Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 156
Η Ευτυχία του Άγγελου Φραντζή καταφέρνει κάτι που είχαμε καιρό να δούμε στην ελληνική οθόνη – σπάνιες οι ελληνικές ταινίες του είδους έτσι κι αλλιώς. Κάνει μια βιογραφική ταινία για μια γυναίκα θρύλο του ελληνικού τραγουδιού, που η ζωή της κύλησε στη σκιά, για να λάμψει το έργο της, μέταλλο καθαρό της λαϊκής μας τέχνης – όπου ως λαϊκό-δημοτικό, ορίζουμε το έργο-λειτουργία της δημόσιας (δημοτικής) ζωής του ελληνικού λαού· όχι απαραίτητα έργο ανωνυμίας ή λαϊκής αφελείας. Κατά μίαν έννοια, το τραγούδι –λαϊκό ή δημοτικό– κουβαλά αρχέγονη παράδοση, όπου η τέχνη (εδώ: στίχος, μουσική, χορός) ασκείται και αφορά, σχεδόν αποκλειστικά, τη δημόσια ζωή και ο καλλιτέχνης είναι ένα είδος ραψωδού των συνάξεων ή εκφραστής και θερμοστάτης συνείδησης, ταυτότητας και κοινής μοίρας, χωρίς να αποσύρεται σε κάποιον Παρνασσό, για να φέρει, ως άλλος Μωυσής, έργο τυπωμένο ανεξίτηλα σε πλάκες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ζωή του είναι κι αυτή δημόσια. Γι’ αυτό, ακόμα και το όνομά του –όπως στο δημοτικό τραγούδι– χάνεται, χωνεύεται καλύτερα, μέσα στα στόματα που το τραγουδούν. Συγκαιρινό μας τέτοιο παράδειγμα είναι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.
Δεν έχει σημασία πού σε όλα τα παραπάνω καταφέρνει να σταθεί ο σκηνοθέτης. Κάνει μια λαϊκή ταινία για μια λαϊκή καλλιτέχνιδα και αυτό έχει σημασία. Καθόλου δεν παραβλέπω ότι η Ευτυχία του Φραντζή δεν μπορεί εν τέλει να μπει στο μεδούλι του λαϊκού πάλκου, που είναι η αστική συνέχεια του πανηγυριού της υπαίθρου – όπως τα καταφέρνει το Ρεμπέτικο (1983) του Φέρρη. Η πρόσληψη των τραγουδιών γίνεται τηλεοπτικά –δυστυχώς– στο ύφος προγραμμάτων τύπου «Στην υγειά μας, ρε παιδιά». Η ταινία του δομείται πάνω σε μια τιμητική, αλλά τηλεοπτικά παρουσιασμένη, συναυλία, του Φοίβου Δεληβοριά. Η ζωή της Ευτυχίας ξετυλίγεται πάνω εκεί, ως ανάμνηση. Ευτυχώς, οι αναμνήσεις κρατούν το μεγαλύτερο μέρος του έργου, που ξεκινά από τη Μικρασία και τη μεγάλη φυγή, έρχονται στην προσφυγική Αθήνα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής ως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες – η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, σκληρά δοκιμασμένη, εκτός των άλλων, και από τον θάνατο της μεγάλης της κόρης, της Μαίρης, πέθανε στις 7 Ιανουαρίου του 1972. Η ζωή της παρέμεινε άσημη, παρά τη μεγάλη της φήμη, όπως αταύτιστοι παραμένουν πάμπολοι στίχοι τραγουδιών της, αφού τους πουλούσε για πενταροδεκάρες, χωρίς να νοιάζεται για την αναγραφή του ονόματός της στη δισκογραφία.
Αυτή η αχλύς της ζωής της Ευτυχίας, δίνει την ευκαιρία στον Φραντζή να ξετυλίξει τη ζωή της και να δώσει στιγμές που ξεπερνούν ευτυχώς την πιο πάνω τηλεοπτική λογική. Χωρίς να αποφεύγει πάντα τις γραφικότητες, έχει στιγμές αξιοπρόσεκτες, βασισμένος σε δύο καλές ερμηνείες, της Κάτιας Γκουλιώνη και της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, που υποδύονται την Ευτυχία νεώτερη και σε μεγάλη ηλικία αντιστοίχως, και δίνουν πολύ καλές ερμηνείες μιας προσωπικότητας ιδιαίτερης, μιας δυναμικής και ιδιαίτερα αγαπητικής γυναίκας, που έπαιζε, σχεδόν ό,τι έβγαζε, στα χαρτιά, με ευκολία στη στιχουργική παροιμιώδη. Στους άλλους ρόλους αξιοσημείωτη είναι η παρουσία της Ντίνας Μιχαηλίδου, που υποδύεται τη μάνα της Ευτυχίας, και του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, στον ρόλο του Γιώργη Παπαγιαννόπουλου, συνταξιούχου αστυφύλακα που η Ευτυχία τον ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο και μνημείωσε το όνομά του. Ο Θάνος Τοκάκης υποδύεται με καλές στιγμές τον Λουκά, έναν αγυιόπαιδα ομοφυλόφιλο, που περιμαζεύει η Ευτυχία και γίνεται το δεξί της χέρι.
Πρόκειται για μια τίμια ταινία, έστω κι αν αλληθωρίζει, όπως είπα, στην αισθητική ευκολία της τιβί, όσο κι αν δεν καταφέρνει τελικά να μπει στο ύφος και την ψυχή της λαϊκής μουσικής – τρανό και αδάμαστο από τον χρόνο παράδειγμα εδώ είναι η σκηνή του ζεϊμπέκικου στην Ευδοκία (1971) του Δαμιανού, ίσως του μόνου σκηνοθέτη μας που κατάφερε άφοβα να καταδυθεί στη λαϊκή ψυχή. Ο Φραντζής, που τη χρονιά που φεύγει μας παρουσίασε και το Ακίνητο ποτάμι, παρά τις αδυναμίες του, καταφέρνει να δώσει ένα πειστικό πανόραμα της ζωής αυτής της ιδιαίτερης καλλιτέχνιδας, που στα νιάτα της ήταν δασκάλα και έπειτα ηθοποιός σε μπουλούκια, γράφοντας συνεχώς, σε όλη της τη ζωή, σε κάθε μικρό ή μεγάλο χαρτάκι που έπεφτε στα χέρια της, με δανεικό μολύβι, στίχους, που πλούτισαν τη τραγούδι μας και έδωσαν φωνή στα πάθη που πέρασε ο ελληνικός λαός στον 20ό αιώνα.
Ο Μπουνιουέλ στον λαβύρινθο με τις χελώνες
Μιας και είδαμε μια βιογραφία, ας αφήσουμε τα πεντάστερα έργα, όπως Ο Ιρλανδός, του Σκορσέζε, ο οποίος επαναφέρει με επιτυχία το είδος της γκαγκστερικής ταινίας, και με λαμπερό –και αγέραστο– καστ πάει να συναγωνιστεί τον αξεπέραστο Νονό (1972)· ή την Ιστορία γάμου, του Νόα Μπάουμπακ, που θεματοποιεί –και πάλι– το Χόλυγουντ, αυτή τη φορά μέσα από έναν χωρισμό-αλληλοσπαραγμό ενός ζευγαριού, που ο Μπάουμπακ καταγράφει εύστοχα, με καλές ερμηνείες, χωρίς ωστόσο να δει βαθύτερα αυτή την ψώρα του εγωτικού λάιφ-στάιλ. Ας πάμε πάλι σε μια βιογραφία.
Η ταινία του καρτουνίστα Σαλβαδόρ Σιμό, Ο Μπουνιουέλ στον λαβύρινθο με τις χελώνες, εικονογραφεί τα χρόνια του μεγάλου Ισπανού σκηνοθέτη στο Παρίσι μετά την ολοκλήρωση της Χρυσής εποχής (1930) και στη συνέχεια στη μόνη ταινία του που γύρισε στην Ισπανία, το Γη χωρίς ψωμί (1933), στην περιοχή Λας Χούρδες, στην ιστορική, αυτόνομη σήμερα περιοχή της Εξτραμαδούρας. Μετά τον αφορισμό του από το Βατικανό για τη Χρυσή εποχή, ο Μπουνιουέλ αδυνατεί να βρει παραγωγό και ο φίλος του Ραμόν Ασίν, ένας αναρχικός δάσκαλος και καλλιτέχνης –δολοφονήθηκε το 1936, στον Εμφύλιο– τον χρηματοδοτεί να κάνει ένα ντοκιμαντέρ στην εξαθλιωμένη τότε ορεινή περιοχή, ώστε να γίνει γνωστό το πρόβλημα και να δημιουργηθεί κίνημα αλληλεγγύης. Ο Μπουνιουέλ, όμως, αν και πολιτικοποιημένος σουρεαλιστής, δεν ήταν ο τύπος «πολιτικού» καλλιτέχνη ή ντοκιμαντερίστα, έστω και αν οι ταινίες του έχουν ρεαλιστικά στοιχεία ντοκιμαντέρ. Στο γύρισμα, λοιπόν, προς απογοήτευση του Ραμόν, αντί να κινηματογραφεί απλώς τη ζωή των χωρικών, που ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες, στήνει μ’ αυτούς τις δικές του σκηνές, μέσα στο κλίμα των ταινιών του, γι’ αυτό και η ταινία αυτή ονομάζεται ψευδοντοκιμαντέρ.
Είναι ενδιαφέρουσα η ματιά του Σιμό, που επιχειρεί να δώσει ένα κομμάτι της ζωής και της δημιουργικής ιδιοσυγκρασίας του Μπουνιουέλ, βάζοντάς τον να συνομιλεί με το φάντασμα ενός αυστηρού πατέρα και με στιγμές της παιδικής του ζωής, όπως τις διηγείται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, στην μοναδική αυτοβιογραφία του, «Η τελευταία πνοή». Μπορεί και ο Σιμό να μην καταφέρνει να ξεφύγει σε κάποια σημεία από τις γραφικότητες, αλλά καταφέρνει να στήσει κι αυτός ένα ψευδοντοκιμαντέρ τελικά των τριών κρίσιμων εκείνων χρόνων στην αρχή της δημιουργίας του σκηνοθέτη, αλλά και της πικρής σχέσης που είχε από τότε και για όλη του τη ζωή με την πατρίδα του Ισπανία. Αξιοσημείωτη είναι η αφοσίωση του δημιουργού στο έργο του, όπως την αναδεικνύει ο Σιμό, στην καλά σχεδιασμένη αυτή ταινία κινουμένων σχεδίων. Το σκίτσο του ίδιου του Μπουνιουέλ στηρίζεται στο γνωστό πορτραίτο του από τον Νταλί, τη δεκαετία του 1920, και στην ταινία ο Μπουνιουέλ συνέχεια τα βάζει με τον άλλοτε φίλο του, που τους είχε χωρίσει μια γυναίκα… και η πολιτική. Στην ταινία, ο Σιμό αφήνει να διαφανεί η αποστασιοποίηση του Μπουνιουέλ από τη λογική εργαλειοποίησης της τέχνης, χάριν της πολιτικής – ή της επανάστασης, όπως το έβλεπαν οι σύντροφοί του. Όπως και στην ταινία του Φραντζή έτσι και εδώ, δεν έχει τόσο σημασία αν ο Σιμό ακολούθησε με ακρίβεια τα σωζόμενα βιογραφικά στοιχεία αυτής της εποχής στη ζωή του αγαπημένου μας Λουίς. Ο κινηματογράφος στήνει τη δική του «ιστορία» με τα δικά του μέσα. Σημασία έχει ότι γίνεται φανερή, με πολύ γοητευτικό τρόπο, όλη η αγωνία του Μπουνιουέλ να εκφράσει στο κινηματογραφικό του έργο όνειρα και εφιάλτες. Έγινα σκηνοθέτης από «απλή κακοτυχία», όπως έλεγε ο ίδιος: «δεν μπορώ να γράψω και δεν μπορώ να ζωγραφίσω, αλλά εκφράζομαι με εικόνες». Αυτές οι εικόνες είναι που φτιάχνουν εδώ, χάρις στον Σιμό, ένα πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία.
Θα ήταν παράλειψη, μιας και φτάσαμε ως εδώ, να μην επισημάνω και μία άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα βιογραφική ταινία, που ίσως περνά απαρατήρητη. Είναι η ταινία Marianne & Leonard: Λόγια αγάπης, σε σκηνοθεσία Νικ Μπρούμφιλντ. Με εικόνες από τα επίκαιρα της εποχής, ο Μπρούμφιλντ κινηματογραφεί, σε ένα πραγματικό ντοκιμαντέρ αυτή τη φορά, την ερωτική ιστορία του Λέοναρντ Κοέν και της Νορβηγίδας μούσας του Μέριαν Ιλέιν, ιστορία που ξεκίνησε τον Μάιο του 1960 στην Ύδρα, όπου ο τραγουδοποιός πέρασε αρκετές από τις ανέμελες μέρες της ζωής του. Σε άλλο κλίμα από τα δύσκολα χρόνια που μας βάζουν οι δύο προηγούμενες ταινίες, το ντοκιμαντέρ αυτό δίνει ένα ευτυχισμένο κομμάτι από τη ζωή του σπουδαίου Λέοναρντ Κοέν, ο οποίος στην Ύδρα αυτο-υιοθετήθηκε Έλληνας.