Του Άλαν Γκρηνφίλντ* από την Ρήξη φ. 139
Το σμάρτφοουν είναι το προϊόν-σήμα κατατεθέν της εποχής μας. Έχοντας λιγότερο από μια δεκαετία που πρωτοβγήκε, αυτό το πρωτεϊκό αντικείμενο έγινε ο καθολικός, καθ’ όλα απαραίτητος, διαμεσολαβητής της καθημερινής μας ζωής. Ελάχιστα κατασκευασμένα αντικείμενα έχουν καταστεί τόσο πανταχού παρόντα όσο αυτές οι λαμπερές πλάκες πολυανθρακίτη.
Για πολλούς από εμάς, είναι το τελευταίο πράγμα που κοιτάζουμε κάθε νύχτα πριν πέσουμε για ύπνο και το πρώτο σαν ξυπνήσουμε. Το χρησιμοποιούμε για να συναντήσουμε άλλους ανθρώπους, για να επικοινωνήσουμε, να διασκεδάσουμε, αλλά και για να μη χανόμαστε. Πουλάμε και αγοράζουμε πράγματα μέσω αυτού. Στηριζόμαστε σε αυτά για να καταγράφουμε τα μέρη που πηγαίνουμε και τις παρέες που κάνουμε· και βασιζόμαστε πάνω τους για να γεμίσουμε τα νεκρά κενά, τις μοναχικές στιγμές και τις σιωπές που συνήθιζαν να καταλαμβάνουν τόσο μεγάλο κομμάτι απ’ τη ζωή μας.
Τα σμάρτφοουν έχουν αλλάξει την υφή της καθημερινής μας ζωής σχεδόν παντού, απορροφώντας ολοκληρωτικά χώρους και τελετουργικά που επέμεναν στον χρόνο, μεταβάλλοντας ριζικά άλλα, που γίνονται πλέον αγνώριστα. Σε αυτήν την ιστορική συγκυρία, είναι σχεδόν ανέφικτο να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε τον κόσμο γύρω μας δίχως να έχουμε κάποια αίσθηση του τρόπου με τον οποίον λειτουργεί ένα σμάρφοουν, καθώς και των διάφορων υποδομών στις οποίες αυτό στηρίζεται.
Ωστόσο, και παρά την πανταχού παρουσία του, το σμάρτφοουν δεν είναι ένα απλό πράγμα. Το χρησιμοποιούμε τόσο συχνά, που δεν βλέπουμε πλέον ξεκάθαρα. Εμφανίστηκε στη ζωή μας τόσο ξαφνικά και ολοκληρωτικά, που η έκταση και η βία με την οποία την αλλάζει δεν τραβάει εύκολα την προσοχή μας. Προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε πραγματικά την έκταση αυτών των αλλαγών, θα πρέπει να κάνουμε δυο βήματα πίσω, στην τελευταία ιστορική στιγμή που δεν αντικρίζαμε τον κόσμο μ’ ένα τέτοιο σμάρτφοουν στο χέρι.
Υπάρχουν ελάχιστα καλύτεροι οδηγοί σε αυτήν την προ σμάρτφοουν καθημερινότητά μας από τις καλά τεκμηριωμένες εθνογραφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν γύρω στο 2005, από ερευνητές που εργάζονταν στο πανεπιστήμιο του Κέιο, και ήταν σε συνεργασία με το τμήμα Ανθρώπων και Πρακτικών της εταιρείας Intel. Πραγματοποιούμενες στο Λονδίνο, το Τόκιο και το Λος Άντζελες, οι έρευνες αυτές αποσκοπούσαν στο να καταγράψουν τα πράγματα που οι άνθρωποι φύλαγαν στις τσέπες, στα πορτοφόλια και τις τσάντες τους. Βρέθηκαν μεγάλες ομοιότητες σε ό,τι οι Λονδρέζοι, οι κάτοικοι του Λος Άντζελες και του Τόκιο θεωρούσαν απαραίτητο να κουβαλούν μαζί τους για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της καθημερινότητάς τους: Φωτογραφίες, πρώτα απ’ όλα, και άλλα ενθυμήματα της οικογένειας, των φίλων και των αγαπημένων προσώπων. Εικόνες, φυλαχτά και άλλα αντικείμενα τελετουργικής σημασίας. Κάτι για να τσιμπήσουν, αντικείμενα προσωπικής υγιεινής, καραμέλες μέντας, τσίχλες, με άλλα λόγια πράγματα που χρησιμεύουν στο να διαχειριζόμαστε τις σωματικές εκφράσεις της παρουσίασης του εαυτού μας.
Επίσης, πράγματα που χρησίμευαν για να αποκτήσουμε κάποιου είδους πρόσβαση: κλειδιά, ταυτότητες, αποδείξεις και δελτία διέλευσης. Και γενικά, κινητά τηλέφωνα, τα οποία κατά την εποχή που διεξάγονταν οι έρευνες δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από συσκευές τηλεφωνικών συνομιλιών και ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων. Και βέβαια, χρήματα στη μια ή την άλλη από τις μορφές τους.
Αν η μελέτη της Intel/Keio αποκάλυψε στα μικροπράγματα των πορτοφολιών και των τσαντών μας τον μικρόκοσμο έτσι όπως ήταν γύρω στο 2005, η λεπτομερής καταγραφή μάς παρέχει έναν ακόμη χρήσιμο τρόπο για να εκτιμήσουμε το πόσο αυτός έχει αλλάξει στα χρόνια που μεσολάβησαν. Βλέπουμε ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των πραγμάτων που οι κάτοικοι των πόλεων έπαιρναν μαζί τους, μόλις δέκα χρόνια πριν, έχει πλέον αντικατασταθεί από ένα και μόνο αντικείμενο, το κινητό τηλέφωνο. Αυτή η συσκευή, μόνη της, έχει απορροφήσει όλα εκείνα που κάποτε στριφογύριζαν μέσα στις τσέπες και τις τσάντες των ανθρώπων, γεγονός που την μεταμόρφωσε σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήταν αρχικά.
Μόλις μια από τις ασήμαντες πράξεις που πραγματοποιούμε κατά την διάρκεια της ημέρας –να ανοίγουμε την εξώπορτα, να αγοράζουμε τα μαναβικά, και να ανεβαίνουμε στο λεωφορείο– επαναπροσδιορίζεται ως ψηφιακή συναλλαγή τείνει να αποϋλικοποιείται. Τα διαφορετικά, εξειδικευμένα πράγματα τα οποία χρειαζόμασταν για να επιτελέσουμε κάθε έναν από αυτούς τους σκοπούς, τα κλειδιά, τα εισιτήρια του λεωφορείου και τα τραπεζικά βιβλιάρια, έχουν μεταμορφωθεί σ’ ένα αόρατο φάσμα ραδιοκυμάτων. Και καθώς η υποδομή που λαμβάνει αυτά τα σήματα και τα μετατρέπει σε πράξη είναι ενσωματωμένη σε όλα τα αντικείμενα και τις επιφάνειες τριγύρω μας, όλες αυτές οι συναλλαγές τείνουν να διαφεύγουν της αντίληψης και κατά συνέπεια και της σκέψης μας…
*Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο Radical Technologies, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Verso.