Αρχική » Το έπος της προσφυγιάς του ’22

Το έπος της προσφυγιάς του ’22

από Άρδην - Ρήξη

του Ν.Χ. Βικέτου

Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τις ανάγκες ομιλίας που εκφωνήθηκε στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς σε εκδήλωση που οργάνωσε, στις 29 Σεπτεμβρίου 2002, ο Σύνδεσμος Επιστημόνων Πειραιώς για τα 80 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Νίκος Βικέτος είναι Γενικός Γραμματέας της “Ένωσης Σμυρναίων”.

Η φωτιά που έκαψε τη Σμύρνη τον Σεπτέμβριο του 1922 ήταν η αρχή του τέλους της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μ. Ασίας, αυτού του διεθνούς εγκλήματος που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλικοί και το οποίο, ορισμένα όργανα της Άγκυρας και μερικοί “δικοί μας” νεοφανείς ιστορικοί, προσπαθούν στις μέρες μας να αμφισβητήσουν. Ανεξάρτητα από τις απόψεις τους, γεγονός παραμένει ότι μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και την Ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών το 1923, η Ελλάδα εξαντλημένη ηθικά, δημογραφικά και οικονομικά από ένα συνεχή δεκαετή πόλεμο, και με αποδιοργανωμένη την κρατική μηχανή, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει οξύτατο προσφυγικό πρόβλημα.

Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση του θέματός μας, κρίνουμε σκόπιμο να επεξηγήσουμε ότι πρόσφυγας θεωρείται το πρόσωπο που εξαναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο της μόνιμης εγκατάστασής του, προκειμένου να αποφύγει διωγμούς από την επίσημη εξουσία. Με αυτή την έννοια ομογενείς πρόσφυγες είχαμε στην Ελλάδα μετά την έναρξη της Επανάστασης του 1821, από το Αϊβαλί, τη Σμύρνη, την Πόλη, τη Χίο, τα Ψαρά και άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στον 20ό αιώνα και έως το 1920, στην Ελλάδα είχαν καταφύγει ομογενείς πρόσφυγες από τη Βουλγαρία (1913 και 1916), τη Σερβία (1913), τον Καύκασο (1913, 1919-1920), την Ανατολική Θράκη και τη Μ. Ασία κατά τη διάρκεια του Α΄ Διωγμού (1914-1918). Ωστόσο, τα κύματα των εξαθλιωμένων προσφύγων που ξεμπάρκαραν κατά χιλιάδες στα λιμάνια της Ελλάδας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν η οδυνηρή εμπειρία για τους κατοίκους αυτής της χώρας.

Η αποκατάσταση των προσφύγων

Το πρώτο μεγάλο κύμα των προσφύγων άρχισε να αποβιβάζεται στα νησιά του Αιγαίου, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη κυριολεκτικά “με την ψυχή στο στόμα”, αφού είδαν τη ζωή τους να απειλείται από το μαχαίρι του Τούρκου και τη φωτιά. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι άνθρωποι γέμισαν σχολεία, αποθήκες, εκκλησίες, θέατρα, κάθε δημόσιο χώρο που προσφερόταν για στέγαση.

Το δεύτερο μεγάλο κύμα έφτασε κάτω από ομαλότερες συνθήκες στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Σύμβασης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών (30 Ιανουαρίου 1923), μια πρωτοφανή νομική πράξη “κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού”1, την οποία οι Μικρασιάτες πρόσφυγες δεν αποδέχθηκαν ποτέ.

Πόσοι ήταν συνολικά οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα; Ακριβής προσδιορισμός τους δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Με την απογραφή του 1928 τους υπολόγισαν σε 1.069.957 ψυχές2. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που ήρθαν, έμειναν για ένα διάστημα, και ύστερα έφυγαν για άλλες χώρες (Κύπρο, Γαλλία, Αίγυπτο, Αμερική), ούτε εκείνοι από τη μεγαλοαστική τάξη που δεν απογράφτηκαν σαν πρόσφυγες, ούτε και όσοι πέθαναν από τις επιδημίες τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Αν λάβουμε υπόψη μας τις τελευταίες τρεις παραμέτρους, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο αριθμός των προσφύγων είναι μεγαλύτερος εκείνου που δίνουν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία.

Τις αρχικές ανάγκες αυτών των ανθρώπων, που στο μεγαλύτερο τους μέρος ήταν γυναικόπαιδα και γέροντες, αφού οι άνδρες είχαν φονευθεί ή είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι, προσπάθησε ν’ αντιμετωπίσει εκ των ενόντων το κράτος, συνεπικουρούμενο από ιδιωτικούς φορείς και διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Τα μέτρα όμως ήταν αποσπασματικά και ορισμένα από αυτά, όπως οι επιτάξεις των σπιτιών3, δημιούργησαν πρόσθετα προβλήματα. Έτσι το έργο της οριστικής αποκατάστασης ανέλαβε από τον Νοέμβριο του 1922 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων και λίγο αργότερα η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), ένας αυτόνομος οργανισμός, ο οποίος συστήθηκε για να διαχειριστεί το δάνειο των 12.300.000 λιρών που πήρε το ελληνικό κράτος από την Κοινωνία των Εθνών. Παρά τα παράπονα που διατυπώθηκαν, η ΕΑΠ πέτυχε να παρουσιάσει θετικότατο απολογισμό, ώστε η αποκατάσταση (αγροτική και αστική) να θεωρείται από πολλούς το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεο0ελληνικού κράτους από της συστάσεώς του4.

Η κοινωνική αφομοίωση

Η αποκατάσταση των προσφύγων μπορεί να προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς χάρις στην ΕΑΠ, δεν, συνέβη όμως το ίδιο και με την αφομοίωσή τους στις νέες τους πατρίδες, που αποδείχτηκε μια διαδικασία αρκετά δύσκολη και επώδυνη, καθώς δεν έλειψαν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των προσφύγων και οι αντιθέσεις τους με τους ντόπιους. Οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα, η ανάγκη να προστατευθούν οικονομικά συμφέροντα και προνόμια και τα πολιτικά πάθη συντήρησαν ένα κλίμα οξύτητας μεταξύ γηγενών και προσφύγων που κράτησε για χρόνια. Σχετικά με τα τελευταία αυτά, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος γράφει: “Το πολιτικό πάθος, οι κομματικοί φανατισμοί, έκαμαν μια μεγάλη μερίδα του Ελληνικού Λαού, που είχε από το 1915 διχασθεί, να μην αντικρίσει με συμπάθεια τους πρόσφυγες, όταν τα αδυσώπητα κύματα της Ιστορίας τους έριξαν επάνω στα βράχια της Ελλάδος. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω”5.

Οι πρόσφυγες, παρά τις μεταξύ τους διαφορές (κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές) διακρίνονταν πολιτικά από τους υπόλοιπους Ελλαδίτες. Είναι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τουλάχιστον μέχρι το 1930, προσηλωμένοι στη βενιζελική παράταξη6 και στηρίζουν με την ψήφο τους τις βενιζελογενείς κυβερνήσεις. Οι αστικής προέλευσης πρόσφυγες, ιδίως εκείνοι από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη (πάνω από το 50% του προσφυγικού πληθυσμού), είναι φορείς μιας υψηλού επιπέδου παιδείας, γνωρίζουν ξένες γλώσσες, έχουν κοσμοπολίτικο πνεύμα, κατέχουν τους κανόνες του εμπορικού ανταγωνισμού. Οι αγροτικής προέλευσης είναι πολύ πιο έμπειροι και ανοιχτοί σε νέου τύπου μεθόδους καλλιέργειας που ως τότε ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα.

Οι ξεριζωμένοι Έλληνες της Ανατολής αντιμετώπισαν την αποστροφή, τη λοιδορία, την επιθετικότητα, που εκφράστηκε όχι μόνο με τα λεκτικά συνθήματα (“κάψτε τις παράγκες”, “κάψτε τους προσφυγικούς συνοικισμούς”) αλλά και με συγκεκριμένες πράξεις βίας, τον αποκλεισμό από διάφορες μορφές συμμετοχής, την αμφισβήτηση του πατριωτισμού και της ηθικής τους. Ο Γεώργιος Βλάχος, ο εγκυρότερος αρθρογράφος του αντιβενιζελισμού, συνιστούσε στο Λαϊκό Κόμμα να μην συμπεριλάβει στους συνδυασμούς του πρόσφυγες υποψηφίους “Γιατί δεν είναι Έλληνες” και έγραφε: “θα μου πείτε: Μα είναι ομόαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Όταν αποκτήσουν συνείδηση πολιτική και θέληση πολιτών ελευθέρων (πράγμα το οποίον δεν θα συμβεί ποτέ), τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι”7.

Αρκετοί από τους πρόσφυγες του ’22, για να ξεφύγουν από τον κοινωνικό αποκλεισμό, αναγκάστηκαν να απαλείψουν από τα επίθετά τους το πρόθεμα “καρά -” ή την κατάληξη “- ογλού”.

Δεν τα αναφέρουμε αυτά για να αναζωπυρώσουμε εκδικητικά πάθη, ούτε για να καλλιεργήσουμε τάσεις ρεβανσισμού, αλλά δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε γεγονότα που έχουν καταγραφεί από την ιστορία, τη στιγμή μάλιστα που παρόμοια φαινόμενα αντιπροσφυγικού ρατσισμού κατά καιρούς επαναλαμβάνονται.

Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τον γυμνασιάρχη στο Ρέθυμνο που από τον ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης ισχυριζόταν ότι τα ναρκωτικά στην Ελλάδα τα έφεραν οι πρόσφυγες, ενώ είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως χρήστες ναρκωτικών υπήρχαν στην Ελλάδα πολύ πριν έρθουν στη χώρα οι πρόσφυγες του 1922.

Ή τον καθηγητή της Χημείας στη Νέα Αρτάκη της Εύβοιας, που μέσα στην τάξη επαναλάμβανε τη θεωρία για την παστρικιά Μικρασιάτισσα γυναίκα, όταν ήταν γνωστό ότι το επίθετο αυτό είχε καταστεί στην αντιπροσφυγική διάλεκτο συνώνυμο της πόρνης.

Ή τον θεωρητικό της 4ης Αυγούστου στην Ελλάδα, ο οποίος στην εβδομαδιαία εκπομπή του από το “ΤΕLΕ CIΤΥ” συκοφαντούσε συστηματικά τους Έλληνες της Μ. Ασίας ότι δεν στρατεύθηκαν για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της πατρίδας τους, χωρίς να μπει στον κόπο να αναφέρει τίποτα για τους Μικρασιάτες εθελοντές που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία, όπως και παλαιότερα κατά την Επανάσταση του 1821 και στους Βαλκανικούς πολέμους.

Η συμβολή των προσφύγων

Ο ερχομός των προσφύγων έλυσε μια για πάντα το εθνολογικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στον ευαίσθητο βορειοελλαδικό χώρο και συνέβαλε στην αμυντική θωράκιση των βορείων συνόρων της χώρας. Και αυτό το επίτευγμα ήταν ασφαλώς “το πιο ουσιαστικό αντιστάθμισμα της καταστροφής”.

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες συνέβαλαν στην αγροτική μεταρρύθμιση, δίνοντας ίδαίτερη ώθηση σε ορισμένους κλάδους της γεωργίας, όπως η αμπελουργία, η σηροτροφία, η ροδοκαλλιέργεια, η καπνοκαλλιέργεια, η ελαιοκομία, η καλλιέργεια των λαχανικών και στην εντυπωσιακή αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Την ίδια ώρα επήλθαν αλλαγές και στον άλλο κλάδο της αγροτικής παραγωγής: στον κτηνοτροφικό με την εκτροφή βοοειδών και μοσχαριών που δεν συνηθιζόταν μέχρι τότε.

Άνθρωποι δραστήριοι, ευφυείς και ικανοί, οι πρόσφυγες έδωσαν νέα πνοή σε σημαντικούς τομείς της εθνικής οικονομίας, στο εμπόριο, στη βιοτεχνία, στη βιομηχανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Νέα Ιωνία (Αττικής) στην οποία οι μεγάλοι βιομηχανικοί κλάδοι της ταπητουργίας, της βαμβακουργίας, της εριουργίας και της μεταξουργίας βρέθηκαν στα χέρια των Μικρασιατών προσφύγων8.

Ορισμένοι πρόσφυγες, που είχαν μεταφέρει εγκαίρως τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα ή σε ξένες τράπεζες, και κάποιοι άλλοι που έφτασαν στην Ελλάδα μετά την Ανταλλαγή, επενδύσανε σε διάφορους αναπτυξιακούς τομείς τις οικονομίες τους που διέσωσαν φεύγοντας από την πατρίδα τους. Επιπροσθέτως, οι πρόσφυγες αποτελούσαν φθηνή εργατική δύναμη που διοχετεύθηκε στην αγορά εργασίας και ευνόησε πρωτίστως τη βιομηχανική παραγωγή.

Φορείς φιλελευθέρων αντιλήψεων και πολιτιστικών αξιών, οι πρόσφυγες του 1922 ανέδειξαν πλήθος σημαντικών προσωπικοτήτων σε όλους τους τομείς της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, της οικονομίας, της δημοσιογραφίας, του αθλητισμού και πρωτοστάτησαν στην εδραίωση του συνεταιριστικού και του εργατικού κινήματος. Ο περιορισμένος χώρος του περιοδικού δεν μας επιτρέπει να αναφέρουμε ονομαστικά τους διακριθέντες. Περιοριζόμεθα να σημειώσουμε το όνομα του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη και του μεγαλοεφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση σαν τα πιο γνωστά παραδείγματα επιφανών Μικρασιατών που κατέστησαν διεθνώς γνωστή τη χώρα μας.

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες διατήρησαν στενό το δεσμό τους με την Ορθοδοξία και με τη βοήθεια των συλλόγων τους κράτησαν ζωντανή τη λαϊκή τους παράδοση9. Οι παράγκες και τα προσφυγικά σπίτια, μερικά από τα οποία διασώζονται και σήμερα, ανάμεσα στους όγκους του τσιμέντου, διακρίνονταν για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη τους, τα ζωηρά τους χρώματα και τις ανθοστολισμένες με βασιλικούς, μπικόνιες, γαρουφαλιές και γιασεμιά αυλές και προσόψεις των σπιτιών τους. Στην αυλή και στο δρόμο αναπτύσσεται η κοινωνικότητα της γειτονιάς, μια καινοτομία που εισήγαγαν στον ελλαδικό χώρο οι πρόσφυγες, και το βράδυ, μετά τον κάματο της σκληρής βιοπάλης, η ζωή κυλά ανάμεσα στο κουσελάκι, στο ούζο, τους σμυρνέϊκους μεζέδες, το χορό και το τραγούδι.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, που από τη μεριά της μάνας του κατάγεται από τον Τσεσμέ της Μ. Ασίας, όταν το 1991 τον τίμησε η Ένωση Σμυρναίων, αποκάλυψε πως το προσφυγικό σπίτι των γονιών του στη Χίο ήταν το πρώτο του σχολείο στη μουσική, καθώς άκουγε τις γυναίκες από το σόι του να ψέλνουν βυζαντινούς ύμνους και να τραγουδούν σμυρνέικα τραγούδια.

Αδικαίωτος ο αγώνας τους

Ο επικός αγώνας των Μικρασιατών προσφύγων και η συμβολή τους στην ανάπτυξη της χώρας έχει καταγραφεί και αναγνωριστεί επίσημα πλέον και κατά τρόπο αναντίρρητο. Αν αισθανθήκαμε την ανάγκη να επαναλάβουμε κάποια πράγματα, είναι γιατί πιστεύουμε πως, στους σημερινούς καιρούς της παγκοσμιοποίησης και της νέας “επικοινωνιακής” λογικής που καλλιεργεί η τηλεόραση, είναι ανάγκη να θυμόμαστε, αν θέλουμε να συνεχίσει το έθνος μας την ιστορική του πορεία και αν θέλουμε να αντλήσουμε διδάγματα από το παρελθόν μας. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν έχει συμβεί.

80 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο αντιπροσφυγικός ρατσισμός συνεχίζεται αυτή τη φορά απέναντι στους αδελφούς μας Ποντίους από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

80 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν υπάρχει επίσημη πολιτική για το προσφυγικό και πολλοί πρόσφυγες εξακολουθούν να είναι ακόμα αναποκατάστατοι.

80 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, παριστάμεθα μάρτυρες της καταλήστευσης των τελευταίων υπολοίπων της Ανταλλάξιμης Περιουσίας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πελατειακές σχέσεις και πολιτικά ρουσφέτια..

80 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και δεν έχει στηθεί πουθενά στην Ελλάδα, με πρωτοβουλία του κράτους, ούτε ένα μνημείο για να θυμίζει στις νεότερες γενιές το μεγαλείο του αγώνα των Μικρασιατών Ελλήνων, ούτε ένα μουσείο για να στεγάσει τα λογής ενθυμήματα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες, ούτε ένα επιστημονικό ίδρυμα που να ασχοληθεί με τη συλλογή, τη μελέτη και την αξιοποίηση του σχετικού ιστορικού υλικού.

Πώς 80 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή να θεωρούμε δικαιωμένο τον αγώνα τους;

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ