Της Μαρί Ζεγκό από την Ρήξη φ. 158
Eχοντας ψυχρανθεί με τους δυτικούς συμμάχους του, ευρισκόμενος σε αντίθεση με τον καινούργιο εταίρο του, τον Ρώσο πρόεδρο, ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν υπήρξε ποτέ τόσο απομονωμένος στη διεθνή σκηνή, σε μια στιγμή που ο στρατός του, που έχει εμπλακεί στη Συρία, αντιμετωπίζει θανάσιμες επιθέσεις από το καθεστώς της Δαμασκού, το οποίο υποστηρίζεται από τη ρωσική αεροπορία.
Γιατί, πράγματι, μια ρωσική βόμβα, καθοδηγούμενη με λέιζερ (τύπου KAB-1500L, που μεταφέρεται από τα καταδιωκτικά Σουχόι SU-35), ικανή να διεισδύσει σε βάθος είκοσι μέτρων, κονιορτοποίησε το κτήριο όπου είχαν βρει καταφύγιο Τούρκοι στρατιώτες στο Ιντλίμπ, τον τελευταίο θύλακα ανταρτών στη βορειοδυτική Συρία, προκαλώντας, την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου, τον θάνατο τριάντα τριών εξ αυτών, δηλαδή τις βαρύτερες απώλειες που έχει υποστεί ο στρατός εδώ και δεκαετίες.
«Καινούργιοι φίλοι»
Η επισφαλής κατάσταση του τουρκικού στρατού στο Ιντλίμπ, όπου περίπου δέκα χιλιάδες στρατιώτες έχουν αναπτυχθεί χωρίς αεροπορική κάλυψη, μια και η Ρωσία είναι ο μοναδικός κύριος των αιθέρων, αποκαλύπτει την ασυναρτησία της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας του προέδρου Ερντογάν. Βάζει διαρκώς σε κίνδυνο το σχέδιο μιας στρατηγικής εταιρικής σχέσης με τη Μόσχα, που τόσο επαινέθηκε, στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Τουρκίας, από τους «ευρασιανιστές», οι οποίοι, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, έχουν γίνει οι καλύτεροι σύμμαχοι του Τούρκου ηγέτη.
Υπενθυμίζει πόσο εύθραυστη είναι η τουρκική θέση, με το ένα πόδι στο ΝΑΤΟ και ένα πόδι εκτός. Το 2018, στην κορύφωση μιας διπλωματικής κρίσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ερντογάν απείλησε έμμεσα να εγκαταλείψει τη Συμμαχία, διαβεβαιώνοντας ότι η Τουρκία αναζητούσε «νέους φίλους», μια συμμαχία με τη Ρωσία.
Αντιμέτωπος με τα ισχυρά ρωσικά πυρά στο Ιντλίμπ, παρακαλεί τώρα για μια στρατιωτική υποστήριξη από τους παλιούς εταίρους του, απειλεί την Ευρώπη με μια νέα μεταναστευτική κρίση και καλεί το ΝΑΤΟ σε βοήθεια. Γι’ αυτό ζητάει από την Ουάσιγκτον την εγκατάσταση πυραύλων πάτριοτ, την απόκτηση των οποίων περιφρονούσε μέχρι τώρα, προς όφελος των ρωσικών αμυντικών πυραύλων S-400, που επέλεξε η Άγκυρα παρά την έλλειψη συμβατότητας με το αμυντικό σύστημα του ΝΑΤΟ.
«Σήμερα, η Τουρκία είναι σε θέση να ξεκινήσει μια επιχείρηση για να προστατεύσει την εθνική της ασφάλεια χωρίς να ζητάει την άδεια από κανέναν», υπερηφανευόταν ο Ερντογάν τον Δεκέμβριο του 2019, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής για την 70ή επέτειο του ΝΑΤΟ, στο Λονδίνο. Αυτή η φράση συνοψίζει από μόνη της το όραμα εξωτερικής πολιτικής του Τούρκου ηγέτη, έτοιμου να επέμβει στρατιωτικά σε όλα τα μέτωπα.
Δύο μήνες πριν τη σύνοδο κορυφής του Λονδίνου, η Τουρκία αψηφούσε τους παραδοσιακούς συμμάχους της στέλνοντας στρατεύματα στη βορειοανατολική Συρία ενάντια στη βούληση του ΝΑΤΟ. Δύο μήνες αργότερα, η Άγκυρα έστελνε στρατιωτικό εξοπλισμό και προσωπικό στη Λιβύη, μαζί με δύο χιλιάδες Σύρους μισθοφόρους, τη στιγμή που τα Ηνωμένα Έθνη απαιτούσαν την τήρηση του εμπάργκο όπλων.
«Αποθήκη» της εξέγερσης
Αυτή η επιθετική προσέγγιση επιβεβαιώθηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το οποίο αποδυνάμωσε το κύρος του στρατού, επιτρέποντας στον Τούρκο ηγέτη να ενισχύσει την εξουσία του. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η Τουρκία πραγματοποίησε τρεις στρατιωτικές εισβολές στη βόρεια Συρία, τις δύο με τις πλάτες της Μόσχας. Κάθε πρόοδος του τουρκικού στρατού ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού, σύμφωνα με τον οποίο το Κρεμλίνο παραχωρούσε στην Άγκυρα ένα εδαφικό κέρδος με αντάλλαγμα τη σιωπή της έναντι της προέλασης του καθεστώτος της Δαμασκού.
Η υποταγή των εξεγερμένων περιοχών στα ανατολικά του Χαλεπίου, το 2016, ήρθε μετά την τουρκική εισβολή στο Τζαραμπλούς και το Αζάζ. Η κατάκτηση του Αφρίν από την Άγκυρα, τον Μάρτιο του 2018, ακολουθήθηκε από την προέλαση του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ στην ανατολική Γκούτα (προάστιο της Δαμασκού), στη Χομς και εν συνεχεία στην Ντεράα. Τότε, λεωφορεία μισθωμένα από τη Δαμασκό εκκένωσαν τους μαχητές και τις οικογένειές τους στο Ιντλίμπ.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το είδος συμφωνίας, η Τουρκία, σύμφωνα με το Κρεμλίνο, έπρεπε να κλείσει τα μάτια όταν το συριακό καθεστώς, υποστηριζόμενο από τη ρωσική αεροπορία, ξεκίνησε το μπλιτς-κριγκ νότια του Ιντλίμπ, στα τέλη Δεκεμβρίου του 2019. Από την πλευρά της, η Άγκυρα φανταζόταν ότι η επίθεση κατά του τελευταίου θύλακα ανταρτών θα διαρκούσε επί καιρό, δίνοντάς της την ευκαιρία να αποσπάσει νέες παραχωρήσεις από τη Ρωσία. Ο Ερντογάν ανέμενε μια μακρόχρονη εκστρατεία, χωρίς ποτέ να φανταστεί ότι οι στρατιώτες του, οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί στην επαρχία, μετά τη συμφωνία του Σότσι, που υπεγράφη με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν, το 2018, θα περικυκλώνονταν από τις δυνάμεις του συριακού καθεστώτος. Προφανώς, δεν είδε τίποτα να έρχεται.
«Ο μόνος που αποφασίζει για τη χώρα»
Σύμφωνα με τους επικριτές του, η ανικανότητά του να προβλέψει γεγονότα οφείλεται στην υπεροψία του. «Μετά από σχεδόν δεκαοκτώ χρόνια απόλυτης εξουσίας, έχοντας αποκλείσει όλους τους πρώην συντρόφους του, είναι σαφές ότι ο Ερντογάν έχει απεριόριστη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του», δήλωσε ο πρώην διπλωμάτης Σελίμ Κουνεράλπ.
Με τις διευρυμένες προεδρικές εξουσίες του, «έγινε ο μόνος που αποφασίζει για τη χώρα. Δεν είναι γνωστό αν έχει κάποιον σύμβουλο ικανό να τον επηρεάσει. Φαίνεται ότι παίρνει τις αποφάσεις του τις περισσότερες φορές μόνος του και χωρίς να κάνει τον κόπο να συμβουλευτεί οποιονδήποτε, εκτός ίσως με τρόπο επιφανειακό».
Καμία σημασία δεν έχει αν η εκστρατεία στο Ιντλίμπ έχει ήδη κοστίσει τη ζωή 55 Τούρκων στρατιωτών (ο τελευταίος πέθανε την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου)· ο Ερντογάν είναι αποφασισμένος να συνεχίσει τον πόλεμό του με κάθε κόστος. «Καθώς ο στόχος του να ανατρέψει τη δυναστεία των Αλαουιτών αποδείχθηκε ανέφικτος, στράφηκε και πάλι στη δημιουργία ζωνών προστασίας κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων, προκειμένου να εγκαταστήσει σε αυτές πληθυσμούς ευνοϊκούς προς την Τουρκία», υπενθυμίζει ο Κουνεράλπ. Αυτό το σχέδιο θα μπορούσε να αποτύχει στο Ινλίμπ.
Πηγή: Le Monde 01/03/2020
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου