Αρχική » Γ. Καραμπελιάς: Ένα χρόνο μετά

Γ. Καραμπελιάς: Ένα χρόνο μετά

από Άρδην - Ρήξη

Η ασύγγνωστη ελαφρότητα του αριστερισμού και της δημοκοπίας

o-tsipras-sto-trigwno-zwis-lafazani-kai-baroufaki_3.w_l

Του Γιώργου Καραμπελιά

Σήμερα, 5 Ιουλίου, το σύνολο των οργανώσεων του πρώην αντιμνημονιακού χώρου –όσοι  δεν ακολούθησαν τους Τσίπρα-Καμμένο–, από την Ανταρσύα και τους αντιεξουσιαστές  μέχρι  τους κάθε είδους φονταμενταλιστές,  σε όλο το πολιτικό και κοινωνικό  φάσμα, διαδηλώνει εις ανάμνησιν του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Διεκδικώντας μάλιστα την εκπροσώπηση του 62% του ελληνικού λαού, όπως εκφράστηκε αυτό στις 5 Ιουλίου 2015.

Και όμως, σήμερα, σε όλες τις δημοσκοπήσεις, το 60% ή 65% των Ελλήνων πολιτών θεωρεί λανθασμένη την απόφαση του περυσινού Ιουλίου. Και αυτό διότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με αποκορύφωμα τα capital controls, διέλυσαν την ελληνική οικονομία, αποεθνικοποίησαν τις ελληνικές τράπεζες, οδήγησαν σε κατάρρευση τη βιομηχανία και τις εξαγωγές, ξεπούλησαν συλλήβδην όλη την εθνική περιουσία, εκτίναξαν τον δανεισμό, με μια συνολική ζημιά που μπορεί και να  ξεπερνάει τα 100 δισ. ευρώ, με συνέπεια την παραπέρα φτωχοποίηση του ελληνικού λαού.

Εντούτοις, αυτό που έχει καταλάβει πλέον η πλειοψηφία των πολιτών παραμένει αδιαπέραστο ταμπού για την “πρωτοπορία”. Η «πρωτοπορία» του λαού δεν «κωλώνει»! Το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος αποτελεί την αφετηρία για τις νέες…  καταστροφές που υπόσχεται στον ελληνικό λαό, παρά τη βούλησή  του!

Διότι, διαφορετικά, τα διάφορα γκρουπούσκουλα, κάθε απόχρωσης, δεν θα είχαν κυριολεκτικώς λόγο ύπαρξης. Τι λόγο ύπαρξης θα είχε ο Λαφαζάνης ή η Ζωή, που συνήργησαν αποφασιστικά σε αυτή την καταστροφή, αν την αναγνώριζαν ως καταστροφή; Θα έπρεπε να αναθεωρήσουν τον ίδιο τον εαυτό τους.

Είναι απολύτως χαρακτηριστικό ότι –τόσο αυτοί όσο και όλοι οι υπόλοιποι οπαδοί του «ανυποχώρητου» ΟΧΙ, από την άκρα αριστερά μέχρι τη Χρυσή Αυγή και τους ορθόδοξους «φονταμενταλιστές»– δεν θέλουν ποτέ να συζητήσουν για τις καταστροφικές συνέπειες του τυχοδιωκτικού δημοψηφίσματος στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αντίθετα, προτιμούν διαρκώς να αναφέρονται στην «προδοσία» του αντιστασιακού φρονήματος των Ελλήνων. Και όμως, αυτό ακριβώς έκανε και σε μεγαλύτερη κλίμακα ο Τσίπρας, διέστρεψε και εκμεταλλεύτηκε το αντιστασιακό φρόνημα του αντιμνημονιακού κινήματος για να κατακτήσει την εξουσία. Ολοκλήρωσε δε την καταστροφή μέσω του δημοψηφίσματος, που του επέτρεψε και το ΟΧΙ να μεταβάλει σε ΝΑΙ και να ανακαταλάβει την εξουσία.

Εν τούτοις οι ζηλωτές του ΟΧΙ, που συχνά μέχρι χθές βρίσκονταν σε κυβερνητικούς θώκους, θέλουν να μας πείσουν πως δεν υπήρξαν αρκετές οι… συμφορές που μας επισώρευσαν, μαζί με τον Τσίπρα, και θέλουν να τις συνεχίσουν και μετά από αυτόν.

Όσοι, ιδιαίτερα πέρσι το καλοκαίρι και πριν τη μεγάλη «κυβίστηση» της 12ης Ιουλίου 2015, είχαν χαρακτηρίσει, όπως και εμείς, εγκληματικό, ως προς τις συνέπειές του, ένα δημοψήφισμα που στήθηκε σε μία εβδομάδα, αντιμετώπισαν έναν καταιγισμό ύβρεων χωρίς προηγούμενο. «Μνημονιακοί», «ναινέκοι» και άλλα παρόμοια, εκτοξευόμενα συχνά από βολεψάκηδες και άκαπνους, που αιφνιδίως έγιναν αντισυστημικοί – επαναστάτες!

Και όμως, παρά τη μεγάλη «κωλοτούμπα» που επακολούθησε, συνέχιζαν και συνεχίζουν ακόμα να υπερασπίζονται εκείνη την επιλογή τους, καταχωρίζοντας απλώς τον Τσίπρα στους «αποστάτες». Και προφανώς δεν εξηγούν καθόλου πώς ήταν δυνατό αυτή η τόσο υψηλή αντισυστημική «συνειδητοποίηση» των «μαζών» να καταλήξει σε υπερψήφιση, μετά από σαράντα ημέρες, του ίδιου του «αποστάτη Τσίπρα» και στην καταψήφιση  των αντισυστημικών, εκτός μόνον της Χρυσής Αυγής!

Το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα εξέφραζε όντως μια πραγματική αντίδραση στους εκβιασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και  μια απέχθεια προς την πλειοψηφία των εκφραστών του ΝΑΙ. Ωστόσο, δεν εμπεριείχε το υψηλό αντιστασιακό δυναμικό που υποθέτουν οι σημερινοί εμμονικοί εκείνου του ΟΧΙ, διότι τότε άλλα θα ήταν τα αποτελέσματα των εκλογών – και τουλάχιστον ο Λαφαζάνης και η Ζωή θα είχαν εισέλθει στη Βουλή. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, και μάλιστα ενάντια και στη δική μας επιθυμία, διότι η ύπαρξη της ΛΑΕ στη Βουλή, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, θα αποτελούσε όντως ανάχωμα σε όλα τα ξεπουλήματα που ακολούθησαν. (Γι’ αυτό και υποβάλαμε μάλιστα και σε σφοδρή κριτική άλλους «απογοητευμένους» του ΣΥΡΙΖΑ που δεν συμπαρατάχθηκαν με τη ΛΑΕ, ώστε να εμποδίσουν την ηγεμονία των Τσίπρα-Καμμένου). Το τελικό συμπέρασμα λοιπόν είναι πως το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος αποτελούσε, για ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων, μια αρκετά «φτενή» στην πραγματικότητα επιλογή, γι’ αυτό και μπόρεσε  να  μεταβληθεί σχεδόν αστραπιαία σε ΝΑΙ στην κυβέρνηση Τσίπρα.

Εν τέλει, μόνο ένα μικρό ποσοστό –απολύτως μειοψηφικό– από τους υποστηρικτές του ΟΧΙ εξέφραζε μια θεμελιακή αντισυστημική στάση και παγιδεύτηκε από τον Τσίπρα, και αυτό επέλεξε στη συνέχεια είτε την οδό της αποχής ή έστω της ψήφου στη ΛΑΕ, και αυτό ακριβώς το ποσοστό προσπαθούν να χειραγωγήσουν τα κάθε είδους γκρουπούσκουλα.

Η επίκληση του «αντιστασιακού ήθους», της «Αριστεράς», της «τιμής» της και άλλων ανάλογων επιχειρημάτων είναι αναγκαία ώστε να συγκαλυφθεί το θεμελιώδες ερώτημα: Η άνοδος της «Αριστεράς», το αντιστασιακό «δημοψήφισμα», μπορούν άραγε να αντισταθμίσουν όλες τις αθλιότητες και τις καταστροφές ενάμιση χρόνου διακυβέρνησης; Και η άρνηση να τεθεί καν αυτό το ερώτημα, quid pro quo –ποιόν δηλαδή συμφέρει–, οδηγεί αναπόφευκτα όλους του υποστηρικτές της αντιστασιακής υφής του ΟΧΙ, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, στη συγκάλυψη ή την υποβάθμιση των καταστροφών που επισώρευσε αυτό το μοιραίο δημοψήφισμα. Τί σήμαιναν οι έλεγχοι κεφαλαίου στις τράπεζες, ο νέος δανεισμός, η απαξίωση των τραπεζών, η νέα ανακεφαλαιοποίηση, η εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας, η φορολογική καταιγίδα κ.λπ. κ.λπ.; Και όμως, οι υποστηρικτές του αντιστασιακού ΟΧΙ τα αποσυνδέουν στην πραγματικότητα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να διατηρηθεί αλώβητη η ιδεοληψία τους.

Στην καλύτερη περίπτωση, δε, υποστηρίζουν πως, «έτσι θα συνέβαινε, όποιος και αν ήταν στην κυβέρνηση»! Και αμέσως θέτουν το επόμενο ερώτημα: «Και τι θα γίνει μετά;», αν δηλαδή φύγουν οι άθλιοι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Υπονοώντας, εν τέλει, πως οι Συριζαίοι είναι προτιμότεροι από τον «Κούλη»: «Προδότες ή όχι, είναι δικοί μας»! Γι’ αυτό εξάλλου κάποιος φίλος τους έχει προσφυώς αποκαλέσει «καιμετάδες»! Και όμως, οι ίδιοι υποστηρίζουν συχνά-πυκνά πως ο ΣΥΡΙΖΑ απαξιώνει οριστικά την Αριστερά στην Ελλάδα. Μήπως όμως απαξιώνει και τα δημοψηφίσματα; Τότε η διατήρησή του στην εξουσία δεν βαθαίνει αυτή την απαξίωση της αριστεράς και των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών;

Το ίδιο επιχείρημα –η επίκληση του «αντιστασιακού ήθους» του λαού και η ανάγκη συμπόρευσης με αυτό– είχε χρησιμοποιηθεί ήδη στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, ενάντια στους ελάχιστους που, στο «αντιμνημονιακό στρατόπεδο», θεωρούσαμε καταστροφική τη διενέργεια εκλογών και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

Τα όσα ακούσαμε δεν περιγράφονται. Σύσσωμη η Αριστερά, ακόμα και αντισυστημικοί της Ορθοδοξίας, «Αριστεροί πατριώτες», οι «δεξιοί πατριώτες» –λόγω Καμμένου–,  τα υποβρύχια των Αμερικανών, και tutti  quanti  μας αντιμετώπιζαν είτε ως αποστάτες του «αντιμνημονιακού αγώνα», είτε, στην καλύτερη περίπτωση, ως «κολλημένους», εξαιτίας του μίσους μας ή ίσως και του «φθόνου» μας για τον «χαρισματικό» Αλέξη!

Μέσα σε αυτόν τον ενάμιση χρόνο ψυχρανθήκαμε με πάρα πολλούς, ακόμα και φίλους δεκαετιών με καλές προθέσεις, ιδιαίτερα με  αφορμή το δημοψήφισμα. Και σήμερα, οι πιο καλοπροαίρετοι και οι αυθεντικά πατριώτες κατανοούν ή αρχίζουν να κατανοούν την πραγματική υφή του ζητήματος.

Επιμένουμε τόσο σε αυτό το θέμα διότι τα αντιμνημονιακά γκρουπούσκουλα, ακόμα και ένα χρόνο μετά, συνεχίζουν να προβάλλουν μεταχρονολογημένα τη διχαστική λογική του δημοψηφίσματος, όχι μόνο απέναντι στον “αποστάτη Τσίπρα” αλλά και απέναντι στο 38% των Ελλήνων που ψήφισαν ΝΑΙ, τους οποίους χαρακτηρίζουν διαπλεκόμενους. Και όμως, υπήρξαν πάρα πολλοί άνθρωποι που ψήφισαν ΝΑΙ, αναλογιζόμενοι τους κινδύνους για τη χώρα, και είχαν πολλούς λόγους να το κάνουν απέναντι σε έναν Βαρουφάκη και έναν Τσίπρα, και όχι γιατί ήταν διαπλεκόμενοι.  Εξ άλλου, ήδη πέρυσι, υπήρξαμε πάρα πολλοί που απορρίψαμε το δημοψήφισμα και τη διλημματική λογική του, καλώντας σε αποχή ή λευκό. Και σήμερα, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού συμφωνεί μαζί μας, είτε πέρυσι ψήφισε ΟΧΙ είτε ΝΑΙ, είτε απείχε: το δημοψήφισμα αυτό επιδείνωσε τη ζωή μας και στο κάτω κάτω άλλα είναι τα προβλήματά μας σήμερα, είναι οι τελεσίδικες πλέον συνέπειες της διακυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, ενώ η διχαστική τυμβωρυχία είναι χωρίς αντικείμενο. Αλλά όσοι έχουν χτίσει την πολιτική τους καριέρα πάνω στα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα, και από τις δύο πλευρές του οδοφράγματος, λογικό είναι να συνεχίζουν πάνω στην ίδια λογική μέχρι το τέλος. Αυτό έκαναν και πέρυσι, με το δημοψήφισμα, αυτό όμως δεν μπορούν, όσο και να πασχίζουν, να κάνουν φέτος.

Εν κατακλείδι, και αναφέρομαι στους καλοπροαίρετους, όσο οι προερχόμενοι από τον αντιμνημονιακό χώρο αρνούνται να υποβάλουν σε κριτική τη διαλεκτική του μοιραίου αυτού δημοψηφίσματος δεν θα μπορούν να πραγματοποιήσουν τα βήματα που είναι αναγκαία για τη συνέχεια. Αν δεν δεχτείς πως η καταστροφή του τραπεζιτικού συστήματος της χώρας, η συρρίκνωση των συντάξεων, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και όλα όσα ακολούθησαν βαραίνουν περισσότερο στη ζυγαριά από κάποιες εγωιστικές εμμονές, τότε δεν μπορεί να γίνει κανένα ουσιαστικό βήμα μπροστά.

Προϋπόθεση για κάθε μεγάλο βήμα είναι να αποδεικνύεις έμπρακτα, βαδίζοντας και ενάντια στο παρελθόν σου, όπως κάναμε εμείς άλλοτε, πως υπέρτατος νόμος πρέπει να είναι το συμφέρον της πατρίδας, salus patriae, και όχι εκείνο του κόμματος, της ιδεολογίας, της ιδεοληψίας. Το βάρος της γυμνής αλήθειας και όχι η ασύγγνωστη ελαφρότητα του αριστερισμού και της δημοκοπίας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

4 ΣΧΟΛΙΑ

ΓΙΏΡΓΟΣ 6 Ιουλίου 2016 - 01:12

Έχεις όμως και ένα αποτέλεσμα. Που καλώς η καλώς ή κακώς είναι 62% και αποτελεί πια ένα ιστορικό γεγονός. Δεν μπορείς να το ξεπερνάς έτσι, ως να μην συνέβει.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
diaxeiristis 6 Ιουλίου 2016 - 12:34

Αν το βασικό επιχείρημα για την ορθότητα μιας άποψης ή μιας ενέργειας θα ήταν αποκλειστικά, το πόσοι τη στήριξαν, τότε δυστυχώς θα φτάναμε σε τερατουργήματα. Ας μην θυμήσουμε πόσοι στήριξαν την επιστροφή του βασιλιά, το 1920, το πόσοι στήριξαν σε άλλες χώρες τον Μουσολίνι ή τον Χίτλερ κ.λπ. κ.λπ. Καμμιά φορά, στην ιστορία, ή μάλλον πολύ συχνά, είμαστε υποχρεωμένοι και να βαδίζουμε ενάντια στο ρεύμα. Διαφορετικά θα έπρεπε διαδοχικώς, στη Μεταπολίτευση, να έχουμε υποστηρίξει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με το 53%, το 1974, τον Ανδρέα και τον Μητσοτάκη με το 48%, τον ΓΑΠ, τον Τσίπρα κ.ο.κ. Και όμως προτιμήσαμε να μείνουμε μια πολιτική μειοψηφία. Γιατί η ταύτιση με τον λαό δεν σημαίνει και συναίνεση σε κάθε πολιτική του επιλογή. Σημαίνει κατανόηση των κινήτρων της αλλά όχι ταύτιση.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γκυρ 6 Ιουλίου 2016 - 11:54

Πράγματι το “και μετά;” είναι το βασικότερο των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν όσοι δεν θέλουν να ζυμώσουν και 40 χρόνια κοσκινίζουν το ίδιο αλεύρι. Κι αυτό διότι η αυτοαναφορικότητα, που τους κάνει να συγκρίνουν τα φαντασιακά ποσοστά του 62% και της ανόδου των ποσοστιαίων μονάδων στα γκρουπούσκουλα που λειτουργούν, με τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της χειρότερης κυβέρνησης στη μεταπολίτευση (τουλάχιστον) είναι αυτή που δεν τους επιτρέπει να τεθούν ανάμεσα στις δυο μνημονιακές γραμμές Συρανέλ και Νουδουπασοποτάμου. Η δε εμμονή τους στην “τακτοποίηση” με τεχνικούς όρους αλλαγής της οικονομίας (πέρα από το αδιέξοδο του οικονομισμού) για την αλλαγή πλεύσης της Ελλάδας, η μη αναγνώριση της ιδιαιτερότητας της κρίσης του παρασιτικού συμπλέγματος (οικονομίας-κοινωνίας-πολιτικής) και η διάχυση της αντίληψης για την γενικότερη “κρίση του καπιταλισμού”, καθώς και άλλα του καθιστά εν τέλει τους γραφικούς χρήσιμους της κυβέρνησης Συρανέλ. Η δημιουργία ενός αυτόνομου κινήματος είναι ακόμα μακριά. Ας ελπίσουμε ότι η κίνηση του Άρδην θα τροφοδοτήσει ένα σοβαρό διάλογο και σε άλλους χώρους. Η εμμονή στο ΟΧΙ που ήταν το ταβάνι του ελληνικού λαού κι όχι η αρχή, εμποδίζει δυστυχώς κάθε διάλογο. Η νέα αλφάβητος είναι μπροστά μας…

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Δημήτρης Γιαννόπουλος 20 Ιουλίου 2016 - 02:57

Συμφωνώ και επαυξάνω στο συμπέρασμα του Γιώργου πως η καταστροφή που υπέστη η χώρα στον ενάμισι χρόνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι ανυπολόγιστη.
Κυρίως γιατί έδωσε — σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα — τη χαριστική βολή σε ό,τι είχαν αφήσει όρθιο οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις, από τους κλάδους που συναποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας δηλ. τραπεζικό σύστημα, κατασκευές, αγορά ακινήτων, λιανεμπόριο, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σταθερό και ανθρώπινο κεφάλαιο, ασφαλιστικό σύστημα, αποταμίευση, διαθέσιμο εισόδημα.
Ο δρόμος για τη λεηλασία δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας από τις δυνάμεις κατοχής έχει ανοίξει διάπλατα, οχι μόνο με τον απόλυτο έλεγχό τους πάνω στα “υπερταμεία” αλλά κυρίως με την άλωση των εξωφρενικά απαξιωμένων τραπεζών από τα κεφάλαια-γύπες που αυτή τη στιγμή “σκανάρουν” τους υγιείς οφειλέτες (ιδιώτες και επιχειρήσεις) για άμεσο ξεπούλημα με εκβιασμό των περιουσιακών τους στοιχείων.
Αλλά όλα αυτά και πολλά άλλα οικονομικά εγκλήματα ΔΕΝ οφείλονται στο δημοψήφισμα.
Εκτός φυσικά αν εννοούμε το σχεδόν ομολογημένο κίνητρο των Γερμανών να “πατήσουν στο λαιμό”, να τιμωρήσουν σκληρά τους Έλληνες, για το …αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, το οποίο όντως καταρράκωσε το δημοκρατικό προσωπείο της ευρωζώνης και συνέβαλε τα μέγιστα στην επικράτηση του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα της 23 Ιουνίου.
Έχει σημασία να κατανοήσουμε πως η καταστροφή ήλθε ως επακόλουθο του τετραμήνου της ψευτοδιαπραγμάτευσης που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος, αφού οδήγησε στη λήξη της “παράτασης” που είχε δοθεί στις 24 Φεβρουαρίου για την ολοκλήρωση της 5ης Αξιολόγησης των “ανεκτέλεστων” του Μνημονίου2 που είχε απορρίψει ο Σαμαράς (δηλ. ο Χρύσανθος) τον Οκτώβρη 2014.
Δηλαδή μετά από ένα πεντάμηνο κλιμακούμενης πιστωτικής ασφυξίας από την ΕΚΤ, στεγνώματος ρευστότητας στα δημόσια ταμεία για να πληρώνονται οι δόσεις δανείων ΔΝΤ, φυγής καταθέσεων 40δις — όσα είχαν φύγει τα προηγούμενα 5 χρόνια — καθίζησης εσωτερικής αγοράς και εξαγωγών, φυγή 60.000 μικρών επιχειρήσεων στη …Βουλγαρία, και 90.000 Ελλήνων μεταναστών στη βόρεια Ευρώπη, η λήξη της δανειακής σύμβασης στις 30 Ιουνίου έδωσε στην ΕΚΤ το εγκληματικό “δικαίωμα” να κλείσει τις τράπεζες, διακόπτοντας την παροχή ρευστότητας μέσω ELA.
Mπροστά στο τελεσίγραφο της τρόικα στις 25 Ιουνίου, οι Τσίπρας-Βαρουφάκης είχαν δύο επιλογές ΔΙΑΦΥΓΗΣ:
1. Την παραίτηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, παραδεχόμενοι όχι μόνο τη καταστροφική αποτυχία της “διαπραγμάτευσης” αλλά και το γεγονός πως αυτοί οι ίδιοι (Τσίπρας-Βαρουφάκης), όχι η Τρόικα, είχαν παραβιάσει τη “μυστική” συμφωνία, στη τηλεδιάσκεψη της 24 “Φλεβάρη” 2015, να μη διαπραγματευτούν τίποτε άλλο προτού “ολοκληρώσουν επιτυχώς” τη τελευταία “αξιολόγηση” του Μνημονίου Σαμαρά.
2. Την φυγή προς τα μπρος, παραιτούμενοι “με το κεφάλι ψηλά”, δηλαδή μετά τη διεξαγωγή ενός δημοψήφισμα που ήταν σίγουροι ότι θα χάσουν (οτι θα βγεί το ΝΑΙ). Γιατί; Διότι, με το κλείσιμο των τραπεζών, θα επέβαλαν τόσο εξοντωτικά capital controls (σε συμφωνία με Στουρνάρα και Ντράγκι) ώστε θα αγανακτούσε ο κόσμος και θα τους καταψήφιζε έστω με μικρή διαφορά. Αυτό άλλωστε είχαν υποσχεθεί στους ομολόγους τους (οτι θα βγεί το ΝΑΙ) για να τους καθησυχάσουν στις 26-27 Ιουνίου στις Βρυξέλλες.
Αλλά λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο και ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΑΝ.
Στην ογκώδη συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ για το ΟΧΙ στις 3 Ιουλίου κατάλαβαν πως άθελά τους θα νικήσουν, αλλά αυτή τη φορά, θα είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα με τους δανειστές: Υπογραφή Μνημονίου 3.5 “Τελικής Λύσης”
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, και ίσως πρέπει κάποτε να συζητηθούν δημόσια, για να έχει κύρος οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση για τη Σωτηρία της Χώρας και του Έθνους.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ