…και o πράσινος εισαγγελέας
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 136
Στην αργκό των κρατουμένων των Γκούλαγκ της περιοχής Κολιμά, αυτής της απομονωμένης, παγωμένης εσχατιάς της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, το «πήγε κάποιος στο φεγγάρι» σήμαινε ότι σκοτώθηκε, το «μέτωπο» ήταν το κύρος και, η απελευθέρωση από τον «πράσινο εισαγγελέα», η απόδραση στο δριμύ ψύχος των δασών της τάιγκας. Η καταδίκη στα κάτεργα της συγκεκριμένης περιοχής από το 1932, που έφτασαν οι πρώτοι κατάδικοι, ως το 1956-57, με την περίφημη «αμνηστία του Χρουτσόφ», σήμαινε πολύωρη εξουθενωτική καταναγκαστική εργασία σε συνθήκες μόνιμου υποσιτισμού, σε μέση θερμοκρασία 3 με 16 βαθμούς Κελσίου το σύντομο καλοκαίρι και -19 με -38 τον ατελείωτο χειμώνα.
Εκεί καθιερώθηκε η ονομασία «αρχιπέλαγος Γκούλαγκ», διότι, λόγω της παντελούς απουσίας δρόμων, αρχικά οι κρατούμενοι κατέφθαναν στην περιοχή με πλοίο. Στην αχανή αυτή μεθοριακή επαρχία, που χαρτογραφήθηκε μόλις το 1926, η τσαρική κυβέρνηση δεν είχε καν διανοηθεί να στείλει εξόριστους, λόγω των ακραίων κλιματολογικών συνθηκών. Αντιθέτως, η σοβιετική εξουσία, με την ανακάλυψη κοιτασμάτων χρυσού στην περιοχή, άρχισε τις αποστολές καταδίκων, αρχικά από τις τάξεις των συλληφθέντων κατά τη βίαιη κολεκτιβοποίηση των αγροτών και την εκστρατεία κατά των μικροϊδιοκτητών γης. Τα χρόνια του «μεγάλου τρόμου» (1936-38), αλλά και τη δεκαετία του ’40, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέφθασαν στην περιοχή και πολλοί από αυτούς δεν έφυγαν ποτέ από κει.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί κατατείνουν στην άποψη ότι ο συνολικός αριθμός των κρατουμένων που πέρασαν από την Κολιμά ήταν γύρω στο ένα εκατομμύριο, με το ποσοστό θνησιμότητας από το ψύχος, την ασιτία, τους ξυλοδαρμούς, τις εκτελέσεις και την πολύωρη βασανιστική εργασία να κυμαίνεται στο 27-30% και έχουν πάρει αποστάσεις από τη διαβόητη αναφορά της CIA που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’50 και έκανε λόγο για 3 εκατομμύρια νεκρούς μόνο στην Κολιμά. Ξεκάθαρα, το να βρεθεί κάποιος στα ορυχεία της Κολιμά, ειδικά αν ήταν διανοούμενος ή καλλιτέχνης, από τις χιλιάδες που κατέληξαν εκεί, χωρίς πείρα χειρωνακτικής εργασίας στο ύπαιθρο, σήμαινε βέβαιο θάνατο. Έτσι, δεν φαντάζει καθόλου παράξενο που πάμπολλοι κρατούμενοι, μέσα στην απελπισία τους, επέλεξαν να ρισκάρουν μια απονενοημένη απόδραση μέσα στα πυκνά σιβηριανά δάση. Η αλήθεια είναι ότι οι πιθανότητες επιβίωσης κατά την απόδραση ήταν μόλις λίγο μικρότερες από αυτές κατά την καθημερινή εργασιακή ημέρα, οπότε ένας μεγάλος αριθμός κρατουμένων «πήρε τα βουνά».
Οι Α. Σολζενίτσιν, Β. Σαλάμοβ και Α. Ντόλγκουν, συγγραφείς που πέρασαν από τα Γκούλαγκ κι επιβίωσαν, συμφωνούν πως την άνοιξη κάτι έπιανε τους νεοφερμένους καταδίκους (οι παλιοί είχαν λίγο πολύ αποδεχτεί τη μοίρα τους) κι άρχιζαν οι ετοιμασίες. Συγκέντρωναν κάτι λίγα τρόφιμα, κατασκεύαζαν αυτοσχέδια όπλα, αποφάσιζαν διαδρομή και… δρόμο. Από όσους αποτόλμησαν κάτι τέτοιο, μόνο ένας τα κατάφερε. Οι αρκούδες, οι λύκοι, τα αποσπάσματα καταδρομέων της NKVD, το δάσος και ο καιρός έβαζαν τέλος σε κάθε απόπειρα μέσα σε δύο εβδομάδες το αργότερο. Το παράξενο είναι ότι ο ένας και μοναδικός δραπέτης της Κολιμά ήταν και ο λιγότερο πιθανός υποψήφιος για επιτυχία. Με βάση τον παράξενο, φοβούμενο την εξουσία, καταδοτικό κώδικα διαβίωσης της ΕΣΣΔ της εποχής, ο πραγματικός άθλος του Ουκρανού Πάβελ Μιχαήλοβιτς Κριβοσέι φαντάζει ασύλληπτος μέσα στην πεζή προβλεψιμότητά του. Κατ’ αρχάς, η ίδια η εμφάνιση του μηχανικού Κριβοσέι δεν προϊδέαζε σε καμία περίπτωση ότι αυτός ο κοντόχοντρος (Κριβοσέι στα ρωσικά σημαίνει στραβολαίμης), φαλακρός, «τζαμαρίας»» (στη γλώσσα του στρατοπέδου ο διοπτροφόρος), που η αδεξιότητά του συναγωνιζόταν την αργοπορία του, θα μπορούσε ποτέ να αποπειραθεί να το σκάσει. Επιπλέον, ήταν και του ποινικού δικαίου, καταδικασμένος σε 10 χρόνια στην Κολιμά λόγω υπεξαίρεσης ενός τεραστίου ποσού χρημάτων από την υπηρεσία του. Οι ποινικοί κρατούμενοι, που στα Γκούλαγκ θεωρούνταν «φίλοι του λαού» κι έτσι ικανοί για μεταμέλεια και επιστροφή στην κοινωνία, σε αντίθεση με τους πολιτικούς «εχθρούς του λαού» που είχαν τη χειρότερη αντιμετώπιση και σπάνια επέστρεφαν σπίτια τους, δεν έκαναν αποδράσεις και είχαν τις καλύτερες θέσεις στα στρατόπεδα.
Ο Κριβοσέι, λοιπόν, ως ποινικός, δεν δούλεψε ούτε μια μέρα σε ορυχείο και βολεύτηκε στο χημικό εργαστήριο του άνθρακα δίπλα στην ξυλόσομπα. Εκεί τον ψιλοξέχασαν, διότι αν έφτανες δίπλα στην ξυλόσομπα, απλώς δεν δραπέτευες. Προφανώς, ο Κριβοσέι είχε άλλα σχέδια και μια ανοιξιάτικη μέρα εξαφανίστηκε με ένα σακίδιο που περιείχε ένα γεωλογικό σφυρί, σπίρτα, δείγματα ορυκτών, ένα αδιάβροχο και χρήματα. Η φρουρά κατάλαβε ότι έλειπε, τρεις μέρες μετά την αναχώρησή του. Τόσο δεδομένο τον θεωρούσαν, που είχαν πια σταματήσει να τον ελέγχουν σε καθημερινή βάση. Επίσης, έφυγε ξυρισμένος κόντρα και καθαρός, φορώντας τα κοκάλινα γυαλιά του και με κατεύθυνση όχι τη θάλασσα, όπως έκαναν όλοι οι δραπέτες, αλλά την πόλη Γιακούτσκ στην ενδοχώρα. Μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που οι ομάδες καταδρομέων με τα λυκόσκυλα απέτυχαν να τον βρουν την πρώτη κρίσιμη εβδομάδα.
Ο Κριβοσέι κινήθηκε αργά, χωρίς να κρύβεται και χωρίς να βιάζεται, αποφεύγοντας τα βάθη των δασών και διανυκτερεύοντας κάθε φορά κάτω από στέγη. Σε ένα χωριό της Γιακουτίας μίσθωσε εργάτες και το έπαιξε γεωλόγος συλλέγοντας δείγματα ορυκτών. Τα γυαλιά, τα καθαρά νύχια και το βαριεστημένο των κινήσεών του απέπνεαν αξιοπιστία και, το κυριότερο, σοβιετική εξουσία, οπότε κανείς δεν τον υποπτεύθηκε. Πάνω στον μήνα είχε διασχίσει την κορυφογραμμή Γιαμπλόνοβ συνοδευόμενος από δύο εργάτες, που του παραχωρήθηκαν από τα τοπικά κολχόζ για να του κουβαλάνε τις τσάντες με τα «δείγματα». Στο Γιακούτσκ, ο αθεόφοβος δραπέτης έδωσε το παρών στην τοπική γεωλογική υπηρεσία, πέρασε από τα θερμά λουτρά, κουρεύτηκε στο μπαρμπέρικο της κεντρικής πλατείας και αγόρασε ένα ακριβό κοστούμι. Κάπου εκεί το πράγμα πήγε να ξεφύγει από τον έλεγχό του καθώς η τοπική επιστημονική αρχή τον κάλεσε να δώσει διάλεξη με ελεύθερο θέμα. Ποιος ξέρει τι διάβολο τους είπε σε εκείνη τη διάλεξη! Η αίθουσα ήταν γεμάτη και ο ομιλητής κατάφερε να μιλήσει επί μία ολόκληρη ώρα χωρίς κανείς να καταλάβει τι ήθελε να πει. Παρ’ όλα αυτά, αφού τον τάισαν στο καλύτερο εστιατόριο, τον έστειλαν σιδηροδρομικώς, με τα έξοδα πληρωμένα, στο Ιρκούτσκ μαζί με τα πετρώματά του και εκεί εξαφανίστηκε για τα καλά. Ωστόσο, τα κιβώτια με τα πετρώματα στάλθηκαν στην Ακαδημία Επιστημών στη Μόσχα, όπου παρέμειναν για χρόνια στις αποθήκες.
Το απίστευτο ήταν ότι στους τρεις μήνες που του πήρε να φτάσει στο Χάρκοβο κανείς δεν του ζήτησε τα χαρτιά του, τόσο απόλυτα είχε ταυτιστεί με τον ρόλο του. Ο Κριβοσέι εγκαταστάθηκε τελικά στη Μαριούπολη, όπου τον έφαγε τελικά ο έρωτας. Γνωρίζοντας ότι η γυναίκα του (την οποία είχε να δει από τη σύλληψή του) είχε πρόβλημα επιβίωσης στην Κολιμά, όπου βρισκόταν και η ίδια ως ελεύθερη σύζυγος καταδίκου, άρχισε να της στέλνει από λίγα χρήματα κάθε μήνα από διάφορα μέρη και από διάφορα άτομα. Φυσικά, τα λαγωνικά της NKVD την παρακολουθούσαν και διαπίστωσαν ότι οι τόποι αποστολής των επιταγών ήταν όλοι σιδηροδρομικοί σταθμοί κοντά στη Μαριούπολη και δεν επαναλαμβάνονταν δεύτερη φορά. Με τον έλεγχο των ανθρώπων που εγκαταστάθηκαν στη Μαριούπολη τα τελευταία δύο χρόνια ο Κριβοσέι πιάστηκε στο δόκανο και ξαναστάλθηκε στην Κολιμά, με συμπληρωματική δεύτερη ποινή. Ως ποινικός, εξέτισε την ποινή του σε τακτοποιημένη θέση που άρμοζε σε έναν μετανοημένο-πλην αμετανόητο, «φίλο του λαού».