του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 69, Απρίλιος-Μάιος 2008
Σήμερα που έχουν περάσει 40 χρόνια από τον Μάη του ’68, οι επετειακοί εορτασμοί ελάχιστα θα αναφέρονται στο επαναστατικό δυναμικό του· περισσότερο θα επιμένουν στην ενσωμάτωσή του και την οριστική διαμόρφωση της μορφής του μεταμοντέρνου καπιταλισμού: η πολιτική εξουσία στη Δεξιά, η πολιτιστική στην Αριστερά. Το σύστημα έχει γίνει δικέφαλο.
Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπου η Δεξιά κατέρρευσε με τη χούντα και την εθνική ήττα της Κύπρου, η κρίση του συστήματος υπήρξε ως πιο έντονη, έτσι ώστε ακόμα και η οικονομική εξουσία να συνδεθεί εν μέρει με την Αριστερά –Κόκκαλης, Μπόμπολας, κ.λπ. Είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη στα μεγάλα συγκροτήματα Τύπου, στις εφημερίδες, τα κανάλια, στους εκδοτικούς οργανισμούς, στο πανεπιστήμιο, την τέχνη κ.ο.κ.. Από τη μία πλευρά ο «Νικολάου» προωθεί τον οικονομικό φιλελευθερισμό και από την άλλη ο «Μπουκάλας» τις αξίες της αριστεράς ψευδο-ελευθεριακότητας. Το δε κοινό τους είναι πως όλοι προέρχονται από τη μεγάλη μήτρα της Αριστεράς. Ακόμα και στη φιλοκυβερνητική Καθημερινή, όλοι σχεδόν, από τον φιλοαμερικανό διευθυντή (Παπαχελά) και τον φιλοϊσραηλινό πρώην διευθυντή (Καρκαγιάννη) μέχρι τον Νικολάου, τον Ξυδάκη, ή την Τζιαντζή, χωρίς να ξεχνάμε τον Παπακωνσταντίνου ή τον Λυγερό, όλοι τους προέρχονται από την Αριστερά και συχνότατα την εξωκοινοβουλευτική, ενώ ορισμένοι εξακολουθούν να παραμένουν σε αυτή.
Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά και η «ελευθεριακή» Αριστερά συναντώνται στην απόρριψη του «εθνικισμού», στην αποδοχή της παγκοσμιοποίησης, στη λογική της προνομιακής υπεράσπισης των ατομικών δικαιωμάτων και των «μειονοτήτων», έναντι των συλλογικών δικαιωμάτων και υποκειμένων, στην καταδίκη του «ρατσισμού», στην αποδοχή της ελευθεριότητας των ηθών, την καταδίκη της θρησκείας και, πλέον, και στη λάιτ οικολογία. Βέβαια, έρχονται σε αντιπαράθεση σε άλλα ζητήματα (κοινωνική προστασία και μισθοί), αλλά, στην καθημερινότητα των χωρών της Δύσης, αυτή η αντίθεση είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με τα σημεία ταύτισής τους, μια και οι κοινωνικές αντιθέσεις αμβλύνονται εξαιτίας της παρουσίας των μεταναστών και της «εξαγωγής» της βιομηχανίας στον Τρίτο Κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικές οι διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην παγκοσμιοποίηση στην Ευρώπη, το Ισλάμ, τη Λατινική Αμερική. Στην Ευρώπη είναι πρόσφατο το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου το ζήτημα επικεντρώνεται στο μεταναστευτικό και τείνει να εκφραστεί από μια Δεξιά –λαϊκιστική ή ακραία– συχνά φιλοαμερικανική και αντιμουσουλμανική. Η Αριστερά είναι καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν εκτός πολιτικού παιγνιδιού, μιας και έχει αποδεχτεί τους πολιτιστικούς και πολιτικούς κώδικες της παγκοσμιοποίησης, αλλά ηγεμονεύει στα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, την τέχνη. Ελάχιστες αντιδράσεις, τύπου Μισεά1, επισημαίνουν πως η Αριστερά δεν αποτελεί έκφραση της αντίδρασης των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στον καπιταλισμό, αλλά μορφή της ηγεμονίας των διανοούμενων πάνω στα λαϊκά στρώματα. Και αν στο παρελθόν αυτή η οιονεί συμμαχία μπορούσε να έχει και θετικές διαστάσεις και κατακτήσεις, στον όψιμο μεταμοντέρνο καπιταλισμό έχει διαρραγεί αυτή η συμμαχία και η Αριστερά παύει πλέον να εκπροσωπεί, έστω και τυπικά, τα λαϊκά στρώματα.
Στη Λατινική Αμερική, η αντίδραση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση προσλαμβάνει προοδευτικό χαρακτήρα εξαιτίας της υφής των προβλημάτων, δηλαδή της απόπειρας εξόδου από την εξάρτηση. Γι’ αυτό και η κύρια αιχμή είναι η αντιιμπεριαλιστική διάσταση. Δεδομένης δε της προϊστορίας της Λατινικής Αμερικής και της κοινής πολιτισμικής παράδοσης με τη Δύση, οι ανάλογες εκφράσεις του κοινωνικού ριζοσπαστισμού παίρνουν τη μορφή της Αριστεράς, ενώ, τέλος, στο Ισλάμ, η αντίδραση παίρνει τη μορφή του ριζοσπαστικού Ισλάμ.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική δυτική χώρα. Ως προς τη μορφή και το ύψος της κατανάλωσης είναι δυτική, αλλά, ταυτόχρονα, ως προς την παραγωγή, είναι εντελώς παρασιτική και απόφυση της Δύσης, ενώ γεωπολιτικά αποτελεί χώρα των συνόρων, που δεν εντάσσεται πραγματικά στη Δύση.
Τα τελευταία χρόνια, οι κύριες πηγές των αντιπαραθέσεων με την παγκοσμιοποίηση είναι δύο. Από τη μια πλευρά, τα εθνικά ζητήματα και η αντιιμπεριαλιστική διάσταση, που αυτά προσδίδουν στην απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, και από την άλλη το μεταναστευτικό ζήτημα.
Η πρώτη περίοδος διαμόρφωσης ενός πατριωτικού αντιπαγκοσμιοποιητικού χώρου σημαδεύτηκε από την αντιιμπεριαλιστική και πατριωτική παράδοση της Αριστεράς. Είναι η περίοδος της δεκαετίας του 1980 και του 1990, όταν η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης και της απόρριψης του έθνους έρχεται από το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά –Χαραλαμπίδης, Τσοβόλας, Παπαθεμελής, Γλέζος και αριστερό ρεύμα του Συνασπισμού. Όμως, αυτός ο χώρος υπονομεύτηκε από την αδυναμία του να συνδέσει την πατριωτική διάσταση με το σύγχρονο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, πράγμα που συναρτάται κατ’ εξοχήν με την προϊούσα παρασιτοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και την ουσιαστική εξάλειψη, για αρκετά χρόνια, της ελληνικής εργατικής τάξης στον ιδιωτικό τομέα, καθώς αντικαταστάθηκε από τους μετανάστες. Η κοινωνική βάση της πατριωτικής και δημοκρατικής Αριστεράς δέχτηκε καίριο πλήγμα από τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Η δεύτερη περίοδος σημαδεύεται από την ανάδυση του μεταναστευτικού ζητήματος, ιδιαίτερα μετά το 2000, και σε αυτή την περίοδο θα αναπτυχθούν ρεύματα φυλετιστικού χαρακτήρα, όπως η αρχαιολατρία, οι φιλοναζιστικές ομάδες κ.λπ., κύριο χαρακτηριστικό των οποίων δεν είναι η αντιιμπεριαλιστική διάσταση, αλλά η φυλετιστική και θρησκευτικο-φονταμενταλιστική. Είναι η περίοδος των έξαλλων αρχαιολατρών στα κανάλια και των παπα-Τσάκαλων ή των παπα-ροκάδων ως εκπροσώπων της ορθοδοξίας.
Παράλληλα, στον χώρο της παρασιτικής άκρας Αριστεράς, του «αριστερού» παρακολουθήματος μιας παρασιτικής κοινωνίας, θα αναπτύσσεται ένα βίαιο αντεθνικό ρεύμα, επικεντρωμένο στο μεταναστευτικό και τον «αντιρατσισμό».
Πλέον, η πλειοψηφική αντιπαγκοσμιοποιητική ευαισθησία, στην Ελλάδα θα εκφράζεται μέσα από μια αντιπαγκοσμιοποίηση κατ’ εξοχήν θρησκευτικού και φυλετικού χαρακτήρα, ενώ, από την πλευρά της Αριστεράς, το λεγόμενο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα θα είναι, στο πολιτιστικό και ιδεολογικό του υπόστρωμα, ένα κίνημα κατ’ εξοχήν φιλοπαγκοσμιοποιητικό, έστω και αν πρόκειται για μια «εναλλακτική» παγκοσμιοποίηση, όπως υποστηρίζει.
Κ αι μόνο το γεγονός ότι η αμερικανική υπερδύναμη συντάσσεται με τους αντιπάλους της Ελλάδας και τους υποδαυλίζει υποχρεώνει ένα μέρος της Αριστεράς (βλέπε ΚΚΕ), έστω με στρεβλό τρόπο, να στρέφεται κατά της παγκοσμιοποίησης, ενώ οδηγεί σε τραγικές αντιφάσεις ένα άλλο μέρος της άκρας Αριστεράς (αντιαμερικανισμός στο Ιράκ ή το… Μεξικό και συμπόρευση με τους Αμερικανούς στο … Σχέδιο Ανάν).
Αυτή η νέα πραγματικότητα της δεκαετίας του 2000 κατεγράφτηκε και στο εκλογικό πεδίο. Το ΔΗΚΚΙ αντικαταστάθηκε από το ΛΑΟΣ, ενώ το λοιπό «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ» οδηγήθηκε στην περιθωριοποίηση.
Ωστόσο, το ίδιο το ΛΑΟΣ, για να μπορέσει να διατηρηθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας, είναι υποχρεωμένο να πατάει σε δύο βάρκες, τόσο την κλασική αντιμεταναστευτική και φυλετιστική έναντι των Τούρκων και των «γυφτοσκοπιανών», όσο και την αντιιμπεριαλιστική, κατά των Αμερικανών, ακόμα και με βαριά καρδιά.
Ένας αυτόνομος πόλος
Αυτές οι συνθήκες μας υποχρεώνουν σε ορισμένες διαπιστώσεις, στο ιδεολογικό και στο πολιτικό πεδίο.
Α. Δεν έχει επί του παρόντος νόημα κάποια προσπάθεια συνένωσης του πατριωτικού δημοκρατικού χώρου, διότι πλέον το κριτήριό του είναι εξαιρετικά αμβλυμμένο και έχει εν πολλοίς υποταχθεί ιδεολογικά στο ΛΑΟΣ. Η συνένωση αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνον εάν προϋπάρξει ένας ισχυρός διακριτός πόλος. Εσχάτως δε, μετά τη μεταπολίτευση στην Εκκλησία, αναπτύσσονται και εκεί με μεγάλη ταχύτητα οι εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις και μειώνουν τη δυνατότητα μιας βάσης για το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα.
Β. Ακόμα περισσότερο, δεν έχει κανένα νόημα ο συναγελασμός στο πολιτικό πεδίο με την Αριστερά και τον αριστερισμό, όπως μας καλούν να κάνουμε πολλοί φίλοι. Το ζήτημα είναι βαθύτατα ιδεολογικό και πολιτικό. Έχει αποτύχει η Αριστερά του διαφωτισμού και του ευρωπαϊκού ’68, ενώ το ΚΚΕ εξακολουθεί να παραμένει προσκολλημένο σε προκατακλυσμιαίες λογικές, παρ’ ότι σε πολλά ζητήματα βρισκόμαστε πολύ πιο κοντά του.
Δεν μπορούμε, κατά συνέπεια, να οικοδομήσουμε έναν χώρο, παραπαίοντας ανάμεσα στον έναν και τον άλλον πόλο· αντίθετα, θα πρέπει να επιμείνουμε σε ένα ισχυρό ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα, που διαθέτει έντυπα, βιβλιοπωλεία, εκδόσεις, στέκια, διαδικτυακούς κόμβους, που συγκροτείται σαν ένας μικρός εν δυνάμει πόλος, και ο οποίος θα πρέπει να διευρυνθεί όταν υπάρξουν οι κατάλληλες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες. Ένας ιδεολογικός και πολιτικός πόλος με εν δυνάμει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά και στόχευση. Ένας χώρος που αρχίζει από το πιο ριζοσπαστικό τμήμα του ορθόδοξου χώρου και φτάνει μέχρι αντιεξουσιαστικές και ελευθεριακές αντιλήψεις. Με απόψεις που αντλούν προνομιακά από την παράδοση της Αριστεράς, αλλά και εν μέρει εκτός αυτής, όπως είναι η έννοια της πατρίδας, του εδάφους, της ταυτότητας κ.λπ. Αλλά προηγείται η συγκρότηση. Και η συγκρότηση απαιτεί ρήξεις, όσο επίπονες και αν είναι και όσος χρόνος και αν χρειαστεί για να οικοδομηθεί κάτι διαφορετικό.
Στη χειρότερη περίπτωση, έτσι θα αποτελέσουμε τον σπινθήρα που θα ενεργοποιήσει άλλους πολιτικούς χώρους. Στην καλύτερη, θα κατορθώσουμε να συγκροτήσουμε, από την πλευρά του δημοκρατικού χώρου, ένα σχήμα που θα υπερβαίνει τον παραδοσιακό χωρισμό Αριστεράς-Δεξιάς, αλλά με αφετηρία μια ευαισθησία οικολογική, κοινωνική, πατριωτική, «αριστερή», σε αντίθεση με το ανάλογο εγχείρημα του Καρατζαφέρη, που επιχειρεί να ξεπεράσει την αντίθεση Αριστερά-Δεξιά από την πλευρά του ακροδεξιού χώρου, όπως έκαναν με επιτυχία στον μεσοπόλεμο ο φασισμός και ο ναζισμός.
Το αν θα το επιτύχουμε, και πόσο σύντομα, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Αν, τα επόμενα χρόνια, τα εθνικά ζητήματα βρεθούν στο προσκήνιο και η σύγκρουση με τον νεο-οθωμανισμό και τους Αμερικανούς οξυνθεί, θα το επιτύχουμε ταχύτερα και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αν, αντίθετα, αναδειχθεί σε κυρίαρχο ζήτημα το μεταναστευτικό, όπως έγινε στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, τότε οι δημογραφικές και κοινωνικές πραγματικότητες της χώρας, ο παρασιτισμός κ.λπ. θα κάνουν πολύ πιο δύσκολη τη συγκρότηση ενός πόλου ανάμεσα στις ρατσιστικές τάσεις και την παρασιτική αριστερή λογική των ανοικτών συνόρων.
Πάντως, στη μία ή την άλλη περίπτωση, έχουμε ως καθήκον και στόχο τη διαμόρφωση μιας νέας εναλλακτικής ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης, που να υπερβαίνει την παλιά αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς, υπέρβαση που, για μια φορά, δεν θα γίνει από την πλευρά της άκρας Δεξιάς, αλλά από εκείνη του δημοκρατικού εναλλακτικού χώρου.
Και σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει ο χώρος μας να εμβαθύνει την ιδεολογική του δουλειά –διερευνώντας ζητήματα που έχουν μείνει ανεξερεύνητα ή αποτελούν ταμπού– όσο και την πολιτική του δραστηριότητα, παρεμβαίνοντας τόσο στα μεγάλα εθνικά ζητήματα όσο και -προνομιακά – στα οικολογικά και τα κοινωνικά ζητήματα.
- Βλέπε το βιβλίο του, Το Αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2008.
- Μέρος από την εισήγηση του Γιώργου Καραμπελιά στην πανελλαδική συνάντηση του Άρδην και της Ρήξης, στις 19 Απριλίου του 2008.