του Νεοκλή Σαρρή
Ο Douglas Dakin, διατυπώνοντας τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει στο γνωστό και αδιαφιλονίκητου κύρους έργου του “Η Ενοποίηση της Ελλάδος 1773-1923”, προβαίνει σε μια σύγκριση με την αντίστοιχη ιστορική έκβαση της ενοποίησης της Ιταλίας. Η παραλληλία και σύγκριση δεν είναι καθόλου τυχαία, δεδομένου ότι είναι δήλη η κεντρική ιδέα που καθοδηγεί τη σκέψη του. Οι δύο εθνότητες, η Ιταλική και η Ελληνική, εμφανίζουν κοινά ή ισοδύναμα στοιχεία ιστορικής, όσο και γεωπολιτικής και πολιτιστικής δυναμικής. Ίσως, τη σκέψη του συγγραφέα καθοδηγεί η προβολή στη σύγχρονη εποχή της διχοτομίας του Ρωμαϊκού κράτους σε Δυτικό και Ανατολικό.
Από την ανάγνωση και μόνο του κειμένου προκύπτει ότι συγκρίνει ισοδύναμα μεγέθη. Και η πρώτη του παρατήρηση αναφέρεται στο ότι, «ενώ η Ρώμη πέρασε σχετικά εύκολα στους Ιταλούς εθνικιστές, η νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, δεν έπεσε ποτέ στα χέρια των Ελλήνων. Ίσως οι Έλληνες να είχαν δύο φορές την ευκαιρία να καταλάβουν την Ιερή Πόλη τους: πρώτη φορά, τον Ιούλιο του 1922, και τη δεύτερη φορά, τον Μάιο του 1923. Και στις δυο περιπτώσεις φάνηκαν διστακτικοί»1. Η διστακτικότητα αυτή που καλύπτεται από όλο το φάσμα των Ελλήνων ιστορικών αποκαλύπτει τη δομική ανεπάρκεια του σύγχρονου ελληνικού κράτους σε σχέση προς τη νεοελληνική κοινωνία και τις δυνάμεις της.
Η Ελλάδα γεννήθηκε ως ένα προτεκτοράτο των “Μεγάλων Δυνάμων’, εκείνων που αποκλήθηκαν και “ευεργέτιδες”. Και παραμένει προτεκτοράτο, τουλάχιστον στη συνείδηση εκείνων που κατά καιρούς κυβέρνησαν και εκείνων που φιλοδοξούν να την κυβερνήσουν, υπό την έννοια της ριζωμένης βαθιά πίστης ότι, πριν εξασφαλίσει κανείς την λαϊκή υποστήριξη, θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει το χρίσμα από ξένα κέντρα που έχουν θέσει “υπό την προστασία τους” την Ελλάδα.
Η Ελλάδα, όταν ιδρύθηκε ως κράτος, δεν κάλυπτε παρά ένα μικρό τμήμα της (νέο) ελληνικής κοινωνίας. Το πόσο έντεχνο ήταν το κρατικό αυτό μόρφωμα φαίνεται και από το γεγονός ότι η κοινωνία αναπτυσσόταν αυτόνομα, μη (ανα)γνωρίζοντας τα εκάστοτε επίσημα σύνορα: οι διακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών γίνονταν ανεξάρτητα και πέραν της μεθορίου που χαρασσόταν από σχετικές διεθνείς συνθήκες.
Το γεγονός ότι ο ρωμαίικος πληθυσμός της στην Κωνσταντινούπολη, κατά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ήταν δεκαπενταπλάσιος από τον πληθυσμό της Αθήνας είναι ένα σοβαρό επιχείρημα, το οποίο ενισχύεται από το ότι ο πληθυσμός αυτός αύξανε δυσανάλογα προς την αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας. Τον Οκτώβριο του 1922, λίγες μέρες μετά την καταστροφή της Σμύρνης, όπως καταγράφεται στα πρακτικά της Συνδιάσκεψης για την Ειρήνη της Λοζάννης, σε ένα εκατομμύριο περίπου πληθυσμό οι 400.000 ήταν Έλληνες2, δηλαδή πολύ περισσότεροι από ό,τι συγκέντρωνε την εποχή εκείνη η Αθήνα.
Η Ελλάδα, παρότι με την ίδρυσή της προκάλεσε μια βαθύτατη παρέμβαση στην οργάνωση της (νέο)ελληνικής κοινωνίας, τόσο εντός της δικής της επικράτειας, όσο και στην εκτός αυτής ρωμιοσύνη (δηλαδή το τμήμα εκείνο που διαβιούσε εντός των κόλπων της πολυεθνικής Οσμανικής Αυτοκρατορίας), δεν μπόρεσε να ανακόψει τις κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες στο σύνολο της γεωπολιτικής περιοχής στην οποία οι Έλληνες, ανεξάρτητα που διαβιούσαν, συνέχιζαν την πορεία του κοινωνικού των εκσυγχρονισμού.
Με την έκφραση “κοινωνικός εκσυγχρονισμός” εννοείται η μετάβαση της κοινωνίας από το παραδοσιακό της μόρφωμα στον τύπο της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας διαμέσου της διαμόρφωσης αστικής και στη συνέχεια εργατικής τάξης. Μια παρόμοια παρέμβαση του Ελληνικού κράτους για τις περιοχές στις οποίες εκτεινόταν το ίδιο υπήρξε και για αντικειμενικούς λόγους περιορισμένη. Έτσι, ανάπτυξη αστικής τάξης (με την επιστημονική σημασία της λέξης) δεν σημειώθηκε σε υπολογίσιμη κλίμακα. Οι περιπτώσεις της Σύρας (με την οικονομική και κοινωνική συγκρότηση που οργάνωσαν οι πρόσφυγες Χιώτες) και της Πάτρας είναι οι πιο χαρακτηριστικές. Παράλληλα, το Ελληνικό κράτος, διαμέσου των Ιδεολογικών του Μηχανισμών, επεξεργάστηκε τα πλαίσια της ταυτότητας όχι μόνο των δικών του «πολιτών» αλλά και της ρωμιοσύνης. Συνακόλουθη υπήρξε η διαμόρφωση μιας τάξης γραφειοκρατών, στην οποία υπάγονται και οι ένοπλες δυνάμεις, με δάνεια αστική συνείδηση.
Ωστόσο, προκειμένου να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της εξέλιξης που είχε ο ελληνισμός (υπό τη μορφή της “ρωμιοσύνης”) υπό τη σκέπη του Οσμανικού κράτους, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το 1914 (δηλαδή μετά δύο τουλάχιστον χρόνια σκληρών διωγμών από το νεοτουρκικό καθεστώς), η εικόνα της βιομηχανίας στο σύνολο της Αυτοκρατορίας εμφάνιζε την ακόλουθη εικόνα από πλευράς κεφαλαίου και εργασίας3.
Λαμβάνοντας υπόψη τα μεγέθη της Ελλάδας και της Οσμανικής Αυτοκρατορίας το 1914, η ανάγνωση του πίνακα αφήνει να εννοηθεί ότι, την ίδια εποχή, η ελληνική αστική τάξη εκτεινόταν εκτός του ελληνικού κράτους (έστω και διπλάσιου σε έκταση από εκείνο που είχε κατά την ίδρυσή του). Το ίδιο μπορεί κανείς να συμπεράνει και για την εργατική τάξη. Η εικόνα όμως είναι ατελής, δεδομένου ότι οι χριστιανικοί πληθυσμοί είχαν κάτω από τον έλεγχό τους τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, αλλά και το τραπεζιτικό κεφάλαιο κατά τα τέσσερα πέμπτα. Αυτό το συσσωρευμένο τραπεζιτικό κεφάλαιο σε μεγάλο ποσοστό δεν είχε επενδυθεί στη βιομηχανία, αλλά κινούνταν μέσα στα πλαίσια της οικονομίας της χώρας, με τοκογλυφικούς όρους. Επειδή μάλιστα δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο δεσποτικό καθεστώς, ανέμενε εύκρατες πολιτικές συνθήκες προκειμένου να επενδυθεί. Αυτός είναι και ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο η ρωμιοσύνη στο σύνολό της, με πρώτους τους αστούς και ιδιαίτερα εκείνους που διέθεταν κεφάλαια, βρήκαν στο πρόσωπο του Ελευθέριου Βενιζέλου τον άνθρωπο που μπορούσε, επωφελούμενος από τις διεθνείς συγκυρίες, να δώσει την ευκαιρία προκειμένου να πραγματωθεί η «ανάσταση του Γένους».
Στην προκειμένη περίπτωση η «ανάσταση» ήταν ταυτόσημη προς τη φάση της οικονομικής απογείωσης. Φρονώ ότι ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο ο Dakin προβαίνει σε σύγκριση της Ιταλίας με την Ελλάδα είναι αυτός. Επηρεασμένος προφανώς από τους οραματισμούς του Λλόυντ Τζώρτζ, κατά τους οποίους η Ελλάδα προοριζόταν για μια δύναμη στην περιοχή ισότιμη με την Ιταλία, ο συγγραφέας υπογραμμίζει την αντιπαλότητα Αθηνών/Κωνσταντινούπολης από μια άλλη πλευρά που έχει άμεση σχέση με το όλο θέμα. Η αντιπαλότητα συνδέεται με τις αντικειμενικές αδυναμίες που αντιμετώπιζε μια επεκτατική πολιτική της Αθήνας, αλλά και με τη μη δυνατότητα μετεξέλιξης του Οσμανικού δεσποτισμού στον οποίο η ρωμιοσύνη παρέμενε δέσμια ενός θεοκρατικού καθεστώτος που αφορούσε την ίδια. Αναφέρομαι στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης το οποίο είχε επωμιστεί την πολιτική εκπροσώπηση ενώπιον της Πύλης των «ρωμαίων ορθοδόξων χριστιανών». Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το Κόμμα Ένωση και Πρόοδος των νεότουρκων επίσημα δικαιολογούσε τον εαυτό του ως το ανάλογο του Πατριαρχείου για το «τουρκικό έθνος».
Στην πραγματικότητα, είχαν πετύχει τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό τους οι χριστιανικοί πληθυσμοί (και όχι οι μη μουσουλμάνοι γενικώς, δεδομένου ότι οι εβραίοι είχαν καθυστερήσει εμφανώς) με τη μορφή του «εκδυτικισμού» (westernization) , ή απλώς του «εξευρωπαϊσμού». Πρακτικά αυτό σήμαινε βαθμιαία εγκατάλειψη του παραδοσιακού μορφώματος της κοινωνίας και υιοθέτηση του τεχνοκατικού μορφώματος, στο οποίο ο τριτογενής τομέας αυξάνεται σε βάρος του πρωτογενούς, με αποτέλεσμα τη γενίκευση της εκπαίδευσης. Έτσι ερμηνεύεται και η έκρηξη που σημειώθηκε τέλος 19ου και αρχές 20ού αιώνα στην εκπαίδευση του ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής.
Έτσι, το 1895, σ όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας, υπήρχαν 33.469 μουσουλμάνοι μαθητές που φοιτούσαν σε 426 γυμνάσια. Τον ίδιο χρόνο οι μη μουσουλμάνοι μαθητές (στην πλειονότητα Έλληνες) ήταν 76.359 που φοιτούσαν σε 687 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εκτός αυτού λειτουργούσαν 76 ξένα σχολεία με 6.557 μαθητές που και αυτοί ήταν μη μουσουλμάνοι. Υπήρχαν όμως και 8.247 μαθητές των στρατιωτικών γυμνασίων που ήταν μουσουλμάνοι. Συνολικά δηλαδή, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρχαν 41.716 μουσουλμάνοι μαθητές έναντι 82.916 μη μουσουλμάνων. Δηλαδή οι δεύτεροι ήταν διπλάσιοι των πρώτων. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας ότι, με βάση τις επίσημες απογραφές, σε όλη την έκταση του Οσμανικού κράτους το 1897 υπήρχαν 14.212.000 μουσουλμάνοι έναντι 4.838.000 μη μουσουλμάνων, η παραπάνω αναλογία γίνεται ένας προς έξι4.
Η βάση όμως του εκσυγχρονισμού ήταν ο ρόλος που ανέλαβαν στην οικονομία της χώρας. Και αυτό διότι οι κρατούσες δυνάμεις της οσμανικής στρατογραφειοκρατίας ελάχιστα ενδιαφέρονταν για την οικονομία (όπως δεν ενδιαφερόταν και για την κοινωνία), αλλά συγκέντρωναν την προσοχή τους στα δημόσια οικονομικά (δηλαδή την άντληση πόρων για τις δαπάνες του κράτους, το μέγιστο των οποίων αφιερωνόταν σε στρατιωτικούς ή πολεμικούς σκοπούς). Και αυτούς τους πόρους εξασφάλιζαν κατά βάση οι μη μουσουλμάνοι μέσω της εμφανούς ή αφανούς φορολογίας. Πολύ αργά διαπίστωσαν πως το κρατικό μόρφωμα που θα έπρεπε να εφαρμόσουν, προκειμένου να “εξευρωπαϊσθεί” η χώρα τους, η εξουσία πηγάζει από την οικονομία και κατ’ επέκταση από την κοινωνία.
Στην ίδια ευθεία οι χριστιανικές εθνότητες ήταν επόμενο, εφ’ όσον κατείχαν τα σκήπτρα στην οικονομία, να ζητήσουν ουσιαστικό μερίδιο στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Σύντομα διαπιστώθη ότι κάτι παρόμοιο δεν ήταν εφικτό – η διάλυση των φαντασιώσεων ήταν πολύ σύντομη, κράτησε τρεις περίπου μήνες, από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο του 1908, όσο ακόμη διαρκούσε η πομπωδώς διακηρυχθείσα ισονομία και δικαιοκρατία που επαγγέλονταν με την πραξικοπηματική επαναφορά του Συντάγματος του 1876 οι νεότουρκοι, κάτω από το ψευδεπίγραφο τρίπτυχο «δικαιοσύτνη, ισότητα, αδελφοσύνη» (adalet, musavat, uhuvet). Το ιδανικό των νετούρκων καθίσταται πλέον απροκάλυπτα η συγκρότηση ενός κοινοβουλίου δίχως τις λοιπές εθνότητες και κυρίως την ελληνική. Ουσιαστικά η εθνοκάθαρση προσλαμβάνει πολιτική μορφή πριν εξελιχθεί σε γενοκτονία:
Ο θεωρητικός της νεοτουρκικής ιδεολογίας (του λεγόμενου “τουρκισμού”) Ζιγιά Γκιοκάλπ, στο ποίημά του “Πατρίδα” οραματίζεται μια Τουρκία στην οποία:
Στο κάθε άτομο ένα θα είναι το ιδανικό, η γλώσσα, τα έθιμα, η θρησκεία θα είναι ένα…
Οι βουλευτές της θα είναι καθαροί, κι’ οι Μπούσιοι δεν έχουν λόγο…
Ο Γεώργιος Μπούσιος υπήρξε βουλευτής Σερβίων στην Οθωμανική Βουλή και μαχητικός υπέρμαχος των δικαίων των ρωμιών συμπατριωτών του. Ο αποκλεισμός, λοιπόν, των μη Τούρκων από το κοινοβούλιο και γενικά από τον πολιτικό βίο ήταν το ζητούμενο (το οποίο πραγματοποίησε σε υπερθετικό βαθμό ο Μουσταφά Κεμάλ, με τα συνέδρια Σεβάστειας και Ερζουρούμης το 1919 και με τη συγκρότηση της “Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης” το 1920. Η πρακτική δεν ήταν καινοφανής, γιατί οι Έλληνες και οι μη μουσουλμάνοι, γενικώς, μόνο διακοσμητικό ή βοηθητικό ρόλο έπαιζαν στο οσμανικό σύστημα, τελούντες πάντα σε υποτέλεια.
Άλλωστε, ένα από τα άμεσα αποτελέσματα της δημιουργίας του Ελληνικού κράτους σε ένα τμήμα μόνο από τις περιοχές στις οποίες κατοικούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί, είχε ως αποτέλεσμα, όσοι περιλαμβάνονταν στο οσμανικό κράτος, επειδή δεν μπορούσαν να έχουν την αίσθηση πολιτικής συμμετοχής, να ζουν και να αναπνέουν με δάνειους πολιτικούς πνεύμονες. Ο ένας ήταν, όπως αναφέρθηκε, το Πατριαρχείο, ο δεύτερος το Ελληνικό κράτος. Τελικά αμφότεροι οι “πνεύμονες” υπέστησαν “πνευμοθώρακα” και ο ελληνισμός της καθ’ ημάς Ανατολής την αποκαλούμενη «Μικρασιατική Καταστροφή». Η στερούμενη τουρκική στρατογραφειοκρατία, ολοκλήρωσε την εθνοκάθαρση των χριστιανικών πληθυσμών κάτω από την ψευδεπίγραφη ονομασία της «αναγκαστικής ανταλλαγής» (πρώτα εκδιώχθηκαν βίαια και μετά καλύφθηκε από τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάννης). Εθνοκάθαρση ανάμιχτη με γενοκτονία ( για τους Αρμενίους δεν υπάρχει ούτε το απατηλό άλλοθι της “ανταλλαγής”). Και έχοντας τη στρατιωτική/ πολιτική ισχύ, υποκατέστησε τους εκδιωχθέντες στην Οικονομία, λεηλατώντας τις επιχειρήσεις και τον πλούτο τους.
Με τα παραπάνω δεδομένα θα πρέπει να αξιολογήσει κανείς τα ακόλουθα, επακόλουθα της αποκαλούμενης «Μικρασιατικής Καταστροφής»:
Πρώτον: Συγκλίνουσες οι απόψεις Ελλήνων συγγραφέων εκ διαμέτρου αντίθετης ιδεολογίας φέρουν ως «περιπέτεια» καταδικασμένη από την αρχή, την προθυμία με την οποία η Ελλάδα είχε αναδεχτεί την εντολή των συμμάχων, μετά το πέρας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, να προασπίσει τους ομογενείς της που είχαν δεινοπαθήσει και εξακολουθούσαν να δεινοπαθούν από τα απομεινάρια των εγκληματιών πολέμου του “Ένωση και Πρόοδος”. Προθυμία που έφτανε μέχρι του σημείου να καταστείλει την “ανταρσία του Κεμάλ” προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών. Όλες οι υπάρχουσες ειδήσεις που αναφέρονται στο αντίπαλο στρατόπεδο, και είναι στη διάθεση των ερευνητών στις μέρες μας, συνηγορούν ότι η επιτυχία ήταν πλέον ή βέβαιη, στην περίπτωση που θα υπήρχε μια έλλογη και νουνεχής ηγεσία του πολιτικού κόσμου στο σύνολό του.
Δεύτερον: Η δεσπόζουσα ιδεολογία στην Ελλάδα αξιολόγησε από την αρχή μονοδιάστατα τη Μικρασιατική εκστρατεία και την ήττα. Η αριστερά αναφέρθηκε και αναφέρεται σε «ιμπεριαλιστική» επιχείρηση, η δεξιά σε αναζήτηση «αποικιών». Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ακόμη και από μετριοπαθείς συγγραφείς θεωρείται ως η κορωνίδα του ελληνικού εθνικιστικού τυχοδιωκτισμού, λησμονώντας ότι, σε ποσοστά, με τη Συνθήκη των Σεβρών κατοχυρωνόταν στην Ελλάδα (Ανατολική Θράκη και περιοχή της Ιωνίας) το 4,8% των εδαφών της σημερινής Τουρκίας, ενώ σε ποσοστό του πληθυσμού οι Έλληνες συγκέντρωναν, με τους τουρκικούς υπολογισμούς, το 16 % του συνολικού. (Έχοντας υπ’ όψη τις προτάσεις του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού, οι προνομίες που αποκτά το 18 % του πληθυσμού της Μεγαλονήσου και σε εδαφική έκταση και σε έλεγχο του περίεργου κρατικού μορφώματος που προτείνεται, οι διεκδικήσεις της Ελλάδας το 1920 φαντάζουν ως αστείες. Ωστόσο κανείς απ’ αυτούς που κατηγορεί ως “ιμπεριαλιστική” τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν σκέπτεται να χαρακτηρίσει παρόμοια την προτεινόμενη λύση στην Κύπρο).
Αντικειμενικά εξεταζόμενη, η έκταση δεν υπερβαίνει το 14 % της σημερινής έκτασης της Ελλάδας. Ωστόσο ήταν ακριβώς εκείνο το μικρό τμήμα που έκρινε στη γεωπολιτική και γεωστρατηγική ζυγαριά την Ελλάδα ως μια χώρα ικανή να αποβάλει το σύνδρομο της εξαρτημένης χώρας, και αποκτώντας αυτοπεποίθηση, να αποτινάξει τη μεμψιμοιρία που συνεπάγεται η “προστασία” των ξένων δυνάμεων.
Τρίτον: Η υποχρεωτική και με βίαιο τρόπο μεταφορά στην Ελλάδα των ελληνικών πληθυσμών είχε ως αποτέλεσμα περισσότερο να αλλάξει ο εκλογικός χάρτης της χώρας και λιγότερο η πληθυσμιακή ή εθνολογική σύνθεση. Η εγκατάσταση των προσφύγων συνήθως ακολούθησε τη κομματική λογική, εφ’ όσον στην μέγιστή τους πλειοψηφία ήταν προσδεμένοι στο άρμα του Βενιζελισμού. Αυτό φαίνεται κατά κύριο λόγο με τους συνοικισμούς που ιδρύθηκαν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις. Παράλληλα, είναι χαρακτηριστικό ότι η εγκατάσταση των προσφύγων συνοδεύτηκε και από την ουσιαστική διάλυση συμπαγών εθνικοτοπικών κοινοτήτων, όπως η διχοτομία μικρασιατικών χωριών και η αποστολή του καθενός τμήματος σε διαφορετικό σημείο της επικράτειας, με δήλο ή λανθάνοντα σκοπό την απώλεια της ειδικής ταυτότητας και της δυνατότητας που θα είχε στην τελική διαμόρφωση της συνολικής εθνικής ταυτότητας. Ουσιαστικά επρόκειτο για το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού, το οποίο κυριολεκτικά έμεινε εκτός των πολιτικών και κοινωνικών δρώμενων, λειτουργώντας μόνο ως ουραγός. Ο Γεώργιος Μπούσιος, τον οποίο ήθελε να αποβάλει από την Οθωμανική Βουλή ο Ζιγιά Γκιοκάλπ, τελικά έμεινε εκτός του ελληνικού κοινοβουλίου ή απέτυχε στην πολιτική.
Τέταρτον: Το τιμολόγιο της περιλάλητης “ελληνοτουρκικής φιλίας” του 1930 κατέβαλαν κυριολεκτικά οι πρόσφυγες. Και αυτό εφ’ όσον το κύριο σκέλος της συμφωνίας τότε αναφερόταν στον διακανονισμό των αποζημιώσεων για τις εγκαταλειφθείσες από τους πρόσφυγες περιουσίες, όπως προέβλεπε η Συνθήκη της Λοζάννης. Ενώ η Ελλάδα σε μέγιστο βαθμό είχε καταβάλει τις αποζημιώσεις για τους μουσουλμάνους που ανταλλάχτηκαν, η Τουρκία είχε αρνηθεί πεισματικά να πράξει το αντίστοιχο. Ο Βενιζέλος κυριολεκτικά χάρισε στην Τουρκία τις οφειλές της (έναντι αυτού έλαβε την πλήρη κυριαρχία του Αιγαίου) και τότε οι πρόσφυγες, για πρώτη φορά, αντιλήφθηκαν ότι δεν θα επέστρεφαν ποτέ στις πατρίδες τους. Η συμπεριφορά αυτή του Βενιζέλου τον αποξένωσε από ένα πολύ μεγάλο τμήμα των προσφύγων που, ξεριζωμένοι και απότακτοι, έσπευσαν να στελεχώσουν την Αριστερά. Ωστόσο και αυτή δεν ήταν η Αριστερά που είχαν θεμελιώσει στοχαστές και αγωνιστές όπως οι Σκληρός, Γιαννιός, Δ. Γλυνός, Σ. Μάξιμος, Θ. Παπαδητρίου κ.ά. ούτε οι ανώνυμοι συνδικαλιστές στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Άλλο δρόμο έμελλε να ακολουθήσει η Αριστερά. Άλλωστε ο ενθουσιασμός που ξεσήκωσε η Οκτωβριανή επανάσταση ήταν τέτοιος που απορρόφησε τις τακτικές τις οποίες ακολούθησε ο Λένιν, για την εδραίωση του καθεστώτος των μπολσεβίκων. Τακτικές ερχόμενες σε μεγάλο βαθμό σε αντίθεση προς το κοινό συμφέρον (και όχι απλώς εθνικό) των Ελλήνων πέρασαν απαρατήρητες και μεταβλήθηκαν, στα στενόκαρδα πλαίσια της ελλαδικής πραγματικότητας, σε θέσφατα που ως κατάρα ακολουθούν τη διανόηση και το εργατικό κίνημα ως τις μέρες μας.
Πέμπτον: Το συσσωρευμένο τραπεζιτικό κεφάλαιο της Σμύρνης και ιδίως του Χαβιαρόχανου της Κωνσταντινούπολης, με το οποίο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η απογείωση της ελληνικής οικονομίας, δεν επενδύθηκε ποτέ τη βιομηχανία (παρά ένα μικρό του τμήμα) .Ό,τι περισώθηκε, παρέμενε σε θυρίδες ή σε καταθέσεις τραπεζών στην Ελβετία και την Αγγλία ή μετατράπηκε σε ακίνητα στο Μόντε Κάρλο, τη Νίκαια, το Παρίσι και το Λονδίνο, και στην καλλίτερη περίπτωση στην Αθήνα. Η αστική τάξη της Σμύρνης, αλλά και της Κωνσταντινούπολης, ξεκομμένη από τους συμπατριώτες τους των “κατωτέρων” τάξεων, που σε ταπεινές συνθήκες συντρίβονταν στις άθλιες συνθήκες κάποιων συνοικισμών, ολοκληρώθηκε στην ψευτίζουσα αθηναϊκή αστοκρατία. Παρόμοια ήταν και η τύχη των προσφύγων που ανήκαν στην εργατική τάξη που δεν κατόρθωσαν να ενσταλάξουν ορθολογικά την πίκρα και την οργή τους, σαν μια συνέχεια των πολύφημων ταξικών αγώνων τους σε πάτρια εδάφη. Η ιστορική συνέχεια βίαια διακόπηκε. Ίσως κάποια από τα ρεμπέτικα να τραγουδούν την καρατόμηση μιας κοινωνίας που έγινε αν όχι συνειδητά, πάντως ασυνείδητα, περιορίζοντάς της τους ήδη γι’ αυτήν κλειστούς ορίζοντες. Και, μετά το έπος του 40, την μεγάλη αντίσταση και τον εμφύλιο, μακροπρόθεσμα, εξαφανίζοντας γι’ αυτήν μια μεγαλόπνοη ελπίδα.