του Σπύρου Κουτρούλη, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Κάθε εργο του Π. Κονδύλη, δταν έκδίδεται, άποτελεί ένα σημαντικό πνευματικό γεγονός. Οί μελέτες που περιλαμβάνονται στό Μελαγχολία και Πολεμική, παρ’ ότι έχουν δημοσιευθεί παλαιότερα σε’ περιοδικά καί εφημερίδες, διατηρούν αναλλοίωτη την φρεσκάδα και την σημασία τους. Ό πρόλογος γράφτηκε άπό τόν δάσκαλο του Π. Κονδύλη, καί κατοπινό συνεργάτη του σε’ σημαντικε’ς επιστημονικές εργασίες, τόν R. Koselleck -εξαιρετικό στοχαστή, ιστορικό, όμότιμο καθηγητής της θεωρίας της ιστορίας στό Πανεπιστήμιο τοϋ Μπίλεφελντ. Στήν πριότη μορφή εκφωνήθηκε σέ τιμητική ό-μιλία στό ινστιτούτο Goethe ‘Αθηνών, στις 20 Νοεμβρίου 2000. ‘Ανάμεσα στά άλλα, ό Koselleck γράφει γιά τόν Κονδύλη: «Χάσαμε έ’ναν άνθρωπο που γιά πολλούς υπήρξε φίλος καί αναντικατάστατος. Καί επιπλέον μαζί του άπωλέσαμε έναν ερευνητή στήν ακμή της δημιουργικής τοϋ εργασίας, τά πορίσματα τής οποίας, ημιτελή όπως έμειναν, όσο καί νά ώθούν τή σκέψη μας, δέν έχουμε τή δυνατότητα νά αναγνώσουμε την τελική τους διαμόρφωση» (σελ. 14).
Άπ’ όλα τά δοκίμια αύτό ‘ίσως πού έχει τή μεγαλύτερη σημασία είναι τό ομότιτλο Μελαγχολία καί Πολεμική. Παρουσιάζει όλα τά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τά ωριμότερα κείμενα του Π. Κονδύλη, νοηματική πυκνότητα καί αισθητική επιμέλεια. Δέν είναι δύσκολο νά ανιχνεύσουμε σ’ αύτό επιρροές τής υπαρξιακής φιλοσοφίας, τοϋ Νίτσε, τοΰ Σοπενγχάουερ. ‘Υποστηρίζει ότι ή συνεπής κοσμοθεωρητική μελαγχολία κατατείνει στήν παραδοχή τής έλλειψης νοήματος στό Είναι καί άποτελεΤ εξαίρεση «μέσα στό φάσμα τής ιστορίας τών ιδεών όλοι ν των πολιτισμών καί όλων τών εποχών» (σελ. 186). Μετά άπό σύντομη αναφορά στήν εξέλιξη τοϋ Χριστιανισμού καί τοϋ Διαφωτισμού, συμπεραίνει «ότι ‘ίσαμε τώρα σέ όλες τις μεγάλες κοσμοεικόνες τής ιστορίας τών ιδεών συνυπάρχουν δίπλα δίπλα τό καλό καί τό κακό καί ή αισιοδοξία καί ή άπαισιοδοξία». (σελ. 187)
Ο Π. Κονδύλης έπανέρχεται σέ ένα οικείο θέμα του, τις άξιες ώς φορείς αιτημάτων κυριαρχίας. Τά βιολογικά μεγέθη καί οί άνάγκες μεταμορφώνονται στήν γλιόσσα τοϋ πολιτισμού σέ ιδέες καί ιδεώδη, ώστε «μόνον όποιος προβάλλει στά πλαίσια τοϋ πολιτισμού ώς νοημα-τοδότης είναι κατάλληλος νά καθησυχάσει τήν άρμη τής αυτοσυντήρησης τών άνθροίπων καί έτσι νά τήν οικειοποιηθεί ό ‘ίδιος, δηλ. νά ασκήσει ισχύ πάνω σέ άνθριόπους επί τή βάσει τής άποδοχής ένός νοήματος. Μέ άλλα λόγια, ή άποδοχή ένός νοήματος προσδίδει στόν ισχυρό τήν ισχύ του, έπειδή παρέχει στούς υποτακτικούς ή άκολούθους του, ώς έλάχιστο αίσθημα ισχύος, τήν πεποίθηση ότι μοιράζονται τό άληθινό νόημα» (σελ. 186). “Ετσι ή άποψη ότι «όλα είναι παράλογα καί δίχως νόημα, ότι ή ζωή καθ’ έαυτήν δέν έχει όπως λέγεται καμμιά άξια» (σελ. 185) είναι τελείως ξένη σέ όποιον έχει φιλοδοξίες ισχύος καί κυριαρχίας.Ό Κονδύλης θεωρεί ότι ή μελαγχολία είναι μιά κατάσταση πού προσιδιάζει τόσο στόν άνίσχυρο όσο καί στόν Ισχυρό, σέ εκείνον πού τά έχει «πετύχει όλα». Όλοι οί μεγάλοι άνδρες είναι μελαγχολικοί διότι ή «άπόσταση άνάμεσα στή δύναμη καί τήν παντοδυναμία μπορεί νά εϊναι βασανιστικότε-ρη άπό τήν άπόσταση άνάμεσα στή δύναμη καί τήν άδυναμία» (σελ. 177).
Προσθέτει δέ, μέ νιτσεϊκό τρόπο, «τό αίσθημα τής άδυναμίας συνιστά λοιπόν τήν άλλη όψη τής βούλησης γιά δύναμη, εΐδ’ άλλως δέν θά ήταν τόσο οδυνηρό, καί μάλιστα θά περνούσε άπαρατήρητο· κατά τήν ‘ίδια έννοια, ή μελαγχολία μπορεί νά μετασχηματιστεί σέ πολεμική καί άγώνα, όπως καί τό αίσθημα τής άδυναμίας σέ έπιζήτηση ισχύος» (σελ. 177). Ή μελαγχολία λειτουργεί διττά. Δέν είναι μόνο τό κέντρο τής παραίτησης τής βούλησης γιά ισχύ άλλά καί ό «τόπος επώασης γιά μιά αιφνίδια καί παρ’ όλα αυτά προβλέψιμη έκρηξή της» (σελ. 178). Ό Κονδύλης περιγράφει ορισμένα ίδεοτυπικά παραδείγματα μελαγχολικών: τόν δανδή, πού «άντι-λαμβάνεται τόν έαυτό του ώς άκρως εκλεπτυσμένη καί άπολύτως άναντικατάστατη ατομικότητα» (σελ. 182) καί τόν άναχωρητή, πού «ά-παγοητευμένος άπό τήν πορεία τοϋ κόσμου άνακαλύπτει τή σοφία στή φροντίδα τοϋ κήπου του ή πάλι άποτραβιέται ώς ασκητής καί προφήτης στήν έρημο καί άπό έκεϊ εξαπολύει τον: μύδρους του ένάντια στήν άμαρτωλή τροπή : ζοιής τοϋ λαοϋ του» (σελ. 183).
Στό δοκίμιο « Ή έρμηνεία του Hegel άπό τόν Georgy ίιιοαςβκαίό μαρξιστικός έγελειανισμό: τής άριστερας», άφενός καταδεικνύονται οί λόγοι τής προβολής καί τής επίδρασης του Lucac-. «άσύμμετροι μέ τήν άξία τοϋ στοχασμού του·. αφετέρου έπισημαίνονται οί νεοκαντιανές καί ανορθολογικές ρίζες τής σκέψης του. Ο Lucac-ώς νεοκαντιανός άντιμετώπιζε κατ’ άρχήν τόν σοσιαλισμό ώς ήθικό αίτημα, ενώ, ώς μέλος το ” κύκλου του Stefan George, άσπαζόταν τήν ριζοσπαστική μπερξονική έρμηνεία τοϋ μαρξισμοί πού διατύπωσαν ό Sorel καί ό Ούγγρος άναρχοσυνδικαλιστής Erwin Srabo. Στά κείμενα «Ή παλιά καί ή νέα θεότητα», «Οί φωτεινές καί οί σκιερές πλευρές τών αρμάτων», «Η μονοδιάστατη καί ή πολυδιάστατη έρμηνεία τοϋ διαφωτισμοί», άναπτύσσεται συνοπτικά ή έρμηνεί . του Π. Κονδύλη γιά τόν Διαφωτισμό. Άπό τόν κόσμο πού συγκροτείται πάνω στή θεμελιώδη κοινωνικά άποδοχή τοϋ χριστιανισμού, προκύπτει ό νέος κόσμος τοΰ Διαφωτισμού, ό όποιος όμως χρησιμοποιεί έπανερμηνεύοντα; πολλά άπό τά παλιά σχήματα. Στόν θρόνο πού κατείχε ό Θεός τοποθετείται ό “Ανθρωπος, αναδύεται δέ «ένα τριαδικό φιλοσοφικό ιστορικό σχήμα, πού σέ διαφορότροπες μορφές (Lessi-ng. Herder, Condorcet. προπαντός Hegel καί Marx) οικειοποιήθηκε τήν θεολογική άντίληψη γιά τήν ιστορική εξέλιξη (Όρόσιος, Αύγουστίνο:. Ιωακείμ Φλώριος, Όθων φόν Φράϊλιγκ) καί παρουσίασε έννοιες άρχικά ίουδαϊκές-χριστιανικές σέ συστηματική θύραθεν μορφή» (σελ. 55). Πολλές άπό τις απόψεις του άποπνέουν κάποιες επιρροές του Κ. Σμίτ -ειδικά τής «Πολιτικής Θεολογίας» πού ό ίδιος μετέφρασε καί σχολίασε στά ελληνικά. Γράφει δέ «ό άστικός φιλελευθερισμός περιορίζεται λοιπόν νά θέσει τόν Θεό, όπως καί τόν μονάρχη, σέ τιμητική άπο-στρατεία. Οί συστηματικοί Θεοκτόνοι προέρχονται όχι άπό τίς τάξεις του, παρά άπό τις τάξεις τοϋ έπαναστατικοϋ σοσιαλιστικού κινήματος, τό όποιο, κοντά στά άλλα, ολοκληρώνει μέ τρόπο προγραμματικό τήν εξέγερση εναντίον τής παλιας μεταφυσικής» (σελ. 61).
Εξαιρετικά διαφωτιστικές είναι οί άναφορές του Π. Κονδύλη, στήν υποσημείωση τής σελίδας 64, στους άντιδραστικούς φιλοσόφους Βonald καί Donos Cortes πού διατύπωσαν άντί-στοιχες θέσεις, «θά μποροϋσε κανείς νά ονομάσει τους δημοκράτες άθεους ίακωβίνους τής θρησκείας». Χρήσιμο είναι δέ νά συγκριθούν οί σκέψεις αυτές μέ τήν άποψη πού διατύπωσε ό Κ. Σμίτ στήν «Πολιτική Θεολογία» ότι «όλες οί μεστές έννοιες τής σύγχρονης πολιτειολογίας είναι έκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες». Ό Κονδύλης, υποδεικνύοντας τις άναλογίες ανάμεσα στην θεϊστική μεταφυσική καί τον άθεϊστικό άνθρωπισμό, γράφει οτι όπως ή πρώτη προϋποθέτει την «καλοσύνη καί την σοφία τοϋ Θεοϋ» έτσι καί ό δεύτερος προϋποθέτει την «καλή καί λογική άνθρώπινη φΰση» (σελ. 68). Εντελώς διαφορετικά άπό τά σχήματα των δυο παραπάνω αναλόγων κοσμοθεωρήσεων, ό Κονδύλης συμπεραίνει ότι οί «ιστορικές διαδικασίες καθορίζονται άπό μία άνθρώπινη φύση πολύ διαφορετική άπό τά σχήματα τοϋ άθεϊστικοϋ άνθρωπισμοϋ: εκείνη γιά τήν όποία μίλησε πριν άπό εί-κοσιτέσσερις αΙώνες ό Θουκιδίδης, χωρίς στό μεταξύ νά διαψευστεί πρακτικά» (σελ. 74).
Τό δοκίμιο «Φωτεινές καί σκιερές πλευρές τών οραμάτων» διατυπώνει παραπλήσιες άντιλήψεις. ‘Αποτελεί μέρος τοϋ διαλόγου του Π. Κονδύλη μέ τόν Ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα στοχαστή Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, πού έ’γινε μέσα άπό τό περιοδικό « Σημειώσεις». Κορυφαία στιγμή διεθνοπολιτικής άνά-λυσης είναι τό δοκίμιο «Ή γερμανική ιδιαίτερη πορεία καί οί γερμανικές προοπτικές». Όπως μαρτύρα ό τίτλος, διερευνώνται οί λόγοι της Ιδιαίτερης εξέλιξης της γερμανικής πολιτικής ζωής καί ή θέση της Γερμανίας στον σύγχρονο κόσμο. Κατ’ αρχάς ά-ναιρεΐ τήν άποψη ότι ή αστική τάξη δημιουργεί τόν κοινοβουλευτισμό καί ή ελλειψη καί ή άνεπάρκεια της άνάπτυξής της είναι ό λόγος της ατροφίας τοϋ γερμανικού κοινοβουλευτισμού ώς τό τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Συμπληρώνει δέ οτι ή κοινοβουλευτική ‘Αγγλία δέν υστέρησε σέ ιμπεριαλιστικά κατορθώματα άπό άλλες μή κοινοβουλευτικές δυνάμεις. Σημειώνει ό Π. Κονδύλης: «στήν ‘Αγγλία, ή άποκρυστάλλωση τοϋ κοινοβουλευτικού συστήματος προηγήθηκε τής κοινωνικής άνόδου τής αστικής τάξης άντίθετα, στήν άστοκρατούμενη Γαλλία τοϋ 19ου αΐ. ώς τό 1870, ό -σημειωτέον αυστηρά ολιγαρχικός- κοινοβουλευτισμός πέτυχε νά επιβληθεί μόνο στή διάρκεια τών λίγων ετών τής Ίουλιανής Μοναρχίας, καί ή κατάσταση δέν άλλαξε λόγω τής άντΐστασης τής γαλλικής άστικής τάξης άλλά άπό τά πρωσσικά δπλα. Δέν υπάρχει επομένως κάποια γενικής ‘ισχύος ιστορική συνταγή ούτε μιά υποχρεωτική σύνθεση τών κοινωνικών δυνάμεων πού νά οδηγεί στήν επικράτηση τοϋ κοινοβουλευτισμού. Ώς έκ τούτου δέν μπορούμε νά ισχυριστούμε ότι ή κοινωνική δομή τής Γερμανικής Αυτοκρατορίας είναι ή αιτία γιά τή ματαίωση τοϋ έκκοινοβουλευτισμοϋ, ήτοι τής επικράτησης τοϋ κυρίαρχου κοινοβουλίου -γιά νά παραβλέψουμε τελείως τό γεγονός, ότι ένα κυρίαρχο κοινοβούλιο δέν θά ήταν κατ’ ανάγκην eo ipso περισσότερο «φιλελεύθερο» ή «προοδευτικό» άπό άλλες μορφές διακυβέρνησης» (σελ. 124).
Ό λόγος τής καθυστέρησης τοϋ κοινοβουλευτισμού στήν προπολεμική Γερμανία δέν θά πρέπει νά άναζητηθει στήν άστική υπανάπτυξη, άλλά στό γεγονός ότι «οί άστοί υποστηρικτές του δέν είχαν επείγοντα κοινωνικοοικονομικό λόγο νά τόν εκβιάσουν μέ άκραΐα μέσα» (σελ. 125).