του Θ. Ντρίνια, από το Άρδην τ. 75, Μάιος-Ιούνιος 2009
«Χαμένοι» – «κερδισμένοι» και το αδιέξοδο παρόν!
Το να ισχυριστεί κάποιος, ότι οι ευρωεκλογές που μας πέρασαν μπόρεσαν να δώσουν διέξοδο σ’ ένα βαλτωμένο και πολλαπλώς μπλοκαρισμένο πολιτικό σύστημα και να προσφέρουν κάποιο ίχνος ελπίδας στους απλούς ανθρώπους, θα ήταν αρρωστημένα αισιόδοξο. Εξάλλου, είναι οι ίδιοι οι πολίτες που με την αποχή τους (αλλά και την ψήφο τους σε πάμπολλα εξωκοινοβουλευτικά μικρά κόμματα και κομματίδια) προεξόφλησαν την αδυναμία της εκλογικής αναμέτρησης να επιτελέσει τον πιο πάνω ρόλο. Θα ήταν άδικο, όμως, να μην αναγνωρίσουμε ότι οι ευρωεκλογές αποτελούν την απαρχή (ή την επιβεβαίωση) μιας αλυσίδας πολιτικών εξελίξεων, που σε βάθος χρόνου θα προκαλέσουν την αναδιάταξη του πολιτικού μας συστήματος. Ίσως ήταν από τις λίγες εκλογικές αναμετρήσεις που τον τόνο των πολιτικών εκτιμήσεων και προβλέψεων θα τον δώσουν οι «χαμένοι» (ή έστω «μη-κερδισμένοι») και όχι οι «κερδισμένοι». Γιατί ξεκάθαροι νικητές δεν υπήρξαν.
Η διαφορά που κέρδισε το ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ ήταν πραγματικά σημαντική και του δίνει αέρα εξουσίας, το ποσοστό όμως που συγκέντρωσε δεν του επιτρέπει να μιλάει από τώρα για αυτοδυναμία, ιδιαίτερα στην περίπτωση που στις εθνικές εκλογές προκύψει εξακομματική βουλή ή/και η ΝΔ ενισχύσει τη συσπείρωσή της μπροστά στη διαφαινόμενη απώλεια της κυβερνητικής κουτάλας, ροκανίζοντας τη διαφορά αυτή.
Από τον Καρατζαφέρη στον… Τρεμόπουλο
Το ΛΑΟΣ είναι ο αδιαμφισβήτητα κερδισμένος αυτής της αναμέτρησης ανεβάζοντας τόσο το ποσοστό του όσο και τα απόλυτα νούμερα των ψήφων του, ανατρέποντας ακόμα και τις εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων, που δεν του προσέδιδαν ιδιαίτερη δυναμική προεκλογικά. Οι ψήφοι όμως που πήρε παραήταν εύκολες για να θεωρήσει πως μπορεί μέρος τους να το κρατήσει. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων ψηφοφόρων του ήταν εξοργισμένοι νεοδημοκράτες, που στην πολιτική τους κουλτούρα δεν ταίριαζε η αποχή, αλλά παρ’ όλα αυτά ήθελαν να τιμωρήσουν την κυβέρνηση ψηφίζοντας το κόμμα που θεωρούσαν πιο συγγενικό. Αυτό είναι και το ασθενές σημείο του όλου καρατζαφέρειου εγχειρήματος. Με τη θεωρία περί «πολυκατοικίας της παράταξης», της οποίας μικρό διαμέρισμα αποτελεί το ΛΑΟΣ, ο Καρατζαφέρης ξεκάθαρα στοχεύει στην αποδοχή του από το πολιτικό σύστημα και την κατάληψη ενός υπουργικού θώκου σε μια μελλοντική κυβέρνηση συνεργασίας, παρά στο να εκφράσει με πολυσυλλεκτικό τρόπο έναν δεξιό ριζοσπαστισμό που αρχίζει να μεγεθύνεται στη βάση της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι συνειδητά επιδιώκει πλέον την άνοδό του στηριζόμενος όχι τόσο σε ιδεολογικές ταυτίσεις όσο σε ευκαιριακή εκμετάλλευση των στραβοπατημάτων των άλλων και σχεδόν αποκλειστικά της ΝΔ. Κάτι τέτοιο, σε πιθανές συνθήκες πόλωσης των εθνικών εκλογών με το ΠΑΣΟΚ προ των κυβερνητικών πυλών, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μαζικό επαναπατρισμό στη ΝΔ των ψήφων ακριβώς εκείνων για τις οποίες σήμερα πανηγυρίζει ο Καρατζαφέρης. Ασχέτως πάντως της ανάλυσης που προηγήθηκε, είναι ξεκάθαρο ότι το πολιτικό μαγαζί ΛΑΟΣ έχει στηθεί και παρά τις όποιες πιθανές αυξομειώσεις των ποσοστών του, θα συνεχίσει να υπάρχει για όσο θα μπορεί να εκμεταλλεύεται με τον λαϊκίστικο λόγο του την πασιφανή αδυναμία των υπολοίπων κομμάτων να αφουγκραστούν έστω (πόσο μάλλον να ανταποκριθούν) (σ)την αυξανόμενη αγωνία και ανασφάλεια ολοένα και περισσότερων στρωμάτων στη βάση της κοινωνίας. Η ελληνική ακροδεξιά, με τις όποιες ιδιαιτερότητές της, ακολουθεί τη γενικότερη άνοδο της ευρωπαϊκής και ήρθε για να μείνει.
Οι Οικολόγοι-Πράσινοι σημείωσαν μια μεγάλη επιτυχία εκλέγοντας έναν ευρωβουλευτή (και τι ευρωβουλευτή!). Είναι ολοφάνερο, όμως, ότι αν υπήρχε ακόμα μια εβδομάδα προεκλογικού αγώνα, πολύ πιθανόν να βρίσκονταν κάτω από το 3%. Και αυτό παρά την τερατώδη υποστήριξή τους από πληθώρα ηλεκτρονικών μέσων και δημοσκοπικών αλχημειών. Ο κραυγαλέος εθνομηδενισμός της ηγετικής τους ομάδας και ιδιαίτερα του επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου, η οργανωτική τους ανυπαρξία, το προγραμματικό έλλειμμα και ο πολιτικός τους ερασιτεχνισμός λίγο έλειψαν από να τους στερήσουν την επιτυχία. Και φυσικά, αν υποθέσουμε την αυξημένη συμμετοχή στις συντόμως ερχόμενες εθνικές εκλογές και το ρεύμα νίκης που έχει δημιουργηθεί για το ΠΑΣΟΚ, τότε βάσιμα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι Ο-Π θα βρεθούν σαφώς κάτω του 3%. Μάλιστα εδώ υπάρχει κι ένα παράδοξο: Όσο αργότερα γίνουν οι εθνικές εκλογές τόσο, εκτός άλλου απροόπτου, θα είναι μικρότερο το ποσοστό τους, διότι θα έχουν να απολογηθούν για τα πεπραγμένα του (ανεξέλεγκτου) ευρωβουλευτή τους και να συμμαζέψουν τις αντιθέσεις και τους προσωπικούς διαγκωνισμούς στο εσωτερικό τους, που με μεγάλη δυσκολία κρύβονταν στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο. Πάντως, θα πρέπει και εδώ να επισημάνουμε, ότι το αίτημα για μια πολιτική έκφραση της οικολογικής αγωνίας και του αιτήματος για οικολογική δράση, ολοένα και περισσότερων ανθρώπων, ήρθε κι αυτό για να μείνει στα πολιτικά μας πράγματα, ανεξαρτήτως της έωλης παρουσίας του συγκεκριμένου πολιτικού εγχειρήματος των Ο-Π.
Εγκώμιο της ακινησίας
Πριν προχωρήσουμε στους αμιγώς χαμένους των ευρωεκλογών, θα σταθούμε στον πολιτικό σχηματισμό που βρίσκεται ακριβώς στο όριο μεταξύ των κερδισμένων και μη: το ΚΚΕ. Μπόρεσε και άντεξε στην ομοβροντία επιθέσεων που εξαπολύθηκαν συντονισμένα από το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ τους τελευταίους μήνες και διατήρησε τα ποσοστά των εθνικών εκλογών. Αντιμετώπισε με επιτυχία και τη μεγάλη επίθεση που εξαπέλυσε το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και του αντεξουσιαστικού χώρου εναντίον του για τη «συντηρητική» και «επιφυλακτική» στάση που κράτησε στα γεγονότα του Δεκέμβρη και παρέμεινε η μεγάλη, ηγεμονική σε επίπεδα ψήφων και οργάνωσης, δύναμη της ελληνικής αριστεράς. Δεν μπόρεσε, όμως, να εκμεταλλευτεί περαιτέρω το κύμα δυσαρέσκειας και βουβής οργής των λαϊκών στρωμάτων που πλήττονται βαριά από την οικονομική κρίση και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε την πολιτική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ (και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς λιγότερο) από τον Δεκέμβρη και μετά, ούτε ακόμα και τη συνήθη χαλαρή ψήφο ή ψήφο διαμαρτυρίας των ευρωεκλογών, σαν αυτή που του είχε δώσει πάνω από 9% στις ευρωεκλογές του 2004. Αντίθετα δείχνει να έχει προσεγγίσει τα άνω όρια που του επιτρέπουν οι οργανωτικές, πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές της τελευταίας περιόδου (απομονωτισμός, ταξικισμός στα όρια του αριστερισμού, παλινόρθωση του σταλινισμού). Γι’ αυτό και η διατήρηση των ποσοστών σε αυτές τις ευρωεκλογές (ελέω αποχής) συνοδεύτηκε από μια παράλληλη και διόλου ασήμαντη μείωση των ψήφων κατά 155.000 σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2007. Είναι βέβαιο ότι η εκδοχή του να κινείται το ΚΚΕ σε ποσοστά μεταξύ 7%-9% για τις επόμενες αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις δεν προβληματίζει ιδιαίτερα την ηγεσία του κόμματος. Αντίθετα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι είναι επιθυμητή, καθώς στρατηγική επιλογή αυτή την περίοδο είναι η οργανωτική συγκρότηση, το μπετονάρισμα των γραμμών του κόμματος και η ανάδειξη μιας σειράς στελεχών (κυρίως από τον χώρο της νεολαίας) που θα καλύψουν, μετά από 20 χρόνια, το τεράστιο κενό μεσαίων στελεχών που άφησε η διάσπαση των αρχών του ’90. Θα πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι η κατάρρευση των φιλοδοξιών του ΣΥΡΙΖΑ και η καταφανής αδυναμία συγκρότησης ενός άξιου αναφοράς πόλου της άκρας αριστεράς εμπεριέχει μια θέση κινδύνου και για το ΚΚΕ εξαιτίας των ίδιων των υπό ανάπτυξη εσωτερικών του αντιφάσεων. Έχει γίνει κάτι παραπάνω από φανερό το τελευταίο διάστημα ότι συγκεκριμένοι χώροι μέσα στο κόμμα (π.χ. τμήμα της σπουδάζουσας νεολαίας, τμήμα της στελεχιακής γραφειοκρατίας) ανυπομονούν να πάρουν τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στην έκδοση πιστοποιητικών αριστεροσύνης και σε κηρύγματα κούφιου αριστερισμού και δικαιωματολατρείας που θα απευθύνονται στα ολιγάριθμα αυτιά της λεγόμενης ευρύτερης αριστεράς και όχι στα αυτιά του λαού. Κάτι τέτοιο θα επιφυλάξει και για το ΚΚΕ, σταδιακά, μια αντίστοιχη με του ΣΥΡΙΖΑ κατρακύλα…
Η Ν.Δ. και η Ντόρα
Φτάνοντας στους χαμένους των εκλογών, δεν μπορούμε παρά να συναντήσουμε τη ΝΔ και τον Κ. Καραμανλή προσωπικά. Τους λόγους της ήττας δεν χρειάζεται να τους αναλύσουμε γιατί όλοι/ες βιώνουμε καθημερινά τη μεγαλειώδη αποτυχία αυτής της κυβέρνησης σε όλους κυριολεκτικά τους τομείς της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Η εποχή Καραμανλή βαδίζει προς το άδοξο τέλος της και μαζί της θα καταρρεύσει και το ύστερο οικοδόμημα του μετά το 1977 δικομματισμού (ανεξαρτήτως μιας ερχόμενης αυτοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ ή μη). Τα επίφοβα (σε όρια χρεοκοπίας) οικονομικά αποτελέσματα του Σεπτεμβρίου που έρχεται και η πλήρης ανυπαρξία πολιτικού προσωπικού,που θα μπορούσε να ανακατέψει την πολιτική τράπουλα στηρίζοντας έναν ακόμη σαρωτικό ανασχηματισμό-κατενάτσιο, φέρνει το ενδεχόμενο των πρόωρων εθνικών εκλογών μέχρι το τέλος του έτους ακόμη πιο κοντά. Το μόνο που μπορεί να επιδιώξει ο Καραμανλής είναι να οργανώσει τη διαδοχή του με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέψει την αποσύνθεση του κόμματος, να αυξήσει τη συσπείρωση του σκληρού πυρήνα των οπαδών και να επιχειρήσει να επαναπατρίσει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους που επέλεξαν το ΛΑΟΣ ή άλλα κόμματα για να εκφράσουν την οργή τους και την απογοήτευσή τους σ’ αυτές τις ευρωεκλογές. Στόχος, να ροκανίσει τη διαφορά με το ΠΑΣΟΚ σε βαθμό τέτοιο που δεν θα επιτρέψει στο τελευταίο νίκη αυτοδυναμίας. Θα τα καταφέρει σε αυτή την τακτική επίτευξης του μη χειρότερου; Άγνωστο, αν όχι εξαιρετικά αμφίβολο. Το εντυπωσιακό είναι ότι από την εκλογική αναμέτρηση της 7ης Ιουνίου πιο στραπατσαρισμένη και από τον Καραμανλή εξέρχεται η επίδοξη διάδοχός του, Ντόρα Μπακογιάννη. Με τους χειρισμούς της στην υπόθεση Ζίμενς χρεώνεται ένα μεγάλο μερίδιο της εκλογικής κατάρρευσης και της μεγάλης αποχής των ψηφοφόρων του κόμματος. Στις ήδη γνωστές εις βάρος της κατηγορίες, περί εκπροσώπησης των ατλαντικών γεωπολιτικών συμφερόντων στην Ελλάδα, προστίθεται και η κατηγορία της πρακτόρευσης των γερμανικών οικονομικών συμφερόντων. Ο εσωκομματικός καταιγισμός κριτικής που θα δεχτεί το επόμενο διάστημα και η μετατροπή της σε εύκολο στόχο επιθέσεων από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και ιδιαίτερα το ΛΑΟΣ, συρρικνώνουν –αν δεν μηδενίζουν– τις όποιες ελπίδες της για διαδοχή του Καραμανλή. Με το ΛΑΟΣ στο 7% και την επικείμενη κατάρρευση της (άτυπης) υποψηφιότητας της Μπακογιάννη για την αρχηγία του κόμματος, μια πιθανή υποψηφιότητα Σαμαρά δεν ακούγεται πια σαν πολιτικό ανέκδοτο…
Πού βρισκόταν το βράδυ των εκλογών ο κ. Αλαβάνος;
Τέλος, στους μεγάλους χαμένους, ίσως ο μεγαλύτερος σε επίπεδο εντυπώσεων ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Κάτω από τα ποσοστά των εθνικών εκλογών, χάσιμο μιας έδρας στην Ευρωβουλή και κατάρρευση του σχεδιασμού για ένα κόμμα-καταλύτη των πολιτικών εξελίξεων. Αντ’ αυτού, ο κίνδυνος κατάλυσης του ίδιου του ομοσπονδιακού πολιτικού εγχειρήματος είναι πια ορατός. Η πιθανότητα για επιστροφή σε ποσοστά λίγο πάνω από το 3% στις ερχόμενες εθνικές εκλογές είναι παραπάνω από αυξημένη. Έχουμε μιλήσει πολλές φορές για τον άκρατο τυχοδιωκτισμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, την τακτική του ανερυθρίαστου πολιτικού και ιδεολογικού σαλταδορισμού, του σνομπαρίσματος του λαϊκού παράγοντα και της ταυτόχρονης παλαιοκομματικής κολακείας και γλειψίματος ολόκληρων κοινωνικών χώρων, τη διαμόρφωση πολιτικής με επικοινωνιακά τρικ και με τη στήριξη συγκεκριμένων ΜΜΕ και γραφιάδων, κ.λπ., κ.λπ.
Η ιδιότυπη συμμαχία «αριστερού Κολωνακίου-Εξαρχείων», που έφτασε στο αποκορύφωμά της με τα γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη, εξεμέτρησε το ζην και εκλογικώς. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝ χρεώνεται αποκλειστικά την αποτυχία της τακτικής του «όλα τα καρπούζια στην ίδια μασχάλη». Οι απαρατσνίκοι που αρχηγεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσαν να αναγνώσουν στοιχειωδώς την ίδια την κοινωνία στην οποία απευθύνονται (και ιδιαίτερα τον αυξανόμενο σε συνθήκες κρίσης συντηρητισμό της κοινωνίας), ούτε μπόρεσαν να κατανοήσουν το πολιτικό περιβάλλον που ευνόησε τη δημοσκοπική έκρηξη των προηγούμενων μηνών και οδήγησαν το όλο εγχείρημα ένα βήμα πριν την απαξίωση. Τώρα πρέπει να επιλέξουν και «καρπούζια» και «μασχάλη». Πράγμα πολύ δύσκολο.
Οι «ανανεωτικοί», νιώθοντας δικαιωμένοι για το σύνολο της κριτικής που ασκούσαν, θα επιδιώξουν ένα διαζύγιο με τον «αριστερισμό» και ένα κάλεσμα στους «Πρασίνους» για συνεργασία. Πράγμα που μπορεί να εξασφαλίζει τη μεσοπρόθεσμη εκλογική επιβίωση ή και ενίσχυση του εγχειρήματος, αλλά εξασφαλίζει επίσης και …την οργή του «αριστερισμού», που δεν θα αφήσει την πρόκληση αναπάντητη. Οι Αλαβάνος και Τσίπρας δεν θα αποφύγουν τη σύγκρουση (ενδεικτικός ο προεκλογικός παραμερισμός του δεύτερου και η πλήρης μετεκλογική κρυπτεία του πρώτου). Ενώ ταυτόχρονα, από δω και πέρα, για κάθε βιτρίνα που οι «εξεγερμένοι» νεολαίοι θα κατεβάζουν, για κάθε κάψιμο αυτοκινήτου από «εξεγερμένους» ισλαμιστές-μετανάστες ή για κάθε προσπάθεια επαναφοράς του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα νιώθει ασφυκτική την πίεση των απλών πολιτών για να τοποθετηθεί με σαφήνεια. Ο κίνδυνος να μετατραπεί σε τσόντα του ΠΑΣΟΚ ή σε τσόντα των Εξαρχείων θα ελλοχεύει σε κάθε κίνηση, σε κάθε απόφαση. Η διάλυση βέβαια δεν είναι πιθανή και για έναν ακόμη λόγο: Πολλοί συμμετέχοντες, άτομα και οργανώσεις, έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά ανύπαρκτοι. Η συμμετοχή τους στο εγχείρημα είναι η μόνη δυνατότητα παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό που έχουν, χωρίς να υποτιμούμε και την οικονομική ενίσχυση των συνιστωσών από την κρατική χρηματοδότηση. Και θα το σκεφτούν πολλές φορές πριν τα θυσιάσουν. Όμως, η ευκαιρία διαμόρφωσης ενός συμπαγούς πολιτικού πόλου που θα επηρέαζε τις πολιτικές εξελίξεις, η οποία δόθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ πριν από ένα χρόνο, χάθηκε. Συχνά, δε, στην πολιτική αυτό συμβαίνει ανεπιστρεπτί…
Συνοψίζοντας την ανάλυση που προηγήθηκε, μπορούμε να εντοπίσουμε τρία νέα χαρακτηριστικά της υπό διαμόρφωση πολιτικής πραγματικότητας που θα επηρεάζουν από δω και πέρα το πολιτικό σύστημα και θα πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη:
Α. Ο ακροδεξιός λόγος ήρθε για να μείνει και να αντιμετωπιστεί διότι εκφράζει την πραγματική αγωνία κατώτερων μεσαίων και εργατικών στρωμάτων μπροστά στην κοινωνική τους υποβάθμιση και την κατάρρευση της ποιότητας της καθημερινής τους ζωής από την ανασφάλεια, το έγκλημα και τα μεταναστευτικά γκέτο.
Β. Ο λόγος της πολιτικής οικολογίας ήρθε για να μείνει διότι απαντά σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα με τεράστιες συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων και εκφράζει την ανάγκη των μεσαίων στρωμάτων και της νεολαίας να κινητοποιηθούν γι’ αυτό.
Γ. Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία κατά βάση μικροαστική και μικρο-ιδιοκτητική, που βίωσε την τελευταία 20ετία το παράδοξο της ταυτόχρονης έκρηξης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της παραγωγικής αποδιάρθρωσης. Η κοινωνία, λοιπόν, μιας χώρας-παρασίτου, εισέρχεται στην παγκόσμια οικονομική κρίση πολλαπλά απροετοίμαστη και ανασφαλής και αυτό δεν την οδηγεί σε έναν ριζοσπαστικό αναβρασμό (όπως φαντασιώνονται διάφοροι αφελείς και καλοπροαίρετοι της ημεδαπής αριστεράς), αλλά σε μια πρωτοφανή συντηρητική αναδίπλωση.
Συμπερασματικά, μετά τις ευρωεκλογές, τίποτα δεν αλλάζει στο βαλτωμένο πολιτικό τερέν, αλλά και τίποτε δεν θα είναι όπως παλιά! Σταθερή παραμένει μόνο η ανάγκη για έναν άλλο ανατρεπτικό, συνθετικό πολιτικό πόλο που θα αναλάβει να σπάσει το πολιτικό αδιέξοδο σε μια κατεύθυνση στήριξης των λαϊκών στρωμάτων, παραγωγικής και ταυτόχρονα οικολογικής ανασυγκρότησης της χώρας και εθνικής ανεξαρτησίας…