Αρχική » Τι κρύβεται πίσω από το θαύμα της Κίνας

Τι κρύβεται πίσω από το θαύμα της Κίνας

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Τοζίδη, από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005

Ενώ οι σελίδες του διεθνούς τύπου είναι γεμάτες αναλύσεις για το οικονομικό «θαύμα» της Κίνας και τις προοπτικές του, ελάχιστες είναι οι αναφορές στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και στις κινητοποιήσεις όσων θίγονται.
Αυτή η σιωπή δεν είναι αθώα όταν μάλιστα οι διαμαρτυρίες στην Κίνα δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι αναφέρουν, με μετριοπαθείς υπολογισμούς, περίπου 50.000 «επεισόδια» σε ετήσια βάση. Μία από τις αιτίες είναι η ευρέως διαδεδομένη διαφθορά που έχει προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Ακόμη, οι εργάτες και οι εργάτριες διαμαρτύρονται για την απώλεια των ασφαλιστικών εισφορών τους [με πρακτικές τύπου Enron], οι κάτοικοι των πόλεων αγωνίζονται ενάντια στις παράνομες καταλήψεις γης και οι κάτοικοι των χωριών μάχονται μικρές και μεγάλες αδικίες, σε καθημερινή βάση.
Τυπικά αυτές οι διαμαρτυρίες έχουν τοπικό χαρακτήρα και γενικά επιλύονται μ’ ένα συνδυασμό αποζημιώσεων, συλλήψεων και υποσχέσεων για μελλοντική βελτίωση. Σε μερικές περιπτώσεις, η κυβέρνηση της Κίνας παίρνει μέτρα εναντίον αξιωματούχων, των οποίων τα εγκλήματα κρίνονται υπερβολικά. Όσο πάντως οι διαμαρτυρίες παραμένουν σε τοπικό επίπεδο, μπορούν να διευθετηθούν ως μεμονωμένες περιπτώσεις και δεν αποτελούν μια ευρύτερη πρόκληση για το καθεστώς ούτε θέτουν τις βάσεις για ένα κίνημα με στόχο την αλλαγή του συστήματος.
Το παρόν άρθρο επιχειρεί, χωρίς να εξαντλεί το θέμα, να παρουσιάσει τις επιπτώσεις της ανάπτυξης αλλά και τις κινητοποιήσεις των κινημάτων. Γιατί η μισή μας καρδιά εξακολουθεί να βρίσκεται στην Κίνα…

Όταν ευημερούν οι αριθμοί και η άρχουσα τάξη…
Εάν ο Καρλ Μαρξ ζούσε, το Guangdong σήμερα θα ήταν το δικό του Manchester. Όπως το Manchester, που ήταν το βιομηχανικό κέντρο του Ην. Βασιλείου κατά τον 19ο αιώνα, το Guangdong χαρακτηρίζεται από τη σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που έγινε η ιδεολογική βάση για τις επαναστάσεις σε όλο τον κόσμο.
Δεκάδες εκατομμύρια βιομηχανικών εργατών αγωνίζονται για βασικά δικαιώματα, για να κερδίσουν τα απαραίτητα ώστε να μπορέσουν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, για νόμους που θα τους επιτρέψει να έχουν συλλογικές συμβάσεις και εργασιακά δικαιώματα.
Πολύ περισσότερο, σε σύγκριση με τη βιομηχανική ανάπτυξη στις Η.Π.Α. ή το Ην. Βασίλειο, η Κίνα στήριξε και στηρίζει τη δική της ανάπτυξη στη φθηνή εργασία εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων. Οι μονάδες παραγωγής που δημιουργούνται από τις ξένες επενδύσεις, οι περισσότερες από τις οποίες ανήκουν σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, εξαρτώνται από το ευέλικτο παραγωγικό δυναμικό που κοστίζει κάθε χρόνο λιγότερο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η περιοχή Guangdong αναπτυσσόταν με μέσα ετήσια ποσοστά άνω του 10%, την τελευταία 5ετία, οι εργάτες και οι εργάτριες δεν είδαν καμία βελτίωση στα εισοδήματά τους κατά την ίδια περίοδο. Ακόμη χειρότερα γι’ αυτούς, με το μέσο μηνιαίο μισθό των 50 και 70 δολαρίων αγοράζουν λιγότερα είδη απ’ ό,τι 10 χρόνια πριν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για τα 800 εκατομμύρια Κινέζων που ζουν σε αγροτικές περιοχές ή μετακινούνται στις πόλεις αναζητώντας εργασία στις βιομηχανίες ή τις κατασκευές.
Αλλά δεν είναι μόνο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται άγρια τους εργάτες και τις εργάτριες. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  1. Οι κρατικές κατασκευαστικές εταιρείες που, λόγω διαφθοράς, αφήνουν πολλές φορές απλήρωτους τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες και
  2. Η απουσία οποιωνδήποτε μέτρων ασφάλειας των εργαζομένων στα ανθρακωρυχεία, με αποτέλεσμα ο αριθμός των νεκρών εργατών ν’ ανέρχεται σε 5.000 το χρόνο.
    Είναι χαρακτηριστικά τα παρακάτω στοιχεία για τα εργατικά ατυχήματα σ’ έναν μόνο μήνα, τον Αύγουστο του 2004:
  3. Ο αριθμός των βιομηχανικών εργατικών ατυχημάτων ανήλθε σε 44, που είχαν σαν αποτέλεσμα 46 νεκρούς, 615 τραυματίες και 4 αγνοούμενους.
  4. Ο αριθμός των εργατικών ατυχημάτων στα ορυχεία ανήλθε σε 11, με 42 νεκρούς, 31 τραυματίες και 16 αγνοούμενους.
    Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν σε μία χώρα που:
  5. Τα τελευταία 25 χρόνια, με μια μικρή εξαίρεση το 1989, το εθνικό της προϊόν αυξάνεται κατά 9-10% ετησίως κατά μέσο όρο.
  6. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος υποδοχέας άμεσων ξένων επενδύσεων μετά τις Η.Π.Α.
  7. Είναι ο 6ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος – 4ος αν συμπεριλάβουμε και το Χονγκ Κονγκ.
  8. Με όρους της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο αριθμός των Κινέζων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας μειώθηκε από 270 εκατομμύρια το 1978 σε 90 εκατ. το 1996 αλλά έκτοτε παραμένει στάσιμος, παρά τη συνεχιζόμενη θεαματική ανάπτυξη.
    Ακόμη ενδεικτική για την ποιότητα της ανάπτυξης στην Κίνα, είναι η κατάσταση του συστήματος υγείας στη χώρα. Σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας:
    «Το σύστημα υγείας της Κίνας, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήταν αξιοσημείωτα καλό για μια χώρα με το συγκεκριμένο επίπεδο εισοδήματος. Δέκα χρόνια μετά, παρά τη σημαντική αύξηση του εθνικού εισοδήματος, βρισκόταν πιο πίσω από τις χώρες με ανάλογο εισόδημα. Ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, οι μεταρρυθμίσεις είχαν σοβαρές επιπτώσεις στο σύστημα υγείας. Πριν από αυτές, οι αγροτικές κοινότητες είχαν τη δυνατότητα παρακράτησης μέρους της παραγωγής τους για να χρηματοδοτούν συλλογικές ανάγκες που περιλάμβαναν πρωτογενή ιατρική περίθαλψη, εμβολιασμούς, έλεγχο γεννήσεων, ιατρική φροντίδα των μητέρων κ.ά. Με τις μεταρρυθμίσεις μειώθηκαν τα έσοδα των κοινοτήτων με αποτέλεσμα να περικοπούν και οι παροχές περίθαλψης και ν’ αντικατασταθούν από ένα σύστημα που στηρίζεται στη συμμετοχή του αγρότη στο κόστος παροχής των υπηρεσιών. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα τα ποσοστά θνησιμότητας των παιδιών και των μητέρων στην Κίνα είναι κατά 50 έως 100% υψηλότερα του εθνικού μέσου όρου».
    Ακόμη η Παγκόσμια Τράπεζα παραδέχεται ότι, ενώ το 1975, το 85% του αγροτικού πληθυσμού είχε ικανοποιητική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, το 1995 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 10%.
    Παρ’ όλο που οι μέσοι δείκτες υγείας και περίθαλψης που αναφέρονται στην Κίνα είναι συγκρίσιμοι με τους αντίστοιχους δείκτες χωρών με ανάλογο εισόδημα, αποκρύβουν τις βαθιές ανισότητες που υπάρχουν μεταξύ των επαρχιών και μεταξύ των πόλεων και της υπαίθρου ακόμη και στην ίδια την επαρχία.
    Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) κατέταξε την Κίνα, το 2000, στην 61η θέση μεταξύ 191 χωρών όσον αφορά τη συνολική ποιότητα της υγείας των κατοίκων της αλλά μόλις στην 188η θέση όσον αφορά τη δίκαιη οικονομική συμμετοχή στις δαπάνες.

Η ανισότητα χτυπάει κόκκινο!
Εκατομμύρια Κινέζοι είδαν μικρή ή και καθόλου βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, παρά τη μεγάλη αύξηση του Α.Ε.Π., τα τελευταία 25 χρόνια. Εκατοντάδες εκατομμύρια ζουν σ’ ένα επισφαλές και απρόβλεπτο περιβάλλον που χειροτερεύει συνεχώς.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω τάσεις επιδεινώνονται και δεν βελτιώνονται με την πάροδο των χρόνων, παρά τη μεγάλη μεγέθυνση της κινέζικης οικονομίας.
Η ανισότητα, σε ατομικό ή περιφερειακό επίπεδο, αυξήθηκε γρήγορα κατά τη διαδικασία μετάβασης. Η αύξηση της ανισότητας, σε ατομικό επίπεδο, αποδίδεται στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, στην κατάργηση των βασικών μισθών και την αντικατάστασή τους από μισθούς που συνδέονται με την παραγωγικότητα ή την κερδοφορία.
Η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί κατά 40% περίπου την περίοδο 1980-1995 και πλέον είναι μεγαλύτερη της μέσης ανισότητας όχι μόνο των χωρών της Ε.Ε. αλλά και της Ρωσίας και των Η.Π.Α., με τη σημείωση ότι οι τελευταίες κατέχουν το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Σύμφωνα με τον δείκτη GINI, η ανισότητα στην Κίνα συγκρίνεται μόνο με αυτή των χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Όσον αφορά την περιφερειακή ανισότητα, το γεγονός ότι η ανάπτυξη της Κίνας οφείλεται κύρια στις άμεσες ξένες επενδύσεις, εξηγεί την όξυνση των περιφερειακών ανισοτήτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις στις παραθαλάσσιες επαρχίες είναι τετραπλάσιες σε σύγκριση με αυτές στις φτωχότερες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι νοτιοανατολικές παραθαλάσσιες επαρχίες να εμφανίζουν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 13%, που είναι υπερδιπλάσιος του ρυθμού ανάπτυξης της κεντρικής Κίνας. Σημειώνουμε ακόμη ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα της πλουσιότερης περιοχής της Κίνας, που είναι η Ειδική Οικονομική Ζώνη του Zhuhai, είναι 86 φορές υψηλότερο αυτού της φτωχότερης περιοχής που είναι το Qinglong της επαρχίας Guizhou.
Η σχέση εισοδήματος πόλης/χωριού, που είχε μειωθεί από 2,9:1 το 1978 σε 1,9:1 το 1990, ξανανέβηκε στο 2,7:1 το 1999.
Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου 1979 – 1984 μείωσαν την ανισότητα καθώς επίσης και τη φτώχεια. Εν τούτοις, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ανισότητα έχει αυξηθεί, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 σταμάτησε η μείωση της φτώχειας, παρά τη μεγάλη αύξηση του Α.Ε.Π. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραθαλάσσιες επαρχίες ωφελήθηκαν πολύ περισσότερο από τις μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα στη διεθνή αγορά απ’ ό,τι οι επαρχίες στο εσωτερικό της χώρας. Αλλά και η αποκέντρωση ωφέλησε επίσης τις ίδιες περιοχές καθώς μείωσε τη χρηματοδότηση βασικών τομέων κοινής ωφέλειας (κυρίως υγεία, εκπαίδευση) στις φτωχές περιοχές. Μία μελέτη του 1998 έδειξε ότι, για το 22% του πληθυσμού που ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας, η αιτία ήταν μία σοβαρή ασθένεια ή ένας τραυματισμός του μέλους της οικογένειας που εργαζόταν.

Υπάρχει εργατικό κίνημα στην Κίνα;
Παρά την αντίθετη εικόνα που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό, οι εργατικοί αγώνες δεν σταμάτησαν ποτέ στην Κίνα. Ν’ αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι ένα μόλις χρόνο μετά το τεράστιο κύμα καταστολής που ακολούθησε τα γεγονότα της πλατείας Τιεν Αν Μεν, περίπου 37.000 εργάτες και εργάτριες συμμετείχαν σε 1.600 εργατικές κινητοποιήσεις σε ολόκληρη την Κίνα.
Οι περισσότερες κινητοποιήσεις έχουν αμυντικό χαρακτήρα. Στο δημόσιο τομέα, ενάντια στις απολύσεις και τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, στον ιδιωτικό τομέα για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την καταβολή των μισθών. Όλες αυτές οι κινητοποιήσεις γίνονται σε συνθήκες τρομοκρατίας για τους εργάτες και τις εργάτριες καθώς η εργοδοσία, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, έχει το δικαίωμα να απολύει και να προσλαμβάνει χωρίς κανένα περιορισμό.
Αλλά και συνολικά οι εργασιακές συνθήκες είναι άθλιες. Άδειες και αργίες δεν προβλέπονται ούτε καν χωρίς αποδοχές ­– π.χ. η κινέζικη πρωτοχρονιά είναι κανονική εργάσιμη! Το 90% των Κινέζων εργαζόμενων είναι ανασφάλιστο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εργάτες και οι εργάτριες κοιμούνται σε κοιτώνες δίπλα στα εργοστάσια σε άθλιες συνθήκες. Έρευνα σε προμηθευτή της εταιρίας Wal Mart (αμερικάνικος κολοσσός με εργασιακές σχέσεις που θυμίζουν έντονα τις κινέζικες) έδειξε ότι οι τσάντες που πωλούν αυτά τα καταστήματα φτιάχνονται από εργάτες και εργάτριες που δουλεύουν 14 ώρες την ημέρα, ζουν 16 μαζί σε ένα δωμάτιο και κερδίζουν 3,10 δολάρια τη βδομάδα. Σε ολόκληρη την Κίνα, η μόνη νόμιμη συνδικαλιστική οργάνωση είναι η ελεγχόμενη από την κυβέρνηση Κινεζική Ομοσπονδία Συνδικαλιστικών Ενώσεων και η αστυνομία καταστέλλει όλες τις προσπάθειες για τη δημιουργία ανεξάρτητων εργατικών σωματείων ως απειλές για το κομμουνιστικό κόμμα. Από την άλλη πλευρά, τα κρατικά σωματεία θεωρούνται από την πλειοψηφία των εργαζομένων ως γραφειοκρατικά και ανίκανα. Μόνο προσχηματικά υπερασπίζονται τα δικαιώματα του προλεταριάτου.
Ακόμη όμως και η δημιουργία επίσημου σωματείου δεν είναι αυτονόητη, αν και υποχρεωτική για τις κινέζικες και τις ξένες επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 100 άτομα, καθώς ελάχιστες από αυτές συμμορφώνονται. Ακόμη και τότε όμως η δημιουργία σωματείου είναι παρωδία καθώς επικεφαλής τοποθετείται ο διευθυντής του εργοστασίου που σπάνια συγκαλεί συνελεύσεις των εργαζομένων.
Οι απεργίες απαγορεύονται ενώ δεν υπάρχει και η βούληση για την εφαρμογή έστω και του ελάχιστου νομικού πλαισίου που υπάρχει για να προστατεύει τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες.
Παρενοχλήσεις, διακρίσεις και ανυπόφορες συνθήκες εργασίας δεν συναντώνται μόνο σε κλάδους όπως η κλωστοϋφαντουργία, οι κατασκευές ή τα ορυχεία. Ακόμη και στον «ευγενή» κλάδο της πληροφορικής, η εκμετάλλευση των εργαζομένων είναι εξοντωτική. Σύμφωνα με έρευνα της CAFOD (Catholic Agency For Overseas Development), ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην Κίνα στη βιομηχανία υπολογιστών (Dell, Hewlett-Packard, IBM) αποτελείται από γυναίκες μετανάστριες από τις αγροτικές περιοχές της χώρας, οι οποίες περίμεναν να βρουν ένα «καθαρό» περιβάλλον εργασίας. Αντί γι’ αυτό οι διαλυτικές ουσίες χρησιμοποιούνται χωρίς τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας και υγιεινής, οι ημερήσιες ώρες εργασίας κυμαίνονται μεταξύ 12 και 16, με 10 ώρες συνεχούς εργασίας στην οθόνη, ενώ ο μισθός υπολείπεται του κατώτατου.
Σύμφωνα με τους υπεύθυνους των επιχειρήσεων: «η παραμονή των εργαζομένων εκτός σωματείων είναι αναγκαία για την επιβίωση των επιχειρήσεων. Αν τηρούσαμε την υπάρχουσα εργατική νομοθεσία, θα χάναμε όλοι τη δουλειά μας».
Μετά το 1997, οι κινητοποιήσεις μετατρέπονται συχνά σε μικρές εξεγέρσεις που καταλήγουν σε λεηλασίες κομματικών ή κυβερνητικών γραφείων. Η μεγαλύτερη από αυτές τις εξεγέρσεις, που αποτελεί ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς για τις εργατικές κινητοποιήσεις, συνέβη στην πόλη Mianyang, στην επαρχία Sichuan, όπου περισσότεροι από 140.000 εργάτες και εργάτριες ήταν άνεργοι/ες. Οι εργάτες ενός εργοστασίου (Silk Printing and Dyeing Factory) διαμαρτύρονταν ότι το αφεντικό είχε καταχραστεί τους μισθούς τους. Όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις στην Κίνα (βλ. Πολιτιστική Επανάσταση), η σπίθα άναψε όταν ένας νεαρός εργάτης κόλλησε μια εφημερίδα τοίχου με την οποία γνωστοποιούσε τη συνάντηση του αντιδημάρχου της πόλης με τους εκπροσώπους των εργατών. Όταν η συνάντηση απέτυχε, η οργή των εργαζομένων ήταν ασυγκράτητη. Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν πορεία προς την πόλη φράζοντας παράλληλα τους δρόμους με κάδους σκουπιδιών. Πολλοί άνεργοι αλλά και εργάτες και εργάτριες από τη Ζώνη Υψηλής Τεχνολογίας, που ήταν κοντά στο εργοστάσιο, ενώθηκαν με την πορεία. Η εξέγερση κράτησε δύο μέρες και έγιναν δεκάδες συλλήψεις ενώ καταστράφηκε το σπίτι του ιδιοκτήτη του εργοστασίου.
Η εξέγερση της Mianyang ήταν καθοριστική όχι μόνο λόγω του μεγέθους της (περίπου 100.000 άτομα έλαβαν μέρος) αλλά και λόγω του ότι για πρώτη φορά τον αγώνα των εργαζομένων ενός συγκεκριμένου εργοστασίου ενίσχυσαν άνεργοι και εργάτες και εργάτριες από άλλα εργοστάσια.
Η στάση της κινέζικης κυβέρνησης απέναντι σ’ αυτές τις εξεγέρσεις είναι διττή. Όσο οι διαμαρτυρίες εστιάζονται στο χώρο ενός εργοστασίου ή έστω περιορίζονται τοπικά, επιχειρούνται τακτικοί ελιγμοί με διαπραγματεύσεις, μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών κ.ο.κ. Στις περιπτώσεις που η εξέγερση τείνει να γενικευτεί, τότε η καταστολή γίνεται βίαιη και εκφράζεται με ξυλοδαρμούς, φυλακίσεις και πολύχρονες καταδίκες.
Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση εργατικής εξέγερσης ήταν αυτή στο Daqing. Στις αρχές του 2002, περισσότεροι από 50.000 εργάτες στις πετρελαιοπηγές κατέβηκαν στους δρόμους λόγω της κατάργησης των επιδομάτων θέρμανσης. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του China Labour Bulletin (CLB):
«Μετά την κινέζικη πρωτοχρονιά του 2002, ανακοινώθηκε στους εργάτες και τις εργάτριες ότι καταργούνται τα επιδόματα θέρμανσης. Ακόμη, κάθε εργάτης έπρεπε να καταβάλει 2.600 γουάν το χρόνο στο ασφαλιστικό ταμείο (τον επόμενο χρόνο 3.600 γουάν και τον μεθεπόμενο 4.600 γουάν). Εργάτες από τις πετρελαιοπηγές του Xinjiang, του Shengli (επαρχία Shandong) και του Liaohe (επαρχία Liaoning) κατέβηκαν σε διαδηλώσεις αλληλεγγύης όταν πληροφορήθηκαν αυτό που συνέβη στο Daqing. Στο ίδιο το Daqing, οι εργάτες δημιούργησαν ανεξάρτητο σωματείο και εξέλεξαν αντιπροσώπους. Η απάντηση των αρχών ήταν να στείλουν εναντίον των απεργών την παραστρατιωτική αστυνομία.
Παρ’ όλο που οι μεγαλύτεροι εργατικοί αγώνες στην Κίνα έγιναν σ’ εκείνους τους κλάδους της βαριάς βιομηχανίας που χτυπήθηκαν περισσότερο από την ανεργία, οι εργάτες και οι εργάτριες σε κάθε κλάδο και εργοστάσιο κινητοποιούνται για την προστασία των δικαιωμάτων τους, του εισοδήματός τους, ενάντια στις απολύσεις κλπ. Τον Φεβρουάριο του 2004, η ιστοσελίδα του CLB ήταν γεμάτη από τις κινητοποιήσεις των απολυμένων εργατών της βιομηχανίας πετρελαίου του Guangdong, των ιδιοκτητών ταξί και των οδηγών στο Sichuan, των εργατών στην παραγωγή εξαρτημάτων αυτοκινήτων στο Hubei και των κατασκευαστών μηχανών στο Henan.
Παρ’ ότι είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για ένα πανεθνικό εργατικό κίνημα στην Κίνα, το σίγουρο είναι ότι η μαχητικότητα των εργατών και εργατριών αυξάνεται σε πρωτόγνωρα επίπεδα, γεγονός που μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε για τη συνέχεια…

Τα εθνικά προβλήματα
Η ύπαρξη στην Κίνα μιας κοινότητας, των Χαν, που αποτελούν το 94% του πληθυσμού, παρά τις όποιες διαφορές στη γλώσσα, τη διαφοροποιεί από άλλες γειτονικές της χώρες και κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Παρ’ όλ’ αυτά στη Μογγολία, στο Ξινγιάγκ και στο Θιβέτ, υπάρχουν εθνικές μειονότητες που αντιμετωπίζουν τη Κίνα ως δύναμη κατοχής. Αυτές οι τρεις περιοχές βρίσκονται σε συνεχή αντιπαράθεση με την κινέζικη ηγεμονία, αν και όχι στον ίδιο βαθμό, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Αν εξαιρέσουμε τη Μογγολία όπου η αντιπαράθεση εστιάζεται κυρίως στο γλωσσικό ζήτημα, στις άλλες δυο περιοχές οι εξεγέρσεις, οι διωγμοί των αντιφρονούντων και η γλωσσική καταπίεση χαρακτήρισαν την κινέζικη κατoχή που ακόμη συνεχίζεται.
Στο Ξινγιάγκ, η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι και ανήκουν στις εθνότητες των Ουιγούρων και των Κοζάκων. Οι Ουιγούροι θεωρούνται πρόγονοι των Οσμανλήδων Τούρκων και των Ούγγρων (με τους οποίους μοιάζει και το όνομά τους) και ασπάστηκαν τον ισλαμισμό κατά τον 10ο αιώνα. Η πρώτη αναφορά σ΄ αυτούς καταγράφεται τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Οι Κινέζοι ιστορικοί αναφέρουν ότι ήταν ένα παρακλάδι των Ουιγούρων (οι Κινέζοι ιστορικοί τους αναφέρουν ως Χιουγκ-νου) που, μετά την ήττα τους από τους Κινέζους, έφθασαν στην Ευρώπη και ίδρυσαν το κράτος των Ούννων. Οι Κοζάκοι είναι μικρότερη κοινότητα και βρέθηκαν στην περιοχή κυρίως ως απεσταλμένοι του τσάρου για την προστασία των συνόρων της Ρωσίας στη Σιβηρία και την κεντρική Ασία.
Η καταπίεση στην περιοχή εκδηλώθηκε με το κλείσιμο των τεμενών και την απαγόρευση του κορανίου αλλά και των εθνικών γλωσσών. Με την έναρξη της φιλελευθεροποίησης, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, έγινε άρση των περιορισμών, χωρίς όμως αποτέλεσμα καθώς το εθνικό κίνημα στην περιοχή συνεχίζει ν’ αναπτύσσεται με χαρακτηριστικούς σταθμούς:
Α. την εξέγερση των σπουδαστών το 1985 που συνοδεύτηκε και με πορεία των Ουιγούρων φοιτητών στο ίδιο το Πεκίνο,
Β. τη μεγάλη εξέγερση το 1989 [την ίδια περίοδο που συμβαίνουν τα γεγονότα της πλατείας Τιεν Αν Μεν _ευτυχώς για τη κινέζικη ηγεσία δεν συνδέθηκαν τα δύο κινήματα] στην επαρχία Qinghai και στις πόλεις Lanzhou και Utumpi. Η εξέγερση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να κλείσουν και πάλι όλα τα σχολεία στη Ξινγιάγκ για μεγάλο χρονικό διάστημα και
Γ. το 1997, η εξέγερση στη βόρεια πόλη Guljia μετά από την οποία η πόλη αποκλείστηκε για δυο βδομάδες. Εκατοντάδες δολοφονήθηκαν, μεταξύ των οποίων και γυναικόπαιδα, χιλιάδες φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν μετά από έκτακτα στρατοδικεία.
Μετά την 11/09/01, η κινέζικη ηγεσία εκτίμησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να κλιμακώσει την καταπίεση των μουσουλμάνων κατοίκων της Ξινγιάγκ. Παρ’ όλο που το κίνημα των μουσουλμάνων δεν έχει καμία σύνδεση με τα κινήματα στο εξωτερικό, η κινέζικη καταπίεση είναι ιδιαίτερα έντονη και εκφράζεται με τη συνεχιζόμενη θρησκευτική καταπίεση και τον ασφυκτικό έλεγχο του συστήματος εκπαίδευσης. Η περιοχή έχει ιδιαίτερη σημασία για την Κίνα καθώς είναι σημαντική πηγή πρώτων υλών (κύρια πετρέλαιο). Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η περιοχή έχει σημαντικά ετήσια ποσοστά ανάπτυξης, ο μουσουλμανικός πληθυσμός μαστίζεται από υψηλή ανεργία καθώς αυξάνονται οι Χαν που μεταναστεύουν στην περιοχή, με προτροπή του Πεκίνου και καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας.
Η μη, μέχρι σήμερα, πολιτικοποίηση του κινήματος των μουσουλμάνων φαίνεται ότι θα περιορίζει τις αντιδράσεις τους σε βίαια ξεσπάσματα χωρίς να συγκροτείται μια δύναμη συνολικής αμφισβήτησης της κινέζικης ηγεμονίας.
Η καταπίεση στην περιοχή του Θιβέτ είναι περισσότερο γνωστή στην κοινή γνώμη της Δύσης. Η κατοχή και σ’ αυτήν την περιοχή έχει τα χαρακτηριστικά οικονομικής καταστροφής και θρησκευτικής καταπίεσης. Οι εξεγέρσεις των θιβετιανών κατοίκων είναι επίσης συχνές με κυριότερες αυτές που συνέβησαν τον Οκτώβριο του 1987 και τον Μάρτιο του 1988 στη Λάσα. Μετά τις εξεγέρσεις, η κινέζικη ηγεσία επέλεξε ένα διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης. Έδωσε προνόμια στην τοπική ελίτ ενώ ώθησε και πολλούς Χαν να μεταναστεύσουν στην περιοχή αλλοιώνοντάς την εθνολογικά.
Παρ’ όλ’ αυτά, καθώς η οικονομική ανάπτυξη περιθωριοποιεί ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα θιβετιανών πολιτών, δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι το εθνικό κίνημα του Θιβέτ είναι λιγότερο ισχυρό απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν.

Η κρίση στην αγροτική παραγωγή και η εξαθλίωση των αγροτών
Το 1978, περισσότερο από το 80% του πληθυσμού της Κίνας ζούσε στην ύπαιθρο και απασχολούνταν στη γεωργία (ίσως το μεγαλύτερο ποσοστό στον κόσμο). Η αγροτική παραγωγή είχε κολεκτιβοποιηθεί τη δεκαετία του 1950 και μετά το 1957 οι αγρότες είχαν αναγκαστικά οργανωθεί σε τεράστιες λαϊκές κομμούνες που λειτουργούσαν όπως τα εργοστάσια.
Τη δεκαετία του 1970, η αγροτική παραγωγή ήταν στάσιμη καθώς οι αγρότες έπαιρναν ως ανταμοιβή τα ελάχιστα που χρειάζονταν για να επιβιώσουν. Η αγροτική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε το 1978 έδωσε τη δυνατότητα στους αγρότες να παράγουν ό,τι ήθελαν, να πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσό για φόρους και να διαθέτουν την παραγωγή τους είτε για ίδια κατανάλωση είτε για πώληση. Το αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης ήταν η απογείωση της γεωργικής παραγωγής μεταξύ 1978 και 1984. Η παραγωγή δημητριακών αυξήθηκε κατά 33%, η απόδοση ανά εκτάριο κατά 42% και ανάλογη ήταν η αύξηση του εισοδήματος των αγροτών. Η αύξηση του εισοδήματός τους επέτρεψε στους αγρότες να κτίσουν νέες κατοικίες και ν’ αυξήσουν την κατανάλωση κύρια οικιακών αγαθών. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι, στην περίοδο της απογείωσης της αγροτικής παραγωγής, η δημόσια επένδυση στη γεωργία μειώθηκε από 10% του συνόλου των δημόσιων επενδύσεων το 1978 σε 3% το 1988. Είχε αρχίσει να αποδίδει το τεράστιο απόθεμα φθηνών εργατικών χεριών που διαθέτει η Κίνα…
Οι παραπάνω συνθήκες ευνόησαν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη της αγροτικής βιομηχανίας. Το 1988, οι αγροτικές βιομηχανίες απασχολούσαν 130 εκατομμύρια εργάτες, το 40% του συνολικού εργατικού δυναμικού της Κίνας, παρήγαν το 1/3 του Α.Ε.Π. και το 50% των εξαγώγιμων προϊόντων.
Που οφείλονταν η μεγάλη επιτυχία των αγροτικών βιομηχανιών;
Η ύπαρξη φθηνών πρώτων υλών και φθηνής εργασίας ήταν οι βασικοί παράγοντες. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν όμως και η εύκολη πρόσβαση στην αγορά των πόλεων αλλά και στις αγορές του εξωτερικού και η διοίκησή τους από τοπικές αρχές που δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες στη συγκέντρωση τοπικών κεφαλαίων που εύκολα μετέτρεπαν σε αποδοτικές παραγωγικές επενδύσεις. Το τελευταίο σημείο τράβηξε την προσοχή ακόμη και του J. Stiglitz (‘Globalization and its opponents’, 2002): «Οι δημόσιες επιχειρήσεις των μικρών πόλεων και των χωριών έπαιξαν κεντρικό ρόλο τα πρώτα χρόνια της μετάβασης. Η ιδεολογία του Δ.Ν.Τ. έλεγε ότι επειδή ήταν δημόσιες επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να είχαν πετύχει. Αλλά το Δ.Ν.Τ. έκανε λάθος».
Παρ’ όλ’ αυτά, η επιτυχία του κινέζικου υποδείγματος της αγροτικής βιομηχανίας δεν αφορούσε όλη την Κίνα. Το 1988, τρεις παραθαλάσσιες επαρχίες με μόλις το 17% του πληθυσμού, παρήγαν το 50% του συνόλου της αγροτικής παραγωγής.
Η ανάθεση της διοίκησης και του ελέγχου των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και βιομηχανιών στους τοπικούς αξιωματούχους και η έλλειψη ελέγχου είτε από το Πεκίνο είτε από τους ίδιους τους αγρότες, οδήγησε τη διαφθορά σε πρωτοφανή ύψη και αποτέλεσε τη βασική αιτία για την κρίση στον αγροτικό τομέα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η πώληση στη μαύρη αγορά, από τους τοπικούς αξιωματούχους, αγροτικών μηχανημάτων και καυσίμων που ήταν κρατική περιουσία. Η κρίση επιδεινώθηκε από την έλλειψη κρατικών κεφαλαίων και επενδύσεων.
Έτσι το 1989, η κατάσταση στη γεωργία είχε αντιστραφεί. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, το πραγματικό μέσο εισόδημα των αγροτών είχε αυξηθεί περισσότερο από 10% την 6ετία 1979-1984, αλλά μόλις 0,4% την περίοδο 1985-1992. Η εξέλιξη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το ξέσπασμα τοπικών εξεγέρσεων σε πολλές επαρχίες (Hebei, Sichuan, Anhui, Henan, Jiangxi κ.α.). Χαρακτηριστικά αυτών των εξεγέρσεων ήταν η έλλειψη εθνικού συντονιστικού κέντρου και οι καταστροφές δημόσιων και κομματικών γραφείων ακόμη και η κράτηση τοπικών αξιωματούχων ως ομήρων (Sichuan, 1993). Ένας ακόμη λόγος που προκάλεσε τις αγροτικές εξεγέρσεις ήταν και η επιβολή παράνομης, κατά τους αγρότες, φορολογίας. Μετά την κρίση στην αγροτική παραγωγή, αντικαταστάθηκε ο φόρος επί της παραγωγής, που ίσχυε μέχρι τότε, μ’ έναν κεφαλικό φόρο, που έπρεπε να πληρώνουν οι αγρότες είτε είχαν παραγωγή είτε όχι. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι…
Η κρίση στην αγροτική παραγωγή έχει και μια άλλη παράμετρο. Από το 2002, η Κίνα έχει χάσει περισσότερα από 35.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα αγροτικής γης. Μόνο το 2003 η απώλεια ανήλθε στο 2% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης.
Η γρήγορη αστικοποίηση της Κίνας κατατρώγει τη γη εκατομμυρίων αγροτών. Στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, οι αγρότες μετέτρεψαν τις καλλιέργειές τους σε πιο επικερδείς, αντικαθιστώντας την καλλιέργεια δημητριακών. Εκατομμύρια αγρότες εγκαταλείπουν τη γη τους για καλύτερα αμειβόμενες δουλειές στις πόλεις και στα εργοστάσια (προοπτική που βέβαια σπάνια υλοποιείται). Ένας ακόμη λόγος είναι η μετατροπή καλλιεργήσιμων εδαφών σε βοσκοτόπια. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η αγωνία των Κινέζων αξιωματούχων για τη μελλοντική δυνατότητα αυτάρκειας της χώρας ως προς τα βασικά είδη διατροφής που είναι τα δημητριακά.
Η παραγωγή δημητριακών (ρύζι, σιτάρι, καλαμπόκι) μειώθηκε το 2003 κατά 18% σε σύγκριση με το 1998 (:486 εκατ. τόνοι) που ήταν το έτος-ρεκόρ για την κινέζικη παραγωγή. Μέχρι τότε η Κίνα ήταν καθαρός εξαγωγέας δημητριακών. Το 2003 κατανάλωσε 40 εκατ. τόνους περισσότερους απ’ όσους παρήγε. Είναι ήδη ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικάνικης σόγιας.
Το 2004, για πρώτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια, η Κίνα έκανε εισαγωγές σιταριού. Οι πολιτικές συνέπειες ανησυχούν την κινέζικη κυβέρνηση έστω κι αν οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι δικαιολογούν τις εισαγωγές ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης.

Ανάπτυξη σε βάρος του περιβάλλοντος

Ενάντια στην κατασκευή υδατοφραγμάτων
Κατά τους τελευταίους 18 μήνες, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις της Κίνας, που ασχολούνται με το περιβάλλον, διοργάνωσαν διαμαρτυρίες που ξεπέρασαν τα σύνορα των επαρχιών τους, κέρδισαν την υποστήριξη των Μ.Μ.Ε.. (Southern Weekend, China Youth Daily ακόμη και η συντηρητική China Daily) και έθεσαν το ζήτημα της κυβερνητικής αποτυχίας σε εθνική κλίμακα.
Τον καταλύτη για τα κινήματα αποτέλεσε η προγραμματισμένη κατασκευή εκατοντάδων υδατοφραγμάτων σε ολόκληρη την Κίνα. Καθώς η κατασκευή τους δεν τέθηκε ποτέ σε δημόσια συζήτηση, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις εστίασαν στην προστασία της βιοποικιλότητας, στη μη καταστροφή τοπίων φυσικής ομορφιάς και πολιτιστικής σπουδαιότητας και σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης καθώς η κατασκευή των φραγμάτων έχει αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις για τις περιοχές που θίγονται. Για να ενισχύσουν τις θέσεις τους, ιδιαίτερα στο ζήτημα των κοινωνικών επιπτώσεων, δεν δίστασαν να μεταφέρουν τους κατοίκους ενός χωριού, από περιοχή προτεινόμενου φράγματος, σε μια περιοχή όπου είχε ήδη κατασκευαστεί φράγμα, ώστε να δουν οι ίδιοι πόσο φτωχοί είχαν γίνει οι κάτοικοι μετά την κατασκευή του.
Ποιοι συμμετέχουν σ’ αυτές τις οργανώσεις; Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειώσουμε ότι στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι οργανώσεις αυτές δημιουργήθηκαν κύρια μέσω του διαδικτύου αλλά και των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Πολλοί από τους ηγέτες των περιβαλλοντικών οργανώσεων είναι πρώην σπουδαστές και διανοούμενοι που συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες της πλατείας Τιεν Αν Μεν το 1989. Σήμερα πιστεύουν ότι ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός προσφέρει μια διέξοδο για το κίνημα διεκδίκησης ευρύτερων πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Ακόμη και όσοι από αυτούς δηλώνουν απολιτικοί, εκτιμούν ότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς την πολιτική αλλαγή. Αυτή η δέσμευση στην αναγκαιότητα μεταρρύθμισης του συστήματος θέτει σε κρίση την κινέζικη κυβέρνηση.
Οι διαμαρτυρίες των οργανώσεων δεν περιορίζονται μόνο στα περιβαλλοντικά ζητήματα αλλά θέτουν και το πρόβλημα της διαφθοράς των τοπικών αξιωματούχων που επιτρέπουν την κατασκευή φραγμάτων χωρίς την ύπαρξη τεκμηριωμένων μελετών για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Πώς αντιδρά σ’ όλ’ αυτά η κυβέρνηση; Αναστέλλοντας την κατασκευή ορισμένων φραγμάτων ώστε να εκτονωθούν οι αντιδράσεις και εξαγγέλλοντας την εκπόνηση μελετών για την εξακρίβωση των επιπτώσεων σε άλλα. Αυτά τα μέτρα δεν έχουν γίνει αποδεκτά από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους ώστε ν΄ αναγκάσουν την κυβέρνηση να ματαιώσει τα σχέδιά της.

Η μόλυνση από την καύση άνθρακα
Η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη δεν παράγει μόνο εμπορεύματα αλλά και κύματα εκπομπών αερίων που επηρεάζουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και απειλούν τις όποιες διεθνείς προσπάθειες να περιορισθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη, καθώς τα κινέζικα εργοστάσια είναι ανθρακοβόρα ενώ οι πωλήσεις αυτοκινήτων εκτοξεύονται στα ύψη [σύμφωνα με τη General Motors, το 18% της αύξησης των πωλήσεων νέων αυτοκινήτων το χρονικό διάστημα 2000-2012, θα προέρχεται από την Κίνα (Η.Π.Α. 11% – Ινδία 9%)].
Το 1980 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ήταν το 10,9% των παγκόσμιων εκπομπών ενώ το 1995 ανήλθαν σε 14,1% που είναι το 2ο μεγαλύτερο ποσοστό μετά από αυτό των Η.Π.Α. (24%). Σημειώνουμε όμως ότι το ποσοστό της Κίνας στην παγκόσμια παραγωγή είναι μόλις 13 % ενώ των Η.Π.Α. είναι 23%.
Δεν είναι τυχαίο ότι επτά από τις 10 περισσότερο μολυσμένες πόλεις στον κόσμο βρίσκονται στην Κίνα.
Παρά τις προσπάθειες για περιορισμό της χρήσης άνθρακα, αυτή εξακολουθεί ν’ αυξάνεται ενώ είναι γνωστό ότι η καύση άνθρακα παράγει περισσότερα αέρια θερμοκηπίου απ’ ό,τι η χρήση πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ενέργειας, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από την Κίνα, το χρονικό διάστημα 2000-2030, θα είναι περίπου ίσες με αυτές του υπόλοιπου κόσμου. Τα στατιστικά στοιχεία του Εθνικού Γραφείου Στατιστικής της Κίνας δείχνουν ότι το 2002-2003 η κατανάλωση άνθρακα αυξήθηκε κατά 7% περίπου τον χρόνο και οι προοπτικές είναι το ποσοστό ν’ αυξηθεί στο 10%. Λόγω του κλεισίματος 47.000 μικρών ανθρακωρυχείων αλλά και της αδυναμίας έγκαιρης παράδοσης από τις μεγάλες μονάδες του βορρά, η Κίνα εισάγει πλέον άνθρακα από την Αυστραλία και είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος καταναλωτής άνθρακα. Παρ’ όλ’ αυτά, η Κίνα εξαιρείται από το Πρωτόκολλο του Κιότο, λόγω της χαμηλής κατά κεφαλήν χρήσης ενέργειας. Ο Τζωρτζ Μπους επικαλέστηκε την εξαίρεση της Κίνας προκειμένου να δικαιολογήσει την απόρριψη του πρωτοκόλλου.

Τι γίνεται με τα απόβλητα;
Η Hisun είναι μία από τις ηγέτιδες εταιρείες στην εξαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων. Η εταιρεία είναι πιστοποιημένη στις Η.Π.Α. και την Ε.Ε. όπου εξάγει τα προϊόντα της. Η εταιρεία όμως προσέχει πολύ περισσότερο την υγεία των Αμερικανών και των Ευρωπαίων πολιτών της απ’ ό,τι αυτήν των Κινέζων εργαζομένων της. Η έδρα της εταιρείας είναι στο Taizhu, μια παραθαλάσσια βιομηχανική πόλη όπου το νερό και ο αέρας επηρεάζονται από τη λειτουργία της.
Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες της εταιρείας αλλά και οι κάτοικοι κατηγορούν την εταιρεία ότι από την έναρξη λειτουργίας της δεν σταμάτησε να μολύνει με χημικά απόβλητα την περιοχή του Taizhu και ότι έχει αγνοήσει τις επιπτώσεις που έχουν οι χημικές ουσίες που χρησιμοποιεί στο εργατικό δυναμικό.
Η περίπτωση της Hisun δεν είναι η μοναδική στην Κίνα, το αντίθετο. Η ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη της χώρας έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ήδη η μόλυνση του νερού και του αέρα στις μεγάλες πόλεις είναι τόσο υψηλή που τις κατατάσσει μεταξύ των περισσότερο μολυσμένων πόλεων στον κόσμο.
Σύμφωνα με τις τοπικές αρχές, η Hisun και οι άλλες εταιρείες «απελευ­θερώνουν» 3,6 εκατομμύρια τόνους μολυσμένου νερού με οργανικά και ανόργανα χημικά απόβλητα χωρίς καμιά επεξεργασία.
Στη σημαντικότερη βιομηχανική περιοχή της Taizhu, το Yanton, όπου ο ποταμός Jiaojiang συναντά τη θάλασσα της ανατολικής Κίνας, η ακτογραμμή καλύπτεται με λάσπη. Οι ψαράδες της περιοχής καταγγέλλουν ότι το νερό του ποταμού και της θάλασσας προκαλεί έλκη στα χέρια και στα πόδια τους και σε μερικές περιπτώσεις απαιτούνται ακρωτηριασμοί.

Συμπεράσματα
Η Κίνα, σήμερα, δείχνει σε ακραία μορφή τόσο την ισχύ όσο και τις αδυναμίες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, το μέγεθος και την αθλιότητα της παγκοσμιοποίησης. Από το 1978 έχει μεγεθυνθεί γρηγορότερα από οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας της. Μεγάλα τμήματα των παραθαλάσσιων επαρχιών έχουν μεταμορφωθεί, σε μια νύκτα, από νυσταλέα χωριά σε ακμάζοντα, αενάως εξαπλωνόμενα αλλά και βαριά μολυσμένα βιομηχανικά συγκροτήματα.
Στοιχεία της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας βρίσκονται πλέον σε όλες τις μεγάλες πόλεις αλλά και σε πολλές μικρότερες. Για τους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης αυτή η επιφανειακή λάμψη είναι που κάνει την Κίνα να φαντάζει στα μάτια τους ως η εγγύηση για το μέλλον του καπιταλισμού.
Αλλά αυτή η μεγέθυνση έχει κτισθεί στην απόλυτη εκμετάλλευση της εργασίας εκατομμυρίων πρώην αγροτών που, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την οπισθοδρόμηση που χαρακτηρίζουν ακόμη την αγροτική Κίνα, βρέθηκαν στις πόλεις του νότου, άνεργοι και ικέτες ενός ημερομισθίου όσο χαμηλό και να ήταν. Αυτή η εκμετάλλευση βρίσκεται στη ρίζα όλων των κινητοποιήσεων που έχουν γίνει στην Κίνα όλα αυτά τα χρόνια της ραγδαίας μεγέθυνσης. Από τη διαδήλωση σ’ ένα μικρό χωριό μέχρι την εξέγερση της πλατείας Τιεν Αν Μεν το 1989, έχουν γίνει εκατοντάδες χιλιάδες, στην κυριολεξία, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε όλη την κινέζικη επικράτεια. Κάθε μία από αυτές τις κινητοποιήσεις έβαλε ένα λιθαράκι στην οικοδόμηση ενός ολιστικού κινήματος αμφισβήτησης του καθεστώτος. Οι δυσκολίες για τη συγκρότηση ενός τέτοιου κινήματος είναι πολλές: α. υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων και τους μετανάστες που κατηγορούνται για την αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας και ανεργίας, β. οι εργατικοί αγώνες δεν κερδίζουν αυτόματα την υποστήριξη των αγροτών ούτε και το αντίστροφο ενώ γ. η αίγλη του κινέζικου εθνικισμού (που την είδαμε και στις πρόσφατες αντιδράσεις εναντίον της Ιαπωνίας) δεν επιτρέπει στα μειονοτικά κινήματα να κερδίσουν ευρύτερη στήριξη των αιτημάτων τους. Μέχρι σήμερα μόνο το περιβαλλοντικό κίνημα, όπως αναλύσαμε παραπάνω, πέτυχε τη συσπείρωση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, ακόμη και τμημάτων της κυβερνητικής ελίτ, στον αγώνα του ενάντια στην κατασκευή υδατοφραγμάτων για τη δημιουργία υδροηλεκτρικών εργοστασίων.
Αυτό που φοβάται η κινέζικη κυβέρνηση, αλλά και όλες οι κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο, είναι ένα κίνημα ανάλογης μαζικότητας με αυτό της πλατείας Τιεν Αν Μεν που θα συνενώνει όλα τα επιμέρους κινήματα, διατυπώνοντας ένα πρόγραμμα που αναγκαστικά θα πρέπει να υπερβαίνει τόσο τον «κρατικό νεοφιλελευθερισμό» του σήμερα όσο και τον κρατικό καπιταλισμό του χθες.
Η Κίνα, προς το παρόν, αποτελεί τη μεγαλύτερη ελπίδα αλλά και τον χειρότερο εφιάλτη του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ελπίδα γιατί εάν επαληθευθούν οι προβλέψεις για ανάδειξη της Κίνας ως της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου μέχρι το 2040, αυτό θα έχει συντελεσθεί στα ερείπια των εργατικών δικαιωμάτων, στη μεγέθυνση της φτώχειας και στην επιτάχυνση της καταστροφής του περιβάλλοντος σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά και εφιάλτη γιατί η ανατροπή αυτού του υποδείγματος θα έχει καταλυτικές συνέπειες για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.
Και είναι η αυξανόμενη οργή αλλά και συνειδητοποίηση των εργατών και αγροτών της Κίνας που κρατούν ζωντανή την ελπίδα ότι μια άλλη Κίνα είναι εφικτή.
Πως θα μπορούσαν τα κινήματα στις αναπτυγμένες χώρες να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους αγώνες των Κινέζων εργατών/τριών και αγροτών/τισσών; Μία πρόταση θα ήταν η κινητοποίησή τους με αίτημα την:
Απαγόρευση εισαγωγών ή επιβάρυνση με δασμούς των προϊόντων που έχουν παραχθεί στην Κίνα από παιδιά, φυλακισμένους ή εργάτες και εργάτριες που δουλεύουν χωρίς τη διασφάλιση στοιχειωδών δικαιωμάτων, όπως είναι αυτά της δημιουργίας ανεξάρτητων σωματείων, των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων κ.ά. Η υιοθέτηση αυτών των μέτρων θα έθετε την κινέζικη κυβέρνηση, αλλά και τις πολυεθνικές που επωφελούνται, μπροστά στο δίλημμα ή ν’ αποχωρήσουν από την παγκόσμια αγορά ή να υποχωρήσουν και να εγκαταλείψουν το δόγμα «παράγω σε χαμηλού κόστους δικτατορίες και πουλώ σε υψηλών ημερομισθίων δημοκρατίες».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ