του Μελέτη Μελετόπουλου
α. Η Ακροδεξιά στην Ευρώπη Από την αφετηρία των πολιτικών εξελίξεων του συγχρόνου κόσμου, τη Γαλλική Επανάσταση, γεννήθηκαν δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες: η αστική και η αντι-αστική. Η αστική εξέφραζε τις δυνάμεις που σταδιακά αποδόμησαν σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, επιστημονικό κλπ.) την προβιομηχανική κοινωνία και την εξετέλεσαν πολιτικά το 1789. Η αντι-αστική, αντιθέτως, ήταν η παράταξη εκείνη που θεώρησε κοινωνική και ηθική εκτροπή την κατάργηση της φεουδαρχίας και της απολυταρχίας και υπεραμύνθηκε της παραδοσιακής κοινωνικής συγκροτήσεως. Ο αστισμός προέβαλε την ιδέα της προόδου, της επιστήμης, του ορθού λόγου, της ισότητας, των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο αντι-αστισμός συσπειρώθηκε γύρω από τις έννοιες της παράδοσης, της ιεραρχίας, της θρησκείας. Ο αστισμός εξέφραζε ένα σύστημα αξιών στο οποίο το εμπόριο και το κέρδος αποτελούσαν παράγοντες κοινωνικής ανόδου και καταξίωσης. Για τον αντι-αστισμό, η κερδοσκοπία ήταν ηθικά απαράδεκτη και κοινωνικά κατώτερη, διότι κυρίαρχες αξίες γι’ αυτόν ήσαν η τιμή, η θυσία, η πίστη και η ανιδιοτέλεια.
Ιδεολογικοί εκπρόσωποι της αντίθεσης προς την αστική κοινωνία εμφανίσθηκαν αμέσως κιόλας μετά την Γαλλική Επανάσταση, κατ’ αρχήν στην Γαλλία, όπως ήταν αναμενόμενο: οι Louis de Bonald1 και Joseph de Maistre2 αποτελούν κατ’ εξοχήν παραδείγματα της αντεπαναστατικής σκέψης. Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, εμφανίσθηκαν πολλοί διανοούμενοι που κατήγγειλαν την διαμορφούμενη τότε αστική κοινωνία από συντηρητικές θέσεις. Η συντηρητική σκέψη, όμως, δεν διέθετε οργανική συνοχή και ομοιογένεια αρκετή, ώστε να απολήγει σε μία ολοκληρωμένη πολιτειακή και κοινωνική πρόταση. Στην ουσία, η καταγγελία της αστικής κοινωνίας και η νοσταλγία του ancien rιgime, της προ-επαναστατικής κοινωνίας, ήταν οι κύριοι άξονες. Άλλωστε, γρήγορα η αντίθεση προς την αστική κοινωνία έπαψε ν’ αποτελεί μονοπώλιο των οπαδών της «Αντίδρασης». Ουτοπικοί σοσιαλιστές, αναρχικοί, ρομαντικοί και, στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνος, η, συγκροτημένη κριτική, του Καρόλου Μαρξ δημιούργησαν ένα γενικευμένο μέτωπο αντίθεσης προς την ανισότητα, αστάθεια, πεζότητα και ηθική αθλιότητα του βιομηχανικού κόσμου και της αστικής τάξης που ηγείτο αυτού του κόσμου.
Αλλά και η Πραγματικότητα ήταν αδύνατον να αντιστραφεί. Ως γνωστόν, η τεχνολογία δεν απο-επινοείται. Οι νέοι τρόποι παραγωγής, ο ατμός, ο άνθρακας, οι ποικίλες εφευρέσεις, καθιστούσαν αδύνατη την επιστροφή στον μυθιστορηματικό κόσμο των ιπποτών, που ονειρεύονταν κατά βάθος οι συντηρητικοί και αντιδραστικοί. Ακόμη και η υποχώρηση στην γραμμή της υπεράσπισης του προ-αστικού ήθους ήταν προβληματική, γιατί η τεράστια ανάπτυξη του εμπορίου έθετε στο κέντρο της κοινωνίας την έννοια του κέρδους.
Η Παλινόρθωση του 1815, στην Γαλλία, δεν ανέστησε την χαμένη παλαιά κοινωνία, απεναντίας μετέβαλε τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της Μοναρχίας, προσδίδοντάς της αστικά χαρακτηριστικά. Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, η παλαιά αριστοκρατική τάξη υποχρεώθηκε να συμβιβασθεί, να συμμαχήσει, ακόμη και να αφομοιωθεί από το αστικό καθεστώς. Οι παλαιοί φεουδάρχες είχαν δυο επιλογές: να προσχωρήσουν στις αστικές μεθόδους, ώστε να διατηρήσουν την οικονομική τους ισχύ και άρα την πραγματική βάση της ταξικής τους υπεροχής ή να παραμείνουν προσκολλημένοι στην αγροτική τους βάση και να περιθωριοποιηθούν κοινωνικά. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Μαρξ ότι, στην Γερμανία και στην Αγγλία, ναι μεν οι παλαιοί φεουδάρχες διατήρησαν την ηγετική τους θέση στην πολιτική ζωή, το αντάλλαγμα όμως ήταν να υπηρετήσουν την βιομηχανική ανάπτυξη και την συγκρότηση της αστικής κοινωνίας.
Ο όρος “Δεξιά”, που εξέφρασε, την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, την παράταξη της Παλινόρθωσης, της Αντίδρασης και της Συντήρησης, έναν αιώνα αργότερα εξέφραζε ήδη την παράταξη του κεφαλαίου, του πλούτου και της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Την αντι-αστική παράταξη, υπό το πρίσμα της αντίθεσης προς τον Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση, εξέφραζε τώρα πια μια μικρή, περιθωριακή μερίδα διανοουμένων και αμετανόητων αριστοκρατών. Απ’ αυτήν προέκυψε κατ’ αρχάς η έννοια της Ακροδεξιάς.
Άρα, η αντίθεση Δεξιάς-Ακροδεξιάς είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι μπορεί κανείς να συναγάγει από τις επωνυμίες τους. Η Ακροδεξιά δεν προέκυψε από την Δεξιά ως η ακραία πτέρυγά της, αλλά εξέφραζε ένα κοινωνικό μοντέλο ριζικά αντίθετο και αλληλοαποκλειόμενο προς την αστική κοινωνία και τις αρχές της. Στο έργο του Maurice Barrθs (1862-1923)3, ο ρομαντικός εθνικισμός εμφανίζεται ως προσωπική περιπέτεια των ισχυρών προσωπικοτήτων και ως ατομική υπόθεση, γεγονός που δείχνει πόσο βαθιά η αστική κοινωνία είχε επηρεάσει τους ίδιους της τους αντιπάλους. Ο αντικοινοβουλευτισμός, ο αντισημιτισμός, ο μεσσιανισμός, ο μιλιταρισμός, αλλά και ο λαϊκισμός και ο σοσιαλισμός αποτελούν συστατικά στοιχεία της πολιτικής σκέψης του Barrθs. Υποστηρίζει την οδηγητική αξία του παρελθόντος για το παρόν, την υπακοή στα κελεύσματα «της γης και των νεκρών», την δικαίωση του ατόμου αποκλειστικά στο εθνικό πλαίσιο. Εξυμνεί την νεότητα, την ενέργεια και την περιπέτεια, απαξιώνει την πεζότητα του αστικού τρόπου ζωής, τους γραφειοκράτες που επιδιώκουν να σταδιοδρομήσουν και τους ανθρωπάκους που ονειρεύονται «θαλάσσια λουτρά, ένα πτυχίο για τον γιο τους και μια καλή προίκα για την κόρη τους». Θεωρεί ότι η πατρίδα του παρακμάζει, κινδυνεύει από εσωτερική φθορά και εξωτερικούς κίνδυνους και ζητά μια ανασυγκρότηση στην βάση μιας εθνικής παιδείας, των ενόπλων δυνάμεων και της εκκλησίας. Παρά ταύτα, ο Barrθs δέχεται ως τετελεσμένο γεγονός και αναπόσπαστο μέρος της γαλλικής ιστορίας την Επανάσταση του 1789 και υποστηρίζει την αβασίλευτη δημοκρατία. Όμως απαιτεί την αναγέννηση της αλληλεγγύης, μεταξύ των γενεών, την συνέχεια και την πίστη. Στο έργο του μαθητή του Barrθs, του Charles Maurras (1868-1952)4, τίθεται τo ερώτημα εάν το δημοκρατικό καθεστώς είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματική εξωτερική πολιτική, που αποτελεί τον σημαντικότερο τομέα της πολιτικής ζωής κάθε χώρας. Υπό την άποψη αυτή, το εθνικό μεγαλείο τού φαίνεται αντίθετο προς τους δημοκρατικούς θεσμούς, δεδομένου μάλιστα ότι η δημοκρατική Γαλλία έχει υποστεί αλλεπάλληλες ήττες στην εξωτερική της πολιτική.
Ο Maurras ήταν εθνικιστής σε τέτοιο βαθμό, ώστε θεωρούσε τον Γάλλο πρεσβευτή στην Πετρούπολη, Palιologue, μακρινό απόγονο των Παλαιολόγων, μέτοικο. Θεωρούσε δε απαράδεκτη την παρουσία ξένων μειονοτήτων στην Γαλλία. Τον κόσμο των επιχειρήσεων τον θεωρούσε ιδιοτελή. Ουδόλως συνέδεε τον οικονομικό ιμπεριαλισμό της Γαλλίας με το εθνικό της μεγαλείο, διότι μόνο κίνητρο των επιχειρήσεων ήταν το κέρδος.
Η γερμανική φιλοσοφία παρέσχε επίσης στοιχεία που συνέβαλαν στην οικοδόμηση της Ακροδεξιάς. Η λατρεία του Εγώ, που κήρυξε ο Stirner, η εξύμνηση της ωμής βίας και η δικαίωση της δύναμης στο έργο του Nietzche, ο δαρβινισμός και ο φυλετισμός, όπως ερμηνεύτηκαν από ορισμένους κύκλους πολιτικών και διανοουμένων, η γεωπολιτική θεωρία, όπως αξιοποιήθηκε από το γερμανικό γενικό επιτελείο για να δικαιώσει την έννοια του ζωτικού χώρου ως δικαίωμα της Γερμανίας, τροφοδότησαν πνευματικά και πολιτικά κινήματα στα όρια των αστικών κοινοβουλευτικών πολιτικών συστημάτων της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης (δηλαδή της βιομηχανικής Ευρώπης) των αρχών του Εικοστού Αιώνα. Ο Zeev Sternell, στο γνωστό έργο του Naissance de l’ idιologie fasciste5, αναζητά τις ρίζες της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς σε μία πλειάδα εντελώς αντιφατικών συστατικών, όπως στον επαναστατικό αναθεωρητισμό του Sorel, τον εθνικισμό, τον φουτουρισμό και άλλα κινήματα της Avant-garde καθώς και τον ιταλικό σοσιαλιστικό αναθεωρητισμό. Θεωρεί την φασιστική ιδεολογία προϊόν συνθέσεως του οργανικού εθνικισμού, της αντιματεριαλιστικής ερμηνείας του μαρξισμού, της άρνησης του ατομικισμού, φιλελεύθερου ή μαρξιστικού. Η πρωτο-φασιστική πολιτική κουλτούρα είναι, σύμφωνα με τον Sternell, προβιομηχανική, αντι-ατομικιστική, αντι-ορθολογική, αποσκοπεί στην οικοδόμηση μίας κοινωνίας στην οποία θα είναι οργανικά ενταγμένες όλες οι κοινωνικές ομάδες, που στα πλαίσια του αστικού συστήματος είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους.
Στην φάση αυτή, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά αποτελεί ένα συνονθύλευμα με δυσδιάκριτα όρια προς τους όμορους ή και τους αντίθετους πολιτικο-ιδεολογικούς χώρους. Αλληλοτέμνεται με τη σοσιαλιστική, τη μαρξιστική, εμπεριέχει ακόμη και στοιχεία από την αστική σκέψη. Το σημαντικότερο κοινό στοιχείο σ’ όλα αυτά πάντως είναι η αντίθεση προς τον αστικό τρόπο ζωής, τον θεωρούμενο ανέμπνευστο και ρηχό.
Η ίδια η κοινωνική εξέλιξη και τα διεθνή γεγονότα είναι εκείνα που θα μεταμορφώσουν τα νεφελώδη αυτά ιδεολογήματα σε πολιτικό κίνημα. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε τα εμπόλεμα κράτη στην ανάγκη του συνολικού σχεδιασμού των οικονομιών τους. Όλες οι οικονομικές δραστηριότητες ετέθησαν υπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων και των γενικών επιτελείων. Επεβλήθη αυστηρός έλεγχος της κοινής γνώμης. Δημιουργήθηκαν μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και εξουδετέρωσης του εσωτερικού εχθρού. Το μοντέλο αυτό, που υπήρξε η πρώτη μορφή ολοκληρωτικού κράτους, ενέπνευσε τα ακροδεξιά κινήματα που ανήλθαν στο πολιτικό σκηνικό μετά το τέλος του πολέμου. Οι πρωτόγνωρες εμπειρίες και οι ισχυρές συγκινήσεις του πολέμου και τα συνεπακόλουθα κινήματα των παλαιών πολεμιστών, η κρίση του καπιταλισμού και τα τρομακτικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν (ιδίως μετά την κρίση του 1929), η χρεωκοπία των αστικών κυβερνήσεων και ο κίνδυνος κατάληψης της εξουσίας από τα κομμουνιστικά κόμματα οδήγησαν μεγάλα τμήματα των μικροαστικών και αστικών τάξεων στην αγκάλη του εθνικοσοσιαλισμού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι επίσης μεγάλα τμήματα των κατεστραμμένων οικονομικά στρωμάτων και των εργατικών τάξεων προσχώρησαν μαζικά στον εθνικοσοσιαλισμό. Οπωσδήποτε, το κρίσιμο σημείο είναι η εκλογική επικράτηση του Χίτλερ το 1933, πιο πολύ απ’ ό,τι η άνοδος του Μουσολίνι στην εξουσία μία δεκαετία νωρίτερα. Και αυτό διότι η Γερμανία διέθετε τους μηχανισμούς εξαγωγής και επιβολής του ναζιστικού μοντέλου σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Τα χαρακτηριστικά των ακροδεξιών καθεστώτων του Μεσοπολέμου ήσαν ιδιόρρυθμα, διαφοροποιημένα κατά χώρες και σχετικοποιημένα από τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες. Στην Γερμανία, οργανώθηκε ένα κράτος με επίκεντρο την προσωπικότητα του ηγέτη, την απόλυτη ιδεολογική ομοιομορφία, την κοινωνική συνοχή, την υποχρεωτική ένταξη στο μοναδικό κόμμα, την πρόταξη του συνόλου έναντι του ατόμου. Τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του, ο Χίτλερ επέτυχε ορισμένα επιτεύγματα στην οικονομία, ανόρθωσε το αίσθημα αυτοπεποίθησης των Γερμανών και δημιούργησε κλίμα αισιοδοξίας. Όλοι ανεξαιρέτως οι βιογράφοι του συμφωνούν ότι διέθετε, αν και δικτάτωρ μετά την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού, την λαϊκή εμπιστοσύνη. Αλλά, επειδή η κατάκτηση ήταν θεμελιακό συστατικό της ναζιστικής σκέψης, αναπόφευκτα οδήγησε τον λαό του και τον κόσμο ολόκληρο στην κόλαση. Το ιταλικό μοντέλο βασιζόταν κι αυτό στο Fόhrerprinzip, στην αρχή του ηγεμόνα, ο οποίος οδηγεί τον εαυτό του και μαζί τον λαό του στο μεγαλείο. Αλλά τα παραληρήματα του Μουσολίνι έληξαν οικτρά στα ελληνικά βουνά. Όμως, σε εσωτερικό επίπεδο, ο ιταλικός φασισμός επέδειξε αξιοσημείωτες επιτυχίες στην διοίκηση και στην οικονομία, κατέστειλε την Μαφία και ενίσχυσε τα κατώτερα στρώματα. Οπωσδήποτε, η καταστολή των πολιτικών δυνάμεων –αστικών και αριστερών– υπήρξε βίαιη, και οι πολιτικές ελευθερίες εξαλείφθηκαν. Αξιοσημείωτο είναι ότι και ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι δεν κατήργησαν την οικονομία της αγοράς, απλώς ενέταξαν την αστική τάξη στις συνολικότερες σκοπιμότητες του μόνου κόμματος και της κυβερνητικής πολιτικής. Επίσης πρέπει να σημειωθεί η εκτεταμένη διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων. Η Hannah Arrendt, στο κλασικό της έργο “Οι ρίζες του Ολοκληρωτισμού” (1951) και στα άλλα της έργα6 επισημαίνει όχι μόνον τις ομοιότητες μεταξύ του ναζισμού και του σταλινισμού, αλλά και την πληβειακή καταγωγή των αξιωματούχων τόσο του εθνικοσοσιαλιστικού όσο και του σοβιετικού, κομμουνιστικού κόμματος. Οι ομοιότητες εξικνούνται έως το κεντρικής σημασίας ζήτημα της γενοκτονίας, στην οποία επιδόθηκαν τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Στάλιν (θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τον Μάο).
Στο μεσοπολεμικό σκηνικό της ανόδου της ακροδεξιάς θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τα δορυφορικά εθνικοσοσιαλιστικά κόμματα της Αυστρίας υπό τον Ντόλφους, της Νορβηγίας υπό τον Κουίσλινγκ, της Κροατίας υπό τον Πάβελιτς. Το ισπανικό καθεστώς του Φράνκο έχει σοβαρές διαφορές από τα προηγούμενα: προέκυψε από έναν αιματηρότατο εμφύλιο πόλεμο και το όραμά του ήταν παραδοσιακό, θεοκρατικό, προβιομηχανικό. Τήρησε τις αποστάσεις του από τον Χίτλερ και επιβίωσε απροσδόκητα έως το 1975, αντιθέτως από το πολεμοχαρές καθεστώς της Γερμανίας. Μία άλλη σημαντική διαφορά αποτελεί ο παγανισμός του Χίτλερ και η προσπάθεια αναβίωσης πρωτογερμανικών, τευτονικών στοιχείων, εν αντιθέσει προς την κυριαρχία των παραθρησκευτικών οργανώσεων στην φρανκική Ισπανία. Ενώ, στην Πορτογαλία, το καθεστώς του Σαλαζάρ χαρακτηριζόταν από μία αυταρχική μεν, τεχνοκρατική δε αντίληψη, καθώς και μία μεγαλύτερη έμφαση στον αστικό εκσυγχρονισμό.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι χώρες-κοιτίδες του φιλελευθερισμού, η Γαλλία και η Αγγλία, δεν υπέκυψαν στην σαγήνη της Ακροδεξιάς. Στην Αγγλία, η απήχηση ακραίων ιδεών προσδιόρισε μεμονωμένα πρόσωπα και άλλωστε η χώρα αυτή έδωσε –μαζί με την Ελλάδα– την σκληρότερη μάχη κατά του Άξονα.
Η Γαλλία, παρά την πλούσια ιδεολογική παράδοση σε ακροδεξιά κινήματα (πνευματικού κυρίως χαρακτήρα), δεν πέρασε το στάδιο του πρωτοφασισμού.
Η Action Franηaise και άλλα παρεμφερή κινήματα είχαν περιθωριακή πολιτική απήχηση. Το καθεστώς του Πεταίν έμοιαζε περισσότερο με αυτό του Φράνκο παρά με του Χίτλερ: ήταν παραδοσιακό, συντηρητικό, αντικομουνιστικό και αντισημιτικό λόγω της γερμανικής επικυριαρχίας και όχι εγγενώς.
Μετά το τέλος του Πολέμου, τα ακροδεξιά, εθνικοσοσιαλιστικά, φασιστικά κόμματα ετέθησαν υπό απαγόρευση. Οι αστικές τάξεις επανέκαμψαν στους φυσικούς τους εκπροσώπους, τα φιλελεύθερα, συντηρητικά, χριστιανοδημοκρατικά κλπ. κόμματα του κοινοβουλευτισμού. Οι κεντρώες και σοσιαλιστικές δυνάμεις ήταν αυτές που ανέλαβαν να εκφράσουν τα μεταρρυθμιστικά και ριζοσπαστικά αιτήματα των μη προνομιούχων τάξεων. Τα κομμουνιστικά κόμματα, ενισχυμένα από την συμμετοχή τους στην εθνική αντίσταση εναντίον των Γερμανών, ύψωσαν και πάλι την σημαία της κοινωνικής επανάστασης, χωρίς όμως πραγματικά να επιδιώκουν μία βίαιη ανατροπή και συμμετέχοντας στην κοινοβουλευτική ζωή. Η ακροδεξιά είχε ηττηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο, σε πολιτικό επίπεδο, σε ηθικό επίπεδο, σε ιδεολογικό επίπεδο. Το κυριότερο, κομβικό σημείο της περιθωριοποίησής της για τον επόμενο μισό αιώνα ήταν η σύνδεσή της με την έννοια του Ολοκαυτώματος. Το αίσχος αυτό απωθούσε σταθερά στο περιθώριο της κοινής γνώμης κάθε πολιτική κίνηση, έστω απλή ιδεολογική κίνηση, που διέθετε κάποια κοινά χαρακτηριστικά με την ιδεολογία των φορέων του Ολοκαυτώματος. Τα καθεστώτα του Φράνκο και του Σαλαζάρ υπέστησαν άλλωστε διεθνή απομόνωση και ανυποληψία στην κοινή γνώμη του δυτικού κόσμου.
Ο λεγόμενος “νεοναζισμός” ήταν για πολλές δεκαετίες ένα περιθωριακό φαινόμενο, εντοπισμένο αρχικά σε επιβιώσαντες ναζιστές μεγάλης ηλικίας και σε νέους που αναζητούσαν τρόπο νομιμοποίησης των βίαιων ενστίκτων τους και της τυφλής επιθετικότητάς τους, που δεν μπορούσαν να εκφράσουν με άλλον, πιο δημιουργικό, τρόπο. Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, άλλωστε, τα προβλήματα προς επίλυση ήταν πολλά, αλλά και η αισιοδοξία μεγάλη. Οι νέοι ήσαν απορροφημένοι από την δημιουργία του μέλλοντός τους. Τα αισθήματα αμφισβήτησης, επαναστατικής αλλαγής, ριζοσπαστικής κριτικής των νέων εξέφρασαν κινήματα τοποθετημένα στον ευρύτερο χώρο των αριστερών ιδεών, όπως ο Μάης του ’68, το κίνημα ειρήνης και η αντι-αποικιοκρατία. Η νεοναζιστική ακροδεξιά άρχιζε να λαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις όταν όλα αυτά τα ριζοσπαστικά κινήματα της αριστεράς κατέληξαν σε αδιέξοδο, εκφυλίστηκαν ή απορροφήθηκαν από το «σύστημα» το οποίο είχαν βιαίως καταγγείλει. Όταν τα κινήματα της αριστεράς έγιναν μέρος του συστήματος, δηλαδή μέτοχοι της πολιτικής και της νομικής εξουσίας, δημιουργήθηκε κενό, διότι εξέλιπαν οι μηχανισμοί και οι ασφαλιστικές δικλείδες που εξέφραζαν και εκτόνωναν την φυσιολογική επαναστατική και ανατρεπτική διάθεση των νέων. Και επειδή η φύση απεχθάνεται το κενό, ο νεοναζισμός και τα ποικίλα κινήματα της άκρας δεξιάς βρήκαν την ευκαιρία και το πρόσφορο έδαφος για να επανακάμψουν.
Υπήρξαν όμως και άλλοι παράγοντες ευνοϊκοί προς την άνοδο της ακροδεξιάς. Το 1989, ηττήθηκε ο “υπαρκτός σοσιαλισμός” ως εναλλακτικό μοντέλο έναντι του καπιταλισμού. Άρα το περισσότερο που μπορούσε να προτείνει πλέον η αριστερά ήταν μία “κοινωνικότερη” διαχείριση. Στην πραγματικότητα, τα διάφορα σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα είχαν πραγματοποιήσει, ήδη πριν το 1989, τον ιστορικό τους συμβιβασμό με τον καπιταλισμό, προκειμένου να συμμετάσχουν στην νομή της εξουσίας. Και καθώς δεν διέθεταν τις αστικές αναστολές, επέδειξαν μεγάλη ικανότητα στην εκμετάλλευση των κυβερνητικών προνομίων, αλλά μικρή ικανότητα στην διαχείριση. Το αποτέλεσμα ήταν η γρήγορη φθορά και η παταγώδης πτώση των περισσοτέρων “κεντροαριστερών” κυβερνήσεων (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Ολλανδία, Πορτογαλία κλπ.) και η άνοδος στο προσκήνιο μιας διττής Δεξιάς: της κλασικής κοινοβουλευτικής αστικής Δεξιάς και μιας νέας Ακροδεξιάς, της οποίας τον χαρακτήρα μένει να μελετήσουμε.
Ο δεύτερος μεγάλος παράγων ανόδου της Ακροδεξιάς είναι η μεγάλη κρίση του Καπιταλισμού.
Κρίση στασιμοπληθωριστική, με κυρίαρχο συστατικό την εκτεταμένη ανεργία, κρίση διαφθοράς, κρίση τεράστιας ταξικής ανισότητας και πόλωσης, κρίση επέκτασης της φτώχιας, κρίση ανάπτυξης, κρίση δημογραφική, κρίση μετανάστευσης, κρίση διάλυσης της κοινωνικής συνοχής, κρίση τρομακτικής αύξησης της εγκληματικότητας, κρίση οικολογική.
Την άνοδο της Ακροδεξιάς ευνοούν ειδικότερα δύο σημεία: η ανεργία και η εγκληματικότητα. Η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κοινωνιών μαστίζεται από παρόμοια φαινόμενα, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση. Η κοινή γνώμη κατά μέγα μέρος έχει πεισθεί ότι γι’ αυτά ευθύνονται οι μετανάστες από τις υπανάπτυκτες και λιμοκτονούσες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η ακροδεξιά σήμερα επενδύει σ’ αυτά. Ταυτόχρονα έχει κάνει τακτικές υποχωρήσεις: έχει αποκηρύξει επισήμως τα παλαιά ναζιστικά της είδωλα, έχει δεχτεί και συμμετέχει στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι, αποδέχεται την οικονομία της αγοράς καθώς και τους κανόνες της Δημοκρατίας. Κανείς φυσικά δεν γνωρίζει τον βαθμό κατά τον οποίο αυτά συνιστούν θεατρική πράξη σκοπιμότητας ή πραγματική εσωτερική αποδοχή της λειτουργίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών τον τελευταίο μισό αιώνα. Η είσοδος του Λεπέν στον δεύτερο γύρο και η δολοφονία του Φόρτουιν είχαν περισσότερο ψυχολογική παρά πραγματική σημασία. Ασφαλώς ο ψυχολογικός παράγων είναι σημαντικός. Αλλά μένει να διαπιστώσουμε εάν η Ακροδεξιά θα αποτελέσει το επόμενο “χαρτί” των ευρωπαϊκών κατεστημένων ή εάν θα παραμείνει πολιτική έκφραση της απογοήτευσης, της περιθωριοποίησης και της οργής των νέων απόκληρων της ευρωπαϊκής κρίσης.
β. Η ακροδεξιά στην Ελλάδα Όσοι προσπαθούν να εντοπίσουν στην πρόσφατη ελληνική ιστορία των πολιτικών ιδεών αναλογίες με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά υποπίπτουν σε κλασικό μεθοδολογικό σφάλμα: μεταφέρουν στην ιδιότυπη ελληνική κοινωνία σχήματα των εντελώς διαφορετικών ευρωπαϊκών συνθηκών.
Η ελληνική κοινωνία δεν πέρασε από τα διαδοχικά στάδια της ευρωπαϊκής κοινωνικής εξέλιξης (εκβιομηχάνιση και δημιουργία νεώτερης αστικής κοινωνίας και τον αντίστοιχο διαφωτισμό και νεωτερικότητα). Ως εκ τούτου, ούτε οι κοινωνικές ούτε οι πνευματικές της προϋποθέσεις ήταν δυνατόν να παραγάγουν αυτογενώς φασιστικά, εθνικιστικά κλπ. σχήματα που ανταποκρίνονται στην δυτική Ευρώπη σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Για παράδειγμα, αυτό που πολλοί αποκαλούν “ελληνικό εθνικισμό” παραπέμπει στην Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή σ’ ένα πολυεθνικό, οικουμενικό, πολιτιστικό όραμα, που καμιά δεν έχει σχέση με τον γαλλικό ή τον γερμανικό εθνικισμό. Ποιος μπορεί να χαρακτηρίσει εθνικιστή τον Ίωνα Δραγούμη, υπέρμαχο του κοινού των λαών της Ανατολής “ανατολικού ιδεώδους”, υποστηρικτή της ελεύθερης οικονομίας και θαυμαστή της ρωσικής επανάστασης; Το ίδιο θα απογοητευτεί όποιος επιχειρήσει να ανεύρει φασιστοειδή στοιχεία στην σκέψη άλλων Ελλήνων διανοουμένων. Μεγάλη προσπάθεια κατεβλήθη από συγκεκριμένους κύκλους να εμφανιστεί ο Κ. Καραβίδας ως υπέρμαχος του συντεχνιακού κράτους κλπ. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτόν παραποιήθηκαν ακόμη και κείμενα του Καραβίδα. Αντιθέτως, όμως, ο Καραβίδας, μεσούσης της μεταξικής δικτατορίας, κατήγγειλε δημοσίως (στο έργο του “Τα κοινοτικά δίκαια εις την βάσιν του Κράτους”, Αθήνα 1939) τις συντεχνιακές αντιλήψεις ως αντίθετες στις κοινωνικές μας παραδόσεις και γενικότερα τον φασισμό ως προϊόν καπιταλιστικών στρεβλώσεων που απουσιάζουν από την μη καπιταλιστική ελληνική κοινωνία.
Μόνον προϊόν απομίμησης και ιδεολογικής εισαγωγής από την Ευρώπη μπορούν να επισημανθούν κάποιες φασιστοειδείς (και όχι φασιστικές) αντιλήψεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Αλλά κι αυτές ασθενείς, χωρίς ευρύτερη απήχηση και νοθευμένες. Η «Εθνική Ένωσις Ελλάδος» στην Θεσσαλονίκη, υπό τον φιλοναζιστή δικηγόρο Γούλα, διαλύθηκε με την αποχώρηση των Γερμανών το 1944, δεν είχε την παραμικρή πολιτική επίδραση. Στην Αθήνα εμφανίσθηκαν την περίοδο 1935-1941 κάποιες ολιγομελείς, φιλοναζιστικές ομάδες μάλλον γελοίου και περιθωριακού χαρακτήρα όπως η “Παναθηναϊκή Ένωσις” του Ι. Βελισσαρόπουλου και άλλες, τις οποίες αξίζει να σημειωθεί δεν ενίσχυσε το καθεστώς Μεταξά. Κατά την Κατοχή, εμφανίσθηκε η ΕΣΠΟ την οποία διέλυσε με βομβιστική ενέργεια η ΠΕΑΝ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου (τον οποίον ανοήτως η Αριστερά κατηγορούσε ως φασιστή).
Το καθεστώς της τετάρτης Αυγούστου του στρατηγού Μεταξά είναι το μόνο στην Ελλάδα στο οποίο αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «φασιστικό». Η γερμανική στρατιωτική παιδεία του Μεταξά, οι αντικοινοβουλευτικές εγγραφές στο ημερολόγιό του, η προσπάθειά του να δημιουργήσει νεολαία, συντεχνιακές δομές στον εργατικό και στον αγροτικό χώρο, η κοινωνική του πολιτική και ο αντικομουνισμός του θεωρούνται ενδείξεις ικανές ώστε να του αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του φασιστή.
Και όμως, από την σκέψη και κυρίως την πράξη του Μεταξά απουσιάζουν δύο κεντρικής σημασίας συστατικά στοιχεία του μεσοπολεμικού φασισμού: ο προσανατολισμός προς τον Άξονα και την γερμανική επιρροή και ο αντισημιτισμός. Πράγματι, ο Μεταξάς υπήρξε, σ’ όλη του την ζωή, σαφώς προσανατολισμένος στη βρετανική πολιτική. Ακόμη και το 1915-17, πίσω από την “ουδετερότητα”, την επίσημη πολιτική του κωνσταντινικού καθεστώτος (εκ των εμπνευστών της οποίας ήταν ο Μεταξάς) κρυβόταν η αγγλική αντίρρηση στην είσοδο της Ελλάδος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: η Αγγλία ανησυχούσε για το ενδεχόμενο η είσοδος της χώρας μας στον πόλεμο να οδηγήσει στην δημιουργία μιας ελληνικής περιφερειακής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο που θα μείωνε την βρετανική επιρροή. Ο Εθνικός Διχασμός ήταν λοιπόν σύγκρουση επί ελληνικού εδάφους των ανταντικών με τα γερμανικά γεωπολιτικά συμφέροντα ή σύγκρουση μεταξύ Αγγλίας και της συμμάχου της –και ταυτόχρονα αντιπάλου της– Γαλλίας, που προωθούσε την ελληνική εμπλοκή μέσω του Βενιζέλου; Υπ’ αυτό το πρίσμα ο μυστικοσύμβουλος των Ανακτόρων Μεταξάς ήταν γερμανόφιλος ή αγγλόφιλος;
Ασφαλώς το δεύτερο. Τα πράγματα γίνονται σαφέστερα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γεώργιος Β΄, όργανο της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, επέβαλε τον άνευ πολιτικής επιρροής Μεταξά επί μια πενταετία στην πρωθυπουργία. Θα ήταν δυνατή αυτή η στήριξη, εάν υπήρχε η παραμικρή υπόνοια γερμανοφιλίας, και μάλιστα ενώπιον ενός νέου πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας; Και πράγματι, μέχρι λίγες μέρες πριν τον αιφνίδιο θάνατό του, ο Μεταξάς υπήρξε απολύτως ταυτισμένος με την βρετανική πολιτική.
Αλλά και στην εσωτερική του πολιτική ο Μεταξάς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φασιστής. Οι κυβερνήσεις του στελεχώνονται από αντιβενιζελικούς και βενιζελικούς παλαιοκομματικούς, αξιωματικούς, ανωτάτους δημοσίους υπαλλήλους και όχι κοινωνικά απόβλητους, όπως οι ευρωπαϊκές φασιστικές και ναζιστικές κυβερνήσεις. Τα στελέχη του Μεταξά ήταν, ως επί το πλείστον, αγγλόφιλοι αστοί. Στο καθεστώς του δεν βρήκαν θέση τα λιγοστά και περιθωριακά φασίζοντα στοιχεία. Η οικονομική πολιτική του Μεταξά υπήρξε κι αυτή φιλελεύθερη. Ευνόησε τις επιχειρήσεις και τις πολυεθνικές της εποχής, κι αν άσκησε σοβαρή κοινωνική πολιτική, αυτό οφείλεται στην ανάγκη του να δημιουργήσει κοινωνικό έρεισμα. Ο αντικομουνισμός του δεν ήταν πρωτοτυπία δική του: όλοι οι πολιτικοί ηγέτες του Μεσοπολέμου, ακόμη και οι μετριοπαθέστεροι (π.χ ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου), άσκησαν πολιτική σκληρής καταστολής του κομμουνιστικού κόμματος, που είχε πραγματική και όχι όπως σήμερα θεωρητική πρόθεση κοινωνικής επανάστασης. Αλλά ούτε εθνικιστής μπορεί να χαρακτηριστεί ο Μεταξάς· συνέχισε την ελληνοτουρκική φιλία των Βενιζέλου-Κεμάλ και την πολιτική βαλκανικής συνεργασίας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι πλήθος στελεχών του Μεταξά, μετά το τέλος της Τετάρτης Αυγούστου, διετέλεσαν Πρωθυπουργοί και Υπουργοί, και μάλιστα μετά την συντριβή του ναζισμού (Τσουδερός, Γεωργακόπουλος, Αποστολίδης κ.ά). Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον εάν το καθεστώς Μεταξά είχε την παραμικρή ταύτιση με τον εθνικοσοσιαλισμό.
Όσο για την “ΕΟΝ”, την νεολαία του Μεταξά, που χρησιμοποιείται ουσιαστικά ως το κυριότερο επιχείρημα υπέρ του φασιστικού χαρακτήρα του καθεστώτος του, θα ήταν σωστότερο να θεωρηθεί ως προσπάθεια δημιουργίας μακροπρόθεσμου ερείσματος στην ελληνική κοινωνία.
Το ζήτημα του αντισημιτισμού αποτελεί κομβικό στοιχείο του εθνικοσοσιαλισμού. Στην Ελλάδα δεν υφίσταται αντισημιτικό κίνημα. Προξενεί κατάπληξη η προσπάθεια ορισμένων δημοσιογράφων και ψευδο-διανοουμένων να εφεύρουν τέτοιου είδους καταστάσεις, προφανώς για να επαληθεύσουν τις δικές τους φαντασιώσεις και να κατασκευάσουν έναν φανταστικό εχθρό, ώστε να δικαιολογήσουν και την δική τους ύπαρξη. Τους διαψεύδουν κατηγορηματικά τα γεγονότα. Ενδεικτικά αναφέρω την επιστολή του κατοχικού πρωθυπουργού Ι. Ράλλη προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα Τζ. Άλτενμπουργκ, στην οποία ο διορισμένος από τους Γερμανούς Ράλλης απευθύνει έκκληση να μην εκτοπιστούν οι Εβραίοι της Παλαιάς Ελλάδος, τους οποίους χαρακτηρίζει “αείποτε νομοταγείς πολίτες”, πλήρως αφομοιωμένους στην τοπική γλώσσα και ιστορία, που “χειρίστηκαν με επιτυχία δύσκολες κρατικές υποθέσεις και αγωνίστηκαν με ευσυνειδησία για τα συμφέροντα της χώρας”. Σημειώνει μάλιστα ότι “η Ελληνική Εκκλησία πάντοτε παρείχε στην Ισραηλινή μειονότητα της Ελλάδος την προστασία της και ενέπνεε τον Ελληνικό λαό με το πνεύμα της ανεκτικότητας και της ανεξιθρησκείας»7. Παρόμοια επιστολή έστειλε ο Αρχιεπίσκοπος στους Γερμανούς8. Ας συμπληρωθεί τέλος η πάνδημη συμπαράσταση του ελληνικού λαού προς τους δοκιμαζόμενους Ελληνο-εβραίους. Αντισημιτισμός δεν εμφανίσθηκε στην ελληνική κοινωνία ούτε στον Μεσοπόλεμο, ούτε επί Τετάρτης Αυγούστου, ούτε επί Κατοχής, ούτε μεταπολεμικά. Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών δεν εμπεριείχε ίχνος αντισημιτισμού. Τα όποια ακροδεξιά κόμματα και κινήσεις του Μεταπολέμου δεν συμπεριέλαβαν στο πρόγραμμά τους ποτέ αντισημιτικές νύξεις. Πρόσφατα, ο προκαθήμενος της ελλαδικής εκκλησίας έλαβε μέρος σε τελετή μνήμης του ολοκαυτώματος και δήλωσε στους παριστάμενους “να είσθε υπερήφανοι που γεννηθήκατε Εβραίοι”.
Αυτό πού στην Ελλάδα αποκαλείται, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, “ακροδεξιά”, είναι το σύνολο των παρακρατικών αντικομουνιστικών μηχανισμών, που υπήρξαν απότοκα της βίας του Εμφυλίου Πολέμου και έδρασαν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής την περίοδο 1950-1967. Οι συνωμοτικές ομάδες στις Ένοπλες Δυνάμεις, που προετοίμασαν την εκτροπή του 1967, οι ποικίλες οργανώσεις τύπου “Καρφίτσα”, οι τραμπούκοι και οι χαφιέδες των συνοικιών στις πόλεις, οι καταδότες της Γενικής Ασφάλειας, οι συνωμότες αξιωματικοί δεν πρέπει να θεωρηθούν προϊόντα ιδεολογικών υποτίθεται ζυμώσεων, όσο μέτοχοι ή επίδοξοι μέτοχοι ή μικρομέτοχοι της μετεμφυλιακής εξουσίας της Δεξιάς. Οι πιο συστηματικοί απ’ αυτούς κατέλαβαν την εξουσία το 1967. Το καθεστώς τους όμως δεν είχε στόχο να εγκαθιδρύσει ένα ακροδεξιό πολιτικό σύστημα. Τους ενδιέφερε ένας ψευδο-κοινοβουλευτισμός ελεγχόμενος απ’ τούς ίδιους. Τους ενδιέφερε δηλαδή κυρίως η συμμετοχή τους και η διαιώνισή τους στην νομή της εξουσίας. Γι’ αυτό και η Χούντα δεν συνιστά ουσιαστική ρήξη με το καθεστώς που ανέτρεψε: στελέχη παρόμοια και τα ίδια μ’ αυτά που στελέχωναν τις προ-δικτατορικές κυβερνήσεις, φιλοδυτικός προσανατολισμός, φιλελεύθερη-πατερναλιστική οικονομική πολιτική9. Το οικτρό ναυάγιο της Κύπρου είναι αυτό που τους εξαφάνισε πολιτικά.
Μετά την Μεταπολίτευση, η Ακροδεξιά εμφανίζεται με διαφορετικά πρόσωπα, που συχνά συνεργάζονται ενώ άλλοτε λειτουργούν ανταγωνιστικά. Πρόκειται όμως πάντοτε για ζυμώσεις περιθωρίου.
Πιο συγκεκριμένα: μία ομάδα αποτελείται από νοσταλγούς της Δικτατορίας. Πρόκειται είτε για στελέχη της χούντας είτε για συμπαθούντες. Κεντρικός ιδεολογικός πυρήνας τους η αδιέξοδη νοσταλγία και το αίτημα αποφυλάκισης των πρωταιτίων. Δεύτερη ομάδα, οι φανατικοί φιλομοναρχικοί. Το μεγαλύτερο μέρος του 30% που έλαβε η Μοναρχία στο Δημοψήφισμα του 1974 απορροφήθηκε ήσυχα από το νέο πολιτικό σύστημα. Η υποστήριξη εξελίχθηκε σε κρυφή συμπάθεια χωρίς πολιτική σημασία. Ένα μέρος των πιο φανατικών φιλομοναρχικών βρήκε διέξοδο στην συνεργασία με τους νοσταλγούς της Δικτατορίας. Αυτή η συνεργασία (που στιγμιαία εκφράσθηκε στο 7% της “Εθνικής Παράταξης” το 1977 και στο 2,5 % της ΕΠΕΝ, για να εξαφανισθεί εκλογικά στην συνέχεια δια παντός) είχε σχιζοφρενικό χαρακτήρα, αφού η χούντα εξεδίωξε την μοναρχία το 1973 κακήν-κακώς. Άρα ο όρος χουντοβασιλικός είναι εξ ορισμού ανόητος. Παράλληλα με αυτές τις περιθωριακές κινήσεις, που ουδόλως μπορούν να εξομοιωθούν με αντίστοιχες δυτικοευρωπαϊκές, εμφανίσθηκαν κάποια, υποτίθεται νεοναζιστικά, γκρουπούσκουλα, με λίγες δεκάδες μελών. Αυτά επίσης είχαν σχιζοφρενικό χαρακτήρα, διότι καλλιεργούσαν ταυτόχρονα εθνικιστικές και φιλοναζιστικές αντιλήψεις. Πως όμως μπορούσαν να συνυπάρξουν αυτές οι αντιλήψεις αφού ο ναζισμός κατέλαβε και κατέστρεψε την Ελλάδα την περίοδο 1941-1944; Όποιος είναι εθνικιστής, δεν μπορεί να είναι φιλοναζιστής και αντίστροφα. Αυτά όλα δείχνουν και τον παιδαριώδη χαρακτήρα και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των λίγων δεκάδων μελών τέτοιων οργανώσεων. Πρόκειται περισσότερο για νέους, που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από περιθωριακούς καθοδηγητές με κίνητρα εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που κανείς μπορεί να φαντασθεί.
Τα κόμματα, στην ελληνική πολιτική σκηνή, ούτε ήταν ποτέ ούτε και είναι ταξικά. Διότι ακριβώς στην Ελλάδα δεν υφίσταται κοινωνική δομή δυτικοευρωπαϊκού τύπου, δεν υπάρχουν ταξικές πολιτικές δυνάμεις. Αντίθετα, οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις είχαν και έχουν όλες ανεξαιρέτως (μηδέ του ΕΑΜ εξαιρουμένου) πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα. Έτσι, μέσω του πελατειακού συστήματος, ενσωματώνονται στο πολιτικό σύστημα όλες οι τάσεις και διαχέονται σ’ όλα τα κόμματα. Το αποτέλεσμα είναι οι μεγάλες πολιτικές παρατάξεις να ενσωματώνουν ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα και να περιέχουν στις ίδιες ή σε διαφορετικές αναλογίες ακροδεξιά, συντηρητικά, μετριοπαθή, αριστερά και εξτρεμιστικά στοιχεία. Και αυτό συμβαίνει επειδή το κριτήριο της πολιτικής ένταξης στην Ελλάδα δεν είναι η ιδεολογία αλλά η προσωπική, πελατειακή σχέση δούναι και λαβείν μεταξύ ψηφοφόρου-πολιτευτού. Αυτή η σχέση συναλλαγής, θεμέλιο του πολιτικού μας συστήματος εδώ και διακόσια χρόνια, υπερβαίνει την ιδεολογική ταυτότητα, που παραμένει μία ατομική ιδιορρυθμία. Έτσι, η ακροδεξιά παραμένει πελατειακά εγκλωβισμένη στα μεγάλα κόμματα, διότι ο ακροδεξιός ψηφοφόρος γνωρίζει ότι μόνον η Νέα Δημοκρατία ή το ΠΑΣΟΚ μπορεί να διορίσει το παιδί του κι έτσι συμπαθεί, καταφάσκει, επευφημεί αλλά δεν ψηφίζει το εκάστοτε περιθωριακό ακροδεξιό κόμμα.
Δεν αποκλείεται το καταρρέον ΠΑΣΟΚ και οι μηχανισμοί που το στηρίζουν να επιχειρήσουν να επωφεληθούν της ευνοϊκής για την ακροδεξιά διεθνούς συγκυρίας και να κατασκευάσουν ένα ακροδεξιό κόμμα και στην Ελλάδα. Ίσως έτσι ελπίζουν πως θα δημιουργήσουν ευνοϊκές για την συνοχή του ΠΑΣΟΚ αντιδεξιές αντισυσπειρώσεις και ταυτόχρονα να αποσπάσουν έστω και λίγες ψήφους από την Νέα Δημοκρατία. Όμως ένα ακροδεξιό κόμμα πιθανότατα θα αποσπάσει ψήφους και από το ΠΑΣΟΚ. Το πιθανότερο είναι ότι ένα αμιγώς ακροδεξιό κόμμα θα παραμείνει στο περιθώριο. Αν επιχειρήσει να διαδραματίσει κάποιον, έστω και δευτερεύοντα ρόλο, στο πολιτικό σκηνικό, είναι βέβαιο ότι θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψει τα ακροδεξιά του χαρακτηριστικά και να υιοθετήσει έναν πελατειακό, πολυσυλλεκτικό και λαϊκιστικό χαρακτήρα. Αλλά τότε δεν θα πρόκειται πλέον περί ακροδεξιάς.