Στις 6 Μαρτίου, απαντώντας στο «νιέτ» της Μόσχας σε ενδεχόμενο περιορισμό της ρωσικής παραγωγής, η Σαουδική Αραβία μείωσε αμέσως τις τιμές της. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση της τιμής του βαρελιού. Τέσσερις εβδομάδες αργότερα, ο Ρώσος πρόεδρος αποφασίζει να σταθεροποιήσει την αγορά μειώνοντας τη ρωσική παραγωγή. Προς τί και πώς προέκυψε μία τέτοια αλλαγή στρατηγικής κατεύθυνσης;
Από τον Ζεράρ Βεσπιέρ (Gérard Vespierre)*, LaTribune, 12/04/2020
* Διευθυντής ερευνών στο Fondation d’Etudes pour le Moyen-Orient (Ίδρυμα Μελετών για τη Μέση Ανατολή), Πρόεδρος της Strategic Conseils.
Η απόφαση του Κρεμλίνου να αρνηθεί τις περικοπές παραγωγής του ΟΠΕΚ στις 6 Μαρτίου δημιούργησε μια νέα κατάσταση στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Η μείωση που εισηγήθηκε το Ριάντ είχε ως στόχο να προσαρμοστεί στη κατάρρευση της κινεζικής κατανάλωσης, ώστε να συγκρατήσει τις τιμές του βαρελιού. Όμως η Ρωσία και ιδιαίτερα ο Ίγκορ Σέτσιν, πρόεδρος της Ροσνιέφτ, αποφάσισαν να ξαναμοιράσουν τη τράπουλα. Διατηρώντας την ρωσική παραγωγή στα ίδια επίπεδα, προκάλεσαν πτώση των τιμών και κήρυξαν ανοιχτά τον πόλεμο στους Αμερικανούς παραγωγούς μη συμβατικού πετρελαίου. Ο στόχος ήταν σαφής: η δημιουργία μιας κατάστασης στην αγορά, με υψηλή παραγωγή και χαμηλές τιμές. Αυτή η επιλογή θα έπρεπε να οδηγήσει πολλούς παραγωγούς στις Ηνωμένες Πολιτείες σε πτώχευση! Πώς και γιατί συγκροτήθηκε αυτός ο προσανατολισμός της ρωσικός πολιτικής;
Στόχος και στρατηγική της Ρωσίας
Ο Ίγκορ Σέτσιν ήταν σαφέστατος: Η Ρωσία θέλει να σταματήσει την αύξηση του μεριδίου της αμερικανικής παραγωγής στην αγορά, ή ακόμη και να το μειώσει. Πράγματι, αυτό το μερίδιο έχει αυξηθεί τα τελευταία δέκα χρόνια, από 7% σε περισσότερο από 14%, εις βάρος της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας ειδικότερα. Η εξαφάνιση αρκετών εκατομμυρίων βαρελιών αμερικανικής παραγωγής ημερησίως – επειδή περί τέτοιας κλίμακας υποχώρηση πρόκειται – θα οδηγούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να απωλέσουν πολλούς πόντους στο μερίδιο της αγοράς τους. Η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία θα ανακτήσουν αυτό το μερίδιο στη θέση των Αμερικανών.
Η στρατηγική που διατυπώθηκε στην απόφαση της 6ης Μαρτίου πρόκειται για στρατηγική μάχης, πολέμου. Είχε εκφραστεί με ακόμη πιο εμφανή τρόπο σαράντα οκτώ ώρες νωρίτερα, στο τέλος της προπαρασκευαστικής συνάντησης του ρωσικού επιτελείου. Με προεδρεύοντα το Βλαντιμίρ Πούτιν, αυτή η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 4 Μαρτίου στο αεροδρόμιο της Μόσχας. Ένας από τους συμμετέχοντες εξέφρασε με ξεκάθαρο τρόπο τη γενική ιδέα, συνοπτικά: «Θα τους δείξουμε». Στη προηγούμενη φράση, το υποκείμενο είναι φυσικά η Ρωσία και το αντικείμενο οι Αμερικανοί παραγωγοί μη συμβατικού πετρελαίου…
Η στρατηγική για την αύξηση των επιπέδων παραγωγής πετρελαίου στη Ρωσία εκφράστηκε από τον Αλεξάντερ Νόβακ, ήδη στα τέλη του 2019. Με άλλα λόγια, προετοιμάστηκε και αποφασίστηκε στο δεύτερο εξάμηνο του περασμένου έτους. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε απολύτως καμία απειλή από τον κορωνοιό. Ούτε ήταν αυτή η στρατηγική αντιπαράθεσης με τους Αμερικανούς παραγωγούς μη συμβατικού πετρελαίου μία απόφαση της τελευταίας στιγμής, λίγο πριν τη συνεδρίαση του ΟΠΕΚ στις 6 Μαρτίου.
Αρκεί να διαβάσει κανείς τις δηλώσεις του Ρώσου Υπουργού Ενέργειας στις 28 Δεκεμβρίου 2019, περισσότερο από δύο μήνες πριν από τη «διαφωνία» της Βιέννης: Ο Αλεξάντερ Νόβακ, εκείνη την ημέρα, κατέστησε με σαφή τρόπο ότι «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να μειώνουμε τον όγκο παραγωγής επ’ αόριστον. Πρέπει να προετοιμαστούμε για νέες κατευθύνσεις στο επόμενο έτος». Η εορταστική περίοδος και το γεγονός ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο σήμαινε πλήρη αλλαγή στρατηγικής κατεύθυνσης της Ρωσίας, δεν επέτρεψε να εξεταστεί σοβαρά αυτή η δήλωση. Αναδρομικά όμως, φαίνεται η ύψιστη σημασία της.
Τώρα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν υποστηρίζει μια νέα αλλαγή στρατηγικής. Προτείνει μείωση, ακόμη και πολύ σημαντική (10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα) του παγκόσμιου όγκου παραγωγής. Γιατί μία τέτοια αλλαγή στάσης σε μόλις… τέσσερις εβδομάδες; Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να εξηγήσουμε αυτήν τη νέα επιλογή: η συγκυρία, η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι σύμμαχοί της.
Έλλειψη ενημέρωσης
Επιπλέον, στις 4 Μαρτίου, όταν αποφασίστηκε αυτή η νέα στρατηγική, το ρωσικό κράτος ουδόλως θεώρησε τον κορωνοϊό πραγματική απειλή, ούτε για τη Ρωσία και ακόμη λιγότερο για τον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, η αγορά πετρελαίου, μέσα σε λίγες εβδομάδες, λόγω της πανδημίας, πέρασε από μία μείωση που αφορούσε μόνο τη κινεζική κατανάλωση (κατά δύο ή τρία εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως), σε μία απότομη πτώση της παγκόσμιας ζήτησης, που ξεπερνά τα 10 εκατομμύρια βαρέλια ανά ημέρα.
Η ρωσική απόφαση του Μαρτίου, σχεδιασμένη για ένα «φυσιολογικό» παγκόσμιο περιβάλλον της αγοράς πετρελαίου και της οικονομικής ανάπτυξης, βρέθηκε να εφαρμόζεται σε μια «μη φυσιολογική» παγκόσμια αγορά, σε καθεστώς έντονης ύφεσης. Αυτή η απροσδόκητη κατάσταση δημιούργησε πτώση στην τιμή του βαρελιού, που βρέθηκε, όσον αφορά τις τιμές του Brent, κάτω από το όριο των 30 δολαρίων για τρεις εβδομάδες.
Οι επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία ήταν αναπόφευκτες…
Ο αντίκτυπος στη ρωσική οικονομία
Οι ρωσικές δηλώσεις επαναλάμβαναν συχνά, έως τις αρχές Μαρτίου, ότι τα περιθώριο για τη ρωσική οικονομία ήταν μεγάλα και ότι ο προϋπολογισμός ήταν ισορροπημένος στη βάση μίας τιμής του βαρελιού στα 42 δολάρια. Αλλά ένα βαρέλι κάτω από τα 30 δολάρια δημιούργησε μια κατάσταση μη βιώσιμη.
Σε προηγούμενο άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 17 Μαρτίου, «Πετρέλαιο: έχει σχεδιάσει τα πάντα η Ρωσία;», αναφέραμε την έκπληξή μας όσον αφορά την αντοχή της Ρωσίας όταν καθορίστηκε η μέση τιμή του βαρελιού στα 69 δολάρια το 2018 και στα 65 δολάρια το 2019! Όμως, πέρα από το υποθετικό ζήτημα της ισορροπίας του προϋπολογισμού, υπάρχει ο άμεσος κίνδυνος για το ρωσικό νόμισμα, που θα έχει σαν συνέπεια την επιστροφή του πληθωρισμού.
Ο αντίκτυπος της τιμής του πετρελαίου στο Ρούβλι ήταν πράγματι γνωστός εδώ και πέντε χρόνια. Συσχετίζεται απολύτως με τα σκαμπανεβάσματα της τιμής του βαρελιού. Η ισοτιμία 67 ρούβλια για 1 ευρώ στις αρχές Ιανουαρίου, υποχώρησε στα 88 ρούβλια, για να σταθεροποιηθούν τη Πέμπτη 9 Απριλίου στα 80: Μία υποτίμηση της τάξης του 16%. Αυτό το επίπεδο υποτίμησης μπορεί να είναι ανεκτό για μερικές ημέρες, μερικές εβδομάδες, αλλά όχι για περισσότερους μήνες, επειδή επηρεάζει άμεσα την τιμή όλων των εισαγόμενων προϊόντων για τον καταναλωτή. Γι’ αυτό καθίσταται απαραίτητο για τη Ρωσία να περιορίσει την πετρελαϊκή κρίση που η ίδια ξεκίνησε.
Αυτές οι οικονομικές και χρηματικές συνέπειες αντικατοπτρίζονται στις ρωσικές ανακοινώσεις. Αρχικά, οι παράγοντες του πετρελαίου είχαν το λόγο, όπως για παράδειγμα ο πρόεδρος της Ροσνιέφτ, Ίγκορ Σέτσιν. Τώρα μιλούν οι πιστωτές, ειδικότερα ο Κίριλ Ντμιτρίεφ, πρόεδρος του ρωσικού κρατικού επενδυτικού ταμείου. Αλλαγή αφηγήματος, αλλαγή εκπροσώπων, αλλαγή στρατηγικής…
Ο Κίριλ Ντμιτρίεφ, την επομένη της συνάντησης του G20, στα τέλη Μαρτίου, είπε ότι εάν άλλες χώρες ενταχθούν στην πρωτοβουλία για μείωση της παραγωγής, τότε θα είναι εφικτή μια νέα συμφωνία στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ +. «Οι κοινές δράσεις μεταξύ των κρατών είναι απαραίτητες για την αποκατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας». Το μονομερές «νιέτ» του Κρεμλίνου μεταβλήθηκε σε πολυμερείς διαπραγματεύσεις. Αλλά η Ρωσία δεν είναι η μόνη που υποφέρει από τις συνέπειες της απόφασης στις 6 Μαρτίου.
Οι δυσκολίες των συμμάχων της Ρωσίας
Η Αλγερία βρίσκεται ιδιαίτερα κοντά στη Μόσχα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι προνομιακές σχέσεις των δύο κρατών δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη διακίνηση ορισμένων μηνυμάτων, προκειμένου να ανακάμψουν οι τιμές. Η Αλγερία βλέπει εδώ και αρκετά χρόνια να εξαντλούνται τα αποθέματά της σε ξένα νομίσματα, που χρησιμοποιεί για να υποστηρίξει την οικονομία της που βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Από το 2015 και τη πτώση της τιμής του βαρελιού, περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν «καεί», με ρυθμό 20 έως 25 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως (!), πράγμα απολύτως μη βιώσιμο.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ένας άλλος σύμμαχος της Ρωσίας, η Βενεζουέλα (ένα από τα πέντε ιδρυτικά κράτη του ΟΠΕΚ), βρίσκεται επίσης σε δύσκολη κατάσταση, όπου επιπλέον της ζοφερής συγκυρίας στο πετρέλαιο, πλήττεται και από τις αμερικανικές κυρώσεις στις εξαγωγές της. Και αυτή η κατάσταση είναι αβάσταχτη.
Χωρίς να πάμε τόσο μακριά, το Καζακστάν και το Αζερμπαϊτζάν, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πετρελαίου και βρίσκονται κοντά στη Μόσχα, δεν μπορούν παρά να ζητήσουν την αλλαγή στη ρωσική στρατηγική και την αύξηση των τιμών. Η πτώση των τιμών πολύ κάτω από τα αναμενόμενα επίπεδα, οι εσωτερικές οικονομικές ανάγκες και οι εξωτερικές πιέσεις, εξηγούν συνεπώς την ταχύτητα και τη ριζοσπαστικότητα της αλλαγής στρατηγικής κατεύθυνσης του Κρεμλίνου. Πρέπει, αντίστοιχα, να σημειωθεί τόσο η ταχύτητα όσο και η ισχύς της απάντησης από πλευράς Σαουδικής Αραβίας, στη ρωσική απόφαση της 6ης Μαρτίου.
Το μπλίτζκριγκ της Σαουδικής Αραβίας
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι εμπειρογνώμονες και οι παρατηρητές της αγοράς πετρελαίου εξεπλάγησαν ιδιαίτερα από τα αντανακλαστικά της Σαουδικής Αραβίας. Λίγες ώρες μετά τη ρωσική απόφαση της 6ης Μαρτίου, το Ριάντ εξέδωσε διπλή ανακοίνωση: άμεση πτώση των τιμών και αύξηση της ημερήσιας παραγωγής κατά 2 εκατομμύρια βαρέλια από την 1η Απριλίου… Η ταχύτητα και η ισχύς της αντίδρασης αναμένονταν να προκαλέσουν άμεση πτώση των τιμών. Αυτός ήταν ο πρώτος στόχος.
Η Μόσχα παγιδεύτηκε στις ίδιες της τις επιλογές. Αυτός ήταν ο έτερος στόχος. Σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εκφράστηκε υπέρ της μείωσης της παραγωγής, την οποία είχε αρνηθεί στις 6 Μαρτίου, πραγματοποιώντας στροφή 180 μοιρών.
Το πετρελαϊκό μπλίτζκριγκ της Σαουδικής Αραβίας απέδωσε καρπούς σε λιγότερο από ένα μήνα. Οι Ρώσοι διαπραγματευτές επέστρεψαν στο τραπέζι με την επιθυμία να διαπραγματευτούν τη μείωση του όγκου παραγωγής. Αυτά τα γεγονότα έρχονται σε αντίθεση με τα σχόλια (…) που χαρακτήριζαν τη στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας «ανεύθυνη». Αντίθετα, είχε πετύχει πλήρως το στόχο της: να αντιστρέψει τη ρωσική στρατηγική και να επαναφέρει τη Μόσχα στις διαπραγματεύσεις, οργανώνοντας περικοπές στην παραγωγή. Η στρατηγική αυτή είχε εκπονηθεί σε λιγότερο από είκοσι τέσσερεις ώρες; Σίγουρα όχι.
Θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε τις αποφάσεις της Σαουδικής Αραβίας ως μια ζαριά, την οποία έπαιξε μόνος του ένας άνδρας, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Η Σαουδική Αραβία διαθέτει τη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής πετρελαίου στον κόσμο, με βάση το κύκλο εργασιών και τα κέρδη: Η Σάουντι Αράμκο είναι καλά οργανωμένη και το οικονομικό της τμήμα διαθέτει γραφείο «Στρατηγικής και Ανάπτυξης». Επομένως, είναι πολύ πιθανό σε αυτή τη δομή να μελετήθηκε και να προετοιμάστηκε ενδελεχώς η απάντηση στην ρωσική στρατηγική που ανακοινώθηκε στα τέλη του 2019. Αυτή είναι μια κλασική επιχειρηματική διαδικασία και όχι μία «μοναχική» και «βάναυση αντίδραση» που λαμβάνεται από έναν «έφηβο δεσπότη» όπως [περιέγραψαν κάποιοι σχολιαστές] (…).
Η αμερικανική εμπλοκή
Όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι προς το συμφέρον της Ουάσινγκτον να ανακάμψουν σημαντικά οι τιμές του πετρελαίου. Τα τουίτ του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν ήδη λειτουργήσει προς αυτήν την κατεύθυνση (…). Ωστόσο, η δομή του αμερικανικού κράτους, φιλελεύθερη και αποκεντρωμένη, είναι αντίθετη με τη δομή των ρωσικών και σαουδαραβικών «κρατοκεντρικών κοινωνιών». Οι χιλιάδες αμερικανικές εταιρείες που ασχολούνται με τα μη συμβατικά αποθέματα πετρελαίου και ο αντιμονοπωλιακός νόμος καθιστούν αδύνατη οποιαδήποτε προεδρική ή κυβερνητική αυταρχική και κάθετη παρέμβαση. Ο νόμος της αγοράς πρέπει να λειτουργεί, κάτι που έχει αρχίσει να κάνει.
Τα πρώτα σημάδια προήλθαν από τη μείωση, στα μέσα Μαρτίου, του αριθμού των μηχανημάτων γεώτρησης. Από τα 815 [αρχές Μαρτίου], ο αριθμός τους μειώθηκε σε 603 στις 9 Απριλίου, μία πτώση της τάξης του 26%. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που κυκλοφόρησαν στις 8 Απριλίου, η αμερικανική παραγωγή μειώθηκε απότομα για πρώτη φορά, κατά 600.000 βαρέλια ημερησίως, από τα 13 στα 12,4 εκατομμύρια βαρέλια. Ως εκ τούτου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έρχονται με άδεια χέρια στις διαπραγματεύσεις για τη μείωση της παραγωγής.
Υπάρχουν επίσης άμεσοι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των παραγωγών του Τέξας και των ρωσικών αρχών και τέτοιες επαφές έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Ο αντιμονοπωλιακός νόμος δεν απαγορεύει τη συζήτηση με τη Ρωσία… Συνεπώς, αναμένεται να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις που αφορούν τη παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου. Όχι από τον ΟΠΕΚ, ούτε από τον ΟΠΕΚ +, αλλά παράδοξα, από έναν ΟΠΕΚ ++. Μία εξέλιξη οπωσδήποτε συγκυριακή, αλλά και ένα αποτέλεσμα που η Ρωσία σίγουρα δεν περίμενε κατά τη λήψη της απόφασής της, στις 6 Μαρτίου!
Μετάφραση: Δημήτρης Παπαμιχαήλ