Εισαγωγική μελέτη, έκδοση κειμένων, Γιώργος Ανδρειωμένος εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2018
του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 150
Ο Γιώργος Ανδρειωμένος μας δίνει έργα με ενδιαφέρον, γιατί θεμελιώνονται στην εκτεταμένη πρωτογενή έρευνα ώστε, ως τελικό αποτέλεσμα, να έχουμε την παρουσίαση πλευρών της πορείας ενός στοχαστή που ή δεν γνωρίζουμε διόλου ή έχουν καταχωνιαστεί κάτω από ένα πλήθος άλλων πληροφοριών. Για τον Ρίτσο, ενώ γνωρίζουμε επαρκώς το σύνολο του έργου του από τον Επιτάφιο και μετά, έργο ίσως ορόσημο που τον κάνει ευρύτερα γνωστό, δεν γνωρίζουμε πολλά για τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της ζωής του. Το σημαντικό αυτό κενό καλύπτει το βιβλίο του Γ. Ανδρειωμένου:
Ο Γ. Ρίτσος καταγόταν από μια αρχικά ευκατάστατη οικογένεια της Λακωνίας που όμως γλίστρησε, σταδιακά, στην ανέχεια, με συνέπεια πολλά μέλη της να νοσήσουν και μετά να πεθάνουν από τη φυματίωση. Πρώτα ο μεγαλύτερος αδερφός του και η ύστερα η μητέρα του. Η απώλεια ειδικά της μητέρας του ήταν το πιο μεγάλο κτύπημα που οδήγησε τον πατέρα του στη μελαγχολία, στην αδιαφορία για τα κτήματά του και στη συνέχεια στη χαρτοπαιξία. Ο Γιάννης Ρίτσος θα βρει καταφύγιο στην ποίηση και στην αφοσίωση της αδερφής του Λούλας. Δυστυχώς, η εξέλιξη ήταν τραγική. Η αδερφή του, μετά από έναν ατυχή γάμο, θα ασθενήσει ψυχικά και ο ίδιος θα προσβληθεί από τη φυματίωση, γεγονός που θα τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τις επαγγελματικές του ασχολίες.
Η περίθαλψη των φυματικών στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν τότε πρωτόγονη. Ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες, σε παραπήγματα, σε καλύβες και γενικά σε χώρους χωρίς τις στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής. Ένας άλλος στοχαστής που προσβλήθηκε από φυματίωση και έζησε κάτω από παρόμοιες συνθήκες ήταν ο Γ. Κοτζιούλας και μας μεταφέρει παρόμοιες εμπειρίες. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της ζωής των φυματικών ήταν ότι ζούσαν απομονωμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία, πράγμα που ευνοούσε αφενός την εσωστρέφεια και αφετέρου τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, ως φυσιολογική αντίδραση κατά της άθλιας ζωής τους.
Ο Γ. Ρίτσος, πριν αναγνωριστεί από τον Κ. Παλαμά με τη φράση, «Παραμερίζω, ποιητή, για να περάσεις», είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στη Διάπλαση των Παίδων, όπου είχε ενθαρρυνθεί η προσπάθειά του από τον Γ. Ξενόπουλο. Όμως αυτός που έδωσε αέρα στα φτερά του ήταν ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και ανθολόγος Ηρακλής Αποστολίδης (πατέρας του Ρένου), που έγραψε από τις στήλες της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας: «Εκφράζομεν όλην την χαρά μας διότι από το περιοδικό μας βγήκεν ένας καλός ποιητής μαζί με μερικούς άλλους» (σελ. 254), καθώς και, «εκείνο που χαρακτηρίζει τα τραγούδια σας, κ. Ριτσε, είνε, προ παντός, η ειλικρίνεια, γι’ αυτό σου σφίγγουμε το χέρι» (σελ. 255).
Από τα γραπτά του Στερνοί αντίλαλοι, από το ημερολόγιο ενός φθισικού, διαλέγω δύο αποσπάσματα: Το ένα για τη σημασία του πόνου, το άλλο για τη μάνα του:
«Οι άνθρωποι που δεν επόνεσαν βαθειά δεν μπορούν να πιστέψουν τον πόνο των άλλων. Κι οι άνθρωποι που δεν ένοιωσαν τη ζωή δεν μπορούν να σεβαστούν τον πόνο μας. Η παγερή τους ειρωνεία θάναι ο αντίλαλος της κραυγής της απόγνωσής μας. Ο ειλικρινής πεσσιμισμός θαναι ένας «καθαρός σνομπισμός». Θα μας κυττάζουν δύσπιστα ίσως και περιφρονητικά. Κι ακόμη θα γελάσουν μαζί μας. «Όπου υπάρχει πόνος είναι τόπος ιερός», είπε ο μεγάλος άγγλος συγγραφέας. Μα οι μικρόψυχοι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν καθόλου» (σελ. 226).
«Μητέρα, μητέρα!… Όταν το μέτωπό μας φλογίζεται απ’ τον πυρετό και το νεανικό κορμί μας σιγοτρώγεται απ’ το κρυφό σαράκι της αρρώστιας θα σε καλέσουμε απεγνωσμένα να σκύψης πάνου μας τρυφερά, να μας χαϊδέψης ήρεμα τα μαλλιά και να σταλάξης τη γαλήνη στην ψυχή μας. Η αρρώστεια που μας μαραίνει μέρα με την ημέρα μάς κάνει σαν παράξενα χαϊδεμένα παιδιά που ζητούμε με υστερική ευαισθησία μίαν αδιάκοπη εκδήλωση αγάπης. Τότε, μητέρα, η νοσταλγία σου γεμίζει την ψυχή μας κι ονειρευόμαστε ναρθής –όπως τα παληά χρόνια– με το χαμόγελο της στοργής, με τα ειρηνικά μάτια, με την απέραντη καλωσύνη σου για ν’ απαλύνης τους πόνους μας. Κι όμως εσύ δεν θαρθής. Θα κοιμάσαι αναπαυμένη στην άπειρη γαλήνη των τάφων κι ούτε η απεγνωσμένη επίκλησί μας θα μπορέση να ξυπνήση τους παλμούς μιας συγκίνησης στα παγωμένα στήθη σου…Μητέρα, μητέρα! Τι γλυκό πούναι τ’ όνομά σου.
Καμμιά μελωδία του Βέρδι ή του Ροσσίνι δεν θα μπορέση να ξεπεράση σε γλυκύτητα την απλή αυτή λέξιν. Μητέρα, πόσο τρανός είναι ο προορισμός σου. Εσύ είσαι η αρχή κάθε πολιτισμού. Εσύ φυτρώνεις μέσα μας το σπέρμα της αγάπης. Εσύ μας ανοίγεις τα μάτια στο φως του ωραίου. Εσύ μας χαρίζεις τα φτερά του νου. Η αγάπη σου μας δίνει το παράδειγμα της αγάπης. Για την αγάπη σου θα τραβήξουμε μπροστά και το χαμόγελο της ικανοποιήσεώς σου από μας θάναι η μεγαλείτερη ικανοποίηση για μας. Η χαρά σου θάναι το πολυτιμώτερο στέμμα της επιτυχίας μας. Κι όταν πάλι η ανάλγητος Ειμαρμένη θα σφίγγη την καρδιά μας με καϋμούς, θα φέρνη τα δάκρυα στα μάτια μας, την ανησυχία στη σκέψη μας, εσύ μόνο θα μπορέσης να ημερέψης την ψυχή μας με την ανεξάντλητη στοργή σου. Είσαι η οδηγήτρια και η παρηγορήτρα. Όταν για πρώτη φορά-σαν είμαστε ανίδεα παιδιά- μας μίλησαν για μια πονετική Παναγία που αγαπά, ενθαρρύνει, πονεί κι ανακουφίζει, απρόσμενα μπρος στα μάτια μας πρόβαλλε η εικόνα σου, ω μητέρα. Τη θέση της Παναγιάς μες τη θρησκεία, πήρες εσύ μες τη ζωή. Είχατε την ίδια υψηλή αποστολή» (σελ. 217, 218).