Αρχική » Υπάρχει θετικό αύριο για την ελληνική οικονομία;

Υπάρχει θετικό αύριο για την ελληνική οικονομία;

από Άρδην - Ρήξη

Οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και η διέξοδος

Του Ελευθέριου Τζιόλα από την Ρήξη φ. 149

1.Υπερπλεόνασμα και Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ)
Οι δαπάνες του Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), το 2017, διαμορφώθηκαν σε 5.950 εκατ. €, παρουσιάζοντας μείωση έναντι του στόχου κατά 800 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με πιστοποιημένα στοιχεία, μέχρι τέλος Οκτωβρίου 2018 η απόκλιση σε σχέση με το στόχο ανέρχεται σε 1,320 δις € περίπου (όση και το 2017). Γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι και το 2018 θα έχουμε την ίδια σχεδόν απόκλιση με το 2017.
Η μη πραγματοποίηση του συνολικού ύψους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων από τη μεριά των δημοσιονομικών μεγεθών συμβάλλει ισόποσα στην αύξηση του υπερπλεονάσματος, από δε τη μεριά της οικονομικής μεγέθυνσης, επιδρά αρνητικά σε αυτήν.
Πολλοί διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν τη σημασία των δημόσιων επενδύσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και την πλευρά της προσφοράς. Ακόμα και εμπειρικές μελέτες (π.χ. του ΔΝΤ) δείχνουν ότι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και μείωση της ανεργίας, με θετικές επιδράσεις, ασφαλώς, και στην αύξηση του ΑΕΠ. Αντίστοιχα ευρήματα παρουσιάζονται και σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την Αυστρία, τη Γερμανία, τη Δανία, τη Φινλανδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Σουηδία.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι περίπου 800 εκατ. € από τις δημόσιες επενδύσεις δεν θα πραγματοποιηθούν και θα αποτελέσουν μέρος του υπερπλεονάσματος (το οποίο, σύμφωνα και με τα παραπάνω, κανονικά, θα πρέπει να εννοείται ως αντιαναπτυξιακό  υπερπλεόνασμα). Η μέχρι σήμερα υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση, δεδομένου ότι, παρότι υπολείπονται του στόχου, φέτος τα έσοδά του στο χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου είναι αυξημένα κατά 20,6% έναντι του 2017. Επομένως, εδώ εμφανίζεται, επιπλέον, μια πολύ σοβαρή αδυναμία πραγματοποίησης. Το αν η αδυναμία αυτή προέρχεται από ανικανότητα ή από σκοπιμότητα, ή αποτελεί ένα παράδοξο μείγμα και των δύο, λίγη σημασία έχει, δεδομένου ότι η αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση (αύξηση) του ΑΕΠ είναι η ίδια και είναι σημαντικών επιπτώσεων για την ανάταξη της οικονομίας.

2. Αύξηση οφειλών προς το κράτος (αύξηση αριθμού οφειλετών) και διανομή υπερπλεονάσματος
Ο αριθμός των οφειλετών μέσα στον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, αυξήθηκε κατά 592.000. Το γεγονός ότι συγχρόνως δημιουργείται και υπερπλεόνασμα σημαίνει ότι, αυτοί που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο, πληρώνουν αναλογικά πολύ περισσότερα από αυτό που θα τους αναλογούσε αν πλήρωναν όλοι. Τούτο πιο απλά σημαίνει ότι υπάρχει ένας αριθμός φορολογουμένων που, εκτός από τη συνέπειά τους, κυριολεκτικά στραγγίζονται… Αυτή είναι η αποκαλούμενη υπερφορολόγηση. Ενώ, δεν γνωρίζουμε αν όσοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους είναι και αυτοί που λαμβάνουν το κοινωνικό επίδομα («το κοινωνικό μέρισμα»). Αυτού του είδους η επιδοματική πολιτική είναι οριακή και αδιέξοδη, από τη στιγμή που δεν σχετίζεται με τη γενικότερη ανοδική πορεία της οικονομίας, και ιδιαίτερα της πραγματικής οικονομίας και που δεν συμβάλλει στην κανονική λειτουργία της οικονομίας.
Μελέτη της Εθνικής Τράπεζας ανέφερε ότι το υπερπλεονάσματα του 2017, στοίχισε στο ρυθμό ανάπτυξης 1,2%. Δηλαδή χάσαμε κοντά στα 2 δισ € ΑΕΠ. Δηλαδή, η πραγματική εικόνα είναι: κερδίζουμε πλεόνασμα, χάνουμε εισόδημα.  Όσο αυξάνεται το πρωτογενές πλεόνασμα, με τον τρόπο που γίνεται στην ελληνική οικονομία, τόσο έχουμε αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Όμως σε αυτή τη συγκυρία η μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι βασικός παράγοντας για τη βελτίωση όλων των μακροοικονομικών μεγεθών, που αποτελούν κριτήρια για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης που τόσο ανάγκη έχει η χώρα. Ακόμη και για τη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι βασικός παράγοντας, βασικό κριτήριο προσέλευσης πόρων και ύψους δανειοδότησης.

3. Η διατήρηση των μεγάλων ποσοστών φτώχειας στην Ελλάδα, παρά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (και τα επιδόματα).
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat, ενώ η Ελλάδα ξοδεύει για την αντιμετώπιση της φτώχειας (κοινωνικές μεταβιβάσεις) το ίδιο ή και σχετικά υψηλότερο ποσοστό (%) του ΑΕΠ από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, εντούτοις το αποτέλεσμα είναι σχεδόν μηδενικό, απειροελάχιστα βελτιωμένο. Ξοδεύουμε, δηλαδή, πολλά, αλλά αυτά δεν πιάνουν τόπο, και οι αποδέκτες τους φτωχοί ήταν, και φτωχοί παραμένουν.
Η εξήγηση εδώ είναι ότι, ενώ το ποσοστό (%) του ΑΕΠ είναι σχεδόν το ίδιο με τον μέσο όρο της ΕΕ, πρέπει να λάβουμε, ωστόσο, υπόψη μας, ότι την τελευταία δεκαετία είχαμε σημαντικότατη μείωση του ΑΕΠ (περίπου κατά 28%), γεγονός που παρέσυρε πτωτικά και το ύψος των κοινωνικών δαπανών. Παρόλα αυτά, εκείνο που θα πρέπει να παραδεχτούμε και να τονίσουμε είναι ότι οι κοινωνικές παροχές στη χώρα μας δεν φτάνουν αποτελεσματικά σε αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη.
Οι πολλαπλές αδυναμίες στην υλοποίηση διαρθρωτικών, ευεργετικών  μεταρρυθμίσεων στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων, των συντάξεων και της υγείας οδήγησαν σε αποκλίνουσες τάσεις σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, που πέτυχαν στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ενδεικτικό στοιχείο για την αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι τα ποσοστά φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, που εξακολουθούν να είναι υψηλά και επιμένουν…

4. Χωρίς δυναμική. Και, χωρίς πρόγραμμα ανασυγκρότησης;
Αν εστιάσουμε σε εκείνα τα μεγέθη που προσδιορίζουν την αναπτυξιακή δυναμική, τη  μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, θα παρατηρήσουμε ότι, παρά τα πολλά και αισιόδοξα λόγια, δεν έχουμε σχεδόν καμία ουσιώδη αλλαγή.
Το παραγωγικό υπόδειγμα, το μοντέλο της πραγματικής οικονομίας, παραμένει σχεδόν το ίδιο, με ακόμα πιο μειωμένο και άνευρο το παραγωγικό της τμήμα .
Οι λίγες επενδύσεις δεν κατευθύνονται σε τομείς τεχνολογικής αιχμής.
Οι εξαγωγές εξακολουθούν να είναι μέσης και χαμηλής τεχνολογίας.
Το δημόσιο χρέος είναι πολύ μεγάλο –συγκριτικά μεγαλύτερο μετά από δέκα χρόνια κρίσης και τρία (3) μνημόνια! –  κι όσο και αν ρυθμίζεται, συμπιέζει, καθορίζει αρνητικά την πορεία της οικονομίας
Η φυσική αύξηση του πληθυσμού δεν υπάρχει, ούτε υπάρχουν ενδείξεις αντιστροφής ενός καταστροφικού για το έθνος μαρασμού. Το δημογραφικό σε συνάρτηση με τη μετανάστευση των 500.000 νέων Ελλήνων επιστημόνων αποστερούν από την ελληνική οικονομία πραγματικούς κινητήρες της και μηχανοδηγούς.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση πολύ χαμηλής μεγέθυνσης, σ’έναν ανατροφοδοτούμενο εγκλεισμό χαμηλών επιτευγμάτων και δύσκολα θα ξεφύγει από αυτή με τις υπάρχουσες νοοτροπίες, τον καταθλιπτικά επικρατούντα τρόπο σκέψης και τις ανακυκλούμενες προτάσεις τρέχουσας κατανάλωσης.
Η  ποιότητα της συζήτησης και οι διατυπούμενες θέσεις και προτάσεις (μετά από δέκα χρόνια βαθιάς κρίσης), που αυτές τις μέρες ανάγλυφα παρουσιάζονται στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό  2019, αποτελούν τον αδιάψευστο, σκληρό, αλλά πραγματικό μάρτυρα όλης αυτής της απογοητευτικής παθογένειας.
Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια, αλλαγή σκέψης και μοντέλων προσέγγισης, αλλαγή συμπεριφοράς συνολικότερα του πολιτικού συστήματος. αλλά και των κοινωνικών στελεχών που επηρεάζουν οικονομικές δομές και  εξελίξεις. Αποτελούν αυτά, προϋποθέσεις για τη δημιουργία, ανάδειξη και ελπιδοφόρα υποστήριξη ενός προγράμματος ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και ανόρθωσης της ελληνικής κοινωνίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ