Αρχική » Η καρατόμηση της Ελληνικής κοινωνίας από το Εθνικό κράτος

Η καρατόμηση της Ελληνικής κοινωνίας από το Εθνικό κράτος

από Άρδην - Ρήξη

του Νεοκλή Σαρρή

Ο Douglas Dakin, δια­τυ­πώ­νο­ντας τα συ­μπε­ρά­σμα­τα στα ο­ποί­α κα­τα­λή­γει στο γνω­στό και α­δια­φι­λο­νί­κη­του κύ­ρους έρ­γου του “Η Ε­νο­ποί­η­ση της Ελ­λά­δος 1773-1923”, προ­βαί­νει σε μια σύ­γκρι­ση με την α­ντί­στοι­χη ι­στο­ρι­κή έκ­βα­ση της ε­νο­ποί­η­σης της Ι­τα­λί­ας. Η πα­ραλ­λη­λί­α και σύ­γκρι­ση δεν εί­ναι κα­θό­λου τυ­χαί­α, δε­δο­μέ­νου ό­τι εί­ναι δή­λη η κε­ντρι­κή ι­δέ­α που κα­θο­δη­γεί τη σκέ­ψη του. Οι δύ­ο ε­θνό­τη­τες, η Ι­τα­λι­κή και η Ελ­λη­νι­κή, εμ­φα­νί­ζουν κοι­νά ή ι­σο­δύ­να­μα στοι­χεί­α ι­στο­ρι­κής, ό­σο και γε­ω­πο­λι­τι­κής και πο­λι­τι­στι­κής δυ­να­μι­κής. Ί­σως, τη σκέ­ψη του συγ­γρα­φέ­α κα­θο­δη­γεί η προ­βο­λή στη σύγ­χρο­νη ε­πο­χή της δι­χο­το­μί­ας του Ρω­μα­ϊ­κού κρά­τους σε Δυ­τι­κό και Α­να­το­λι­κό.
Α­πό την α­νά­γνω­ση και μό­νο του κει­μέ­νου προ­κύ­πτει ό­τι συ­γκρί­νει ι­σο­δύ­να­μα με­γέ­θη. Και η πρώ­τη του πα­ρα­τή­ρη­ση α­να­φέ­ρε­ται στο ό­τι, «ε­νώ η Ρώ­μη πέ­ρα­σε σχε­τι­κά εύ­κο­λα στους Ι­τα­λούς ε­θνι­κι­στές, η νέ­α Ρώ­μη, η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, δεν έ­πε­σε πο­τέ στα χέ­ρια των Ελ­λή­νων. Ί­σως οι Έλ­λη­νες να εί­χαν δύ­ο φο­ρές την ευ­και­ρί­α να κα­τα­λά­βουν την Ιε­ρή Πό­λη τους: πρώ­τη φο­ρά, τον Ιού­λιο του 1922, και τη δεύ­τε­ρη φο­ρά, τον Μά­ιο του 1923. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις φά­νη­καν δι­στα­κτι­κοί»1. Η δι­στα­κτι­κό­τη­τα αυ­τή που κα­λύ­πτε­ται α­πό ό­λο το φά­σμα των Ελ­λή­νων ι­στο­ρι­κών α­πο­κα­λύ­πτει τη δο­μι­κή α­νε­πάρ­κεια του σύγ­χρο­νου ελ­λη­νι­κού κρά­τους σε σχέ­ση προς τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α και τις δυ­νά­μεις της.
Η Ελ­λά­δα γεν­νή­θη­κε ως έ­να προ­τε­κτο­ρά­το των “Με­γά­λων Δυ­νά­μων’, ε­κεί­νων που α­πο­κλή­θη­καν και “ευερ­γέ­τι­δες”. Και πα­ρα­μέ­νει προ­τε­κτο­ρά­το, του­λά­χι­στον στη συ­νεί­δη­ση ε­κεί­νων που κα­τά και­ρούς κυ­βέρ­νη­σαν και ε­κεί­νων που φι­λο­δο­ξούν να την κυ­βερ­νή­σουν, υ­πό την έν­νοια της ρι­ζω­μέ­νης βα­θιά πί­στης ό­τι, πριν ε­ξα­σφα­λί­σει κα­νείς την λα­ϊ­κή υ­πο­στή­ρι­ξη, θα πρέ­πει να έ­χει ε­ξα­σφα­λί­σει το χρί­σμα α­πό ξέ­να κέ­ντρα που έ­χουν θέ­σει “υ­πό την προ­στα­σί­α τους” την Ελ­λά­δα.
Η Ελ­λά­δα, ό­ταν ι­δρύ­θη­κε ως κρά­τος, δεν κά­λυ­πτε πα­ρά έ­να μι­κρό τμή­μα της (νέ­ο) ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας. Το πό­σο έ­ντε­χνο ή­ταν το κρα­τι­κό αυ­τό μόρ­φω­μα φαί­νε­ται και α­πό το γε­γο­νός ό­τι η κοι­νω­νί­α α­να­πτυσ­σό­ταν αυ­τό­νο­μα, μη (α­να)γνω­ρί­ζο­ντας τα ε­κά­στο­τε ε­πί­ση­μα σύ­νο­ρα: οι δια­κι­νή­σεις των ελ­λη­νι­κών πλη­θυ­σμών γίνονταν α­νε­ξάρ­τη­τα και πέ­ραν της με­θο­ρί­ου που χα­ρασ­σό­ταν α­πό σχε­τι­κές διε­θνείς συν­θή­κες.
Το γε­γο­νός ό­τι ο ρω­μαί­ι­κος πλη­θυ­σμός της στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, κα­τά την α­να­κή­ρυ­ξη της α­νε­ξαρ­τη­σί­ας, ή­ταν δε­κα­πε­ντα­πλά­σιος α­πό τον πλη­θυ­σμό της Α­θή­νας εί­ναι έ­να σο­βα­ρό ε­πι­χεί­ρη­μα, το ο­ποί­ο ε­νι­σχύ­ε­ται α­πό το ό­τι ο πλη­θυ­σμός αυ­τός αύ­ξα­νε δυ­σα­νά­λο­γα προς την αύ­ξη­ση του πλη­θυ­σμού της Α­θή­νας. Τον Ο­κτώ­βριο του  1922, λί­γες μέ­ρες με­τά την κα­τα­στρο­φή της Σμύρ­νης, ό­πως κα­τα­γρά­φε­ται στα πρα­κτι­κά της Συν­διά­σκε­ψης για την Ει­ρή­νη της Λο­ζάν­νης, σε έ­να ε­κα­τομ­μύ­ριο πε­ρί­που πλη­θυ­σμό οι 400.000 ή­ταν Έλ­λη­νες2, δη­λα­δή πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό ό­,τι συ­γκέ­ντρω­νε την ε­πο­χή ε­κεί­νη η Α­θή­να.
Η Ελ­λά­δα, πα­ρό­τι με την ί­δρυ­σή της προ­κά­λε­σε μια βα­θύ­τα­τη πα­ρέμ­βα­ση στην ορ­γά­νω­ση της (νέ­ο)ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, τό­σο ε­ντός της δι­κής της ε­πι­κρά­τειας, ό­σο και στην ε­κτός αυ­τής ρω­μιο­σύ­νη (δη­λα­δή το τμή­μα ε­κεί­νο που δια­βιού­σε ε­ντός των κόλ­πων της πο­λυε­θνι­κής Ο­σμα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας), δεν μπό­ρε­σε να α­να­κό­ψει τις κοι­νω­νι­κές και οι­κο­νο­μι­κές διερ­γα­σί­ες στο σύ­νο­λο της γε­ω­πο­λι­τι­κής πε­ριο­χής στην ο­ποί­α οι Έλ­λη­νες, α­νε­ξάρ­τη­τα που δια­βιού­σαν, συ­νέ­χι­ζαν την πο­ρεί­α του κοι­νω­νι­κού των εκ­συγ­χρο­νι­σμού.
Με την έκ­φρα­ση “κοι­νω­νι­κός εκ­συγ­χρο­νι­σμός” εν­νο­εί­ται η με­τά­βα­ση της κοι­νω­νί­ας α­πό το πα­ρα­δο­σια­κό της μόρ­φω­μα στον τύ­πο της τε­χνο­κρα­τού­με­νης κοι­νω­νίας δια­μέ­σου της δια­μόρ­φω­σης α­στι­κής και στη συ­νέ­χεια ερ­γα­τι­κής τά­ξης. Μια πα­ρό­μοια πα­ρέμ­βα­ση του Ελ­λη­νι­κού κρά­τους για τις πε­ριο­χές στις ο­ποί­ες ε­κτει­νό­ταν το ί­διο υ­πήρ­ξε και για α­ντι­κει­με­νι­κούς λό­γους πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Έ­τσι, α­νά­πτυ­ξη α­στι­κής τά­ξης (με την ε­πι­στη­μο­νι­κή ση­μα­σί­α της λέ­ξης) δεν ση­μειώ­θη­κε σε υ­πο­λο­γί­σι­μη κλί­μα­κα. Οι πε­ρι­πτώ­σεις της Σύ­ρας (με την οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή συ­γκρό­τη­ση που ορ­γά­νω­σαν οι  πρό­σφυ­γες Χιώ­τες) και της Πά­τρας εί­ναι οι πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές. Πα­ράλ­λη­λα, το Ελ­λη­νι­κό κρά­τος, δια­μέ­σου των Ι­δε­ο­λο­γι­κών του Μη­χα­νι­σμών, ε­πε­ξερ­γά­στη­κε τα πλαί­σια της ταυ­τό­τη­τας ό­χι μό­νο των δι­κών του «πο­λι­τών» αλ­λά και της ρω­μιο­σύ­νης. Συ­να­κό­λου­θη υ­πήρ­ξε η δια­μόρ­φω­ση μιας τά­ξης γρα­φειο­κρα­τών, στην ο­ποί­α υ­πά­γο­νται και οι έ­νο­πλες δυ­νά­μεις, με δά­νεια α­στι­κή συ­νεί­δη­ση.
Ω­στό­σο, προ­κει­μέ­νου να α­ντι­λη­φθεί κα­νείς το μέ­γε­θος της ε­ξέ­λι­ξης που εί­χε ο ελ­λη­νι­σμός (υ­πό τη μορ­φή της “ρω­μιο­σύ­νης”) υ­πό τη σκέ­πη του Ο­σμα­νι­κού κρά­τους, θα πρέ­πει να λά­βου­με υπό­ψη μας ό­τι το 1914 (δη­λα­δή με­τά δύ­ο του­λά­χι­στον χρό­νια σκλη­ρών διωγ­μών α­πό το νε­ο­τουρ­κι­κό κα­θε­στώς), η ει­κό­να της βιο­μη­χα­νί­ας στο σύ­νο­λο της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας εμ­φά­νι­ζε την α­κό­λου­θη ει­κό­να α­πό πλευ­ράς κε­φα­λαί­ου και ερ­γα­σί­ας3.
Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη τα με­γέ­θη της Ελ­λά­δας και της Ο­σμα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας το 1914, η α­νά­γνω­ση του πί­να­κα α­φή­νει να εν­νο­η­θεί ό­τι, την ί­δια ε­πο­χή, η ελ­λη­νι­κή α­στι­κή τά­ξη ε­κτει­νό­ταν ε­κτός του ελ­λη­νι­κού κρά­τους (έ­στω και δι­πλά­σιου σε έ­κτα­ση α­πό ε­κεί­νο που εί­χε κα­τά την ί­δρυ­σή του). Το ί­διο μπο­ρεί κα­νείς να συ­μπε­ρά­νει και για την ερ­γα­τι­κή τά­ξη. Η ει­κό­να ό­μως εί­ναι α­τε­λής, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι χρι­στια­νι­κοί πλη­θυ­σμοί εί­χαν κά­τω α­πό τον έ­λεγ­χό τους τις ει­σα­γω­γές και τις ε­ξα­γω­γές, αλ­λά και το τρα­πε­ζι­τι­κό κε­φά­λαιο κα­τά τα τέσ­σε­ρα πέ­μπτα. Αυ­τό το συσ­σω­ρευ­μέ­νο τρα­πε­ζι­τι­κό κε­φά­λαιο σε με­γά­λο πο­σο­στό δεν εί­χε ε­πεν­δυ­θεί στη βιο­μη­χα­νί­α, αλ­λά κι­νού­νταν μέ­σα στα πλαί­σια της οι­κο­νο­μί­ας της χώ­ρας, με το­κο­γλυ­φι­κούς ό­ρους. Ε­πει­δή μά­λι­στα δεν εί­χε κα­μιά ε­μπι­στο­σύ­νη στο δε­σπο­τι­κό κα­θε­στώς, α­νέ­με­νε εύ­κρα­τες πο­λι­τι­κές συν­θή­κες προ­κει­μέ­νου να ε­πεν­δυ­θεί. Αυ­τός εί­ναι και ο ου­σια­στι­κός λό­γος για τον ο­ποί­ο η ρω­μιο­σύ­νη στο σύ­νο­λό της, με πρώ­τους τους α­στούς και ι­διαί­τε­ρα ε­κεί­νους που διέ­θε­ταν κε­φά­λαια, βρή­καν στο πρό­σω­πο του Ε­λευ­θέ­ριου Βε­νι­ζέ­λου τον άν­θρω­πο που μπο­ρού­σε, ε­πω­φε­λού­με­νος α­πό τις διε­θνείς συ­γκυ­ρί­ες, να δώ­σει την ευ­και­ρί­α προ­κει­μέ­νου να πραγ­μα­τω­θεί η «α­νά­στα­ση του Γέ­νους».
Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση η «α­νά­στα­ση» ή­ταν ταυ­τό­ση­μη προς τη φά­ση της οι­κο­νο­μι­κής α­πο­γεί­ω­σης. Φρο­νώ ό­τι έ­νας πρό­σθε­τος λό­γος για τον ο­ποί­ο ο Dakin προ­βαί­νει σε σύ­γκρι­ση της Ι­τα­λί­ας με την Ελ­λά­δα εί­ναι αυ­τός. Ε­πη­ρε­α­σμέ­νος προ­φα­νώς α­πό τους ο­ρα­μα­τι­σμούς του Λλό­υ­ντ Τζώρ­τζ, κα­τά τους ο­ποί­ους η Ελ­λά­δα προ­ο­ρι­ζό­ταν για μια δύ­να­μη στην πε­ριο­χή ι­σό­τι­μη με την Ι­τα­λί­α, ο συγ­γρα­φέ­ας υ­πο­γραμ­μί­ζει την α­ντι­πα­λό­τη­τα Α­θη­νών/Κων­στα­ντι­νού­πο­λης α­πό μια άλ­λη πλευ­ρά που έ­χει ά­με­ση σχέ­ση με το ό­λο θέ­μα. Η α­ντι­πα­λό­τη­τα συν­δέ­ε­ται με τις α­ντι­κει­με­νι­κές α­δυ­να­μί­ες που α­ντι­με­τώ­πι­ζε μια ε­πε­κτα­τι­κή πο­λι­τι­κή της Α­θή­νας, αλ­λά και με τη μη δυ­να­τό­τη­τα με­τε­ξέ­λι­ξης του Ο­σμα­νι­κού δε­σπο­τι­σμού στον ο­ποί­ο η ρω­μιο­σύ­νη πα­ρέ­με­νε δέ­σμια ε­νός θε­ο­κρα­τι­κού κα­θε­στώ­τος που α­φο­ρού­σε την ί­δια. Α­να­φέ­ρο­μαι στο Πα­τριαρ­χεί­ο Κων­στα­ντι­νού­πο­λης το ο­ποί­ο εί­χε ε­πω­μι­στεί την πο­λι­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση ε­νώ­πιον της Πύ­λης των «ρω­μαί­ων ορ­θο­δό­ξων χρι­στια­νών». Εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρον το γε­γο­νός ό­τι το Κόμ­μα Έ­νω­ση και Πρό­ο­δος των νε­ό­τουρ­κων ε­πί­ση­μα δι­καιο­λο­γού­σε τον ε­αυ­τό του ως το α­νά­λο­γο του Πα­τριαρ­χεί­ου για το «τουρ­κι­κό έ­θνος».
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εί­χαν πε­τύ­χει τον κοι­νω­νι­κό εκ­συγ­χρο­νι­σμό τους οι χρι­στια­νι­κοί πλη­θυ­σμοί (και ό­χι οι μη μου­σουλ­μά­νοι γε­νι­κώς, δε­δο­μέ­νου ό­τι οι ε­βραί­οι εί­χαν κα­θυ­στε­ρή­σει εμ­φα­νώς) με τη μορ­φή του «εκ­δυ­τι­κι­σμού» (west­erni­zation) , ή α­πλώς του «ε­ξευ­ρω­πα­ϊ­σμού». Πρα­κτι­κά αυ­τό σή­μαι­νε βαθ­μιαί­α ε­γκα­τά­λει­ψη του πα­ρα­δο­σια­κού μορ­φώ­μα­τος της κοι­νω­νί­ας και υ­ιο­θέ­τη­ση του τε­χνο­κα­τι­κού μορ­φώ­μα­τος, στο ο­ποί­ο ο τρι­το­γε­νής το­μέ­ας αυ­ξά­νε­ται σε βά­ρος του πρω­το­γε­νούς, με α­πο­τέ­λε­σμα τη γε­νί­κευ­ση της εκ­παί­δευ­σης. Έ­τσι ερ­μη­νεύ­ε­ται και η έ­κρη­ξη που ση­μειώ­θη­κε τέ­λος 19ου και αρ­χές 20ού αιώ­να στην εκ­παί­δευ­ση του ελ­λη­νι­σμού της καθ’ η­μάς Α­να­το­λής.
Έ­τσι, το 1895, σ ό­λη την έ­κτα­ση της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, υ­πήρ­χαν 33.469 μου­σουλ­μά­νοι μα­θη­τές που φοι­τού­σαν σε 426 γυ­μνά­σια. Τον ί­διο χρό­νο οι μη μου­σουλ­μά­νοι μα­θη­τές (στην πλειο­νό­τη­τα Έλ­λη­νες) ή­ταν 76.359 που φοι­τού­σαν σε 687 σχο­λεί­α δευ­τε­ρο­βάθ­μιας εκ­παί­δευ­σης. Ε­κτός αυ­τού λει­τουρ­γού­σαν 76 ξέ­να σχο­λεί­α με 6.557 μα­θη­τές που και αυ­τοί ή­ταν μη μου­σουλ­μά­νοι. Υ­πήρ­χαν ό­μως και 8.247 μα­θη­τές των στρα­τιω­τι­κών γυ­μνα­σί­ων που ή­ταν μου­σουλ­μά­νοι. Συ­νο­λι­κά δη­λα­δή, στη δευ­τε­ρο­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση υ­πήρ­χαν 41.716 μου­σουλ­μά­νοι μα­θη­τές έ­να­ντι 82.916 μη μου­σουλ­μά­νων. Δη­λα­δή οι δεύ­τε­ροι ή­ταν δι­πλά­σιοι των πρώ­των. Αν ό­μως λά­βου­με υ­πό­ψη μας ό­τι, με βά­ση τις ε­πί­ση­μες α­πο­γρα­φές, σε ό­λη την έ­κτα­ση του Ο­σμα­νι­κού κρά­τους το 1897 υ­πήρ­χαν 14.212.000 μου­σουλ­μά­νοι έ­να­ντι 4.838.000 μη μου­σουλ­μά­νων, η πα­ρα­πά­νω α­να­λο­γί­α γί­νε­ται έ­νας προς έ­ξι4.
Η βά­ση ό­μως του εκ­συγ­χρο­νι­σμού ή­ταν ο ρό­λος που α­νέ­λα­βαν στην οι­κο­νο­μί­α της χώ­ρας. Και αυ­τό διότι οι κρα­τού­σες δυ­νά­μεις της ο­σμα­νι­κής στρα­το­γρα­φειο­κρα­τί­ας ε­λά­χι­στα εν­δια­φέρονταν για την οι­κο­νο­μί­α (ό­πως δεν εν­δια­φε­ρό­ταν και για την κοι­νω­νί­α), αλ­λά συ­γκέ­ντρω­ναν την προ­σο­χή τους στα δη­μό­σια οι­κο­νο­μι­κά (δη­λα­δή την ά­ντλη­ση πό­ρων για τις δα­πά­νες του κρά­τους, το μέ­γι­στο των ο­ποί­ων α­φιε­ρω­νό­ταν σε στρα­τιω­τι­κούς ή πο­λε­μι­κούς σκο­πούς). Και αυ­τούς τους πό­ρους ε­ξα­σφά­λι­ζαν κα­τά βά­ση οι μη μου­σουλ­μά­νοι μέ­σω της εμ­φα­νούς ή α­φα­νούς φο­ρο­λο­γί­ας. Πο­λύ αρ­γά δια­πί­στω­σαν πως το κρα­τι­κό μόρ­φω­μα που θα έ­πρε­πε να ε­φαρ­μό­σουν, προ­κει­μέ­νου να “ε­ξευ­ρω­πα­ϊ­σθεί” η χώ­ρα τους, η ε­ξου­σί­α πη­γά­ζει α­πό την οι­κο­νο­μί­α και κατ’ ε­πέ­κτα­ση α­πό την κοι­νω­νί­α.
Στην ί­δια ευ­θεί­α οι χρι­στια­νι­κές ε­θνό­τη­τες ή­ταν ε­πό­με­νο, εφ’ ό­σον κα­τεί­χαν τα σκή­πτρα στην οι­κο­νο­μί­α, να ζη­τή­σουν ου­σια­στι­κό με­ρί­διο στην ά­σκη­ση της πο­λι­τι­κής ε­ξου­σί­ας. Σύντομα δια­πιστώθη ό­τι κά­τι πα­ρό­μοιο δεν ή­ταν ε­φι­κτό – η διά­λυ­ση των φα­ντα­σιώ­σε­ων ή­ταν πο­λύ σύ­ντο­μη, κρά­τη­σε τρεις πε­ρί­που μή­νες, α­πό τον Αύ­γου­στο μέ­χρι τον Ο­κτώ­βριο του 1908, ό­σο α­κό­μη διαρ­κού­σε η πο­μπω­δώς δια­κη­ρυ­χθεί­σα ι­σο­νο­μί­α και δι­καιο­κρα­τί­α που ε­παγ­γέλονταν με την πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κή ε­πα­να­φο­ρά του Συ­ντάγ­μα­τος του 1876 οι νε­ό­τουρ­κοι, κά­τω α­πό το ψευ­δε­πί­γρα­φο τρί­πτυ­χο «δι­καιο­σύτ­νη, ι­σό­τη­τα, α­δελ­φο­σύ­νη» (adalet, musavat, uhuvet). Το ι­δα­νι­κό των νε­τούρ­κων καθίσταται πλέον απροκάλυπτα η συ­γκρό­τη­ση ε­νός κοι­νο­βου­λί­ου δί­χως τις λοι­πές ε­θνό­τη­τες και κυ­ρί­ως την ελ­λη­νι­κή. Ου­σια­στι­κά η ε­θνο­κά­θαρ­ση προ­σλαμ­βά­νει πο­λι­τι­κή μορ­φή πριν ε­ξε­λι­χθεί σε γε­νο­κτο­νί­α:
Ο θε­ω­ρη­τι­κός της νε­ο­τουρ­κι­κής ι­δε­ο­λο­γί­ας (του λε­γό­με­νου “τουρ­κι­σμού”) Ζι­γιά Γκιο­κάλ­π, στο ποί­η­μά του “Πα­τρί­δα” ο­ρα­μα­τί­ζε­ται μια Τουρ­κί­α στην ο­ποί­α:
Στο κά­θε ά­το­μο έ­να θα  εί­ναι το ι­δα­νι­κό, η γλώσ­σα, τα  έ­θι­μα, η θρη­σκεί­α θα εί­ναι έ­να…
Οι βου­λευ­τές της θα εί­ναι κα­θα­ροί, κι’  οι Μπού­σιοι δεν έ­χουν λό­γο…
Ο Γε­ώρ­γιος Μπού­σιος υ­πήρ­ξε βου­λευ­τής Σερ­βί­ων στην Ο­θω­μα­νι­κή Βου­λή και μα­χη­τι­κός υ­πέρ­μα­χος των δι­καί­ων των ρω­μιών συ­μπα­τριω­τών του. Ο α­πο­κλει­σμός, λοι­πόν, των μη Τούρ­κων α­πό το κοι­νο­βού­λιο και γε­νι­κά α­πό τον πο­λι­τι­κό βί­ο ή­ταν το ζη­τού­με­νο (το ο­ποί­ο πραγ­μα­το­ποί­η­σε σε υ­περ­θε­τι­κό βαθ­μό ο Μου­στα­φά Κε­μάλ, με τα συ­νέ­δρια Σε­βά­στειας και Ερ­ζου­ρού­μης το 1919 και με τη συ­γκρό­τη­ση της “Με­γά­λης Τουρ­κι­κής Ε­θνο­συ­νέ­λευ­σης” το 1920. Η πρα­κτι­κή δεν ή­ταν και­νο­φα­νής, για­τί οι Έλ­λη­νες και οι μη μου­σουλ­μά­νοι, γε­νι­κώς, μό­νο δια­κο­σμη­τι­κό ή βο­η­θη­τι­κό ρό­λο έ­παι­ζαν στο ο­σμα­νι­κό σύ­στη­μα, τε­λού­ντες πά­ντα σε υ­πο­τέ­λεια.
Άλ­λω­στε, έ­να α­πό τα ά­με­σα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της δη­μιουρ­γί­ας του  Ελ­λη­νι­κού κρά­τους σε έ­να τμή­μα μό­νο α­πό τις πε­ριο­χές στις ο­ποί­ες κα­τοι­κού­σαν οι ελ­λη­νι­κοί πλη­θυ­σμοί, εί­χε ως α­πο­τέ­λε­σμα, ό­σοι πε­ρι­λαμ­βάνονταν στο ο­σμα­νι­κό κρά­τος, ε­πει­δή δεν μπο­ρού­σαν να έ­χουν την αί­σθη­ση πο­λι­τι­κής συμ­με­το­χής, να ζουν και να α­να­πνέ­ουν με δά­νειους πο­λι­τι­κούς πνεύ­μο­νες. Ο έ­νας ή­ταν, ό­πως α­να­φέρ­θη­κε, το Πα­τριαρ­χεί­ο, ο δεύ­τε­ρος το Ελ­λη­νι­κό κρά­τος. Τε­λι­κά αμ­φό­τε­ροι οι “πνεύ­μο­νες” υ­πέ­στη­σαν “πνευ­μο­θώ­ρα­κα” και ο ελ­λη­νι­σμός της καθ’ η­μάς Α­να­το­λής την α­πο­κα­λού­με­νη «Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή». Η στε­ρού­με­νη τουρ­κι­κή στρα­το­γρα­φειο­κρα­τί­α, ο­λο­κλή­ρω­σε  την ε­θνο­κά­θαρ­ση των χρι­στια­νι­κών πλη­θυ­σμών κά­τω α­πό την ψευ­δε­πί­γρα­φη ο­νο­μα­σί­α της «α­να­γκα­στι­κής α­νταλ­λα­γής» (πρώ­τα εκ­διώ­χθη­καν βί­αια και με­τά κα­λύ­φθη­κε α­πό τις σχε­τι­κές δια­τά­ξεις της Συν­θή­κης της Λο­ζάν­νης). Ε­θνο­κά­θαρ­ση α­νά­μι­χτη με γε­νο­κτο­νί­α ( για τους Αρ­με­νί­ους δεν υ­πάρ­χει ού­τε το α­πα­τη­λό άλ­λο­θι της “α­νταλ­λα­γής”). Και έ­χο­ντας τη στρα­τιω­τι­κή/ πο­λι­τι­κή ι­σχύ, υ­πο­κα­τέ­στη­σε τους εκ­διω­χθέ­ντες στην Οι­κο­νο­μία, λε­η­λα­τώ­ντας τις ε­πι­χει­ρή­σεις και τον πλού­το τους.
Με τα πα­ρα­πά­νω δε­δο­μέ­να θα πρέ­πει να α­ξιο­λο­γή­σει κα­νείς τα α­κό­λου­θα, ε­πα­κό­λου­θα της α­πο­κα­λού­με­νης «Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής»:
Πρώ­τον: Συ­γκλί­νου­σες οι α­πό­ψεις Ελ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­της ι­δε­ο­λο­γί­ας φέ­ρουν ως «πε­ρι­πέ­τεια» κα­τα­δι­κα­σμέ­νη α­πό την αρ­χή, την προ­θυ­μί­α με την ο­ποί­α η Ελ­λά­δα εί­χε α­να­δε­χτεί την ε­ντο­λή των συμ­μά­χων, με­τά το πέ­ρας του Πρώ­του Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, να προ­α­σπί­σει τους ο­μο­γε­νείς της που εί­χαν δει­νο­πα­θή­σει και ε­ξα­κο­λου­θού­σαν να δει­νο­πα­θούν α­πό τα α­πο­μει­νά­ρια των ε­γκλη­μα­τιών πο­λέ­μου του “Έ­νω­ση και Πρό­ο­δος”. Προ­θυ­μί­α που έ­φτα­νε μέ­χρι του ση­μεί­ου να κα­τα­στεί­λει την “α­νταρ­σί­α του Κε­μάλ” προ­κει­μέ­νου να ε­φαρ­μο­στούν οι δια­τά­ξεις της Συν­θή­κης των Σε­βρών. Ό­λες οι υ­πάρ­χου­σες ει­δή­σεις που α­να­φέ­ρο­νται στο α­ντί­πα­λο στρα­τό­πε­δο, και εί­ναι στη διά­θε­ση των ε­ρευ­νη­τών στις μέ­ρες μας, συ­νη­γο­ρούν ό­τι η ε­πι­τυ­χί­α ή­ταν πλέ­ον ή βέ­βαι­η, στην πε­ρί­πτω­ση που θα υ­πήρ­χε μια έλ­λο­γη και νου­νε­χής η­γε­σί­α του πο­λι­τι­κού κό­σμου στο σύ­νο­λό του.
Δεύ­τε­ρον: Η δε­σπό­ζου­σα ι­δε­ο­λο­γί­α στην Ελ­λά­δα α­ξιο­λό­γη­σε α­πό την αρ­χή μο­νο­διά­στα­τα τη Μι­κρα­σια­τι­κή εκ­στρα­τεί­α και την ήτ­τα. Η α­ρι­στε­ρά α­να­φέρ­θη­κε και α­να­φέ­ρε­ται σε «ι­μπε­ρια­λι­στι­κή» ε­πι­χεί­ρη­ση, η δε­ξιά σε α­να­ζή­τη­ση «α­ποι­κιών». Η Ελ­λά­δα των δύ­ο η­πεί­ρων και των πέ­ντε θα­λασ­σών, α­κό­μη και α­πό με­τριο­πα­θείς συγ­γρα­φείς θε­ω­ρεί­ται ως η κο­ρω­νί­δα του ελ­λη­νι­κού ε­θνι­κι­στι­κού τυ­χο­διω­κτι­σμού, λη­σμο­νώ­ντας ό­τι, σε πο­σο­στά, με τη Συν­θή­κη των Σε­βρών κα­το­χυ­ρω­νό­ταν στην Ελ­λά­δα (Α­να­το­λι­κή Θρά­κη και πε­ριο­χή της Ιω­νί­ας) το 4,8% των ε­δα­φών της ση­με­ρι­νής Τουρ­κί­ας, ε­νώ σε πο­σο­στό του πλη­θυ­σμού οι Έλ­λη­νες συ­γκέ­ντρω­ναν, με τους τουρ­κι­κούς υ­πο­λο­γι­σμούς, το 16 % του συ­νο­λι­κού. (Έ­χο­ντας υπ’ ό­ψη τις προ­τά­σεις του Γε­νι­κού Γραμ­μα­τέ­α του Ο­Η­Ε για την ε­πί­λυ­ση του Κυ­πρια­κού, οι προ­νο­μί­ες που α­πο­κτά το 18 % του πλη­θυ­σμού της Με­γα­λο­νή­σου και σε ε­δα­φι­κή έ­κτα­ση και σε έ­λεγ­χο του πε­ρί­ερ­γου κρα­τι­κού μορ­φώ­μα­τος που προ­τεί­νε­ται, οι διεκ­δι­κή­σεις της Ελ­λά­δας το 1920 φα­ντά­ζουν ως α­στεί­ες. Ω­στό­σο κα­νείς απ’ αυ­τούς που κα­τη­γο­ρεί ως “ι­μπε­ρια­λι­στι­κή” τη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία δεν σκέ­πτε­ται να χα­ρα­κτη­ρί­σει πα­ρό­μοια την προ­τει­νό­με­νη λύ­ση στην Κύ­προ).
Α­ντι­κει­με­νι­κά ε­ξε­τα­ζό­με­νη, η έ­κτα­ση δεν υ­περ­βαί­νει το 14 % της ση­με­ρι­νής έ­κτα­σης της Ελ­λά­δας. Ω­στό­σο ή­ταν α­κρι­βώς ε­κεί­νο το μι­κρό τμή­μα που έ­κρι­νε στη γε­ω­πο­λι­τι­κή και γε­ω­στρα­τη­γι­κή ζυ­γα­ριά την Ελ­λά­δα ως μια χώ­ρα ι­κα­νή να α­πο­βάλει το σύν­δρο­μο της ε­ξαρ­τη­μέ­νης χώ­ρας, και α­πο­κτώ­ντας αυ­το­πε­ποί­θη­ση, να α­πο­τι­νά­ξει τη μεμ­ψι­μοι­ρί­α που συ­νε­πά­γε­ται η “προ­στα­σί­α” των ξέ­νων δυ­νά­με­ων.
Τρί­τον: Η υ­πο­χρε­ω­τι­κή και με βί­αιο τρό­πο με­τα­φο­ρά στην Ελ­λά­δα των ελ­λη­νι­κών πλη­θυ­σμών εί­χε ως α­πο­τέ­λε­σμα πε­ρισ­σό­τε­ρο να αλ­λά­ξει ο ε­κλο­γι­κός χάρ­της της χώ­ρας και λι­γό­τε­ρο η πλη­θυ­σμια­κή ή ε­θνο­λο­γι­κή σύν­θε­ση. Η ε­γκα­τά­στα­ση των προ­σφύ­γων συ­νή­θως α­κο­λού­θη­σε τη κομ­μα­τι­κή λο­γι­κή, εφ’ ό­σον στην μέ­γι­στή τους πλειο­ψη­φί­α ή­ταν προσ­δε­μέ­νοι στο άρ­μα του Βε­νι­ζε­λι­σμού. Αυ­τό φαί­νε­ται κα­τά κύ­ριο λό­γο με τους συ­νοι­κι­σμούς που ι­δρύ­θη­καν στην Α­θή­να και Θεσ­σα­λο­νί­κη, αλ­λά και σε άλ­λες πό­λεις. Πα­ράλ­λη­λα, εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ό­τι η ε­γκα­τά­στα­ση των προ­σφύ­γων συ­νο­δεύ­τη­κε και α­πό την ου­σια­στι­κή διά­λυ­ση συ­μπα­γών ε­θνι­κο­το­πι­κών κοι­νο­τή­των, ό­πως η δι­χο­το­μί­α μι­κρα­σια­τι­κών χω­ριών και η α­πο­στο­λή του κα­θε­νός τμή­μα­τος σε δια­φο­ρε­τι­κό ση­μεί­ο της ε­πι­κρά­τειας, με δή­λο ή λαν­θά­νο­ντα σκο­πό την α­πώ­λεια της ει­δι­κής ταυ­τό­τη­τας και της δυ­να­τό­τη­τας που θα εί­χε στην τε­λι­κή δια­μόρ­φω­ση της συ­νο­λι­κής ε­θνι­κής ταυ­τό­τη­τας. Ου­σια­στι­κά ε­πρό­κει­το για το έ­να τρί­το του συ­νο­λι­κού πλη­θυ­σμού, το ο­ποί­ο κυ­ριο­λε­κτι­κά έ­μει­νε ε­κτός των πο­λι­τι­κών και κοι­νω­νι­κών δρώ­με­νων, λει­τουρ­γώ­ντας μό­νο ως ου­ρα­γός. Ο Γε­ώρ­γιος Μπού­σιος, τον ο­ποί­ο ή­θε­λε να α­πο­βάλ­ει α­πό την Ο­θω­μα­νι­κή Βου­λή ο Ζι­γιά Γκιο­κάλ­π, τε­λι­κά έ­μει­νε ε­κτός του ελ­λη­νι­κού κοι­νο­βου­λί­ου ή α­πέ­τυ­χε στην πο­λι­τι­κή.
Τέ­ταρ­τον: Το τι­μο­λό­γιο της πε­ρι­λά­λη­της “ελ­λη­νο­τουρ­κι­κής φι­λί­ας” του 1930 κα­τέ­βα­λαν κυ­ριο­λε­κτι­κά οι πρό­σφυ­γες. Και αυ­τό εφ’ ό­σον το κύ­ριο σκέ­λος της συμ­φω­νί­ας τό­τε α­να­φε­ρό­ταν στον δια­κα­νο­νι­σμό των α­πο­ζη­μιώ­σε­ων για τις ε­γκα­τα­λει­φθεί­σες α­πό τους πρό­σφυ­γες πε­ριου­σί­ες, ό­πως προ­έ­βλε­πε η Συν­θή­κη της Λο­ζάν­νης. Ε­νώ η Ελ­λά­δα σε μέ­γι­στο βαθ­μό εί­χε κα­τα­βά­λει τις α­πο­ζη­μιώ­σεις για τους μου­σουλ­μά­νους που α­νταλ­λά­χτη­καν, η Τουρ­κί­α εί­χε αρ­νη­θεί πει­σμα­τι­κά να πρά­ξει το α­ντί­στοι­χο. Ο Βε­νι­ζέ­λος κυ­ριο­λε­κτι­κά χά­ρι­σε στην Τουρ­κί­α τις ο­φει­λές της (έ­να­ντι αυ­τού έ­λα­βε την πλή­ρη κυ­ριαρ­χί­α του Αι­γαί­ου) και τό­τε οι πρό­σφυ­γες, για πρώ­τη φο­ρά, α­ντι­λή­φθη­καν ό­τι δεν θα ε­πέ­στρε­φαν πο­τέ στις πα­τρί­δες τους. Η συ­μπε­ρι­φο­ρά αυ­τή του Βε­νι­ζέ­λου τον α­πο­ξέ­νω­σε α­πό έ­να πο­λύ με­γά­λο τμή­μα των προ­σφύ­γων που, ξε­ρι­ζω­μέ­νοι και α­πό­τα­κτοι, έ­σπευ­σαν να στε­λε­χώ­σουν την Α­ρι­στε­ρά. Ω­στό­σο και αυ­τή δεν ή­ταν η Α­ρι­στε­ρά που εί­χαν θε­με­λιώ­σει στο­χα­στές και α­γω­νι­στές ό­πως οι Σκλη­ρός, Γιαν­νιός, Δ. Γλυ­νός, Σ. Μά­ξι­μος, Θ. Πα­πα­δη­τρί­ου κ.ά. ού­τε οι α­νώ­νυ­μοι συν­δι­κα­λι­στές στη Σμύρ­νη και την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Άλ­λο δρό­μο έ­μελ­λε να α­κο­λου­θή­σει η Α­ρι­στε­ρά. Άλ­λω­στε ο εν­θου­σια­σμός που ξε­σή­κω­σε η Ο­κτω­βρια­νή ε­πα­νά­στα­ση ή­ταν τέ­τοιος που α­πορ­ρό­φη­σε τις τα­κτι­κές τις ο­ποί­ες  α­κο­λού­θη­σε ο Λέ­νιν, για την ε­δραί­ω­ση του κα­θε­στώ­τος των μπολ­σε­βί­κων. Τα­κτι­κές ερ­χό­με­νες σε με­γά­λο βαθ­μό σε α­ντί­θε­ση προς το κοι­νό συμ­φέ­ρον (και ό­χι α­πλώς ε­θνι­κό) των Ελ­λή­νων πέ­ρα­σαν α­πα­ρα­τή­ρη­τες και με­τα­βλή­θη­καν, στα στε­νό­καρ­δα πλαί­σια της ελ­λα­δι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, σε θέ­σφα­τα που ως κα­τά­ρα α­κο­λου­θούν τη δια­νό­η­ση και το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα ως τις μέ­ρες μας.
Πέ­μπτον: Το συσ­σω­ρευ­μέ­νο τρα­πε­ζι­τι­κό κε­φά­λαιο της Σμύρ­νης και ι­δί­ως του Χα­βια­ρό­χα­νου της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, με το ο­ποί­ο θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί η α­πο­γεί­ω­ση της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, δεν ε­πεν­δύ­θη­κε πο­τέ τη βιο­μη­χα­νί­α (πα­ρά έ­να μι­κρό του τμή­μα) .Ό­,τι πε­ρι­σώ­θη­κε, πα­ρέ­με­νε σε θυ­ρί­δες ή σε κα­τα­θέ­σεις τρα­πε­ζών στην Ελ­βε­τί­α και την Αγ­γλί­α ή με­τα­τρά­πη­κε σε α­κί­νη­τα στο Μό­ντε Κάρ­λο, τη Νί­καια, το Πα­ρί­σι και το Λον­δί­νο, και στην καλ­λί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση στην Α­θή­να. Η α­στι­κή τά­ξη της Σμύρ­νης, αλ­λά και της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, ξε­κομ­μέ­νη α­πό τους συ­μπα­τριώ­τες τους των “κα­τω­τέ­ρων” τά­ξε­ων, που σε τα­πει­νές συν­θή­κες συ­ντρί­βο­νταν στις ά­θλιες συν­θή­κες κά­ποιων συ­νοι­κι­σμών, ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε στην ψευ­τί­ζου­σα α­θη­να­ϊ­κή α­στο­κρα­τί­α. Πα­ρό­μοια ή­ταν και η τύ­χη των προ­σφύ­γων που α­νή­καν στην ερ­γα­τι­κή τά­ξη που δεν κα­τόρ­θω­σαν να εν­στα­λά­ξουν ορ­θο­λο­γι­κά την πί­κρα και την ορ­γή τους, σαν μια συ­νέ­χεια των πο­λύ­φη­μων τα­ξι­κών α­γώ­νων τους σε πά­τρια ε­δά­φη. Η ι­στο­ρι­κή συ­νέ­χεια βί­αια δια­κό­πη­κε. Ί­σως κά­ποια α­πό τα ρε­μπέ­τι­κα να τρα­γου­δούν την κα­ρα­τό­μη­ση μιας κοι­νω­νί­ας που έ­γι­νε αν ό­χι συ­νει­δη­τά, πά­ντως α­συ­νεί­δη­τα, πε­ριο­ρί­ζο­ντάς της τους ή­δη γι’ αυ­τήν κλει­στούς ο­ρί­ζο­ντες. Και, με­τά το έ­πος του 40, την με­γά­λη α­ντί­στα­ση και τον εμ­φύ­λιο, μα­κρο­πρό­θε­σμα, ε­ξα­φα­νί­ζο­ντας γι’ αυ­τήν μια με­γα­λό­πνο­η ελ­πί­δα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ