Από το Άρδην τ. 86, Ιούνιος-Αύγουστος 2011
[εκδόσεις Μελάνι, 2011, σσ. 126]
Στο Κείμενα για πρόσωπα και βιβλία του ζωγράφου Σωτήρη Σόρογκα, ο αναγνώστης θα συναντήσει αναφορές σε ποιητές και ζωγράφους, σχολιασμούς βιβλίων και συνεντεύξεις, που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία. Η ιδιαιτερότητα του προσωπικού ύφους που χαρακτηρίζει τη ζωγραφική εργασία του Σόρογκα, αναδύεται εδώ και στον αφηγηματικό ή δοκιμιακό του λόγο.
Θυμάται και περιγράφει με συγκίνηση τον πατέρα του.
Αναφέρεται στον πάμφωτο και σκοτεινό Οδυσσέα Ελύτη. στη διαρκή, επίμονη και επίπονη αναζήτηση του θαύματος.
Στον ζωγράφο του ενστίκτου, Πάμπλο Πικάσο, διερευνά τις μυστικές εντολές για τη δημιουργία των έργων του.
Στην ποίηση της Κικής Δημουλά την απέραντη τρυφερότητα που έχει ριζωμένο στον πυρήνα της το πένθος της ζωής.
Στον Νίκο Εγγονόπουλο τη σχέση του με τη βυζαντινή παράδοση.
Στον Φώτη Κόντογλου την ικανότητα να φανερώνει σαν ραβδοσκόπος, τα κοιτάσματα της πνευματικής μας κληρονομιάς.
Στον Γιάννη Μόραλη τη δύσκολη ζωγραφική διδασκαλία του για έναν ιδανικό δρόμο αναβάσεως.
Για τους νεότερους ποιητές, η αγάπη και το ενδιαφέρον του αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη οπτική στο έργο τους:
Για τον Νάσο Βαγενά θα αναφερθεί στη βαθιά, στοχαστική και φυσικά αδιέξοδη αλήθεια της ποίησής του.
Για τον Αντώνη Φωστιέρη ότι είναι ένας έξοχος τεχνίτης, μέγας χειριστής της γλώσσας και γνώστης μιας αφομοιωμένης, υψηλής πνευματικής παράδοσης, τόσο στην ποίηση, όσο και στον στοχασμό.
Για τον Γιάννη Κοντό, ότι με το πένθος της ποιήσεώς του αποσύρεται σε μυστικές κρύπτες και συγκινησιακά βάθη υψηλής πνευματικότητος.
Υπάρχουν επίσης σχόλια και κριτικές αποτιμήσεις για τρία βιβλία: Για τον αρχιτέκτονα καθηγητή Τάσο Μπίρη, τον ιστορικό τέχνης Τάκη Μαυρωτά και την ιστορικό Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ. Τέλος, τρεις συνεντεύξεις και μία ομιλία για τα 170 χρόνια του Ε.Μ. Πολυτεχνείου.
Σαρωτικές και ιλιγγιώδεις οι αλλαγές των όρων της ζωής μας
Αποσπάσματα από συνέντευξη του Σωτήρη Σόρογκα στο περιοδικό Περίστυλον (τ.1, Ιούνιος 2006)
Η οπτική απέναντι στα πράγματα του βίου μας εξαρτάται από τα κριτήρια που θέτουμε εμείς οι ίδιοι απέναντί τους. Διαφορετική θα είναι η οπτική μας αν τα κριτήρια αφορούν αποκλειστικά το εισόδημα για την κάλυψη αναγκών επιβιώσεώς μας, δηλαδή το επίπεδο του υλικού βίου, και διαφορετική αν τα κριτήρια αναφέρονται σε νοήματα ζωής με πνευματικό περιεχόμενο.
Προσωπικά, πιστεύω ότι σήμερα, παρά την αλματώδη οικονομική ευμάρεια -η οποία δεν συγκρίνεται με εκείνη των πρώτων χρόνων που έζησα εγώ- απουσιάζουν οι σκοποί, τα νοήματα ή τα οράματα που εμψύχωναν άλλοτε τις ανθρώπινες πράξεις, απουσιάζουν ακόμα η ποιότητα ζωής, η αίσθηση της αξιοπρέπειας, ο σεβασμός προς τον άλλον και πολλά ακόμα, που φαίνεται να έχουν αποδημήσει οριστικά.
Ωστόσο, αν υπάρχει μια βιώσιμη εναλλακτική πρόταση για να προσπελάσουμε τα σύγχρονα προβλήματα, πιστεύω ότι αυτή μπορεί να αντλήσει τα βασικά της στοιχεία, τους κυριότερους άξονες των επιχειρημάτων της, μέσα από την πολιτιστική κληρονομιά του δικού μας τόπου. Πρόκειται για μια πραγματικά ανεπανάληπτη πνευματική παράδοση, μοναδική σε έκταση και βάθος σημασιών, η οποία, παρότι κατά καιρούς έχει υποσταλεί από σκοπιμότητες ή καταχρήσεις, μολονότι ναρκοθετήθηκε από επιφανειακές προσεγγίσεις ή εθνοκαπηλείες, διατηρεί πάντοτε τη δύναμη να νοηματοδοτεί εις βάθος ολόκληρο το φάσμα των εκδηλώσεων του σύγχρονου βίου.
[…]
Όπως όλοι γνωρίζουμε, ποτέ δεν υπήρξε στατικότης στο κοινωνικό γίγνεσθαι, κατά συνέπεια ούτε στις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των λαών ή των κοινωνικών ομάδων. Μεταβολές και αναπροσαρμογές στην πολιτισμική ταυτότητα υπήρξαν πάντοτε, και μάλιστα ήταν και συστατικό στοιχείο για τη διατήρηση ή την επιβίωσή της. Ωστόσο, ποτέ οι αλλαγές αυτές δεν είχαν τον μαζικό χαρακτήρα που έχουν σήμερα και ποτέ δεν είχαν επεκταθεί σε κλίμακα πλανητική.
Η διαφορά σήμερα, όπως τουλάχιστον εκφράζεται μέσα από τον όρο «παγκοσμιοποίηση», αφορά την επιβολή της «νέας τάξης πραγμάτων».
Πρόκειται για μια νέα μορφή αποικιοκρατίας, η οποία καταλύει αδιακρίτως μακραίωνες πολιτισμικές μορφές ζωής στο όνομα ενός «διεθνούς» προτύπου που συντρίβει τις διαφορές και καταπνίγει τις ιδιαιτερότητες. Και είναι θλιβερό αυτή η άκριτη και εκβιαστική ένταξή μας σε ένα «διεθνές» πρότυπο να θεωρείται από πολλούς πράξη αναγκαία, προοδευτική και εκσυγχρονιστική. Κι επειδή δεν είναι, ούτε και ήταν άλλωστε ποτέ, δυνατόν να οριστεί ο τύπος του Έλληνα, θα ευχόμουν να διατηρήσει κάθε λαός τα όποια χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, που είναι απόρροια της παραδόσεώς του, της γλώσσας του ή της θρησκείας του, ώστε να μη χαθεί η πολυμορφία του κόσμου με την εξομοίωση των πάντων.
[…]
Ο όρος «ελληνικότητα» έχει υπονομευθεί και λοιδορηθεί τόσο πολύ, ώστε και η απλή αναφορά σε αυτόν να προκαλεί τουλάχιστον δυσπιστία. Σε μια ομιλία μου για τον ποιητή Νίκο Καρούζο είχα πει ότι σήμερα οι λέξεις πατρίδα, Έλλάδα, ορθοδοξία ηχούν σε κύκλους της αριστερής διανόησης το ίδιο επικίνδυνα όπως παλαιότερα οι λέξεις ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα στους ίδιους κύκλους, οι οποίοι, αγκυροβολημένοι πλέον στη βεβαιότητα της αλήθειας τους, σπεύδουν να πάρουν τη ρεβάνς. Η εικόνα του θέματος αυτού παραμένει δυστυχώς για εμένα το ίδιο διαυγής, σε σημείο μάλιστα που να διαταράσσει τη νηφαλιότητα με την όποια συνήθως αντιμετωπίζω τα παράδοξα του βίου μας.
[…]
Παρατηρώντας κανείς τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια τον πολλαπλασιασμό των μουσείων μοντέρνας τέχνης και των γκαλερί, το πλήθος των καλλιτεχνών, των ιστορικών και κριτικών τέχνης, των επιμελητών εκθέσεων, των συλλεκτών ή των έμπορων, θα μπορούσε ίσως να πιστέψει σε μια παρήγορη άνθηση της τέχνης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για πνευματικό πληθωρισμό, που το ανάλογό του είναι η υπεραφθονία των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ. Πιστεύω ότι η εμπορευματοποίηση οδήγησε σήμερα την τέχνη σ’ ένα είδος μαζικής κουλτούρας, η οποία, ελλείψει κριτηρίων ποιότητας, υποτάσσεται αμαχητί στους νόμους του μάρκετινγκ. Έτσι, παρατηρείται σήμερα το παράδοξο και αντιφατικό φαινόμενο, η κυρίαρχη τέχνη να διεκδικεί εύσημα επαναστατικής πρακτικής που ανατρέπει τις συμβάσεις, παρά το ότι προβάλλεται θεσμικά μέσα από κρατικά μουσεία και επιχορηγείται από υπουργεία Πολιτισμού. Πιστεύω, ωστόσο, ότι θα υπάρξουν πολύ σύντομα επαναπροσδιορισμοί των αξιών στον χώρο της τέχνης, γεγονός που θα επιτρέψει την ανάδειξη εναλλακτικών καλλιτεχνικών μορφών, οι οποίες λαθροβιούν τώρα έγκλειστες σε εργαστήρια σεμνών καλλιτεχνών.