Η ορειβατική τραγωδία στο «βουνό των νεκρών»
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 126
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η εισαγωγή μιας χολιγουντιανής ταινίας τρόμου. Στην καρδιά του χειμώνα του 1959, σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή της ΕΣΣΔ, ένας χαμηλόβαθμος αξιωματικός του στρατού λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από την κεντρική διοίκηση, το οποίο τον πληροφορεί πως αγνοείται μια ομάδα εννέα ορειβατών και διατάσσεται να οργανώσει μια αποστολή έρευνας και διάσωσης. Οι διασώστες προσγειώνονται με ελικόπτερα στην εκτεθειμένη πλαγιά του όρους Κολάτ Σιάκλ, που στη γλώσσα των αυτοχθόνων των Ουραλίων, Μάνσι, σημαίνει “το βουνό των νεκρών” και ανακαλύπτουν ένα αντίσκηνο μισοθαμμένο στο χιόνι. Εκτός από ένα τεράστιο σχίσιμο στα πλάγια της σκηνής, τίποτε δε φαίνεται παράξενο. Τα ρούχα και τα παπούτσια των ορειβατών, αλλά και ο εξοπλισμός τους είναι μέσα στο αντίσκηνο, ωστόσο οι ίδιοι απουσιάζουν. Τα μέλη της ομάδας διάσωσης διακρίνουν πολλά ανθρώπινα ίχνη να απομακρύνονται από τη σκηνή και κανένα να επιστρέφει. Αποφασίζουν να ακολουθήσουν τα ίχνη και σύντομα πέφτουν πάνω στα πρώτα πτώματα. Τα ευρήματα και η ιατροδικαστική έρευνα που θα ακολουθήσει θα αποδείξουν ότι η πραγματικότητα μπορεί να ξεπεράσει κάθε χολιγουντιανό σενάριο σε τραγικότητα, καθώς πενήντα έξι χρόνια μετά το γεγονός οι αιτιάσεις για το τι μπορεί να συνέβη το μοιραίο βράδυ διίστανται και το περιστατικό του περάσματος του Ντίατλοβ παραμένει το πλέον άλυτο μυστήριο στα ορειβατικά χρονικά.
Οι ορειβάτες ήταν όλοι φοιτητές του Πολυτεχνείου των Ουραλίων. Στις 25 Ιανουαρίου του ’59 είχαν αποφασίσει να φτάσουν με σκι στο όρος Οτόρτεν διασχίζοντας μια από τις πιο απροσπέλαστες περιοχές των Ουραλίων. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο έμπειρος οδηγός βουνού, Ιγκόρ Ντίατλοβ και η ομάδα που απαρτιζόταν από εφτά άνδρες και δύο γυναίκες, ηλικίας 20 με 24 ετών, είχε μακρόχρονη πείρα στην ορειβασία και στην επιβίωση σε χειμερινές συνθήκες. Επίσης, γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλον, καθώς είχαν συμμετάσχει σε παρόμοιες αποστολές στο παρελθόν, ήταν καλά εξοπλισμένοι και είχαν σχεδιάσει προσεκτικά την πορεία τους. Αρχικά, η ομάδα κάλυπτε σχετικά μεγάλες αποστάσεις. Στις 28 Ιανουαρίου, ο Γιούρι Γιούντιν, που είχε ανεβάσει υψηλό πυρετό, εγκατέλειψε την ομάδα και επέστρεψε στην πόλη Βιζάι, όπου θα περίμενε τους υπολοίπους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το ηθικό των ορειβατών ήταν πολύ υψηλό και όλοι αδημονούσαν να κατακτήσουν την κορυφή του Οτόρτεν. Προφανώς, η απόφαση του Γιούντιν να εγκαταλείψει, του έσωσε τη ζωή.
Με την αποχώρηση του Γιούντιν και με τις καιρικές συνθήκες να χειροτερεύουν και την ορατότητα να μειώνεται, η ομάδα φαίνεται πως απέκλινε της πορείας της και το απόγευμα της 2ας Φεβρουαρίου ο Ντίατλοβ αποφάσισε να κατασκηνώσουν στην εκτεθειμένη πλαγιά του Κολάτ Σιάκλ, μέσα σε χιονοθύελλα. Πολλοί ορειβάτες έχουν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους σχετικά με την επιλογή του σημείου κατασκήνωσης, αλλά ο ίδιος ο Γιούντιν, υπερασπιζόμενος τον Ντίατλοβ, δήλωσε το 2008 ότι μάλλον δεν ήθελε να χάσει το υψόμετρο που είχαν ανέβει, κι έτσι έστησαν το αντίσκηνο στη δυτική πλαγιά του βουνού καθώς λυσσομανούσε ο άνεμος. Στις 26 Φεβρουαρίου, ένα ελικόπτερο θα εντόπιζε το μισογκρεμισμένο αντίσκηνο και το όνομα Ντίατλοβ θα γινόταν συνώνυμο του μυστηρίου.
Οι διασώστες ακολούθησαν τα ίχνη και μισό χιλιόμετρο από τη σκηνή εντόπισαν τα υπολείμματα μιας φωτιάς κάτω από ένα μεγάλο πεύκο. Δίπλα στη φωτιά κείτονταν οι παγωμένες σοροί των Γκεόργκι Κριβονισένκο και Γιούρι Ντοροσένκο, οι οποίοι ήταν ντυμένοι μόνο με τα εσώρουχα και ξυπόλυτοι. Οι ερευνητές παρατήρησαν πως το πεύκο είχε σπασμένα κλαδιά σε ύψος μέχρι πέντε μέτρα. Προφανώς, είχαν προσπαθήσει να σκαρφαλώσουν στο δέντρο μέσα στη νύχτα, αλλά για ποιο λόγο;
Τριακόσια μέτρα από το πεύκο, η ομάδα διάσωσης ανακάλυψε τα πτώματα του ίδιου του Ντίατλοβ, του Ραστέμ Σλομπόντιν και της Ζινάιντα Κολμογκόροβα. Η στάση και ο προσανατολισμός των σωμάτων τους έδειχνε ότι πέθαναν στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν στο αντίσκηνο. Το αίτιο θανάτου και των πέντε ορειβατών κρίθηκε πως ήταν η υποθερμία, αλλά θα περνούσαν πάνω από δύο μήνες και μόνο όταν το χιόνι άρχισε να λιώνει οι ερευνητές θα έβρισκαν τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη της ομάδας τους, Αλεξάντερ Ζολοταριόβ, Νικολά Θιμπώ-Μπρινιόλ, Αλεξάντερ Κολοβάτοβ και Λουντμίλα Ντουμπίνινα σε ένα μισοπαγωμένο φαράγγι, ένα χιλιόμετρο από το αντίσκηνο. Και οι τέσσερις είχαν σοβαρά εσωτερικά τραύματα χωρίς κανένα εξωτερικό τραύμα, μώλωπα ή κατεστραμμένο ιστό. Οι γιατροί έγραψαν στο πόρισμά τους πως η βλάβη στα εσωτερικά τους όργανα ισοδυναμούσε με τη σφοδρότητα αυτοκινηστικού ατυχήματος. Το πιο ανατριχιαστικό εύρημα της νεκροψίας ήταν πως η γλώσσα της Ντουμπίνινα είχε ξεριζωθεί και έλλειπε.
Ήταν ξεκάθαρο ότι κάτι απίστευτα τραγικό συνέβη στην ομάδα των ορειβατών και οι ερευνητές στράφηκαν στις φωτογραφικές μηχανές και τα ημερολόγια των μελών της αποστολής για να συγκροτήσουν ένα χρονολόγιο των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο βουνό.
Οι φωτογραφίες κατέδειξαν ότι οι ορειβάτες όντως έστησαν τον καταυλισμό τους στις πέντε το απόγευμα, στις 2 Φεβρουαρίου. Οι φωτογραφίες δείχνουν τους νέους χαρούμενους και υγιείς. Λαμβάνοντας υπόψη τη χωνεμένη τροφή στα σώματα των μελών της ομάδας, οι ερευνητές κατόρθωσαν να υπολογίσουν ότι είχαν φάει περίπου στις 7 το βράδυ και πιθανόν έπεσαν για ύπνο μερικές ώρες αργότερα. Το συγκεκριμένο δείπνο, λοιπόν, επέτρεψε στους ιατροδικαστές να υπολογίσουν ότι η στιγμή του θανάτου τοποθετούνταν ανάμεσα στις 9 και τις 12 το βράδυ.
Ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβη μέσα στο βράδυ πρέπει να πανικόβαλε τα μέλη της ομάδας σε βαθμό που να πιστέψουν ότι η ζωή τους ήταν υπό άμεση απειλή. Σαν αποτέλεσμα έσχισαν με μαχαίρι το αντίσκηνο και πετάχτηκαν έξω σχεδόν γυμνοί και ξυπόλητοι σε θερμοκρασίες -25 με -30 βαθμών Κελσίου, αναζητώντας τη σωτηρία η οποία παραδόξως βρισκόταν στο ίδιο το αντίσκηνο που μόλις είχαν εγκαταλείψει. Ποιο ήταν όμως αυτό το καταλυτικό γεγονός που μπορεί να έτρεψε σε φυγή εννέα έμπειρους ορειβάτες; Στα χρόνια που ακολούθησαν τα γεγονότα της 2/2/1959, το πέρασμα του Ντίατλoβ πέρασε στον θρύλο και πολλές θεωρίες επιχείρησαν να δώσουν μια πειστική εξήγηση στο μυστήριο χωρίς αποτέλεσμα. Κάποιοι έχουν κάνει λόγο για χιονοστιβάδα (η σκηνή βρέθηκε όρθια και στο πέρασμα δεν έχει καταγραφεί ποτέ χιονοστιβάδα), άλλοι για επίθεση από μέλη της φυλής των Μάνσι (τα μόνα ίχνη στο σημείο ήταν των εννέα ορειβατών) και χαμηλής συχνότητας ηχητικά κύματα. Οι λάτρεις των συνωμοσιών αναφέρουν μυστικά σοβιετικά πειράματα και οι αποκρυφιστές πιθανολογούν εμφάνιση του Γιέτι ή ακόμη και εξωγήινων οντοτήτων. Ακόμη και η επίσημη εγκληματολογική έρευνα των σοβιετικών αρχών κατέληξε πως οι θάνατοι προήλθαν από μια «άγνωστη εξαναγκαστική δύναμη», προσφέροντας άφθονο καύσιμο για κάθε είδους εικασίες.
Παρόλα αυτά, ίσως τελικά αυτό που μας διαφεύγει είναι πως εστιάζουμε στο μυστήριο, ενώ θα έπρεπε να εστιάσουμε στην τραγωδία αυτή καθεαυτή. Εκτός από τις αναμνήσεις φίλων και συγγενών, μια σκουριασμένη πλάκα είναι το μόνο ενθύμημα των εννέα ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους μέσα στον τρόμο και την παγωνιά. Μια σειρά από πραγματικά τρομερά γεγονότα προκάλεσαν τους θανάτους στο πέρασμα του Ντίατλoβ. Ο Γιούρι Γιούντιν, ο μόνος από την ομάδα που ξεγέλασε τη μοίρα, δήλωσε λίγο πριν το θάνατό του, το 2013, ότι «άν μπορούσα να κάνω μία μόνο ερώτηση στο Θεό, αυτή θα ήταν τι πραγματικά συνέβη στους φίλους μου εκείνη τη νύχτα».