Αρχική » Η νέα γενιά: Συνέντευξη με τους καραγκιοζοπαίχτες Στάθη Λαγκάδα, Νικόλα Αλεφραγκή και Τάσο Γεωργίου

Η νέα γενιά: Συνέντευξη με τους καραγκιοζοπαίχτες Στάθη Λαγκάδα, Νικόλα Αλεφραγκή και Τάσο Γεωργίου

από Άρδην - Ρήξη

Από το Άρδην τ. 92, Μάρτιος-Απρίλιος 2013

Στο φιλόξενο (και άκρως καραγκιοζόφιλο) καφενείο του Τόλη, στην οδό Κωλέττη στα Εξάρχεια, συναντήσαμε και συζητήσαμε με τρεις από τους νεώτερους επαγγελματίες καραγκιοζοπαίκτες για το σήμερα και το αύριο της τέχνης τους.

Το κοινό

Άρδην: Ποια είναι η ανταπόκριση που έχει η τέχνη σας σήμερα;

Νικόλας Αλεφραγκής: Παλιότερα, το κοινό είχε μεγαλύτερο σεβασμό στον καλλιτέχνη. Ο κόσμος ήταν προσηλωμένος στο έργο και σεβόταν τον καραγκιοζοπαίχτη. Με τον καιρό αυτό ξεχάστηκε και σήμερα το κοινό δεν μπορεί να καθηλωθεί στο πανί. Κακά τα ψέματα, οι παλιές εποχές πάνε, γι’ αυτό και εκσυγχρονίζονται οι παραστάσεις. Θα βάλεις τρόικα μέσα, ΔΝΤ, Βουλές, για να κάνεις τον άλλο να σε προσέξει.
Στάθης Λαγκάδας: Ναι, αυτό το παρατηρώ και εγώ πολύ στα σχολεία. Τα παιδιά μιλάνε μεταξύ τους και σε αυτό φταίει η τηλεόραση. Επειδή βλέπουν ουσιαστικά μια άσπρη οθόνη, νομίζουν ότι μπορούν να μιλάνε όπως όταν βλέπουν ένα έργο.
Υπάρχει αλλαγή στο ενδιαφέρον του κοινού, τον τελευταίο καιρό, που μπαίνουμε σε μία περίοδο λιγότερης ευμάρειας;
Tάσος Γεωργίου: Όταν η Ελλάδα περνούσε κάποια κρίση, ο Καραγκιόζης ανέβαινε, όπως και όλα τα λαϊκά θεάματα, το λαϊκό τραγούδι, το ρεμπέτικο, ο,τιδήποτε έφτιαχνε ο άνθρωπος από μόνος του. Ο Καραγκιόζης είναι και θα είναι πάντα φτωχός. Όταν, λοιπόν, κάποιος είναι πλούσιος, αλλά μόνο στο πορτοφόλι, ενοχλείται από τον Καραγκιόζη και προσπαθεί να τον αποβάλει. Ο πρώτος που το εξέφρασε αυτό ήταν ο Γεώργιος ο Παπανδρέου ο παλαιότερος, που είχε πει, όταν ήταν Πρωθυπουργός, «Ρε παιδιά, καλός ο Καραγκιόζης αλλά βάλτε του παπούτσια». Έπρεπε να προσαρμοστεί με την εποχή. Όμως, η ξυπολισιά του Καραγκιόζη δεν είναι μόνο λόγω φτώχειας, όπως και η καμπούρα και όλος ο χαρακτήρας του συμβολίζουν και άλλα πράγματα. Κάθε φορά λοιπόν που υπάρχει κρίση, και η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, ο Καραγκιόζης ανεβαίνει γιατί ο καθένας βλέπει σ’ αυτόν τον εαυτό του. Γι’ αυτό και παραμένει πάντα διαχρονικός. Ο Πασάς παρεμβαίνει, διατάζει, επιβάλλεται, είτε με ένα χαράτσι, είτε με τον θάνατο ενός ήρωα. Ο Πασάς θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Παπαδήμος ή ο τάδε Γερμανός που μας κυβερνάει. Ο κόσμος τα καταλαβαίνει αυτά και, καμιά φορά, βέβαια, τον ενοχλεί. Γιατί ο Καραγκιόζης πάντα λέει αλήθειες.
Πόσο εύκολο είναι να ταυτιστεί με τον Καραγκιόζη ο σημερινός νεοέλληνας του εκσυγχρονισμού;
Τ.Γ. Οι νεώτεροι καραγκιοζοπαίχτες περάσαμε μια περίοδο προσαρμογής. Εμείς, η γενιά του 80 και μετά, έπρεπε να δούμε πώς θα μεταφέρουμε την τέχνη στο κοινό. Υπήρξαν και φορές που σιχτίριζες που πήγες να παίξεις παράσταση. Τώρα έχουν μπει κάπως σε μια σειρά. Οι παραστάσεις μέρα με τη μέρα βελτιώνονται και σήμερα ο Καραγκιόζης μπορεί να αγγίξει τους πάντες, παιδιά και μεγάλους.
Σ.Λ. Έκανα μια φορά μια παράσταση σε έναν παιδότοπο και έρχεται ένας γονιός και μου λέει «Καλά όλα αυτά αλλά δεν νομίζω ότι ο Καραγκιόζης έχει πια τόση δύναμη όσο παλιότερα». «Γιατί το λες αυτό;» «Να, μου λέει, ο Καραγκιόζης μένει σε μια καλύβα. Εμείς πια ζούμε σε διαμερίσματα». Του λέω: «Χρησιμοποίησες την πιο σωστή λέξη: ζούμε. Αν παρατήρησες την παράσταση, ο Καραγκιόζης όταν μιλάει με κάποιον είναι έξω από το σπίτι, γιατί η ζωή είναι έξω, όχι μέσα. Εσένα σου έχουν επιβάλλει ότι η ζωή είναι μέσα σε τέσσερα ντουβάρια. Ο Καραγκιόζης ό,τι έχει να κάνει και να πει το κάνει έξω. Στο καλύβι κοιμάται – μένει, δεν ζει».
Τώρα βάζεις και τη διάσταση του δημόσιου χώρου. Παλιά, δηλαδή, γινόταν παράσταση και ήταν ουσιαστικά σαν να ήταν συνέλευση όλου του χωριού…
Σ.Λ. Μα φυσικά, η παράσταση του Καραγκιόζη ήταν γιορτή.

Άρα δεν είναι θέμα του καλλιτέχνη αλλά της κοινωνίας…

Τ.Γ. Κοίτα, παλιά ο Καραγκιόζης έκανε αυτό που κάνει ο Λαζόπουλος σήμερα, σε πολύ καλύτερη έκδοση, βέβαια. Ήταν η εφημερίδα του χωριού, η τηλεόραση του χωριού που δεν υπήρχε. Ο καραγκιοζοπαίχτης γύριζε τα καφενεία, μάθαινε κουτσομπολιά και το βράδυ τα έβαζε στην παράσταση. Και ο κόσμος μάθαινε από τον Καραγκιόζη και τα νέα. Και, βέβαια, πέρναγε ο καραγκιοζοπαίχτης και τα μηνύματα που ήθελε να περάσει, γι’ αυτό και τον κυνηγούσε πάντα η εξουσία. Έλεγε ο Γιάνναρος ότι πήγαινε στα χωριά το χειμώνα να παίξει και έπρεπε να πάρει άδεια από την αστυνομία. Οι μόνοι, έλεγε, που έπρεπε τότε να πάρουν άδεια ήταν οι καραγκιοζοπαίκτες και οι πουτάνες. Πάντα τον κυνηγούσαν τον Καραγκιόζη, ακόμα και στην τηλεόραση – ειδικά τα κρατικά κανάλια τον έχουν κόψει τελείως.
Πως καταφέρνει ο Καραγκιόζης να είναι μια ζωντανή τέχνη και να μην ξεπέσει στο φολκλόρ;
Σ.Λ. Από τη στιγμή που μπαίνει στη παράσταση η επικαιρότητα, αυτομάτως αποκτά τη δική του ζωντάνια. Ακόμα και τα παιδιά καταλαβαίνουν.

Η προσαρμογή

Εσείς μεγαλώσατε την δεκαετία του 80, όταν η τηλεόραση ανέβαινε και η παράδοση… κατέβαινε. Εσείς πήρατε τον ανάποδο δρόμο – πως το βιώσατε αυτό;

Τ.Γ. Υπήρξε μια περίοδος προσαρμογής. Μαθαίνεις τον Καραγκιόζη από τους παλιούς, με τις παλιές παραστάσεις, και ξαφνικά, προκειμένου να μπορέσεις να δουλέψεις, π.χ. σε σχολεία, αναγκάζεσαι να τον προσαρμόσεις: μη βρίσεις, μη σκοτώσεις, μη βάλεις βία, ακόμη και τα κολλητήρια λέγανε «να μη βαράει ο Καραγκιόζης τα παιδιά του». Πράγμα τελείως αντιθεατρικό – πως θα κάνει κωμωδία ο Καραγκιόζης, αφού έχει περιορισμένες δυνατότητες σαν φιγούρα. Προσαρμοστήκαμε, λοιπόν, και είπαμε αυτός είναι πια ο Καραγκιόζης: για τα σχολεία και τα παιδικά πάρτι. Βέβαια αν δεν υπήρχε αυτό εμείς δεν θα είχαμε γνωρίσει ποτέ τον Καραγκιόζη. Γιατί αν περιμέναμε να γίνει μια μόνιμη σκηνή, να έρθει ο κόσμος να μάθει τον Καραγκιόζη, δεν υπήρχε περίπτωση. Εγώ απογοητεύτηκα, όμως, όταν είδα ότι αυτή η τέχνη που έμαθα πάει χαμένη. Εντάξει, υπάρχουν κάποιες κωμωδίες που μπορείς να παίξεις σε ένα σχολείο, ή κάποια ηρωικά που μπορείς να ψευτοπαίξεις. Οι άλλες παραστάσεις όμως, όπως και άλλα, το μόνιμο θέατρο, η ιεροτελεστία της παράστασης, η μαθητεία σε έναν καραγκιοζοπαίχτη, όλα αυτά χάνονται. Κλείνεσαι σε ένα παιδικό δωμάτιο και πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός στο τι θα πεις και πως θα το περάσεις. Αλλά αυτή την εποχή την περάσαμε. Τώρα έχει αρχίσει και ξανανεβαίνει ο Καραγκιόζης και αυτό είναι θετικό.
Σ.Λ. Ναι, και εγώ το έχω αντιμετωπίσει αυτό. Μου έχουν πει να μην βαράει ο Καραγκιόζης γιατί είναι βία…
Τ.Γ. Το χειρότερο είναι ότι κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όταν οι δασκάλοι ή οι γονείς λένε «Εγώ θέλω να μεγαλώσει σωστά το παιδί, όχι με τον Καραγκιόζη», και μετά βάζουν τα παιδιά μπροστά στην τηλεόραση, είναι δυνατόν να μου λένε «Δεν θα χτυπήσει ο Καραγκιόζης, δεν θα πει βλάκα ο Καραγκιόζης»; Και τα ακούμε και από ανθρώπους που είναι μέσα στο παιδικό θέμα, ακόμα και καλλιτεχνικά γραφεία ή παιδότοποι. Μου είπαν σε ένα γραφείο: «Μην λες βλάκα γιατί το ακούνε τα παιδιά και το λένε». Μα από εμένα θα το ακούσει το «βλάκα»; Το ότι ακούει από το σπίτι και από την τηλεόραση όλη μέρα χριστοπαναγίες; Είναι παρωδία…
Ν.Α. Έχει τύχει να παρεξηγηθούν σε κατηχητικό επειδή ο μεσαίος γιος του Καραγκιόζη λέγεται Κοπρίτης. Και κόπηκε η παράσταση και τον διώξανε τον καραγκιοζοπαίχτη…

Οι καλλιτέχνες

Τ.Γ. Είναι πάντως μία εποχή σήμερα που ξεσκαρτάρει το πράγμα. Όχι μόνο στο Καραγκιόζη αλλά και σε άλλους τομείς, και στη μουσική και στο Θέατρο και αλλού. Ξεσκαρτάρει. Βλέπεις για παράδειγμα τον Νταλάρα, ωραία φωνή, αλλά για ποιο λόγο να πας πια να τον πληρώσεις να τον ακούσεις;
Σ.Λ. Το θέμα είναι ότι δεν μπορείς να μιλάς μέσα από τα τραγούδια σου υπέρ του κόσμου, γιατί ο Νταλάρας έχει εκφράσει κυρίως λαϊκά αισθήματα, και το βράδυ να κοιμάσαι αγκαλιά με μία που έχει ψηφίσει το μνημόνιο. Υπάρχει μία υποκρισία.
Τ.Γ. Κοίτα, εμείς οι Έλληνες, όποτε μας δοθεί η ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε κάτι θα το κάνουμε, αλλά για το δικό μας συμφέρον. Δεν είδα κάποιον ποτέ να πει «Παιδιά θα κάνουμε κάτι όλοι μαζί». Για παράδειγμα να πει κάποιος «Μου δόθηκε η ευκαιρία για ένα θέατρο αλλά μόνος μου δεν μπορώ. Να το δουλέψουμε όλοι μας». Ακόμα και στο θέατρο που δουλεύουνε 20 άτομα για να γίνει μια παράσταση, ένας είναι αυτός που θα φαίνεται.
Ν.Α. Όλοι πρέπει να δουλεύουν για ένα κοινό στόχο. Αν είναι κάθε μέρα να τσακωνόμαστε και να είμαστε όλη μέρα στον ανταγωνισμό, έ, πάει, θα πέσουμε στα Τάρταρα. Και δεν γίνεται μόνο σε αυτόν τον τομέα. Εγώ που ασχολούμαι και με τον μουσικό τομέα τα ίδια σκατά είμαστε όλοι.
Σ.Λ. Δυστυχώς αυτό το αντιμετωπίζουμε ως καραγκιοζοπαίχτες σε έναν κλάδο που είμαστε μια φούχτα άνθρωποι. Και δεν θα έπρεπε να υπάρχει αυτό. Δόξα τω Θεώ στον κλάδο μας υπάρχει ψωμί για όλους. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει σύμπνοια, φαγωμάρα υπάρχει.
Τ.Γ. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι ο Καραγκιόζης είναι εγωιστική τέχνη. Θέλεις να τα κάνεις όλα μόνος σου, ακόμα και τις φιγούρες και τον μπερντέ μας θέλουμε να τα φτιάξουμε μόνοι μας. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να συνυπάρξουν δύο καραγκιοζοπαίχτες. Από τους παλιούς, π.χ. εμείς οι νεώτεροι δεν είχαμε και την καλύτερη αντιμετώπιση. Είναι εγωιστική τέχνη και αυτό μας έφαγε. Η προηγούμενη γενιά αντιμετώπισε ένα κοινό πολύ απαιτητικό. Ακούγαμε ότι τρώγανε ακόμη και ντομάτες σε παράσταση. Γι’ αυτό μας περάσανε και μια νοοτροπία ότι πρέπει να είσαι τέλειος σε όλα.

Πηγαίνοντας, όμως, σε σχολεία ακολουθείτε μια μοναχική πορεία. Σκεφθήκατε ποτέ να κάνετε κάποιοι καραγκιοζοπαίχτες που τα βρίσκετε ένα μόνιμο θέατρο να παίζετε όλοι μαζί;

Ν.Α. Ανέφικτο.
Τ.Γ. Δύσκολο έως ακατόρθωτο. Το να γίνει μια συλλογική δουλειά, είναι ανέφικτο. Προσπαθήσαμε και με το Σωματείο, να γίνει μια εθνική σκηνή Καραγκιόζη, μας αντιμετωπίσανε με απάθεια. Μόνο αν υπάρξει ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά όχι συλλογική. Δεν γίνεται να συνεργαστούν καραγκιοζοπαίχτες.

Όταν όμως το κράτος δεν σου δίνει τη δυνατότητα να υπάρξεις και ατομικά ο ίδιος ναι μεν μπορείς να υπάρξεις αλλά το μικραίνεις αυτό που κάνεις, είσαι κάτω από αυτό μπορείς, δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι συλλογικό;

Τ.Γ. Αν οι καραγκιοζοπαίχτες είχαν λίγο μυαλό περισσότερο θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αυτή την εποχή. Είναι μια καλή ευκαιρία να κάνουμε αυτά που θέλουμε, αλλά δυστυχώς πάντα θα υπάρξουν αυτοί που δεν θα τους αρέσει το ένα και το άλλο. Μπορεί να είναι καλό, μπορεί να είναι κακό αλλά θα πρέπει να κάνει ο καθένας μόνος του τη δουλειά του. Και ό,τι μπορεί να το κάνει, να μην τα παρατήσει.
Σ.Λ. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Πάνω απ’ όλα ο μεγάλος μας δάσκαλος είναι ο Καραγκιόζης που μας έμαθε να μη σκύβουμε το κεφάλι και με το χαμόγελο να τα βγάζουμε πέρα.

Το μέλλον

Με βάση όλα αυτά που έχετε πει, αισθάνεστε κατά κάποιο τρόπο ότι είστε «οι τελευταίοι των Μοϊκανών»;
Ν.Α. Δεν νομίζω ότι είμαστε οι τελευταίοι. Προοπτικές υπάρχουν και όσο υπάρχουν δεν θα σβήσει ποτέ ο Καραγκιόζης. Όσο μπορεί κανείς να περνάει μηνύματα και βιώματα που έχει στα παιδιά του, τα εγγόνια του ή σε οποιονδήποτε άλλο, ο Καραγκιόζης δεν θα πεθάνει ποτέ.
Τ.Γ. Ο Καραγκιόζης είναι μικρόβιο. Τον κολλάς και μένει για πάντα. Αλλά πρέπει να έχεις βάσεις. Δεν γίνεται κάποιος καραγκιοζοπαίχτης από μόνος του. Θα πρέπει, λοιπόν, κι εμείς, που έχουμε βάσεις από παλιούς καραγκιοζοπαίχτες να τις δώσουμε στους νέους που θα ακολουθήσουνε αργότερα. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι το κράτος ποτέ δεν τον βοήθησε τον Καραγκιόζη.

Λογικό, ούτε κι αυτός.

Τ.Γ. Ε, μόνο με προσωπικές επαφές, αν ήξερες τον τάδε είχες μια καλύτερη μοίρα, αλλά μέχρι εκεί.
Ν.Α. Από τη μέρα που πέθανε ο Σπαθάρης, βγήκανε πολλοί, π.χ. Υπουργείο Πολιτισμού, Υπουγργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, και είπανε θα και θα και θα. Θα τον ανεβάσουμε, θα τον στηρίξουμε, θα κάνουμε, θα ράνουμε. Αν είχε στόμα ο Καραγκιόζης θα τους έλεγε «Δεν έχω ανάγκη κανένας σας». Ο Καραγκιόζης αν ήταν άνθρωπος θα μπορούσε να βάλει τάξη σε αυτή τη χώρα. Κι ας ήταν φτωχός, κι ας ήταν μπαλωμένος – και θα είχε καταργήσει και τη κάλπη κιόλας!
Εγώ πιστεύω πολύ στα νέα παιδιά και τους αγαπώ όλους. Είμαι της άποψης ότι κάθε μέρα που περνάει, μπορεί να είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά εφόσον δουλεύουμε όλοι για έναν κοινό στόχο, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Απλά όλοι μας να στηρίζουμε αυτό που έχουμε και να είμαστε Έλληνες πάνω απ’ όλα. Γιατί ο Καραγκιόζης είναι από τα λίγα κληρονομικά στοιχεία της πατρίδας μας, που περνάει από στόμα σε στόμα, όπως και το δημοτικό τραγούδι, το ρεμπέτικο, όλη η πολιτισμική μας κληρονομιά.

Τώρα το βάρος πέφτει σε σας. Φεύγουν και οι παλαιότεροι…

Ν.Α. Ο Βάγγος, ο Μάνθος, ο Σπαθάρης. Μέσα σε ένα χρόνο τρεις!

Πρόσφατα έφυγε και η Δόμνα Σαμίου…

Ν.Α. Και σε ρωτάω εγώ τώρα. Μετά που πέθανε η δασκάλα η Δόμνα, τι πρέπει να κάνουν οι μαθητές της, να φαγώνονται ή να συνεχίσουν το έργο της; Στη δικιά μας τη κλίκα έτσι είμαστε…

Είχε πει η Δόμνα Σαμίου «Σημασία στη ζωή έχει να μπορεί από το τίποτα να γίνει το παν. Αυτό κάνει και το τραγούδι και η τέχνη γενικότερα». Το τίποτα για σας είναι ένα χαρτόνι και ένα πανί.

Σ.Λ. Έτσι είναι. Ακριβώς…
Ν.Α. Ειλικρινά για μας ο Καραγκιόζης είναι όλη μας η ζωή.
Σ.Λ. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να γίνεσαι πίσω από τον μπερντέ ένας μικρός θεός. Να παίρνεις μία άψυχη φιγούρα και να της δίνεις ζωή…
Τ.Γ. Αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι είναι ότι ο Καραγκιόζης έχει μέλλον. Έχει παρόν, έχει και μέλλον γιατί έχει και ιστορία.

Ο Αλέξανδρος, τα φίδια και η Κύπρος

Τ.Γ. Να σου πω την αλήθεια στην Κύπρο συνάντησα το καλύτερο κοινό που συναντάει καραγκιοζοπαίκτης. Ορισμένοι δεν ήξερα καν τι πάνε να δούνε, αν και υπάρχουν κάποιοι εν ζωή καραγκιοζοπαίκτες στη Κύπρο, και χαιρόντουσαν πραγματικά με αυτό που βλέπανε. Τους έπαιξα το καταραμένο φίδι, κλασική κωμωδία του Καραγκιόζη, γιατί κουβαλάει μέσα όλη την παράδοση της Ελλάδας, και είχα παίξει και τον Καραγκιόζη στο πανηγύρι.
Σ.Λ. Εμένα, με είχανε φωνάξει σε έναν παιδότοπο στο Φάληρο και έπαιξα το καταραμένο φίδι. Εκεί ήταν ένα παιδάκι από την Κύπρο, ο Ραφαήλ, που ήρθε μετά την παράσταση πίσω από τον μπερντέ. Μου είπε ότι ήταν από την Κύπρο – εγώ έχω και μια συγκίνηση με την Κύπρο, καθώς υπηρέτησα εκεί. Τον ρώτησα αν του άρεσε η παράσταση και μου είπε ότι ήταν το αγαπημένο του έργο. –Γιατί; –Γιατί, κύριε, στην δική μου πατρίδα υπάρχει ακόμα ένα καταραμένο φίδι και Μέγας Αλέξανδρος δεν έχει βρεθεί ακόμη για να το σκοτώσει… Όπως καταλαβαίνεις, αυτό ήταν κατευθείαν μαχαιριά στη καρδιά…
Ν.Α. Η αλήθεια είναι ότι καταραμένα φίδια συναντάμε διαρκώς στη ζωή μας και πρέπει να πούμε πως αυτή την παράσταση την χρωστάμε στον Δημήτρη Σαρδούνη, τον επονομαζόμενο Μίμαρο, ο οποίος έβαλε τον Μέγα Αλέξαντρο να σκοτώσει το φίδι, αντί του Αγίου Γεωργίου, καθώς δεν μπορούσε να βγάλει έναν Άγιο στο πανί. Ήταν η πρώτη παράσταση που εξέφρασε εντελώς το ελληνικό και ταυτόχρονα λαϊκό Θέατρο Σκιών.
Είναι μια ζωγραφιά, του Σπαθάρη νομίζω, που δείχνει τον Μέγα Αλέξαντρο με ανάμεικτη αρχαιοελληνική και βυζαντινή πανοπλία και την περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη. Όλα μαζί…
Ν.Α. Ναι όλα μαζί. Είναι μορφοποιημένη όλη η Ελλάδα σε αυτό το έργο.
Σ.Λ. Η δρακοντοκτονία είναι ένα πολύ συνηθισμένο στοιχείο, το συναντάμε και στον ευρωπαϊκό και τον αραβικό χώρο. Το βλέπουμε, ας πούμε, και στον μύθο του Περσέα.
Εδώ, βέβαια, έχει και βοηθό, τον Καραγκιόζη.
Ν.Α. Ναι, πάντα ο Καραγκιόζης βάζει την σφραγίδα του. Είναι και πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη και του Διάκου και παντού.
Σ.Λ. Η παρουσία του δείχνει ότι σε κάθε μάχη, σε κάθε αγώνα, πρωταγωνιστής είναι ο απλός άνθρωπος.
Ν.Α. Ακριβώς, και δείχνει ότι ο Έλληνας συνεχώς αγωνίζεται. Αγωνίζεται για το καλό βέβαια, αν και ορισμένες φορές αγωνίζεται και για το κάκιστο.
Σ.Λ. Από μια μεριά ίσως αυτό να είναι η κατάρα μας, αλλά και η μεγάλη μας ευλογία. Συνεχώς δηλαδή αγωνιζόμαστε και μοχθούμε για κάτι, αλλά τελικά το πετυχαίνουμε.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ