Η εφτάψυχη Γερμανίδα καγκελάριος παραμένει αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας της γερμανικής πολιτικής
Του Βασίλη Στοϊλόπουλου από την Ρήξη φ. 134
Μοιάζει παράδοξο, σχεδόν ακατανόητο και για πολλούς αξιοθαύμαστο φαινόμενο! Κάθε λανθασμένη πολιτική της απόφαση, κάθε χαρακτηριστική της αναβλητικότητα και αναποφασιστικότητα και κάθε μια από τις ανεπανάληπτες «κυβιστήσεις» της, της βγαίνουν τελικά σε καλό! Πολλοί μάλιστα υποκλίνονται με σεβασμό μπροστά στο εξαιρετικό ταλέντο της, γιατί, όπως διατείνονται, στην περίπτωση της πολιτικής της κυριαρχίας –σε Γερμανία και Ευρώπη– δεν πρόκειται απλώς για «τέχνη πολιτικής», αλλά και για «τέχνη ισχύος»!
Εδώ και μερικές εβδομάδες, η καγκελάριος Μέρκελ βρίσκεται ξανά σε επιβλητικά ύψη δημοφιλίας (όπως και το κόμμα της), όταν, λίγους μήνες πριν, τότε που οι Χριστιανοδημοκράτες έχαναν πανηγυρικά τη μια μετά την άλλη εκλογική αναμέτρηση σε ομόσπονδα κρατίδια, πολλοί προμήνυαν τον σίγουρο πολιτικό της θάνατο. Όντας χωρίς αντίπαλο, μετά την αποκάλυψη της φούσκας Σουλτς, και σίγουρη για την ισοφάριση του ρεκόρ διακυβέρνησης του μέντορά της, Χέλμουτ Κολ, η Γερμανίδα καγκελάριος προετοιμάζεται τώρα με άνεση και εξ αποστάσεως για την τέταρτη κατάληψη της καγκελαρίας. Η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική απέναντι στην πολιτική της του «όλα βαίνουν καλώς» είναι κυρίαρχη στον γερμανικό λαό και κανείς δεν αναμένει ν’ αλλάξει μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Ας εξετάσουμε όμως ένα παράδειγμα «αξιοθαύμαστης μερκελικής επιτυχίας», το μεταναστευτικό. Πριν δύο χρόνια, στη διάρκεια μιας μοναδικής ιστορικής περιόδου για τη Γερμανία, όταν η Μέρκελ άνοιξε, μ’ έναν μελοδραματικό τρόπο, για 180 ημέρες τα γερμανικά σύνορα σε εκατομμύρια μετανάστες, διχάζοντας την Ευρώπη και το κόμμα της, κανείς δεν ανέμενε ότι πολιτικά και κοινωνικά η Γερμανία θα μετατρεπόταν τόσο γρήγορα σε μια «άλλη χώρα». Σήμερα, και αφού τελεύτησε ο παιδαριώδης μεταναστευτικός φετιχισμός, το Ίδρυμα Φρίντριχ Έμπερτ (πρόσκειται στους Σοσιαλδημοκράτες), αναφερόμενο στη Γερμανία, την προσδιορίζει ως μια γεωγραφική περιοχή με πληθυσμό –από «παλιούς» και «νέους» Γερμανούς– «ανοιχτό» στον ριζικό του μετασχηματισμό. Ταυτοχρόνως όμως μετασχηματίστηκε και ο παραδοσιακός γερμανικός συντηρητισμός, που, ελέω Μέρκελ, απέκτησε πλέον σαφή σοσιαλδημοκρατικά και πράσινα χαρακτηριστικά, κυρίως όμως παγκοσμιοποιητικά.
Επιπλέον, το δεύτερο «οικονομικό θαύμα» του χαμηλού μεροκάματου, λόγω της μαζικής μετανάστευσης, που διατυμπάνιζαν οι οπαδοί της Μέρκελ, έμεινε κενό γράμμα. Αντί αυτού, η συνολική διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος κοστίζει στη Γερμανία ασύλληπτα κεφάλαια. Στόχος των κρατικών δαπανών είναι η ενσωμάτωση, κυρίως νεαρού ισλαμικού στοιχείου. Δηλαδή των εκπροσώπων, στην πλειονότητά του, ενός «ισλάμ της Σαρίας», τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των οποίων αμφισβητούν κατηγορηματικά πολλοί ειδήμονες και μελετητές του ισλάμ. Όπως καταγράφτηκε, μόνο για το 2016 δαπανήθηκαν συνολικά μέχρι και 50 δισ. ευρώ για τους μετανάστες – πρόσφυγες. Στο μεταξύ, σχεδόν το 33% των δικαιούμενων κοινωνική πρόνοια (Hartz IV) είναι αλλοδαποί (1,89 εκατομμύρια), όταν το 2011 ήταν λιγότερο από το 20%. Την ώρα που ο Σόιμπλε αποταμιεύει κάθε εκατομμύριο ευρώ, ακολουθώντας πολιτική λιτότητας που οδηγεί στην εκδικητική τιμωρία ολόκληρων λαών, το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ (πρόσκειται στους Πράσινους) εκτίμησε ότι τα επόμενα χρόνια θα χρειαστούν περίπου 400 δισ. ευρώ, που εν κατακλείδι θα χρησιμοποιηθούν υπέρ των «νέων Γερμανών».
Αυτό όμως που τελικά αυξήθηκε τα δύο τελευταία χρόνια ήταν, όπως δείχνουν όλες οι επίσημες στατιστικές, η εισαγόμενη εγκληματικότητα και η διάχυση ενός αιτιολογημένου φόβου σε ευρύτερα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας, που κορυφώθηκε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 2016 στη Κολωνία, το Βερολίνο και αλλού. Επίσης, ο ισλαμικός τρομοκρατικός κίνδυνος μπορεί να μην έχει ακόμη τις διαστάσεις της Αγγλίας ή της Γαλλίας, όμως μπήκε για καλά και στη καθημερινότητα του κάθε Γερμανού.
Σήμερα, ωστόσο που η ναρκισσιστική ευφορία των «Refugees Welcome» ξεθύμανε, η Μέρκελ ακολουθεί μια άκρως αντίθετη πολιτική στο μεταναστευτικό από αυτήν του 2015, περνώντας από την ανεξέλεγκτη στην ελεγχόμενη, γι’ αυτό σημαντικά περιορισμένη, είσοδο μεταναστών και αυστηροποιώντας κατά πολύ τη μεταναστευτική πολιτική της Γερμανίας. Η ίδια η Μέρκελ δεν χρειάστηκε βέβαια να ξανακλείσει τα γερμανικά σύνορα. Το έπραξαν με «υποδειγματικό» για τα συμφέροντά τους τρόπο άλλοι και ιδιαίτερα ο Αυστριακός υπουργός εξωτερικών Κουρτζ, ο αρχιτέκτονας της μεταψβουργιανής παρουσίας στα Βαλκάνια.
Μετά το Μπρέξιτ και την ανάληψη της εξουσίας από τον «ανισόρροπο» Τραμπ, η μερκελική Γερμανία των 2,2 τρισεκατομμυρίων ευρώ εμπορικού πλεονάσματος (από το 2000) έχει μεγάλες ελπίδες να αναδειχτεί, τα επόμενα χρόνια, εκτός από επίκεντρο της εξουσίας στην Ε.Ε. και σε κέντρο εξουσίας των απανταχού γκλομπαλιστών. Όλων αυτών δηλαδή, ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, που υποστηρίζουν με πάθος τη «νέα ηγέτιδα της Δύσης» και «προστάτιδα των αξιών της».
Μια προοπτική που ασφαλώς θα ενδυναμώσει περισσότερο τη Γερμανίδα καγκελάριο στο μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι που πλέον πρωταγωνιστεί, παρά τον αναμενόμενο σφοδρό οικονομικό πόλεμο που θα κηρύξουν κλιμακωτά οι Αγγλοαμερικανοί στη Γερμανία. Υπάρχουν όμως και αυτοί που εκτιμούν ότι η γερμανική άτακτη υποχώρηση μπροστά στις ΗΠΑ είναι προδιαγεγραμμένη, παρά τη ταύτιση πολλών Ευρωπαίων ηγετών και των έγκυρων διεθνών ΜΜΕ με τη Μέρκελ. Και ότι όλοι μας θα «απολαύσουμε» τελικά ένα ακόμα δείγμα μερκελικής «κυβίστησης», ανάλογης του πρώτου κοθόρνου πολιτικού της ιστορίας, του Αθηναίου Θηραμένη. Μόνο που αυτήν τη φορά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα της βγει σε καλό.