Μύθος Διδακτικός για Παρακμιακούς
François-André Vincent, “Ο Αλκιβιάδης διδάσκεται από τον Σωκράτη”
Του Ιωσήφ Σηφάκη αναδημοσίευση από tovima.gr
Όλα πια έδειχναν ότι η Επάρατη Φάρα εξάντλησε τα περιθώρια, ότι νομοτελειακά της πληρωμής σήμανε η ώρα, και πέσαμε ανυπεράσπιστοι στα χέρια της μισητής Τριανδρίας: του Ενεχυροδανειστή, του Τραπεζίτη και του Μεγάλου Αδερφού. Τότε μες σε βαθειά απόγνωση καλέσαμε την Σπείρα, τον θίασο των περιθωριακών που χρόνια σάρκαζαν στα σκαλοπάτια του Βουλευτηρίου.
Υπόσχονταν ότι αν ποτέ ανέβαιναν στα πράγματα, γρήγορα θα αποκαθιστούσαν την πληγωμένη μας αξιοπρέπεια, και η χώρα δεν θα ήταν πια το ξέφραγο αμπέλι που ξέραμε. Nα μπαίνουν οι ξένοι και να αποφασίζουν ασύδοτα ακόμα, άκουσον άκουσον, και για το πόσους φόρους θα πληρώνουμε, αν δεν μας έλεγαν και πότε θα κατουρούμε.
Τους ένωνε έχθρα σφοδρή για την Επάρατη Φάρα, που ήταν προφανώς υπεύθυνη για την τραγική μας κατάντια. Της καταλόγιζαν όχι άδικα, από ελαφρότητα έως εγκληματικότητα, ακόμη και προδοσία στην διαχείριση των κοινών.
Τους ένωναν κι’ αναζητήσεις κοινές εναλλακτικών λύσεων, χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι. Απαρτίζονταν από συνιστώσες κινήσεων όπως «Άλλος Δρόμος», «Άλλος Τόπος» ή και «Άλλος Τρόπος», που φύτρωναν κατά καιρούς στο περιβόλι της αμφισβήτησης. Αρχηγός ήταν ο Αλκιβιάδης παρέα με τον Μάγο, την Ιέρεια και πλήθος άλλων ηθοποιών με πρόγραμμα τόσο πλατύ κι’ ελαστικό που άνετα χωρούσαν το σενάριο και ο ρόλος καθενός.
Έτσι όταν πια εκφράστηκε η ταλαίπωρη λαϊκή ετυμηγορία, η Φάρα να μας αδειάσει τη γωνιά, στο πυρ το εξώτερο, και βγήκε η Σπείρα στο γκουβέρνο, μια γλυκιά προσμονή ανάμικτη με ανατριχίλα ελπίδας εγκαταστάθηκαν μεσοχείμωνα στις καρδιές. Άντε και να δούμε. Δύσκολα να πάμε χειρότερα λέγαν οι πολλοί. Κι άλλοι λιγότερο ενθουσιώδεις έβλεπαν κιόλας τις αξεπέραστες δυσκολίες. Πράγματι, μετά τους πρώτους πανηγυρισμούς, τα μαζικά ζήτω, τους βρυχηθμούς των νικητών και τις ρητορικές τους κορώνες, η πραγματικότητα ξαναπήρε την κατηφή της όψη. Τα περιθώρια στένεψαν εκ των πραγμάτων μια και στην πολιτική σκηνή κάπου τα δρώμενα συναντούν τα γεγονότα που από φύση ξεροκέφαλα, στο τέλος δαμάζουν κάθε παράλογο.
Ο Χαρισματικός Μάγος
Ο Μάγος είπε ξέρει να μας βγάλει απ’ τον εφιάλτη τούτο κόσμο. Να μας μεταφέρει συλλήβδην σ’ έναν άλλο φιλικό, χωρίς Ενεχυροδανειστές και Τραπεζίτες. Μόνοι να διαφεντεύουμε την τύχη μας. Χωρίς αφεντικά ξενόφερτα χωρίς σατράπες. Που θα μετρά η καπατσοσύνη και το κέφι μας. Μη μας φορολογούν και το χαμόγελο ακόμα.
Αν και πολλοί δεν πείθονταν στα λόγια, τα πλήθη έβρισκαν τα νούμερα χαριτωμένα. Ήταν μια απόδραση, μια ανακούφιση. Είχαν πια βαρεθεί τα πρέπει και τα δήθεν, τα ξινά και τα αυταρχικά της Φάρας. Ο Μάγος τους έβγαζε από σενάρια αβάσταχτα, αγχωτικά. Είχε το χάρισμα να λέει από καθέδρας, σοβαροφανώς τα πιο κουφά, με σιγουριά δόκτορα διαπρεπούς με περγαμηνές και τα τοιαύτα. Κουνούσε το ραβδάκι κι’ έβλεπαν τον αντικατοπτρισμό μιας άνοιξης μες το χειμώνα, κι αυτό αρκούσε. Όταν μάλιστα τόλμησε να σαρκάσει δημόσια τον Ενεχυροδανειστή ουρλιάζοντας ψιθυριστά κάτι στο αυτί του που όλοι εξέλαβαν ως σιχτίρισμα, τα πλήθη απογειώθηκαν, ενθουσιάστηκαν. Να είπαν, επί τέλους ξεπλύνονται χρόνια ντροπής και καταφρόνιας. Έκανε κι’άλλες διασκεδαστικές αποκοτιές. Όμως το νταιλήκι του μας στοίχιζε ακριβά. Ιδιοτελώς ανέβαζε κασέ, δημοφιλία, μα έκανε πυρ και μανία την Τριανδρία τη σκληρή – της είχαμε παραδοθεί σώματι τε και ψυχή.
Έτσι τα μαγικά δεν ήταν να κρατήσουνε καιρό. Κι οι μάγοι από πείρα το γνωρίζουνε αυτό. Κάποτε υποκλίνονται και φεύγουν βιαστικά. Πριν η γοητεία τους ξεφτίσει στα μάτια του κοινού, τους αποπάρει με βρισιές και προπηλακισμούς. Μετά κανείς δεν πίστευε πως θα τα καταφέρναμε μονάχοι – είχαμε πάντοτε ανάγκη από προστάτες σε ό,τι λάχει.
Μοιραία έφυγε ο Μάγος ένα βράδυ, καθώς ήρθε. Καβάλα σε υπέροχο άρμα, με εκείνο το χαρακτηριστικό ειρωνικό χαμόγελο υπεροχής. Επαγγελματική διαστροφή των μάγων η αυταρέσκεια. Να επιδεικνύονται, να δείχνουν ότι ξέρουν κάτι παραπάνω, να εντυπωσιάζουν με απάτες, ψευδαισθήσεις. Και φυσικά να μη στεριώνουν πουθενά, περιπλανώμενοι ανά την οικουμένη για να πουλήσουνε πιασάρικη πραμάτεια, οι καημένοι.
Η άτεγκτη Ιέρεια
Η Ιέρεια ήταν σοβαρή καθώς αρμόζει. Δεν αστειευόταν με κανόνες και αρχές. Στιγμάτιζε δημόσιες αμαρτίες. Τόνιζε ότι από δω και μπρος ακέραια το γράμμα των νόμων θα τηρείται. Και φυσικά το ιερατείο μόνο ξέρει να ερμηνεύει αλάνθαστα, να κρίνει το σωστό, το λάθος. Χωρίς πάθος, με σοφία, να απονέμει ανάλογα επιβράβευση ή τιμωρία.
Είπε ξεκάθαρα δεν θέλουμε αλισβερίσι με τη βδελυρή τη Τριανδρία, τη διαφθορά και την εξάρτηση.
Ας μείνουμε ενάρετοι, στις αξίες πιστοί. Και τούτα άρεσαν στο πλήθος που είδε επί τέλους κάτι ίσιο μέσ’ στη ρεμούλα τη γενική.
Βέβαια λίγο πολύ συνέπλεε με τον Μάγο, που όμως φάνταζε ατσίδας, σαλτιμπάγκος, αρκούντως αγιογδύτης ενώ αυτή το έπαιζε άμωμη παρθένος, δεν καθόταν μύγα στο σπαθί της.Τα ίδια περίπου προοιωνίζονταν, αλλά λιγότερο διασκέδαζε τα πλήθη. Ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να δίνει καθωσπρεπισμού μαθήματα σε όλους, άτεγκτη προς πάσα παρατυπία. Όμως σύντομα φάνηκε, όπως συμβαίνει απ’ τα χρόνια τα παλιά, υπέρμετρη ιεροπρέπεια, τυπολατρεία είναι απλά προκάλυμμα στα χέρια ιεροκάπηλων, αρχομανών. Άχθος ασήκωτο γίνηκε στους συντρόφους. Εξάντλησε τα όρια με καπρίτσια αυθαιρεσίες, βάζοντας τροχοπέδη στις ιερατικές διαδικασίες, με ανούσια τερτίπια επιβραδύνοντας τις λειτουργίες. Έτσι μια μέρα προς γενική ανακούφιση, έφυγε παραιτούμενη μελοδραματικά κι’απεγνωσμένα, αφήνοντας ύστατες παθητικές τσιρίδες που δεν συγκίνησαν κανένα. Κλείστηκε σε σιωπή ερμητική ίσως διότι ενδόμυχα πιστεύει πως κάποτε θα δικαιωθεί και θα κληθεί μετά φανών και λαμπάδων, να ανέλθει επι Σκηνής, η αφελής.
Το βλέμμα του Αλκιβιαδη
Ο Αλκιβιάδης – το επάγγελμα υπνωτιστής – ήταν προσεκτικός εκ φύσεως, ή και εξ επαγγέλματος- αν υπνωτιστής μπορεί επάγγελμα να νοηθεί. Δεν είχε τίποτε σπουδαίο να πει για μαγικά, για νόμους ή κανόνες. Μόνο ένα ωραίο παιδικό χαμόγελο – λίγο στερεότυπο αλήθεια – που όμως έκανε μπαμ στα σώψυχα μας , κάτι σαν εξομολόγηση, ομολογία: «ένας είμαι κι’εγώ από εσάς», «σας νοιώθω», «σας καταλαβαίνω», «σας πονώ». Τίποτε άλλο. Κι’ είδαμε στο βλέμμα του τον εαυτό μας. Γίναμε ξέγνοιαστα παιδιά σε διάλειμμα, σε σχολική γιορτή, σε πανηγύρι. Μιας ευφορίας ανακούφιση ζεστή μας έπεισε – «μπορεί να μας προδώσει ο εαυτός μας;». Έλεγε κι’ άλλα το χαμόγελο που άρεσαν «άλλου υψηλότερου από σε δεν έχεις χρεία, εσύ ο δρόμος, εσύ κι’ η σωτηρία» ή «μακριά ας μένουμε απ’ τους ξένους, συχνά-πυκνά μας έχουν προδομένους». Κι έστερξε ο κόσμος και έδωσε γενναία ακόμα αυτά που αρνιότανε στη Φάρα λυσσαλέα.
Ας μείνουμε λοιπόν πιστοί σ’ αυτό που είμαστε – τι είμαστε ακριβώς, κανένας δεν ρωτήθηκε. Οικτρά παθόντες φωνάζαν οι πολλοί, δεν είναι ώρα για αναλύσεις, για φιλοσοφικές διερευνήσεις. Ο κόσμος έτσι πορευόταν και έτσι θα’ ναι. Είδαμε και της Φάρας τη προκοπή που δήθεν πάσχιζε δεκαετίες, για μιαν Ανώτερη Ζωή. Ετούτο υπάρχει μόνο στα τρελλά, τα κολασμένα ονειρά τους. Πάθαμε και μάθαμε απ’ τα καμώματά τους. Αρκεί μικρές φιλότιμες προσπάθειες να γίνονται, ν’ αλλάζουν μαλακά τα πράγματα με δίχως άλματα, ίσως και λίγο εκβιάζοντας εταίρους, καταστάσεις. Αν χρειαστεί, ας φτάσει βρε αδερφέ, στο χτένι ο κόμπος. Δεν θα’ μαστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι των ανθρώπων. Ποτέ δεν θα γνωρίσουμε τι φταίει. Έξω βαριές σκοτούρες μέλλοντος αβεβαίου μακρυνού. Ας ζούμε μέρα με τη μέρα. Τίποτε μονιμότερο του προσωρινού.
Έτσι με αναγκαστική σύμπνοια εθνική τα βρήκαμε και με την Τριανδρία. Διαπραγμάτευσης καμιά ελευθερία, εκτός κοσμητικές επιλογές – πώς μας φορούν το χαλινάρι ή πώς καλύτερα μας πάει το σαμάρι.
Επιμύθιο Δίδαγμα:
Σοφότερος απ’ όλους ο Αλκιβιάδης αποδείχτηκε εν τέλει. Σωστά διέγνωσε το πρόβλημα και βρήκε θεραπεία. Όλα θέλουν τον τρόπο τους, να αισθανθεί ασφάλεια ο κοσμάκης, να πεισθεί. Με λογική όχι βέβαια, πολύπλοκους συλλογισμούς – δεν έχει συνηθίσει κάτι τέτοια –το πάθημα μας δεν χωρά ανθρώπου νους. Να χρυσωθεί το χάπι. Χρειάζεται χαμόγελο, γοητεία. Και βέβαια ικανότητα υποκριτική και ψυχραιμία. Έχεις να παίξεις ρόλο ιστορικό. Τηρώντας το πολιτικά σωστό και τα προσχήματα. Δείχνοντας κατανόηση κατά το δυνατό, συμπάθεια για τα ανυπέρβλητα αιώνια προβλήματα. Τον Έλληνα να πιάνεις απ’ τα αισθήματα, στο μαλακό, όχι από κει που πήγαν να τον πιάσουν της Φάρας οι αγέλαστοι χολερικοί. Κοιτάχτηκαν ποτέ τους στον καθρέφτη; Κάτι σαν νεκροθάφτες, θλιμμένοι συγγενείς, γεμάτοι αναστολές κομπλεξικοί, μάντεις κακών, μας τρέλαιναν στα θλιβερά μαντάτα. Και πάντα υποτελείς, πρόθυμα συναινούντες. Λίγη μαγκιά δεν βλάφτει, φίλε μου – άσχετο αν στο τέλος δεις, πως δε σε παίρνει και χρειαστείς, απότομη στροφή να κάνεις να μη γκρεμοτσακιστείς.
Ο κόσμος έρχεται σιγά-σιγά με τα νερά σου. Βοηθούν οι μύθοι, οι παραβολές, τα οραματά σου. Μετρούν οι τρόποι, τα αισθήματα, οι συμπεριφορές. Κι’ ως προς αυτό, οι Σπείρες υπερέχουνε σαφώς, κλάσεις ανώτερες από τις Φάρες διεθνώς. Όταν η άμαξα της αλλαγής σκαλώνει στον ανήφορο, ο αμαξάς δεν σπάει στο ξύλο το υποζύγιο. Λέει γλυκά το παίνεμα, το παρακάλι. Χτυπά το καμουτσίκι όσο χρειάζεται – να δυναμώσει η θέληση για πάλη. Δεν γίνεται αλλαγή χωρίς συναίνεση. Το θύμα ίσως στέρξει με αυταπάρνηση τελεία, αν σεβαστείς την προσφορά του στη θυσία.
Έβαλε η Σπείρα στο κρασάκι της νερό. Τέρμα στην διχόνοια, στο διχασμό, διαιρετικοί καυγάδες: από τη μιά επαναστάτες, πατριώτες – από την άλλη συνεργάτες και προδότες.
Κατάλαβε κι η Τριανδρία, σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκώνει. Είδαν την χώρα επί τέλους, να καλμάρει, να μερώνει. Παλιά η συνταγή, όταν σε δέρνουν απεργίες, καταλήψεις, αναρχίες, ταραχώδεις καταστάσεις, μια και καλή για να ξεγνοιάσεις, να εξαλειφθούν οι αντιστάσεις: δώσε στην Αμφισβήτηση κυβέρνηση, να αμπώθουν όλοι προς την ίδια την κατεύθυνση.
Όλοι συναίνεσαν, συμφώνησαν. Ανάγκη να απαλύνουμε τον πόνο, να ελαφρύνουμε το άγχος. Πρόβλημα δίχως λύση, πρόβλημα δεν είναι. Θαύματα μην προσμένουμε σε τούτη τη ζωή. Αν χρειαστεί, ας ζήσουμε με χρέη διηνεκή. Υπνώσα ας διάγει η χώρα, σε καταστολή, το κατά δύναμη παλεύοντας για τα προσωρινά κι’ επείγοντα. Βέβαια χάρις και στης Τριανδρίας την ευαισθησία, στο αίσθημα ευθύνης, στην ευθυκρισία. Σίγουρα δεν θα είχαν την αφέλεια να διακυβεύσουν του ευρωπαϊκού οικοδομήματος την αρτιμέλεια.
(Ξέρω, σας βασανίζει ήδη ερώτημα καυτό: «εάν αυτός ο δόλιος Αλκιβιάδης μας τελειώσει;». Σας απαντώ με πάσα βεβαιότητα: «ιστορική αναγκαιότητα άλλον Αλκιβιάδη θα μας δώσει».
Βέβαια έτσι κάποτε θα διαγνώσει η Ιστορία πως πέσαμε ασυμπτωτικά σε ανυπαρξία. Διάγνωση ερήμην μας κι αυτή. Δεν θα υπάρχει αλίμονο, πια Έλληνας κανείς για να πονεί.)
(Σ’εκείνους που τον Μύθο μου απαισιόδοξο τον βρήκαν και είπαν πρέπει πάντα να ελπίζουμε σε θαύματα αναστάσεων, πως ως λαός επιβιώσαμε και χειρότερων καταστάσεων, θα αντέτεινα πως συντελούνται θαύματα μόνο με θέληση και πίστη των ανθρώπων, όταν το μέγεθος της απειλής νοήσουν βρίσκουν τρόπο να νικήσουν ραστώνη και μικροψυχία. Είπερ ποτέ και άλλοτε, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.)
Ο Ιωσήφ Σηφάκης είναι εκ των κορυφαίων επιστημόνων στον τομέα της Πληροφορικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 2007 τιμήθηκε με το Βραβείο Τούρινγκ από κοινού με τον Έντμουντ Κλαρκ και τον Έρνεστ Άλλεν Έμερσον, για τις εργασίες τους στον έλεγχο μοντέλων, μία μέθοδο τυπικής επαλήθευσης υλικού ή λογισμικού υπολογιστών. Το Βραβείο Τούρινγκ θεωρείται ως το Νομπέλ της Πληροφορικής.