Στη ΔΕΘ με υποσχέσεις και κρυφούς φόβους
Του Σταύρου Λυγερού
Στο Μαξίμου έχουν συνειδητοποιήσει ότι θα είναι καταστροφή αν πάει κάτι στραβά και η Ελλάδα δεν καταφέρει να επιστρέψει κανονικά στις αγορές μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Γι’ αυτό και -σύμφωνα με κυβερνητική πηγή- η εντολή που έχει δώσει ο πρωθυπουργός στους εμπλεκόμενους υπουργούς είναι οι διαπραγματεύσεις για την γ’ αξιολόγηση να ολοκληρωθούν μέχρι τον Νοέμβριο.
Μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις, η γραμμή έχει χαραχθεί και το μήνυμα έχει σταλεί σε όλο το στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ, στο κράτος και στο κόμμα. Οπως χαρακτηριστικά μας είπε κυβερνητικός παράγοντας, ο πρωθυπουργός «βάζει όλα τα αυγά στο καλάθι του αισιόδοξου σεναρίου», παρά το γεγονός ότι η συμφωνία για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης ήταν ανώμαλη προσγείωση σε σχέση με τις προσδοκίες.
Ποιο είναι το αισιόδοξο σενάριο; Σύμφωνα με την ίδια πηγή, στο Μαξίμου ελπίζουν ότι η οικονομία θα εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης.
Ελπίζουν, δε, ότι μέχρι το καλοκαίρι του 2018 η Ελλάδα θα έχει επιστρέψει κανονικά (και όχι δοκιμαστικά) στις αγορές, ότι θα έχουν ανακοινωθεί τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, ότι η χώρα θα έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και ότι τότε ο Αλέξης Τσίπρας «θα μπορεί να κηρύξει την απαλλαγή από τα μνημονιακά δεσμά».
Αυτό είναι και το σενάριο που θα προσπαθήσει ο πρωθυπουργός να… πουλήσει πολιτικά στη Θεσσαλονίκη, αμέσως μετά τον εκτενή απολογισμό του κυβερνητικού έργου, ο οποίος θα αποτελεί το πρώτο σκέλος της ομιλίας του. Κατά την ίδια πηγή, ο απολογισμός δεν θα είναι απλώς μια παράθεση πρωτοβουλιών και αποφάσεων.
Θα έχει ταξικό πρόσημο, με την έννοια ότι θα προσπαθήσει να πείσει τα φτωχά λαϊκά στρώματα ότι μέσα στο ασφυκτικό μνημονιακό πλαίσιο η κυβέρνηση εξάντλησε όλα τα περιθώρια για να τα προστατεύσει. Στο Μαξίμου, όπως και στην Κουμουνδούρου, θεωρούν ότι ο σκληρός πυρήνας της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του 4%, θα είναι ακριβώς τα κεντροαριστερού προσανατολισμού φτωχά στρώματα.
Είναι αληθές ότι μέσα στην καταιγίδα των μνημονιακών μέτρων που πλήττουν τις σταθερές του βίου εκατομμυρίων Ελλήνων, όπου μπορεί, η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να ελαφρύνει τα βάρη από τους πολύ φτωχούς. Το επιχειρεί κατά κανόνα σε βάρος των μεσοστρωμάτων, που και αυτά δέχονται συνθλιπτική πίεση. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την κατηγορία ψηφοφόρων ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει μεγάλες απώλειες.
Ταυτόχρονα, βέβαια, ο πρωθυπουργός θα πλασάρει το προαναφερθέν αφήγημα για απαλλαγή της Ελλάδας από τα μνημονιακά δεσμά το καλοκαίρι του 2018. Με αυτό το αφήγημα, άλλωστε, κατευνάζουν και τις όποιες εσωκομματικές αντιδράσεις διατηρώντας αλώβητη την ενότητα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Με το ίδιο αφήγημα ο ΣΥΡΙΖΑ θα δικαιολογήσει τις θυσίες θα υποσχεθεί γύρισμα σελίδας και είσοδο σε περίοδο δυναμικής ανάπτυξης. Είναι η μόνη ρητορική που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να ψαρέψει ψηφοφόρους από τη μικρομεσαία θάλασσα και κατ’ αυτό τον τρόπο να συγκρατήσει -κατά το δυνατόν- την εξελισσόμενη συρρίκνωση του εκλογικού ποσοστού του.
Ολα τα παραπάνω, ωστόσο, δεν είναι απλώς ένα προπαγανδιστικό αφήγημα με αποκλειστικά εκλογικό σκοπό. Οποιος συνομιλεί off the record με κυβερνητικά στελέχη διαπιστώνει ότι στο κυβερνητικό επιτελείο το πιστεύουν. Για την ακρίβεια, έχουν επενδύσει τα πάντα σε αυτό το σενάριο. Οπως χαρακτηριστικά μας είπε πρώτης γραμμής υπουργός, «έτσι θα χάσουμε. Η μόνη ρεαλιστική επιλογή μας είναι η φυγή προς τα εμπρός».
Η κοινοβουλευτική ιστορία, όμως, διδάσκει ότι σε συνθήκες έντονης λαϊκής δυσαρέσκειας, όπως οι σημερινές, η αρνητική εκλογική τάση για μια κυβέρνηση δεν αντιστρέφεται σε πρώτο χρόνο, ακόμα κι αν αυτή κάποια στιγμή έχει να επιδείξει πραγματικά επιτεύγματα. Πολύ περισσότερο που τα επώδυνα για τη μικρομεσαία θάλασσα μνημονιακά μέτρα όχι μόνο θα συνεχιστούν, αλλά και θα ενταθούν από τις αρχές του 2019, ακόμα κι αν το μνημόνιο θα είναι τυπικά παρελθόν.
Οργή και απόγνωση
Το κλίμα στην κοινωνία είναι εξαιρετικά δυσμενές για την κυβέρνηση λόγω της ασφυκτικής πίεσης που δέχονται νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τα μνημονιακά μέτρα που εφαρμόζει η κυβέρνηση Τσίπρα. Ακόμα και στις τάξεις όσων είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ επικρατεί κλίμα οργής και απόγνωσης, το οποίο τροφοδοτεί το ρεύμα της αρνητικής ψήφου. Είναι αυτό το ρεύμα που εξ αντιδιαστολής φουσκώνει τα εκλογικά πανιά της Ν.Δ.
Οσοι στρέφονται προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχουν κατά κανόνα επίγνωση ότι και αυτός θα βαδίσει στο ίδιο μνημονιακό μονοπάτι, ότι θα εφαρμόσει τα ίδια επώδυνα μέτρα. Μη έχοντας, όμως, εναλλακτική λύση εξουσίας, δηλαδή διέξοδο, το κυρίαρχο κριτήριο της διαμορφούμενης εκλογικής συμπεριφοράς είναι να φύγει αυτή η κυβέρνηση και να έρθει οποιαδήποτε άλλη. Αυτό, άλλωστε, είναι το χαρακτηριστικό της αρνητικής ψήφου.
Μπορεί η Ν.Δ. να μην έχει αυτόφωτη πολιτική – εκλογική δυναμική, αλλά είναι σαφές ότι όσο μεγαλώνει η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ τόσο αυτή εξ αντιδιαστολής ευνοείται. Οι δημοσκοπήσεις το επιβεβαιώνουν. Η διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων ανοίγει σε βαθμό που το σενάριο της «γαλάζιας» αυτοδυναμίας καθίσταται πιθανό.
Στο Μαξίμου γνωρίζουν τις δημοσκοπήσεις και έχουν και δικές τους που δεν τους αφήνουν περιθώρια να βουλιάξουν στην αυταπάτη. Είναι κανόνας, όμως, οι κυβερνήσεις που εκλογικά έχουν πάρει την κάτω βόλτα να διατηρούν την ελπίδα ότι μπορεί να αναστραφεί το δυσμενές γι’ αυτές πολιτικό κλίμα. Οι σημερινοί ένοικοι του Μαξίμου δεν αποτελούν εξαίρεση.
Επειδή, όμως, η πραγματικότητα τους τραβάει από το μανίκι, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ναι μεν επιθυμούν την πρωτιά στις επόμενες εκλογές, αλλά πραγματικός στόχος τους είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκρατήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό.
Με άλλα λόγια, στόχος τους είναι το κόμμα τους να παραμείνει ο αναμφισβήτητος δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος.
Απειλή για Ειδικό Δικαστήριο
Πέρα από την προφανή πολιτική – κομματική σκοπιμότητα, κατά τις ίδιες πληροφορίες, υπάρχει και ένας πρόσθετος λόγος: ο Τσίπρας έχει αρχίσει να δίνει βάση σε προειδοποιήσεις ότι υπουργοί του, ακόμα και ο ίδιος, μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με το Ειδικό Δικαστήριο.
Αρχικά θεωρούσε αυτές τις προειδοποιήσεις αβάσιμες, αλλά τον τελευταίο καιρό επανεξετάζει το θέμα. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, στο Μαξίμου ποντάρουν σε μια αποτρεπτική παρέμβαση της καραμανλικής πτέρυγας στη Ν.Δ. αν ο Μητσοτάκης κινηθεί προς την κατεύθυνση ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής. Θεωρούν, επίσης, ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρατήσει ένα σχετικά υψηλό ποσοστό οι όποιες σχετικές προθέσεις στα ηγετικά κλιμάκια της Ν.Δ. και σε κύκλους των αρχουσών ελίτ θα ακυρωθούν.
Στο πρωθυπουργικό επιτελείο θεωρούν κάτω φράγμα το 25%, αλλά υπάρχουν υπουργοί, βουλευτές και κομματικά στελέχη που φοβούνται ότι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ πιθανόν να κινηθεί ακόμα χαμηλότερα. Στην περίπτωση, μάλιστα, που σπάσει το όριο του 20%, εκτιμούν ότι θα μεγαλώσει ο πειρασμός του Μητσοτάκη να εξωθήσει τα πράγματα για Ειδικό Δικαστήριο. Στο Μαξίμου, πάντως, έχουν συνείδηση ότι θα είναι καταστροφή αν πάει κάτι στραβά και η Ελλάδα δεν καταφέρει να επιστρέψει κανονικά στις αγορές μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Γι’ αυτό και -σύμφωνα με κυβερνητική πηγή- η εντολή που έχει δώσει ο Τσίπρας στους εμπλεκόμενους υπουργούς του είναι οι διαπραγματεύσεις για τη γ’ αξιολόγηση να ολοκληρωθούν μέχρι τον Νοέμβριο και σε καμία περίπτωση να μην επεκταθούν στο 2018.
Αν κρίνουμε, όμως, από τις προηγούμενες αντίστοιχες διαπραγματεύσεις, η εντολή του έχει σχετική σημασία. Και αυτό επειδή, όταν το κουαρτέτο θέτει στο τραπέζι απαιτήσεις που δοκιμάζουν σκληρά τον ιδεολογικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, η συνήθης τακτική των υπουργών είναι να αντιστέκονται και να παρατείνουν τη διαπραγμάτευση προτού -κατά κανόνα- τελικώς υποχωρήσουν.
Η τακτική αυτή δεν ήταν εξαρχής συνειδητή επιλογή. Προέκυψε στην πορεία από την ανάγκη να δείξουν στην κοινή γνώμη, στο κομματικό ακροατήριο, στους βουλευτές που θα κληθούν να ψηφίσουν, αλλά ακόμα και στον εαυτό τους ότι εξάντλησαν όλα τα περιθώρια προτού κάνουν πίσω. Ρόλο είχε παίξει, επίσης, και το γεγονός ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος χειρίστηκε τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις, όχι μόνο έχει δύσκολες σχέσεις με το Μαξίμου, αλλά και δική του ξεχωριστή πολιτική ατζέντα.
Μένει να αποδειχθεί αν αυτή τη φορά οι διαπραγματεύσεις θα εξελιχθούν διαφορετικά. Το γεγονός ότι στο τραπέζι της γ’ αξιολόγησης δεν είναι δημοσιονομικά μέτρα, αλλά κυρίως μέτρα που αφορούν αλλαγές στο κράτος, ίσως επιτρέψει μία άλλη προσέγγιση εκ μέρους της κυβέρνησης.
Η εντολή, πάντως, που έχει δοθεί από το Μαξίμου στους υπουργούς είναι ότι πρώτη πολιτική προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι να εμπεδώσει το κλίμα σταθεροποίησης της οικονομίας και να δημιουργήσει αναπτυξιακή δυναμική προσελκύοντας επενδύσεις. Το σύνθημα που επικρατεί είναι «ανάπτυξη». Ολες οι υπόλοιπες κυβερνητικές πολιτικές περνούν σε δεύτερη μοίρα, με την έννοια ότι δεν πρέπει να παρεμποδίζουν τον κεντρικό πολιτικό στόχο.
Σύμφωνα με κυβερνητικό παράγοντα που είναι σε θέση να γνωρίζει, ο χρόνος πραγματοποίησης του ανασχηματισμού τοποθετείται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της γ’ αξιολόγησης και όχι αμέσως μετά την ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη. Κατά τον ίδιο, μάλιστα, το επόμενο κυβερνητικό σχήμα θα διαμορφωθεί με προοπτική ότι θα είναι αυτό που θα δώσει την επόμενη εκλογική μάχη.
Τι θέλει ο Τσακαλώτος
Η ίδια πηγή μάς υπενθύμισε την προ καιρού κυβερνητική ανακοίνωση η οποία, σπάζοντας κάθε παράδοση, διαβεβαίωσε ότι ο κ. Τσακαλώτος είναι αμετακίνητος στο υπουργείο Οικονομικών. Υποτίθεται ότι ήταν απάντηση σε δημοσιεύματα. Τέτοια, όμως, δημοσιεύματα εν όψει ανασχηματισμού είναι πολλά και αναφέρονται σε πολλούς υπουργούς, όχι μόνο στον κ. Τσακαλώτο. Για τους άλλους το Μαξίμου δεν ένιωσε την ανάγκη να διαψεύσει. Να, λοιπόν, η απόδειξη ότι αυτός είναι από μόνος του ξεχωριστή κατηγορία. Ας σημειωθεί ότι επιδιώκει να προαχθεί σε αντιπρόεδρο, διατηρώντας ταυτόχρονα το υπουργείο Οικονομικών και αποκτώντας κάποια εποπτεία στο υπουργείο Ανάπτυξης. Σύμφωνα με πληροφορίες από τον στενό κύκλο των συνεργατών του, προκύπτει ότι ο κ. Τσακαλώτος όχι μόνο τρέφει αρχηγικές φιλοδοξίες, αλλά και πρωθυπουργικές. Ο ίδιος στηρίζεται στα εξής:
Πρώτον, στο γεγονός ότι εσωκομματικά είναι αναμφισβήτητα ο άλλος πόλος, χωρίς προς το παρόν να στρέφεται ανοιχτά εναντίον του Τσίπρα.
Δεύτερον, στη σταθερή και λειτουργική σχέση που έχει διαμορφώσει τα τελευταία δύο χρόνια με το ευρωιερατείο. Πιστεύει ότι αυτή η σχέση μπορεί σε επόμενη φάση και υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει πολιτικό διαβατήριο.
Αυτό τον καιρό όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτα περισσότερο από σχεδιασμοί επί χάρτου που αντανακλούν την ισχυρή τάση φατριασμού, η οποία, κάτω από την ενωτική επιφάνεια, αναπτύσσεται στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ. Και οι μεν και οι δε, ωστόσο, έχουν συνείδηση ότι βρίσκονται στην ίδια βάρκα και πως για να κρατηθούν στο παιχνίδι πρέπει να εξασφαλίσουν ένα σχετικά υψηλό ποσοστό στις επόμενες εκλογές. Μόνο που δεν συμφωνούν όλοι στον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να επιτευχθεί.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Βλακείες!
Όλα τούτα στηρίζονται σ᾽ εσφαλμένη προϋπόθεση :
ότι, δηλαδή, η Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές του 2018, θα ασκήσει δίωξη για τα πεπραγμένα της Κυβέρνησης κατά την προ-προηγούμενη βουλευτική περίοδο (Φεβ. – Αύγ. 2015).
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ!
ΔΕΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ!
Οι όποιες ποινικές ευθύνες των Τσίπρα, Βαρουφάκη, Δραγασάκη κλπ. για την “διαπραγμάτευση” του 2015 παραγράφονται (το αργότερο!) με την διάλυση της παρούσας Βουλής.
Ποιόν εξυπηρετούν, λοιπόν, τα μακροσκελή σενάρια του Λυγερού κι η αριθμολογία με τα ποσοστά;
Κατανοώ, ασφαλώς, το άχτι όλων μας με τον ΣΥΡΙΖΑ,
παρακολουθώ και την δική σας, την καταιγιστική κριτική,
αλλά εσείς, τουλάχιστον, προσέξτε
και μην “φορτώνεσθε” άκριτα ο,τι δήποτε ανεύθυνο γράφεται προς την κατεύθυνση αυτή ….
Το κείμενο δεν είναι του Άρδην, το αναδημοσιεύσαμε για ενημερωτικούς λόγους γιατί είναι γραμμένο από γνωστό δημοσιογράφο με καλή πληροφόρηση γύρω από τα τεκταινόμενα στην Κυβέρνηση.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι Συριζαίοι πρέπει να λογοδοτήσουν για τα πεπραγμένα της πρώτης και δεύτερης διακυβέρνησής τους και αυτό είναι κάτι που και οι ίδιοι φοβούνται. Αυτός είναι και ένας επιπλέον λόγος που είναι αγκιστρωμένοι με τέτοιο πάθος στην στην εξουσία τους και θα την κρατήσουν όσο μπορούν. Δεν είμαι βέβαιος ότι όλες οι ποινικές ευθύνες Τσίπρα, Βαρουφάκη, Δραγασάκη κλπ.παραγράφονται με αυτή την Βουλή ή υπάρχουν “ουρές”, που δεν παραγράφονται. Άλλωστε και για πεπραγμένα της δεύτερης διακυβέρνησης θα έπρεπε να φοβούνται, όπως για παράδειγμα η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.