Του Κώστα Χατζηαντωνίου* από το Άρδην τ. 114 με αφιέρωμα στον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου
Στη ζωή των εθνών, όπως και στη ζωή των ανθρώπων, στην καθημερινή μας ζωή, υπάρχουν στιγμές που ο χρόνος σταματά. Υπάρχουν ώρες που συμπυκνώνουν όλη μας την Iστορία, γιατί φανερώνουν ποιοι μπορούμε να είμαστε, ποιες είναι οι πιο υψηλές δυνατότητες της ύπαρξής μας. Και για τούτο γίνονται γιορτές στα χρόνια που ακολουθούν το κατόρθωμα. Η 5η Νοεμβρίου, ωστόσο, δεν είναι μόνο μια γιορτή, δεν είναι μονάχα μια αφορμή περηφάνιας για εκείνο που οι πρόγονοί μας κατόρθωσαν. Είναι και αιτία συγκίνησης για τη χαμένη λευτεριά, αιτία που ακόμη παίρνει παλληκάρια στον θάνατο, όπως πρόσφατα συνέβη και με τον Κωνσταντίνο Κατσίφα. Τέτοιες επέτειοι θέτουν μπροστά μας ξανά το δίλημμα, αν η συγκίνηση αυτή θα υπάρχει στη ζωή μας σαν πίκρα για τα χαμένα όνειρα και τα σκοτωμένα μας αδέλφια, ή θα μεταβληθεί σε υπόσχεση αγώνα.
Αγαπητοί φίλοι, το ξέρουμε όλοι και δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε εδώ σήμερα, πως, μέσα στο μακραίωνο ποτάμι της ελληνικής Ιστορίας, ο ελληνισμός της Χιμάρας κατέχει μιαν ιδιαίτερη θέση, θέση την οποία κατέλαβε με αγώνες, θυσίες και κυρίως με την ακατάβλητη πίστη του. Πίστη πικρή και οργισμένη, όχι μόνο γιατί ένας λαός, αδιαμφισβήτητα ελληνικός από την αυγή της ιστορίας, στερήθηκε των φυσικών του δικαιωμάτων, επειδή έτσι όριζαν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και γιατί στη Χιμάρα και, γενικότερα, στη Βόρειο Ήπειρο, αποκαλύφθηκε, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, η καταθλιπτική παρακμή του ελλαδισμού. Γιατί ο κομματισμός, οι ιδεολογικές προκαταλήψεις κι ένας πολύμορφος ευδαιμονισμός, που τον είδαμε και στις αθλιότητες που γράφτηκαν και ειπώθηκαν σε δίκτυα, σε φυλλάδες, αλλά δυστυχώς και από επίσημα χείλη (με αφορμή τη δολοφονία στους Βουλιαράτες), εμπόδισαν κάθε αγωνιστική προοπτική για την ελευθερία των αδελφών μας. Την ελευθερία που εκείνο τον φοβερό Νοέμβρη του 1912 κατακτήσαμε μετά από αιώνες σιωπηλής ή δυναμικής αντίστασης. Αντίστασης που, παρά τους εξισλαμισμούς, παρά την απόσταση από τις δημογραφικά ισχυρές επαρχίες του γένους, διαφύλαξε την ελληνικότητα των Χιμαραίων και τον πόθο τους για ελευθερία.
Σαράντα επαναστατικά κινήματα μετρά η Χιμάρα στην Τουρκοκρατία, καθ’ όλη τη διάρκεια της οποίας στάθηκε για τη Βόρειο Ήπειρο ό,τι το Σούλι για τη Νότιο, ό,τι η Μάνη για τον Μοριά. Δυστυχώς, η παλληκαριά των Χιμαριωτών δεν έγινε τόσο γνωστή όσο της άρμοζε στη νεοελληνική ιστορία – πόσο μάλλον στην ελληνική εκπαίδευση. Κι ας κράτησε ψηλά το λάβαρο της λευτεριάς για πέντε αιώνες. Ο Τούρκος εκεί πάνω δεν ησύχασε στιγμή και αναγκάστηκε να δώσει προνόμια αυτονομίας προκειμένου να ησυχάσει. Προνόμια, ωστόσο, που δεν ήταν αρκετά για εκείνους που διψούσαν για την απόλυτη λευτεριά. Και για τούτο, έδωσαν το παρών στη μεγάλη Επανάσταση του 1821 – με αρχηγό ένα πρόσωπο που σύντομα θα γινόταν θρύλος, τον Σπύρο Μήλιο – αλλά και σε όλα τα κινήματα του 19ου αιώνα, αφού η επανάσταση δεν πέτυχε να απελευθερώσει όλο το γένος. Όποιος γνωρίζει την ιστορική διαδρομή αυτού του περήφανου λαού, βλέπει την προσήλωσή του στις αξίες της ελληνικής παράδοσης, βλέπει, από ποικίλες πηγές, να αναβλύζει αυτή η προσήλωση, που πάντα παίρνει ένα εκπληκτικό αγωνιστικό πάθος, προσμένοντας την ευκαιρία της Ιστορίας.
Και η ευκαιρία δόθηκε το 1912, όταν στο τιμόνι της ελεύθερης πατρίδας βρέθηκε η ιδιοφυία του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και οι κοινωνικές δυνάμεις που έφερε στην εξουσία η επανάσταση του 1909. Ένας ταγματάρχης της χωροφυλακής, γενναίος και έμπειρος από την ως τότε δράση του στον μακεδονικό αγώνα, εγγονός του αδελφού του αγωνιστή του 1821, Σπύρου Μήλιου, του Γιάννη, ο Σπύρος Σπυρομήλιος, που συμμετείχε ενεργά στο κίνημα του 1909, θα ήταν ο πρωταγωνιστής των μεγάλων γεγονότων του 1912 στη Χιμάρα.
Όταν στις 5 Οκτωβρίου κηρύσσεται από τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής ο πόλεμος κατά των Οθωμανών, η Ήπειρος ήταν δευτερεύον μέτωπο στα επιτελικά σχέδια. Ωστόσο, ο Βενιζέλος, αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική, πολιτική και πολεμική σκοπιμότητα της προώθησης όσο το δυνατόν περισσότερο στα βορειοδυτικά άκρα των εθνικών διεκδικήσεων, θα εκδώσει την περίφημη διαταγή υπ’ αριθ. 88263:
Κρίνω πολιτικώς σκόπιμον να καταληφθή το ταχύτερον Χιμάρα και υψωθή εκεί Ελληνική Σημαία. Προς τον σκοπόν τούτον δύνασθε να διαθέσητε εθελοντικόν τι Σώμα αποβιβαζόμενον διά θαλάσσης εις Χιμάραν υπό την ηγεσίαν αυτού του Σπυρομήλιου. Το πράγμα ευκταίον, αν είναι δυνατόν να γίνη μέχρι της Κυριακής, λαμβανομένου υπ’ όψει ότι η Πύλη εζήτησε απ’ ευθείας ανακωχήν, διά να διαπραγματευθή τους προκαταρκτικούς όρους της ειρήνης, συμφέρον δε έχομεν κατά την ανακωχήν ταύτην η δράσις μας να είναι γνωστόν να έχη επεκταθή μέχρι του βορείου μέρους της διεκδικήσεώς μας. Μόλις αναχωρήση διά θαλάσσης διά Χιμάραν Σώμα, δύνασθε να μοι αναγγείλητε την κατάληψιν ως γενομένην ήδη, ίνα γνωσθή δημοσία διά του Τύπου.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε επιλέξει ήδη, με την έκρηξη του πολέμου, τρεις αξιωματικούς, τον ταγματάρχη Σπυρομήλιο και τους Τσόντο και Μάνο, που στάλθηκαν στο ηπειρωτικό μέτωπο για να προετοιμάσουν με σώματα προσκόπων την επιχείρηση. Ο Σπύρος Σπυρομήλιος διατάχτηκε να μεταβεί στην Κέρκυρα για να οργανώσει εθελοντικά σώματα συμπατριωτών του, να μεριμνήσει για τον σταδιακό εξοπλισμό των Χιμαριωτών και να συνεννοηθεί με Αλβανούς μπέηδες για την, ει δυνατόν, εκούσια υποταγή τους στις ελληνικές δυνάμεις. Έτσι, λίγες ώρες πριν ξημερώσει η 5η Νοεμβρίου, φάνηκε στην Κέρκυρα το πλοίο Αχελώος με 200 Κρήτες εθελοντές, που είχαν επιβιβαστεί νωρίτερα στην Κόπραινα της Άρτας. Χωρίς να καθυστερήσουν, επιβιβάστηκαν και οι Χιμαριώτες κι άλλοι εθελοντές και, με συνοδεία από ατμομυοδρόμωνες, απέπλευσαν με κατεύθυνση τα Σπήλια της Χιμάρας, όπου, στις 7:30 το πρωί, αποβιβάζονταν τα ελληνικά τμήματα υπό τον Σπυρομήλιο.
Αυτός όρισε ευθύς ένα τμήμα να κατευθυνθεί στον αυχένα του Λογαρά, ένα δεύτερο (τους Κρήτες) το τοποθέτησε στη νότια είσοδο της πόλης, προς τον Πάνορμο, ενώ το τρίτο, οι Χιμαριώτες εθελοντές, ανέλαβε να καταλάβει το διοικητήριο, στο Κάστρο, το οποίο υπεράσπιζαν λίγοι Τούρκοι. Οι διαταγές του Σπυρομήλιου ήταν να αποφευχθούν οι φόνοι, για να προσεταιριστούν έτσι τα εξισλαμισμένα χωριά του Κουρβελεσίου. Μετά μία σύντομη συμπλοκή, οι Οθωμανοί παραδόθηκαν και, στις δύο το μεσημέρι, η ελληνική σημαία κυμάτιζε, πλέον, στο κάστρο του Ελληνισμού, μέσα σε ένα παραλήρημα χαράς και εθνικού ενθουσιασμού, ενώ ο Σπυρομήλιος κήρυσσε τη Χιμάρα «ελευθέραν ως αναπόσπαστον τμήμα της μιας και αδιαιρέτου μεγάλης Ελληνικής Πατρίδος».
Τις επόμενες ώρες, εγκαταστάθηκαν νέες αρχές και άρχισε ο εξοπλισμός των Χιμαριωτών, ενώ, τις επόμενες μέρες, δεκάδες ενόπλων Ελλήνων κατέφθαναν από τα χωριά για να συνταχθούν υπό τις διαταγές του Σπυρομήλιου. Αυτός έστειλε δύο σώματα Κρητών (100 άνδρες) στην ορεινή διάβαση του Λογαρά, για να καλύψουν την επαρχία από τυχόν εχθρική απειλή από τον Αυλώνα. Τούρκοι και Τουρκαλβανοί, όμως, από τους Δουκάτες και το Τραγιάσι, είχαν καταλάβει ήδη τα υψώματα και, έτσι, τα σώματα Γαλερού και Πολυξύγγη κατέλαβαν θέσεις γύρω από την Παλάσσα και την παραλία. Στις 17 Νοεμβρίου, σε σύγκρουση στο Πύλιουρι, έπεσαν οι πρώτοι Χιμαραίοι νεκροί και, στις 18 Νοεμβρίου, διλοχία Κρητών και οκτώ πολυβολητές έφθασαν για να ενισχύσουν τις μικρές δυνάμεις του Σπυρομήλιου, που κινδύνευαν από τουρκαλβανική αντεπίθεση. Στις 22, κατελήφθη ο αυχένας και η διάβαση του Λογαρά, όταν οι Τουρκαλβανοί την εγκατέλειψαν μετά τον βομβαρδισμό από τον ελληνικό στόλο του Αυλώνα. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν δυνάμεις για άμεση προέλαση προς τον Αυλώνα και πλήρη υλοποίηση του σχεδίου για κατάληψη του στρατηγικού αυτού λιμένα και έλεγχο της περιοχής ως τον Αώο – κίνηση που ίσως άλλαζε δραματικά τη γενικότερη κατάσταση στη Βόρειο Ήπειρο. Μόλις στις 7 Γενάρη (μέρα της συμπλοκής στο Λούκοβο), θα έλθει ένας λόχος από τα έμπεδα των Αθηνών. Έτσι, το σχέδιο Σπυρομήλιου, που είχε την έγκριση Βενιζέλου, λόγω της έλλειψης δυνάμεων και της συνεχιζόμενης αντίστασης των Ιωαννίνων, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί.
Η οθωμανική κατάρρευση πανικόβαλε την τουρκαλβανική ηγεσία που εγκολπώνεται τον εθνικισμό και με τις διακηρύξεις των Σκοπίων και του Δυρραχίου έσπευσε να τονίσει την παρουσία της. Η ευκαιρία του Νοεμβρίου, όταν τα μουσουλμανικά χωριά δέχονταν το καθεστώς Σπυρομήλιου στέλνοντας ομήρους, όταν κι οι μπέηδες ακόμη δέχονταν την ένταξη στο ελληνικό κράτος (αλλά μόνο μετά την άφιξη τακτικού ελληνικού στρατού), είχε χαθεί. Παρά την έλλειψη δυνάμεων, ο Σπυρομήλιος αποφάσισε να κινηθεί προς βορρά, τονίζοντας με τηλεγράφημα προς τον Βενιζέλο (21-11-1912) τους κινδύνους που διέτρεχε η Χιμάρα από τις συγκεντρώσεις αλβανικών δυνάμεων με τη βοήθεια Ιταλών και Αυστριακών. Ήδη από τον Αυλώνα κατερχόταν ο Αλή Μεμέτ, ενώ ο Ισμαήλ Κεμάλ Βλιώρα, εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη, μετά τη συμμετοχή του στη σύσκεψη των Αλβανών εθνικιστών στο Βουκουρέστι, μεταβαίνει στη Βιέννη, απ’ όπου κατευθύνεται στον Αυλώνα. Εκεί, στις 28 Νοεμβρίου, αλβανική Εθνοσυνέλευση υπό την προεδρία του θα διακηρύξει την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Κι από την επομένη, δυνάμεις Τουρκαλβανών κατέστρεφαν τα χωριά Φοινίκη, Νίβιτσα, Πικέρνι και Άγιος Βασίλειος, πλησιάζοντας τη Χιμάρα από τα νότια, ενώ την 1η Δεκεμβρίου άλλες τουρκαλβανικές δυνάμεις ατάκτων κατέρχονταν από βορρά κατά της Χιμάρας, που θα την υπερασπιστούν ηρωικά μερικές εκατοντάδες ένοπλοι παρά την έλλειψη δυνάμεων, πολεμοφοδίων και τροφίμων.
Την άνοιξη του 1913, ο σπουδαίος Γάλλος ιστορικός και συγγραφέας Ρενέ Πυώ, επισκέπτεται την Ήπειρο και τη Χιμάρα, όπου τον υποδέχονται θερμότατα με ελληνικές και γαλλικές σημαίες και ζητωκραυγές υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα. Παιδιά με σημαίες και λουλούδια και γυναίκες με τη προσφώνηση «Χριστός Ανέστη» τον υποδέχθηκαν στη Νίβιτσα, όπου τα 160 σπίτια της ήταν σωρός ερειπίων μετά την επιδρομή των Τουρκαλβανών, στις 13 Δεκεμβρίου 1912. Ίδια εικόνα καταστροφής αλλά και θερμή υποδοχή και στον Άγιο Βασίλειο (όπου ένας προεστός θα του πει: «Χάσαμε τα πάντα, αλλά εάν μας μείνει η ελληνική σημαία θα ξαναρχίσουμε να ζούμε») ενώ στο Πικέρνι τού λένε πριν ψάλουν τον εθνικό ύμνο: «Δε μένει τίποτα πια. Να πεθάνουμε καλύτερα παρά να μην είμαστε Έλληνες. Ο Πυώ θα γράψει δύο συγκλονιστικά κείμενα για την «Πηγή του Ελληνισμού», όπως αποκαλεί την ηρωική πολιτεία. Το πρώτο περιγράφει τους αγώνες των Χιμαριωτών στην ιστορία, τα γεγονότα της απελευθέρωσης, την πίστη τους στην ένωση με την Ελλάδα. Το δεύτερο (με τίτλο «Η παραλία της Ηπείρου») εκφράζει με σαφήνεια τις απόψεις του ίδιου του Πυώ:
Θα ήταν πολύ ελεεινό –γράφει– να παρακολουθεί κανείς τις παραξενιές της ευρωπαϊκής διπλωματίας για παραχώρηση στο κωμικοτραγικό βασίλειο της Αλβανίας αυτού του μικρού κέντρου ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το δικαίωμα της ένωσης της Χειμάρρας με την Ελλάδα τεκμηριώνουν οι παραδόσεις της, ο πατριωτισμός της, καθώς και η γεωγραφική και οικονομική της θέση. Είναι το τελευταίο επικόσμημα στο κοντάρι της γαλανόλευκης σημαίας σε αυτή τη μεριά της Ηπείρου και είναι τόσο καλά μπηγμένο, που καμιά θύελλα δε θα μπορέσει να το αποσπάσει. Όλο το ύφασμα να σχιστεί, αυτό θα μείνει στη θέση του! Δεν καθόρισε, λοιπόν, η Ελλάδα τα όρια της ελληνικής Ηπείρου μέχρι την παραλία, βορείως της Χειμάρρας, από κενοδοξία, για να διευρύνει τα σύνορά της. Είναι αδύνατο η Χειμάρρα να μη γίνει ελληνική. Διότι είναι ήδη ελληνική. Οι Χειμαρριώτες είναι ξακουστοί σε όλο το ελληνικό βασίλειο. Αναφέρονται ως υπόδειγμα πατριωτισμού. Έχουν σήμερα το δικαίωμα να ανταμειφθούν για την προσήλωσή τους στη μητέρα- πατρίδα.
Και καταλήγει ο Πυώ:
Την ημέρα που η ελληνική κυβέρνηση θα είναι σε θέση να διασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή με την αστυνομία της, καταλαμβάνοντας τα στρατηγικά μέρη, θα κοιμηθούν ήσυχ οι οι κάτοικοι των χωριών των ακτών της Ηπείρου. Στην αντίθετη περίπτωση, είναι σαν να επιδιώκουν να διαιωνίσουν την κατάσταση των πραγμάτων, μπροστά στην οποία η οθωμανική κυβέρνηση στάθηκε ανίκανη, και να παραδώσουν τους φιλήσυχους και εργατικούς Έλληνες όλης αυτής της περιοχής στην πατροπαράδοτη ληστρική πρακτική των Αλβανών, οι οποίοι θα είναι ακόμη πιο θρασείς, δεδομένου ότι η κυριαρχία τους θα έχει αναγνωριστεί από την Ευρώπη.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι, ωστόσο, είχαν ανατρέψει την ισορροπία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη εις βάρος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και της Ιταλίας, που δεν έκρυβε τις επεκτατικές της διαθέσεις. Τα στρατηγικά συμφέροντα των Δυνάμεων, κυρίως της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, στην Αδριατική και τα Βαλκάνια, και η ανοχή από τις άλλες δυτικές δυνάμεις, προκειμένου να συγκροτηθούν συμμαχίες και να διασφαλιστούν άλλα συμφέροντα, εν όψει της παγκόσμιας σημασίας σύγκρουσης, θα οδηγήσουν στο επαίσχυντο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (4/17 Δεκεμβρίου 1913), με το οποίο η Ήπειρος διχοτομήθηκε και στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος υπήχθη όλο το βόρειο τμήμα. Με τη διχοτόμηση αυτή γεννήθηκε το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, διεθνές ζήτημα, που υπήρξε καρπός της άρνησης ενός λαού αυτόχθονος, ιστορικού και αναμφισβήτητα ελληνικού, να αποδεχθεί τα τετελεσμένα του ιμπεριαλισμού, τον αμοραλισμό της διεθνούς ισχύος, που απέκλεισε τους Βόρειους Ηπειρώτες από το ύψιστο δημοκρατικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Αν, όμως, αυτά υπαγόρευαν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, ποιες ήταν οι ελλαδικές ευθύνες; Τον Οκτώβριο του 1914, η Βόρειος Ήπειρος απελευθερώθηκε και πάλι. Οι δυνάμεις της Αντάντ επέτρεψαν στην ελληνική κυβέρνηση του Βενιζέλου την ανακατάληψη και ο ελληνικός στρατός επέστρεψε ελευθερωτής για δεύτερη φορά. Ήλθε, όμως, ο εθνικός διχασμός και χάθηκε ξανά η λευτεριά. Ακολούθησε, το 1940, η τρίτη απελευθέρωση, μα πάλι, ένας νέος, ακόμη πιο σκληρός διχασμός, το 1944, οδήγησε στην απώλεια της ευκαιρίας να προελάσουν οι ελληνικές δυνάμεις, όταν αποχωρούσαν οι Γερμανοί κατακτητές, ως τη γραμμή που ο ελληνικός στρατός είχε φθάσει το 1941.
Ακολούθησαν τα σκληρά χρόνια της κομμουνιστικής τυραννίας. Κι όμως. Στα αιματοπότιστα βράχια, στα ερειπωμένα κάστρα, στους καταχωνιασμένους τάφους των ηρώων και στις απρόσιτες κεραύνιες σπηλιές, κάτω από τις στάχτες της σκλαβιάς, η ζωή και οι ιστορικοί θησαυροί της Χιμάρας δεν έπαψαν να ανασαίνουν. Ο χρόνος που πέρασε δεν αποχρωμάτισε το πάθος των Χιμαριωτών για την ελευθερία, την πίστη σε ό,τι συγκροτεί τη σπάνια κληρονομιά τους. Πέρασαν, ωστόσο, σχεδόν τριάντα χρόνια από το τέλος της δικτατορίας και η Αλβανία αρνείται να αναγνωρίσει την αυτονόητη αλήθεια: πως η Χιμάρα είναι αδιαχώριστο τμήμα της ελληνικής κοινότητας της Βορείου Ηπείρου. Κι όχι μόνο αρνούνται αυτή την αλήθεια, μα συνεχίζουν να ασκούν πρακτικές εθνοκάθαρσης, επωφελούμενοι από την ελλαδική λιποψυχία. Τα πρόσφατα γεγονότα στους Βουλιαράτες το πιστοποιούν.
Τα γεγονότα αυτά είναι απότοκα μιας νέας επιθετικής πολιτικής της Αλβανίας. Η εθνοκάθαρση χαμηλής έντασης, η παρελκυστική πολιτική (βλέπε υπαναχώρηση από συμφωνία για ΑΟΖ, όταν η Αλβανία πήρε αυτό που ήθελε, την ένταξη στο ΝΑΤΟ), η στενή συνεργασία με την Τουρκία και, πρόσφατα, η δολοφονία Κατσίφα, αποδεικνύουν πως το καθεστώς Ράμα έχει πλέον μια νέα πολιτική, που στοχεύει στην αλβανική ηγεμονία στα Βαλκάνια και την ανάληψη ρόλου «χωροφύλακα της Δύσης», σε αντικατάσταση της παρακμάζουσας Ελλάδας. Αν αυτή η άποψη θεωρείται σήμερα υπερβολική, ας σκεφτούμε πως το αλβανικό έθνος, που φτάνει τα 5,5 εκατομμύρια στα τρία μέρη που ζει (Αλβανία, Κοσσυφοπέδιο, Σκόπια), σε τριάντα χρόνια θα πλησιάζει πληθυσμιακά την καταρρέουσα – και δημογραφικά – Ελλάδα. Οι ελλαδικές ελίτ, βέβαια, και η ελληνική κοινωνία ουδόλως ανησυχούν. Ομιλούν για «μειονότητα στη Νότια Αλβανία», την οποία συγκρίνουν με τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, αγνοώντας:
Πως αυτή η «μειονότητα» είναι ιστορική κοινότητα, τμήμα της ενιαίας Ηπείρου, που διχοτομήθηκε κυνικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις το 1913, χωρίς να ερωτηθεί ο πληθυσμός της.
Πως αυτή η κοινότητα έχει ιδιαίτερα δικαιώματα, που απορρέουν από ειδικές διεθνείς συμβάσεις, όπως το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (1914) και η δήλωση της Αλβανίας στην Κοινωνία των Εθνών το 1921, και δεν είναι μειονότητα που επαιτεί ανθρώπινα δικαιώματα.
Πως αυτή η κοινότητα απελευθερώθηκε τρεις φορές τον 20ο αιώνα, το 1912, το 1914, το 1940, και πως, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το βορειοηπειρωτικό συζητήθηκε στο συνέδριο της ειρήνης χωρίς να ληφθεί απόφαση – εξ ου, ακόμη και σήμερα, στις ελληνοαλβανικές συζητήσεις τίθεται πάλι το ζήτημα του εμπολέμου του 1940 που πρέπει να αρθεί νομοθετικά.
Απέναντι σε αυτά τα δικαιώματα, η ελλαδική κυβερνώσα τάξη υπήρξε διαχρονικά αδιάφορη και φοβική. Όχι μόνο δεν έθεσε το 1990 το Βορειοηπειρωτικό (όπως μπορούσε από άποψη διεθνούς δικαίου), αλλά δεν στάθηκε ικανή ούτε τη «μειονότητα», ως την ονομάζουν, να προστατεύσει, ουδέ καν να τη στηρίξει την περίοδο της ευημερίας με την οικονομική ανάπτυξη του χώρου. Τώρα, όλοι περιμένουν το ζήτημα να το λύσει ο χρόνος, με την ολοκληρωτική εκρίζωση του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού. Κι όταν λέμε «όλοι», εννοούμε, δυστυχώς, όχι μόνο τον αλβανικό εθνικισμό, αλλά και τις εκφυλισμένες ελλαδικές ελίτ.
Απέναντι σ’ αυτή την απειλή, ένας δρόμος υπάρχει. Στον χώρο του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, η πολιτική ενότητα και η αποφασιστικότητα στην προάσπιση όλων των εθνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Και στον χώρο του εθνικού κέντρου, η ανατροπή της πολιτικής παρακμής και του κυρίαρχου εθνομηδενισμού, που δεν αφελληνίζει μόνο τα τελευταία τμήματα του εξωελλαδικού ελληνισμού, αλλά τώρα πλέον και αυτή την Ελλάδα. Η δολοφονία του Κωνσταντίνου Κατσίφα ας γίνει αφορμή αναστοχασμού και υπόσχεσης, πως οι σημαίες που ανεμίζουν στις ψυχές μας και στις ψυχές όσων κρατούν τη βαριά κληρονομιά του Γένους, εκεί, στα βορειοδυτικά άκρα του πολιτισμού μας, δεν θα υποσταλούν ποτέ. Για τούτο και, όσοι επέλεξαν να είναι Έλληνες, δεν μπορούν παρά να επιλέξουν ένα δρόμο, τον δρόμο των ηρώων του 1912, τον δρόμο του αγώνα.
* Oμιλία σε εκδήλωση που οργάνωσε η Ένωση Χιμαριωτών στις 4.12.2018, με αφορμή την επέτειο της απελευθέρωσης της Χιμάρας στις 5 Νοεμβρίου 1912.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Είναι πολύ εντυπωσιακό το γεγονός πως στις παθιασμένες πολιτικές συζητήσεις που γίνονται αυτές τις μέρες στα πάνελ,απουσιάζουν οι αναφορές τόσο στο απαράδεκτο προσύμφωνο των Πρεσπών όσο και στη Βόρεια Ήπειρο.Τα “θέματα” αυτά μάλιστα είναι απολύτως συσχετισμένα με την Ε.Ε άρα και με τις ευρωεκλογές συνεπώς θα έπρεπε να βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα.Η αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων προς το προσύμφωνο των Πρεσπών η οποία αποτυπώθηκε στις ειρηνικές συγκεντρώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων,δεν έχει την ανάλογη εκπροσώπευση στην κεντρική πολιτική σκηνή-με εξαίρεση τον κ.Σαμαρά που έξ αρχής συμμετείχε δυναμικά και σήκωσε ψηλά το θέμα(είναι δηλαδή,κατά έναν τρόπο, ο κ.Σαμαράς που κερδίζει τις εκλογές για την Ν.Δ ακριβώς επειδή ακολουθεί την ορθή γνώμη του ελληνικού λαού).Με άλλα λόγια,ο κ.Μητσοτάκης αποφεύγει να σηκώσει ψηλά τα θέματα εκείνα που θα του δώσουν την κυβέρνηση .Και υπενθυμίζω πως ο Κωνσταντίνος Κατσίφας έλαβε την υπέρτατη τιμή κατά τα συλλαλητήρια εναντίον του Προσυμφώνου με τα Σκόπια όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τον κάλεσαν ως άξιο και αθάνατο.Δια αυτού του σχολίου απλώς υπενθυμίζω στην επερχόμενη κυβέρνηση της Ν.Δ την πραγματικότητα για να μην πάρουν τα μυαλά της αέρα και πιστέψει πως θα παίξει με λευκή επιταγή κάποιο πολιτικό παιχνίδι αντίθετο με την θέληση του ελληνικού λαού.Μάλιστα αυτά τα θέματα είναι αλληλένδετα και με την παλλαϊκή απαίτηση για τις πολεμικές αποζημιώσεις του Β παγκοσμίου πολέμου αλλά και της ανακήρυξης της ελληνικής α.ο.ζ η οποία θα βοηθήσει έμπρακτα εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α θα χάσει στις επερχόμενες εκλογές λόγω του Προσυμφώνου(το οποίο πρέπει να ακυρωθεί ώστε η είσοδος των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ να γίνει με τον σωστό τρόπο),λόγω της διαχείρισης της δολοφονίας του Κατσίφα και λόγω της διαχείρισης των δύο καταστροφικών γεγονότων στην Αττική.Η οικονομία είναι δευτερεύουσα(είναι πάντα δευτερεύουσα και είναι και εύκολο αν έχεις καλή θέληση να συνδράμεις στο ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων,το οποίο μάλιστα είναι Δικαίωμα, αλλά σήμερα αυτό έχει αναδειχθεί ακόμα περισσότερο λόγω της ανάδειξης των διαχρονικών θεμάτων)και γι’αυτό ας μην έχει κανείς στο μυαλό του στη Ν.Δ πως θα αποσύρει διακριτικά και διαχειριστικά το ζήτημα της απαράδεκτης,άδικης και τραμπούκικης συμπεριφοράς της Αλβανίας ή το Προσύμφωνο ή την Α.Ο.Ζ.Η συγκυρία άλλωστε είναι κάτι παραπάνω από ευνοϊκή για την ουσιαστική επίλυση.
Όσο για τον Βενιζέλο τον Ελευθέριο…τι να πούμε;Ορθώς επέλεξε τους αγγλογάλλους,την κύρια ευθύνη για τον εθνικό διχασμό την είχε ο φιλογερμανός “βασιλιάς” αλλά ο Βενιζέλος(μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών σφαλμάτων πρότεινε τον σφαγέα των Ελλήνων Κεμάλ για το Νόμπελ Ειρήνης γεγονός που κατέδειξε τα όρια και της νοημοσύνης του και της δικαιοσύνης του.