Ο Γ. Παπαδόπουλος περιχαρής δίπλα στον Ισμέτ Ινονού
Από τη Συμφωνία της Ζυρίχης στην απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας
Του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 135
Στην Κύπρο χρεοκόπησε η ιδεολογία της δικτατορίας. Αποδείχθηκε ότι η ρητορική της, που επικαλείτο αξίες όπως η πατρίδα και το έθνος, δεν είχε καμία σχέση με τις πραγματικές της προθέσεις και επιδιώξεις.
Αποκαλύφθηκε ότι απέτυχε παταγωδώς σε ένα προνομιακό γι’ αυτήν πεδίο, το στρατιωτικό-αμυντικό, αφού τα στελέχη της ήταν στρατιωτικοί και υποτίθεται, τη διεξαγωγή πολέμου για την οποία εκπαιδεύτηκαν, τη γνώριζαν καλά.
Ο Γ. Σεφέρης, με την ιδιότητά του ως διπλωμάτης, υπέβαλε υπόμνημα, στις 25 Δεκεμβρίου 1958, στον προϊστάμενό του, υπουργό Εξωτερικών, Ε. Αβέρωφ, με το οποίο τον προειδοποιούσε για τους κινδύνους που είχε για τον ελληνισμό της Κύπρου η κυοφορούμενη συμφωνία της Ζυρίχης. Θεωρούσε ότι η Ελλάδα επρόκειτο να συμφωνήσει σε ένα μεταβατικό καθεστώς, κατάληξη του οποίου θα ήταν να επιτύχει η Τουρκία το πάγιο σχέδιό της: τη διχοτόμηση του νησιού. Ο χρόνος απέδειξε ότι ο Σεφέρης είχε δίκιο στις εκτιμήσεις του για τις συνέπειες της Συμφωνίας της Ζυρίχης1. Ο πολιτικός στόχος της ένωσης της Κύπρου με το ελλαδικό κράτος απομακρύνθηκε, αλλά και ο ίδιος ο ελληνικός χαρακτήρας του κυπριακού κράτους ήταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από πλευράς Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων.
Το 1964, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου έπραξε την ορθότερη, την ευφυέστερη, την πιο θαρραλέα κίνηση στην ιστορία του κυπριακού, που εξασφάλιζε τον ελληνικό χαρακτήρα της Κύπρου: με απόλυτη μυστικότητα, μετέφερε στην Κύπρο μια πλήρως επανδρωμένη μεραρχία, που περιλάμβανε τριάντα πέντε άρματα και βαρύ οπλισμό. Εξασφάλισε έτσι την άμυνα του νησιού και καθιστούσε εξαιρετικά παρακινδυνευμένη μια στρατιωτική ενέργεια της Τουρκίας. Χάρη στην παρουσία της, η Κύπρος θα είχε την πολυτέλεια να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος με τους Τουρκοκύπριους, απεριόριστα χρονικά, χωρίς να διακινδυνεύσει τίποτε. Σημαντικό επίσης, για να αξιολογήσουμε ό,τι συνέβη το καλοκαίρι του 1974, είναι πως, τον Αύγουστο του 1964, η Ελλάδα απέστειλε στην Κύπρο δεκαπέντε βομβαρδιστικά Χάρβαρντ. Προφανώς, τότε, δεν θεωρήθηκε ότι η Μεγαλόνησος είναι μακριά.
Η στρατιωτική δικτατορία αποτελείτο από στρατιωτικούς που ανήκαν στο μέσον της στρατιωτικής ιεραρχίας, χωρίς πολιτική πείρα, εκτός ίσως από αυτήν που απέκτησε ο Γ. Παπαδόπουλος κατά τη διάρκεια των σχέσεων που ανέπτυξε με κατώτερους υπαλλήλους της CIA. Προφανώς, η διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής ήταν ένα πεδίο εντελώς ξένο γι’ αυτούς. Το κενό αυτό υποτίθεται ότι, σε κάποιο βαθμό, θα καλυπτόταν με τη χρησιμοποίηση δύο έμπειρων διπλωματών, του Ξανθόπουλου-Παλαμά και του Π. Πιπινέλη, που προέρχονταν από το προηγούμενο καθεστώς. Θεωρητικά, θα μπορούσαν να την προφυλάξουν από τα μεγάλα λάθη, αν βέβαια μπορούσαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις της. Τελικά δεν συνέβη αυτό, αλλά οι τελευταίοι συνέπραξαν σε όλες τις εγκληματικές αποφάσεις της δικτατορίας.
Δείγμα των απίθανων χουντικών επιδιώξεων είναι ότι ο Γ. Παπαδόπουλος διακήρυττε ότι στόχος του ήταν η ελληνο-τουρκική ομοσπονδία. Η κυπριακή ηγεσία, από την πλευρά της, υποψιαζόταν ότι μέρος του σχεδίου αυτού ήταν η διπλή ένωση στην Κύπρο, που θα παρέδιδε ένα μέρος του νησιού στην Τουρκία.
Τον Σεπτέμβριο του 1967, χωρίς καμιά διπλωματική προετοιμασία, γίνεται η συνάντηση της Κεσσάνης, ανάμεσα στον Γ. Παπαδόπουλο και στον Ντεμιρέλ, που καταλήγει σε φιάσκο. Όπως αποκάλυψε ο πρέσβης Β. Θεοδωρόπουλος, στην Καθημερινή, στις 22 Απριλίου 2007, ο αρμόδιος διευθυντής του ΥΠΕΞ πληροφορήθηκε την επικείμενη συνάντηση από τον σύμβουλο της τουρκικής πρεσβείας2. Τον Νοέμβριο του 1967, γίνονται σοβαρά αιματηρά επεισόδια με επίκεντρο το τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου. Η Τουρκία απείλησε με πόλεμο την Ελλάδα και απαίτησε την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας. Ο Σάιρους Βανς –εκπρόσωπος της αμερικανικής κυβέρνησης– επισκέφθηκε τη χουντική κυβέρνηση και την προειδοποίησε ότι, αν δεν απέσυρε αμέσως την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, θα ακολουθούσε βομβαρδισμός και εισβολή από τα τουρκικά στρατεύματα.
Κατόπιν αυτών, η δικτατορία απέσυρε την ελληνική μεραρχία, διαπράττοντας ένα μεγάλο έγκλημα κατά του ελληνισμού. Αποκαλύφθηκε ότι, παρά τις εθνικιστικές, κατά καιρούς, διακηρύξεις, ούτε διπλωματική ικανότητα διέθετε, ούτε αξιόμαχο στρατό είχε, αλλά ούτε μπορούσε να αναλάβει τις συνέπειες μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης. Γνώριζε πολύ καλά ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα υπήρχαν ανεξέλεγκτες εξελίξεις, ενώ μια ενδεχόμενη ήττα θα την οδηγούσε στο Γουδί. Δυστυχώς, μετά την απόσυρση της μεραρχίας, η Κύπρος απογυμνώθηκε στρατιωτικά και ήταν πλέον απροστάτευτη στις τουρκικές επιδιώξεις. Διότι ούτε η ΕΛΔΥΚ, ούτε η Εθνοφρουρά, ούτε το μακαριακό Εφεδρικό, ούτε η γριβική ΕΟΚΑ Β΄, θα ήταν σε θέση να προβάλλουν αξιόλογη αντίσταση στην τουρκική επιθετικότητα. Ο οπλισμός τους ήταν ανεπαρκέστατος και, όταν γίνονταν προσπάθειες να προμηθευθούν οπλισμό από τρίτους (Τσεχοσλοβακία), γίνονταν αντικείμενο εσωτερικής αντιπαράθεσης.
Σημειώσεις
1. Σ.Δελλής, Η αυτοθυσία της ΕΛΔΥΚ-μια μαρτυρία, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2012, σελ.238.
2. ό.π., σελ. 68.