Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Από τη στιγμή που οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες όρισαν ως αρχηγό τους και υποψήφιο για την καγκελαρία στις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου τον μέχρι πρότινος πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, Martin Schulz, στη γερμανική πολιτική σκηνή σημειώνεται ένα είδος δημοσκοπικής χιονοστιβάδας.
Έτσι, σε έρευνα του ινστιτούτου Enmid που δημοσίευσε, τον Κυριακή, η ταμπλόιντ εφημερίδα Bild, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) εμφανιζόταν να συγκεντρώνει ποσοστό 29%, πραγματοποιώντας πρωτοφανές άλμα έξι ποσοστιαίων μονάδων μέσα σε μία εβδομάδα, με τη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) της καγκελαρίου Merkel στο 33%.
Επιπλέον, η λαϊκιστική δεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD) μένει σταθερή στο 11%, τα κόμματα της Αριστεράς (Die Linke) και των Πρασίνων φέρονται να υποχωρούν κατά δύο μονάδες έκαστο, στο 8%, ενώ οι Φιλελεύθεροι (FDP) με 6% ξεπερνούν το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και μπορούν να επανέλθουν στη Bundestag (μετατοπισμένη πάντως δεξιότερα από την ιστορική τους φυσιογνωμία).
Όμως, νεώτερη έρευνα, αυτή τη φορά του ινστιτούτου Insa, την οποία δημοσίευσε η Bild τη Δευτέρα, εμφανίζει τους Σοσιαλδημοκράτες να προηγούνται, έστω και οριακά, των Χριστιανοδημοκρατών – επίδοση που δεν είχαν επιτύχει από το 2010.
Ειδικότερα, το SPD φέρεται να συγκεντρώνει 31% (με αύξηση τεσσάρων μονάδων σε μία εβδομάδα), η CDU/CSU 30% (με απώλεια τριών μονάδων), η AfD μένει σταθερή στο 12%, το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) ενισχύεται κατά μία μονάδα στο 10%, οι Πράσινοι υποχωρούν κατά δύο μονάδες στο 7%, ενώ οι Φιλελεύθεροι μένουν σταθεροί στο 6%.
Δεν πρόκειται απλώς για το αποτέλεσμα “εσωτερικών” ανακατατάξεων μεταξύ των “όμορων χώρων” της Σοσιαλδημοκρατίας, των Πρασίνων και της Αριστεράς (όπως θα μας έκανε να πιστέψουμε κυρίως η έρευνα της Enmid), αλλά για απευθείας μετακίνηση ψηφοφόρων από τη Χριστιανοδημοκρατία προς την κεντροαριστερά.
Η επιλογή του Schulz, ως προσώπου, το οποίο απείχε το προηγούμενο διάστημα από την εγχώρια πολιτική σκηνή, και δη τον κυβερνητικό “μεγάλο συνασπισμό” Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών, άρα είναι σε θέση να προσωποποιήσει μια “τομή”, είναι πολύ ισχυρή συμβολικά και βρίσκει απήχηση όχι μόνο στην απογοητευμένη βάση της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και πέραν αυτής. Αρκεί να σημειωθεί ότι η δημοσκοπική ανατροπή καταγράφεται χωρίς καν ο Schulz να έχει παρουσιάσει ακόμη συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Αποκαλύπτεται έτσι ότι η προηγούμενη “μονοκρατορία” της Angela Merkel είχε κοντά ποδάρια και οφειλόταν περισσότερο στη στασιμότητα που επικρατούσε στην πολιτική σκηνή. Η ίδια, πάντως, βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπη με τις τριβές που προκαλούν για την προσφυγική της πολιτική οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές, όσο και αν μόλις επισημοποίησαν το χρίσμα προς την καγκελάριο για τη διεκδίκηση τέταρτης θητείας.
Ο έμπειρος στους πολιτικούς ελιγμούς πρώην καγκελάριος Gerhard Schroeder από καιρό, πάντως, παρότρυνε το κόμμα του να βγει από τη “σκιά” του “μεγάλου συνασπισμού” και να προβάλλει πρόσωπο ρήξης με τη Merkel, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πολυετή εκλογικό και δημοσκοπικό του μαρασμό.
Το αν ο Schulz θα επιδιώξει τη δημιουργία ενός εναλλακτικού “κοκκινο-κοκκινο-πράσινου” κυβερνητικού συνασπισμού (δηλ. με τους Πράσινους και την Αριστερά) είναι κάτι το οποίο δεν έχει διευκρινισθεί κατά πόσον συγκεντρώνει τις πολιτικές, αλλά και αριθμητικές προϋποθέσεις. Το άθροισμα των τριών αυτών δυνάμεων δεν εξασφαλίζει το 50% των εδρών – ιδίως εάν το FDP εξασφαλίσει την είσοδό του στη Bundestag. Από την άλλη πλευρά, η δύναμη της AfD τείνει να υποτιμάται στις δημοσκοπήσεις, ενώ τα εκλογικά της κέρδη δεν προέρχονται μόνο από τον χώρο της Χριστιανοδημοκρατίας. Το κοινοβουλευτικό τοπίο που θα προκύψει το φθινόπωρο θα είναι πιθανότατα πιο κατακερματισμένο από το τωρινό και η (απρόθυμη) επανάληψη της συνταγής του “μεγάλου συνασπισμού” να είναι μονόδρομος για τους ενδιαφερόμενους.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορούν να αλλάξουν οι ρόλοι εντός του συνασπισμού. Μέχρι πρότινος, οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν παγιδευμένοι σε ένα καθοδικό σπιράλ, όπου η πτώση των ποσοστών τους, τους καθήλωνε σε ρόλο ελάσσονος εταίρου της Merkel, γεγονός που οδηγούσε σε περαιτέρω εκλογική καθήλωση και αποθάρρυνση της βάσης τους. Τουλάχιστον με τον Schulz, μπορούν να διεκδικήσουν τη θέση του καγκελαρίου για το σύνολο ή το ήμισυ της τετραετίας.
Η διαπραγματευτική δύναμη των Χριστιανοδημοκρατών δεν πρόκειται να είναι μεγάλη, διότι (δεδομένης της “καραντίνας” στην AfD) άλλοι πιθανοί εταίροι δεν θα βρίσκονται στον ορίζονται – εκτός και αν καταστεί δυνατό ένα πρωτότυπο σχήμα συνεργασίας με το FDP και τους (πλέον πρόθυμους για κάτι τέτοιο) Πρασίνους.
Οι εξελίξεις αυτές έρχονται σε μία συγκυρία, κατά την οποία η άνοδος του Trump στις ΗΠΑ και η επιθετική έναντι της “γερμανικής Ευρώπης” ρητορική του, φέρνει το Βερολίνο αντιμέτωπο με τις αντιφάσεις του. Η αμερικανική “ύστατη πηγή ζήτησης” μπορεί σύντομα να μην είναι διαθέσιμη για τη γερμανική εξαγωγική μηχανή. Μια τέτοια προοπτική θέτει επί τάπητος την αναγκαιότητα τόνωσης της εγχώριας και ευρωπαϊκής ζήτησης και της ενίσχυσης της συνοχής των “27”. Είναι αυτό ένα σενάριο που μπορεί να προσωποποιήσει ο Schulz, απέναντι στη φοβική αναδίπλωση σε μια μικρότερη, πλην περισσότερο ελεγχόμενη “γερμανική Ευρώπη”, που ενσαρκώνει η Δεξιά.