρσέ. Βιομηχανική παρακμή, ανεργία, ελαστικές μορφές εργασίας, ανταγωνισμός με τους μετανάστες, ανασφάλεια, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους διαμορφώνουν ένα κοινωνικό χώρο με χαμηλό ηθικό, με απώλεια της συνέχειας, ευάλωτο σε μια καταγγελτική δημαγωγία.
Η συμμετοχή του γαλλικού ΚΚ στις κυβερνητικές ευθύνες με τους σοσιαλιστές υπόσκαψαν περισσότερο μια επιρροή που είχε ήδη τραυματισθεί λόγω των εξελίξεων στο διεθνές και το γαλλικό κομμουνιστικό κίνημα. Οι λεκτικές διαφοροποιήσεις των Γάλλων κομμουνιστών, το χάσμα μεταξύ κομματικών λόγων και κυβερνητικών πράξεων, αντί να καθησυχάσει την παραδοσιακή εργατική του βάση, λειτούργησε ως σχιζοφρενιογόνο διπλό μήνυμα που επέτεινε τη σύγχυση και την απρόβλεπτη συμπεριφορά στις εργατικές συνοικίες.
Από πρωτοπορεία του αγώνα για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό σε θερμοκοιτίδα για το σύγχρονο αυγό του φασιστικού φιδιού; Το ερώτημα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο και πικρό, δυστυχώς όμως δεν είναι ούτε υποθετικό ούτε παραπλανητικό. Οι απαντήσεις είναι δύσκολες, όμως πρέπει να δοθούν. Και δεν αφορούν μόνο αυτό που ονομάζουμε, ή ονομάζαμε, εργατική τάξη, αλλά ευρύτερα λαϊκά στρώματα που αισθάνονται αποξενωμένα και θυματοποιημένα από τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό.
Όσο αναθεματισμένη κι αν είναι η ακροδεξιά, τα προβλήματα στα οποία προσφεύγει για να κτίσει τη δημαγωγία της είναι δυστυχώς πραγματικά και καυτά για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Πρώτα από όλα το θέμα της μετανάστευσης.
Στην Ελλάδα, λόγω της κοινωνικής της δομής, δεν έχουμε δει τόσο έντονη την πίεση του ανταγωνισμού για μια θέση στην αγορά εργασίας ανάμεσα σε γηγενείς και μετανάστες. Σε χώρες όπως η Γαλλία, μπορεί ορισμένες φορές να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις.
Η αριστερά δεν έχει καμία θέση στον συνασπισμό των δυνάμεων που προσπαθούν να οικοδομήσουν μια αστυνομοκρατούμενη Ευρώπη με τα δακτυλικά αποτυπώματα, τους φακέλους των ξένων, τις απελάσεις. Εμπνέεται πάντα από τις αρχές της αλληλεγγύης και του διεθνισμού.
Δεν έχει όμως κανένα λόγο να μην ανοίγει τα δικά της μέτωπα για το θέμα της μετανάστευσης. Ενάντια σε όλους εκείνους που, με την στρατιωτική, εξωτερική, οικονομική, εμπορική πολιτική τους, κάνουν τα Βαλκάνια, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής τεράστιες ζώνες κρίσης και κοινωνικής αποδιάρθρωσης, από όπου ξεκινούν τα τεράστια καραβάνια απελπισμένων προς τη γη της επαγγελίας. Ενάντια σε όσους, όπως δυστυχώς η Καθολική Εκκλησία, καθώς και οι μουσουλμανικές θρησκευτικές αρχές, πολεμούν λυσσαλέα τον έλεγχο των γεννήσεων, αδιαφορώντας για τις αυριανές στρατιές των μεταναστών, όπως και θυμάτων του AIDS.
Η δημοκρατική αλλαγή σε χώρες του Τρίτου Κόσμου με αντιδραστικά καθεστώτα, η διακοπή των εμφύλιων συρράξεων που λιπαίνουν τις βιομηχανίες όπλων της Δύσης, η αντιμετώπιση του χρέους των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, οι δίκαιες ρυθμίσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, είναι στόχοι που μπορούν να αποβλέπουν στην αναχαίτιση των μεγάλων μετακινήσεων πληθυσμού. Μπορούν να συμβάλουν στην παραμονή εκατομμυρίων οικογενειών στις εστίες τους, στο Κουρδιστάν, στο Αφγανιστάν, στην Αλγερία, στο Πακιστάν. Μπορούν να συνενώσουν σε μια συμμαχία Γάλλους και Μαγκρεμπίνους εργάτες, Σκανδιναβούς και Κούρδους, Έλληνες και Αλβανούς, αντί να σπέρνουν μίσος και ξενοφοβία όπως η ακροδεξιά.
Η αριστερά έχει να επιλέξει ανάμεσα στη συμμετοχή στα κυβερνητικά σχήματα του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού και της Νέας Παγκόσμιας Τάξης και στην προβολή μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής πολιτικής. Αν προσπαθήσει να κάνει και τα δύο, θα χάσει γρήγορα το υπόλοιπο της αξιοπιστίας της. Αν κάνει το πρώτο, απέναντι στα λαϊκά στρώματα θα έχει δικαιολογημένα τον ρόλο του κατηγορουμένου κι όχι του εισαγγελέα. Αν κάνει το δεύτερο, τίποτε βέβαια δεν θα γίνει αυτομάτως και εύκολα, θα έχει όμως δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να συναντήσει τις ανησυχίες και τις προσδοκίες μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, που τα έχουν εγκαταλείψει οι κυβερνήσεις συνασπισμού γύρω από τη σοσιαλδημοκρατία. Ας σκεφθούμε λίγο, χωρίς να ψάχνουμε πρότυπα προς μίμηση, τη ραγδαία άνοδο των δυο εξωκυβερνητικών αριστερών υποψηφίων στις γαλλικές προεδρικές εκλογές.
Ούτε η κριτική στην Ευρώπη των τραπεζών, ούτε στο ΝΑΤΟ του πολέμου στα Βαλκάνια, ούτε στις ΗΠΑ-αφεντικό του νέου κόσμου μας, θα πρέπει να δωριστούν στην ακροδεξιά. Η τελευταία τα εντάσσει σε μια δημαγωγική λογική που τελικά ενσωματώνεται ως εκδοχή του πολιτικού κατεστημένου – όπως πολύ καλά βλέπουμε στην περίπτωση του Χάιντερ στην Αυστρία, του Μπόσι στην Ιταλία και τώρα του κόμματος του Φορτάιν στην Ολλανδία.
Η αριστερά, μακριά από τις δημαγωγικές δαιμονοποιήσεις, με πολιτικούς όρους και τεκμηρίωση, με αυστηρότητα όμως, πάθος και επιμονή, μπορεί να εγγράψει την κριτική αυτή στη δική της εναλλακτική λογική που συναντιέται με τα μεγάλα επιφανειακά και υπόγεια ρεύματα αναζήτησης ενός δημοκρατικού οικουμενισμού απέναντι στην άγρια καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.
Και κάτι ακόμα. Μαζί με τα λαϊκά στρώματα, με τα οποία είχε συνδέσει την ίδια την ταυτότητά της από τη γαλλική επανάσταση μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, η αριστερά οφείλει να σταματήσει άμεσα να σνομπάρει και να υποτιμά αυτούς τους βαθειούς δεσμούς που συνδέουν τον καθένα με την πατρίδα, τον τόπο, την κοινότητα, τις ρίζες του. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το απόθεμα κύρους και γοητείας της αριστεράς συνδέεται και με τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στους εθνικούς αγώνες. Οι καιροί βέβαια αλλάζουν, χωρίς ρίζες όμως κανένα φυτό δεν μπορεί να σταθεί. Στην παριδοκαπηλεία της ακροδεξιάς δεν απαντά κανείς με ένα απρόσωπο, θολό, ομογενοποιημένο κοσμοπολιτισμό made in USA ή made in EU, που σωστά γίνεται αντιληπτός ως απειλητικός από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Αλλά με τη δημιουργική αναζήτηση, μέσα σε μια νέα οικουμενική πραγματικότητα, της ιδιαίτερης θέσης κάθε λαού, με τις αξίες του, την κουλτούρα του και τα όνειρά του.
*Ο Αλέκος Αλαβάνος είναι ευρωβουλευτής του Συνασπισμού.