Γ. Κοτζιούλας, «Πού τραβάει η ποίηση», Νέος Νουμάς (1950)
Του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 126
Ο K.Θ. Δημαράς (καθιστός, δεύτερος από αριστερά) ανάμεσα σε συγγραφείς της γενιάς του ’30, όπως οι Γ. Σεφέρης, Ανδρ. Εμπειρίκος, Αγγ. Τερζάκης, Γ. Θεοτοκάς, Ανδρ. Καραντώνης, H. Βενέζης, K. Πολίτης, Γ. Κατσίμπαλης κ.ά.
Το δοκίμιο του Γ. Κοτζιούλα, «Πού τραβάει η ποίηση», είναι ένα από τα δυσεύρετα κείμενα του, που μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε μόνο στις ιστοσελίδες του Νίκου Σαραντάκου και της Σοφίας Κολουτούρου. Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό «Νέος Νουμάς» το 1950. Δημοσιεύθηκε πάλι στο περιοδικό «Ευθύνη», στη δεκαετία του ’70.
Με τον δικό του τρόπο συνεχίζει τον διάλογο του Γ. Σεφέρη με τον Κ. Τσάτσο, για τα χαρακτηριστικά της νεώτερης ποίησης. Το πιο ενδιαφέρον είναι αφενός το πολεμικό και αφοριστικό του ύφος του και αφετέρου οι λόγοι τους οποίους επικαλείται ο Γ. Κοτζιούλας για να αντιπαρατεθεί σε αυτή, που δεν απέχουν πολύ από αυτούς που επικαλέστηκε, παλαιότερα ο Κ.Τσάτσος .
Ο Γ. Κοτζιούλας αναδεικνύει την πίστη στην ελληνική παράδοση, στην εντοπιότητα, στην ιθαγένεια, ως το πρωταρχικό κριτήριο αξιοσύνης ενός ποιήματος. Σε αυτή θα βρει ό,τι του χρειάζεται, από αυτή θα εμπνευστεί και θα λάβει τα ουσιώδη παραδείγματα. Παρότι δεν απορρίπτει την επικοινωνία με τα ρεύματα σκέψης που έρχονται από τη Δύση, τίποτε ενδιαφέρον και χρήσιμο δεν ανακαλύπτει σε αυτά. Η στράτευσή του στην αριστερά δεν τον οδήγησε στον κοσμοπολιτισμό, που προσφέρει τους επιμέρους πολιτισμούς θυσία σε μία παγκοσμιότητα, και συγκαλύπτει τις φιλοδοξίες των ισχυρότερων εθνών για οικουμενική κυριαρχία. Ο πατριωτισμός του, συχνά αδιάλλακτος, αποσκοπεί στο να διασώσει την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτισμού του.
Οι επικρίσεις του Γ. Κοτζιούλα στη μοντέρνα ποίηση δεν είναι ούτε μοναδικές, ούτε οι πρώτες που διατυπώθηκαν. Ο ποιητής Τ. Παπατσώνης, σε επιφυλλίδα με τον τίτλο «Νεαροί Υπερόπται», που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 13 Μαρτίου του 1932, επικρίνει τον Γ. Σεφέρη και τον Αντρέα Καραντώνη που τον παρουσίασε με θετικό τρόπο, διότι η ποίησή του είναι «μίμηση μέχρι κλοπής ενός ξένου τρόπου, χωρίς την παραμικρότερη παραλλαγή», και μάλιστα «κακή μίμηση»1. Μάλιστα ο Τ. Παπατσώνης εμφατικότερα τονίζει ότι στην ποίηση του Σεφέρη το διανοητικό, το συλλογιστικό μέρος είναι απόλυτα και πανομοιότυπα αποτιμημένο επάνω στα ξένα καλούπια του Μαλλαρμέ, του Βαλερύ, του Λεόν Πωλ Λαφάργκ. Το γλωσσικό μέρος είναι απόλυτα αποτυχημένο στη μίμηση, είναι εξάμβλωμα»2. Ο λόγος της αποτυχίας του Σεφέρη, σύμφωνα με αυτή την κριτική, είναι πως ενώ ξέρει καλά γαλλικά, δεν γνωρίζει εξίσου καλά ελληνικά. Ο Τ. Παπατσώνης συμπληρώνει: «Εγώ δεν βλέπω την αξία της ποίησης, όταν πρόκειται να μιμηθούμε τυφλά ένα ξένο τόπο»3.
Βεβαίως σήμερα οι κατηγορίες για τον Σεφέρη, που διατυπώνονται από κριτικούς όπως ο Δημήτρης Δημηρούλης και ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, έχουν αντιστραφεί. Ο Σεφέρης και η γενιά του ’30, παρά τη θετική αποτίμηση του έργου τους από συγγραφείς ενταγμένους στην αριστερά όπως ο Σ. Τσίρκας, κατηγορούνται για την εμμονή τους στον ελληνικό πολιτισμό, στην «ελληνικότητα», για την προβολή του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου, που ευνοεί κατ’ αυτούς την περιχαράκωση και την εξύμνηση του λαού, ώστε εν τέλει «ο Σεφέρης δεν είναι ένας μοντερνιστής που ελληνίζει, όπως τον κατηγόρησαν κάποιοι, αλλά ένας Έλληνας που μοντερνίζει»4 ή και μεταβάλλεται σε ποιητή-έθνος, αφού «υποδύεται ένα έτερον στο οποίο θέλει να εγκατασταθεί παρασιτικά»5. Τελικά, ο Δημηρούλης, ανακριβώς βέβαια, υποστηρίζει ότι «οι παραδόσεις του πολιτικού ολοκληρωτισμού και του αισθητικού ιδεαλισμού έχουν κοινή καταγωγή και εξελίχθηκαν εκ παραλλήλου»6, παρά το γεγονός ότι ο Σεφέρης, όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του ’30, πολιτικά κατάγονταν από τον βενιζελισμό και στις δύσκολες περιστάσεις –όπως στη δικτατορία– υπερασπίστηκαν τη δημοκρατική εξέλιξη.
Αλλά, για να επανέλθουμε στο δοκίμιο του Γ. Κοτζιούλα, κατ’ αρχήν παραδέχεται ότι είναι αναγκαία η ανανέωση της ποίησης. Όμως διακρίνει «απ’ το σημείο αυτό της προσαρμογής και της συμπόρευσης, το δικαιολογημένο και φυσιολογικό, ίσαμε την αποκήρυξη όλων σχεδόν των παραδομένων τρόπων, τη ρήξη με τη φιλολογική μας ιστορία, η απόσταση είναι τρανή και η τόλμη πρωτάκουστη. Κάτι τέτοιο πραγματικά επιχειρεί να κάμει η νέα μας ποίηση, όπως τη λεν φιλόφρονα οι κριτικοί της, ένα άλμα από το χτες προς το αύριο, που αμφιβάλλουμε όμως πολύ αν είναι σε θέση να το πραγματοποιήσουν όχι μονάχα οι διαφημιζόμενοι ως πρωταθλητές του ποιητικού τούτου κινήματος, αλλά και οι πιο φιλόδοξοι ανακαινιστές που μπορούν να φανούν στον έμμετρο λόγο. Τη συνέχεια και τη συμπλήρωση, ναι, τη δέχεται το πνεύμα, αλλά την αποκοπή και το ξεδρόμισμα, όχι. Αυτό πια παίρνει χαρακτήρα ανταρσίας και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί».
Ο Κοτζιούλας χαρακτηρίζει το ρεύμα της νεώτερης ποίησης ως μια μορφή ενός «υπερφίαλου ιμπεριαλισμού που αντιμάχεται την ελληνική αρετή». Θεωρεί ότι το πρώτο σπέρμα της το έριξε η ποίηση του Καβάφη. Συνεχίζει τις πολλαπλές επιρροές που δέχθηκε ο νεοελληνισμός από τον ευρωπαϊκό στοχασμό. Τέτοιες υπήρξαν οι πρώτες επιδράσεις του Φ. Νίτσε σε συγγραφείς όπως ο Γ. Καμπύσης και ο Κ. Χατζόπουλος, οι οποίες συνεχίστηκαν με την πρόσληψη του Μαρξ, του νεοκαντιανισμού, του γερμανικού ιδεαλισμού και στερνά του υπαρξισμού. Την προσπάθεια του Σεφέρη, του Νικήτα Ράντου, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, τη χαρακτηρίζει με επίθετα όπως «ευρωπαΐζοντες γραμματανθρώπους», που διακινούν την «ξένη πραμάτειά τους», που καταλήγει σε μια «ελληνοευρωπαϊκή επιμιξία». Βεβαίως, δίκαια αποδίδει κεντρικό ρόλο στον Γ. Κατσίμπαλη, αφού αυτός ήταν που στήριξε πολλαπλά τη νεώτερη ποίηση, ιδιαίτερα δε την έκδοση των «Νέων Γραμμάτων», του περιοδικού όπου οι νεώτεροι ποιητές δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα, με τα οποία κέρδισαν την πρώτη αναγνώριση.
Σημειώσεις:
1. Επίμετρο στο Γ. Θεοτοκάς-Γ. Σεφέρης: Αλληλογραφία (1930-1966), Ερμής, Αθήνα 1981, σ 189. Βεβαίως ο Τ. Παπατσώνης σύντομα θα αναθεωρήσει την αρνητική άποψη για τον Σεφέρη, θα συνδεθεί φιλικά μαζί του και θα συμμετάσχει το 1961 στο αφιέρωμα για τα τριάντα χρόνια της «Στροφής» .
2. Ό.π. σελ. 189.
3. Ό. π. σελ. 190.
4. Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη- η κατασκευή ενός μύθου από τον Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη και τον Λορεντζάτο, Πόλις, Αθήνα 2003, σελ. 278. Στα πλαίσια αυτής της κριτικής γίνεται προσπάθεια να υποτιμηθεί η γενιά του ’30 και να δαιμονοποιηθούν τα πρόσωπα που αυτή δικαίωσε, όπως ο Μακρυγιάννης και ο Θεόφιλος
5. Δημήτρης Δημηρούλης, Ο ποιητής ως έθνος- σπουδή για τον άλλον Σεφέρη, στο περιοδικό Ποίηση τεύχος 2- Φθινόπωρο 1993, σελ. 73.
6. Ό. π., σελ. 94.
7. Ο σημαίνων ρόλος του στενού πυρήνα της γενιάς του ’30 προκάλεσε την αντίδραση άλλων, με πιο ηχηρή αυτή του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Το 1947, με αφορμή την απονομή του επάθλου Παλαμά από κοινού στον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου με τον Γ. Σεφέρη, ο πρώτος θα επιτεθεί στον Α. Καραντώνη. Στη συνέχεια η διαμάχη θα επεκταθεί, θα πάρει θυελλώδεις διαστάσεις για να λάβουν μέρος και άλλοι διανοούμενοι, όπως ο Γ. Θεοτοκάς..