του Βαγγέλη Τσεκούρα, δικηγόρου, από το Άρδην τ. 100, Απρίλιος-Ιούνιος 2015
Είναι λίγο-πολύ γνωστό σε όλους μας ότι η ιθαγένεια η ελληνική κτάται δια της γεννήσεως, όταν κατάγεσαι από Έλληνες γονείς. Αυτό είναι το πρώτο και καλύπτει το μεγαλύτερο φάσμα των περιπτώσεων. Όπως έχουμε και τις πολιτογραφήσεις. Κάποιος αλλοδαπός θέλει, εφόσον συγκεντρώνει κάποιες προϋποθέσεις, θετικές –πριν απ’ όλα να είναι ενήλικας–, με δήλωση βουλήσεως, να θέλει να γίνει Έλληνας. Και η περίπτωσή του εξετάζεται κατά τρόπο εξατομικευμένο για να δούμε αν, πέραν των τυπικών προϋποθέσεων, συντρέχουν και ουσιαστικές προϋποθέσεις, δηλαδή προϋποθέσεις υπάρξεως γνησίου δεσμού με το ελληνικό έθνος, το ελληνικό κράτος, την ελληνική κοινωνία, γιατί αυτό προϋποθέτει το ελληνικό κράτος, είναι εθνικό κράτος. Κι όλα αυτά ίσχυαν, και ισχύουν ακόμα, δεδομένου ότι ο τελευταίος νόμος, ο Ν. 3838/2010, που ψήφισε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, εκρίθη αντισυνταγματικός από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ήταν ο πρώτος νόμος που ψήφισε εκείνη η κυβέρνηση. Δηλαδή, ενώ είμαστε ενώπιον Μνημονίου, Φεβρουάριο του 2010, ο πρώτος νόμος που επέδειξε πρεμούρα εκείνη η κυβέρνηση ήταν να αλλάξει τον κώδικα ιθαγενείας, έτσι όπως θα το δούμε παρακάτω. Την ίδια πρεμούρα επιδεικνύει απ’ ό,τι βλέπω και η σημερινή κυβέρνηση. Το έχει από τα πρώτα νομοσχέδια. Όλα τα άλλα τα έφτιαξε η σημερινή κυβέρνηση, πάλι γι’ αυτό ενδιαφέρεται. Δεν θέλω να αναζητήσω συγγένειες και ταυτότητες ανάμεσα στα δύο κόμματα. Μακριά από μένα τέτοια βλασφημία. Αλλά απλώς το διαπιστώνω.
Έρχεται ο ν. 3838, με την κυβέρνηση του ΓΑΠ, και εισάγει μια ρύθμιση-τροποποίηση του κώδικα ιθαγένειας, που λέει ότι τα παιδιά αλλοδαπών των οποίων και οι δύο γονείς έχουν πέντε χρόνια νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα μπορούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια αν έχουν συμπληρώσει έξι χρόνια υποχρεωτικής παιδείας. Άπαξ και συμβαίνουν αυτά τα αντικειμενικά, τα τυπικά στοιχεία, ο άλλος κάνει μια αιτησούλα και γίνεται Έλληνας. Καμία εξατομικευμένη κρίση. Κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: δεν εξατομικεύεται. Λένε: «μα, θα γίνουν Έλληνες». Όλο αυτό το πράγμα είναι μια φιλολογία, μια εικοτολογία, ότι, αν το παιδί θα πάει στο σχολείο, θα γίνει Έλληνας. Δηλαδή, εάν εγώ είχα μείνει στη Γαλλία, κάπου στις Βρυξέλλες, που θα μπορούσα να μείνω και δεν έμεινα, ο γιος μου θα αφελληνίζετο και θα γινόταν ή Βέλγος ή Γάλλος. Θα ήταν το μεγαλύτερο όνειδος της ζωής μου. Όνειδος θα αισθάνεται κι ο Πακιστανός που είναι στην Ελλάδα αν συμβεί τέτοιο πράγμα με το παιδί του. Δηλαδή, στηριζόμαστε σε μια εικοτολογία. Γι’ αυτό, στην απόφαση του ΣτΕ, αποσπάσματα της οποίας είμαι υποχρεωμένος να σας διαβάσω, μεγαλύτερη σημασία θα αποδώσω όχι στη γνώμη της πλειοψηφίας, που λέει πράγματα παγιοποιημένα, αυτονόητα, αυτά που ίσχυαν στα 170-180 χρόνια της ζωής του ελληνικού κράτους, αλλά στην άποψη της μειοψηφίας. Αυτής, δηλαδή, που υποστηρίζει τη συνταγματικότητα. Ας δούμε, λοιπόν, την πραγματική νομικοπολιτική και φιλοσοφική βάση αυτών των ρυθμίσεων, αυτών των απόψεων, που θέλουν κατάργηση της εξατομικευμένης κρίσεως και κατάργηση της έρευνας για την ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού με το ελληνικό έθνος. Η απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ, αφού λέει ότι ο εθνικός νομοθέτης πρέπει να σέβεται γενικώς τις διατάξεις του Συντάγματος και κυρίως αυτές που χαρακτηρίζουν ως εθνικό το ελληνικό κράτος –να μην τις αναφέρουμε όμως τώρα−, από δω και πέρα, αρχίζω να διαβάζω κατά λέξιν:
«Ο νομοθέτης έχει μεν τη δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος, με συγκεκριμένη ιστορία, και ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος τουλάχιστον από τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματος» –όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους– «τέλος δε και ότι το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση)» –πολύ σημαντικό αυτό που γράφεται στη συνθήκη– «η οποία, μάλιστα, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σέβεται την εθνική τους ταυτότητα» –την εθνική ταυτότητα των κρατών, όχι των ατόμων– «που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή».
Δηλαδή, έρχεται η συνθήκη και λέει ότι έχουμε στην Ευρώπη εθνικά κράτη. Η πολιτική και συνταγματική δομή των κρατών είναι συμφυής με την ίδια τους την εθνική ταυτότητα. «Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγενείας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού με το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση). Εάν παρεγνωρίζετο η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης –εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος– μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως την σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για τη συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος».
Η πλειοψηφία λέει πράγματα αυτονόητα. Αυτά που ίσχυαν και τα ξέραμε όλοι. Δεν προβαίνει σε αναλύσεις νομικές, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή θα παραβίαζε ανοικτές θύρες, θα ήταν και νομικίστικες. Επομένως, η πλειοψηφία εδώ μάς λέει ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με την ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων. Το αν κάποιος είναι Έλληνας έχει να κάνει με τη γνήσια σχέση που έχει με το ελληνικό έθνος. Και όχι πόσα χρόνια φοίτησε στο σχολείο ή πόσα ένσημα έχει στο ΙΚΑ ή πόσα χρόνια παραμονής έχει στην Ελλάδα, γιατί έτσι οδηγούμαστε στη θέση που εν τέλει κατέληξε να υποστηρίξει, σε ένα άρθρο του στο ΒΗΜΑ, τότε που γίνονταν οι σχετικές συζητήσεις, ο γνωστός καθηγητής Αντώνιος Λιάκος, όπου είπε «όταν υπάρχει ΑΦΜ, υπάρχει ελληνική ιθαγένεια». Πρέπει να εξετάζουμε τον γνήσιο δεσμό.
Και πάμε τώρα στην πολύ σοβαρή άποψη της μειοψηφίας, η οποία πρέπει να μας προβληματίσει. Είναι νομίζω έντεκα μέλη, δύο αντιπρόεδροι, ενδεχομένως κάποιος από αυτούς να γίνει και πρόεδρος μετά από δυο μήνες, γιατί τελειώνει η θητεία του νυν προέδρου, και οι υπόλοιποι σύμβουλοι. Ανώτατοι δικαστικοί, δεν ασχολούνται με εικοτολογίες, το αν θα είναι έξι τα χρόνια ή εννιά ή καθόλου, που λέει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, στο σχολείο, ούτε με τα ένσημα. Η θέση τους είναι πολύ σοβαρή και γι’ αυτό πολύ επικίνδυνη. Πριν απ’ όλα θεωρούν ότι η Βουλή δεν δεσμεύεται από καμία συνταγματική διάταξη όταν καθορίζει τους όρους της κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας. «Αυτό», λέει, «το καθορίζουν οι κρατούσες στο σώμα πολιτικές απόψεις». Έχει κι ένα άλλο μεγάλο κομμάτι που λέει γι’ αυτό, δεν χρειάζεται να το διαβάσουμε. Διαβάζω το τελευταίο. Και πάω τώρα στη σοβαρότατη άποψη της μειοψηφίας. «Και ορίζει μεν η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 3 του Συντάγματος ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, και υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους. Ωστόσο ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από άλλη συνταγματική διάταξη απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να θέσει ως προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγενείας τη διαπίστωση γνησίου δεσμού με το ελληνικό έθνος, δηλαδή την ύπαρξη ήδη διαμορφωθείσης εθνικής συνειδήσεως των πολιτογραφουμένων αλλοδαπών. Κατά μείζονα δε λόγο, όταν πρόκειται για απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών. Και τούτο διότι, άλλωστε με την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας», προσέξτε εδώ, «ο αλλοδαπός καθίσταται έλληνας πολίτης. Συμπολίτης των λοιπών Ελλήνων πολιτών και όχι ομοεθνής τους. Δηλαδή δεν του αναγνωρίζεται και η ελληνική εθνική ταυτότητα. Είναι σαφής δε κατά το Σύνταγμα η διάκριση μεταξύ λαού και έθνους».
Είναι σαφέστατο τι λέει. Ότι όλες αυτές οι συζητήσεις και οι εικοτολογίες, από πότε το παιδί το δικό μου, που θα σπούδαζε στη Γαλλία θα γινόταν Γάλλος, είναι φούμαρα. Πρέπει να μην εξετάζουμε τον γνήσιο δεσμό. Δεν τον απασχολεί. Θέλει το παιδί του αλλοδαπού να διατηρεί την εθνικότητά του και να αποκτά υπηκοότητα. Δηλαδή, θα είμαστε πολίτες του ελληνικού κράτους, το οποίο παύει πλέον να είναι κράτος του ελληνικού έθνους, και είναι ένας χώρος, όπου εκεί μέσα υπάρχουν διάφοροι πολίτες διαφόρων εθνικοτήτων. Και φυσικά, ανοίγει και το θέμα της προστασίας των διαμορφουμένων μειονοτήτων. Ανοίγει ο δρόμος της μειονότητας. Δεν μπορείς να στερήσεις τον Αλβανό, τον Ισλανδό, όταν θα έχει έναν αριθμό ο οποίος αυξάνεται απ’ ό,τι μας είπε ο αγαπητός ομοτράπεζος, να μην απολαύσει τα δικαιώματα της μειονότητας. Και όταν συζητεί μετά το δικαστήριο και τοποθετείται επί της εξαετούς εκπαιδεύσεως –κατ’ ανάγκη πρέπει να το κάνει–, απαντάει η πλειοψηφία αλλά προχωράει εκ της πλειοψηφίας μια συγκλίνουσα άποψη, όπως λέμε, η οποία προχωράει τη σκέψη της παραπάνω. Που είναι νομίζω, η επιτομή της, κατ’ εμέ, ορθής απόψεως.
«Εν όψει του ό,τι έχει εκτεθεί στην έκτη σκέψη, το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος, η ύπαρξη δε γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς αυτό και προς την ελληνική κοινωνία αποτελεί τον ελάχιστο όρο και όριο των νομοθετικών ρυθμίσεων για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, οι προϋποθέσεις που τάσσουν σχετικώς οι επίμαχες ρυθμίσεις, μη συνδεόμενες με την ύπαρξη του ως άνω γνησίου δεσμού, όχι μόνο δεν τεκμηριώνουν την ουσιαστική ένταξη των αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία, αλλά, επί πλέον δύνανται να οδηγήσουν σε αναίρεση του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα εθνικού χαρακτήρα του Κράτους. Εν όψει λοιπόν, των τασσομένων εν προκειμένω προϋποθέσεων αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, η νομοθετική εξουσία, θεσπίζοντας τις επίμαχες ρυθμίσεις, δεν λειτουργεί ούτε υπέρ του Λαού (του οποίου τη σύνθεση κατά τα εκτεθέντα στην έκτη σκέψη επιχειρεί να προσδιορίσει αυθαιρέτως με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως) ούτε υπέρ του Έθνους, παραβιάζοντας, συνεπώς, το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος».
Αυτά γράφηκαν τότε, όταν έγινε η πρώτη επιχείρηση από την κυβέρνηση του ΓΑΠ. Τώρα όμως αυτά είναι γνωστά και είναι δεδομένα. Και καλείται η ελληνική Βουλή να προχωρήσει σε μια παρόμοια, ίσως αυστηρότερη, ίσως χαλαρότερη – κατά πολύ χαλαρότερη. Δεν αποδίδω σημασία εγώ σ’ αυτό. Αποδίδω σημασία στο ότι δεν υπάρχει εξατομικευμένη έρευνα. Δεν αναζητείται το αν αυτός που ζητεί να γίνει Έλληνας θεωρεί τον εαυτό του, κατά δήλωσή του –την ψευδή, έστω, δήλωσή του–, ότι ανήκει στο ελληνικό έθνος. Άρα ανοίγει ο δρόμος της μειονότητας. Αλλάζει η σύνθεση του εκλογικού σώματος. Η σύνθεση του λαού, και ο λαός είναι απ’ τα τρία στοιχεία του κράτους. Άρα η συγκρότηση του λαού, η συγκρότηση του εκλογικού σώματος, είναι θεμελιωδέστερο, νομίζω, από το αν έχουμε Βασιλευομένη ή Προεδρική Δημοκρατία. Για την οποία έγινε δημοψήφισμα. Είναι μεγαλύτερης σπουδαιότητας από ένα άλλο σπουδαιότατο θέμα, για το οποίο δεν έγινε δημοψήφισμα: όταν απεμπολήσαμε την κυριαρχία για την έκδοση εθνικού νομίσματος. Που κακώς δεν έγινε. Αλλά αυτό το θεωρώ σπουδαιότερο όλων αυτών. Πρέπει λοιπόν να αναληφθεί μια πρωτοβουλία και να εντοπίσουμε το κρίσιμο αυτού του νομοσχεδίου, ότι δεν είναι να βοηθήσουμε, να δείξουμε συμπάθεια σε κάποια παιδιά μεταναστών. Τους έχουμε συμπάθεια. Και θα θέλαμε πάρα πολύ να αγαπήσουν την πατρίδα που είναι διαφορετική από την πατρίδα των γονέων τους, να δεχτούν τις πνευματικές και τις πολιτιστικές της παραδόσεις και να γίνουν Έλληνες. Αλλά δεν μπορούμε ούτε να τους το επιβάλουμε ούτε είμαστε και βέβαιοι. Μακάρι να γίνουν. Όταν φτάσουν σε εκείνη την ηλικία, που μόνοι τους το ζητήσουν, κάθε μία περίπτωση θα την εξετάσουμε χωριστά. Και όταν θα αρχίσει αυτή η συζήτηση, που τώρα είναι σε διαβούλευση, δεν γίνεται τίποτα, θα πάει στη Βουλή, να φύγουμε απ’ αυτήν την κενολογία και την εικοτολογία «τα κακόμοιρα τα παιδάκια, γιατί να μην τα κάνουμε Έλληνες;» Στο παιδί που είναι στην Ελλάδα να του προσφέρουμε και την παιδεία και την υγεία και τα πάντα, και την αγάπη μας. Αλλά δεν θα αποφασίζει αυτό, αν δεν ξέρουμε ότι έγινε Έλληνας, για θέματα μείζονος εθνικής σημασίας. Επειδή ακόμα δεν έχουμε χωνέψει μέσα μας τους αριθμούς που είπε προηγουμένως ο φίλος, θα το χωνέψουμε όμως καλύτερα αν φέρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Κοντά μας, τα ίδια γεωφυσικά προβλήματα έχει και η Κύπρος. Δέχεται κι αυτή, και μπορεί να δεχτεί και περισσότερους. Φαντάζεστε αντίστοιχες διατάξεις στην Κύπρο; Τι θα γίνει με την Κύπρο; Σε λίγο η Ελλάδα μπορεί να παρουσιάζει μεγαλύτερο πρόβλημα, όταν έρθουμε σε επαφή με τόσο μεγάλους αριθμούς. Και μάλιστα όταν θα παρέχεται εξουσία στον κοινό νομοθέτη, τον οποίο έχουμε επιλέξει ενδεχομένως για να πει όχι στο Μνημόνιο, να κρίνει ότι θα δώσει ιθαγένεια σε όσους έχουν ΑΦΜ στην Ελλάδα.
Επομένως, πρέπει να αρχίσει μια εκστρατεία που θα θέσει το θέμα της ιθαγένειας σαν θέμα συγκροτήσεως του λαού, συγκροτήσεως του εκλογικού σώματος, να το απαλλάξει από –δεν ξέρω αν είναι τόσο κακόπιστες ή υστερόβουλες– ανθρωπιστικές εικοτολογίες, «τα καημένα τα παιδάκια, γιατί να μην γίνουν Έλληνες;» δεν γίνεσαι Έλληνας με ένα χαρτί, Έλληνας είναι βίωμα. Και επειδή αυτές οι διατάξεις που θεμελιώνουν τον εθνικό χαρακτήρα του κράτους, καλώς ή κακώς, είναι αναθεωρήσιμες, οτιδήποτε έχει σχέση με την ιθαγένεια να αποτελέσει ένα κείμενο αναθεωρητικής βουλής του Συντάγματος και, κατά τη γνώμη μου, δημοψηφίσματος. Είναι σπουδαιότερο από το αν θα έχουμε Βασιλιά ή Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή αν έχουμε δραχμή ή ευρώ.