του Τσ. Τζόνσον, από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005
Θυμάμαι πριν από σαράντα χρόνια, όταν ήμουν ένας νέος καθηγητής που δούλευε στο πεδίο των κινέζικων και των ιαπωνικών διεθνών σχέσεων, ότι ο Έντγουιν Ο. Ράισχαουερ (Edwin O. Reischauer) είχε δηλώσει: «Η σημαντικότερη ωφέλεια από τη νίκη μας το 1945 ήταν μια μόνιμα αφοπλισμένη Ιαπωνία». Γεννημένος στην Ιαπωνία, ο Ράισχαουερ διετέλεσε καθηγητής της ιαπωνικής ιστορίας στο Χάρβαρντ και πρέσβης των Η.Π.Α. στο Τόκιο επί προεδρίας Κέννεντυ και Τζόνσον. Το παράδοξο είναι ότι, από το τέλος του ψυχρού πολέμου, το 1991 κι ύστερα, οι Η.Π.Α κάνουν ο,τιδήποτε περνάει από το χέρι τους για να ενθαρρύνουν και να επιταχύνουν τον επανεξοπλισμό της Ιαπωνίας.
Αυτή η εξέλιξη ενισχύει την ένταση που υφίσταται μεταξύ της Κίνας και της Ιαπωνίας –των δυο υπερδυνάμεων της Ανατολικής Ασίας– και υπονομεύει οποιαδήποτε ειρηνική λύση θα μπορούσε να προκύψει σε όλα τα ζητήματα της περιοχής, αυτό της Ταϊβάν και της Βορείου Κορέας που κληροδοτήθηκαν από τον κινέζικο και τον κορεατικό εμφύλιο πόλεμο αντιστοίχως, και καθιστά πιθανή μια σινο-αμερικανική σύγκρουση στην οποία είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι Η.Π.Α. θα χάσουν. Δεν είναι ξεκάθαρο το εάν οι ιδεολόγοι και ζηλωτές του πολέμου στην Ουάσιγκτον είναι σε θέση να καταλάβουν το τι διακινδυνεύουν μ’ αυτές τις πρακτικές—μια πιθανή αντιπαράθεση μεταξύ της ταχύτερα αναπτυσσόμενης βιομηχανικής και της δεύτερης πιο παραγωγικής, παρόλο που παρακμάζει, οικονομίας στον κόσμο. Μια αντιπαράθεση την οποία οι Η.Π.Α. θα έχουν καλλιεργήσει αλλά και θα αναλωθούν μέσα σ’ αυτή.
Αφήστε με να καταστήσω σαφές ότι στην Ανατολική Ασία δεν μπορούμε να μιλήσουμε για έναν μικρής εμβέλειας πόλεμο που αποσκοπεί απλά στην αλλαγή των καθεστώτων– πράγμα το οποίο ο Μπους και ο Τσένεϋ επιθυμούν. Εξ άλλου, το βασικό χαρακτηριστικό των διεθνών σχέσεων κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα ήταν οι αδυναμία των πλούσιων, κατεστημένων δυνάμεων –όπως ήταν άλλοτε η Μεγάλη Βρετανία και είναι σήμερα οι Η.Π.Α.– να προσαρμοστούν ειρηνικά στην ανάπτυξη νέων παγκόσμιων κέντρων της ισχύος στην Γερμανία, την Ιαπωνία και την Ρωσία. Το αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας ήταν οι δυο αιματηροί παγκόσμιοι πόλεμοι, ένας ψυχρός πόλεμος που διήρκεσε 45 χρόνια μεταξύ της Ρωσίας και της «Δύσης» και οι αναρίθμητοι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι (όπως ο 25ετής του Βιετνάμ) που διεξήχθησαν ενάντια στη ρατσιστική αλαζονεία του ευρωπαϊκού, του αμερικάνικου και του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας.
Το μεγαλύτερο ερώτημα που θέτει ο 21ος αιώνας αφορά το εάν μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η θανάσιμη αδυναμία προσαρμογής στις μεταβολές που καταγράφονται στη δομή της παγκόσμιας ισχύος. Μέχρι στιγμής τα σημάδια είναι αρνητικά. Μπορούν τάχα οι Η.Π.Α. και η Ιαπωνία να προσαρμοστούν στην επιστροφή της Κίνας ως υπερδύναμης στο παγκόσμιο προσκήνιο; Ή μήπως η άνοδος της Κίνας θα σημαδευτεί από έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο ο οποίος θα ξεσπάσει όταν αρθούν τα προσχήματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην αμερικάνικη και την ιαπωνική του εκδοχή; Αυτό σήμερα είναι το κρίσιμο ερώτημα.
Η πολιτική της Αλίκης στην χώρα των Θαυμάτων και η μητέρα όλων των οικονομικών κρίσεων.
Η Κίνα, η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τις τρεις πιο παραγωγικές οικονομίες του πλανήτη. Παρόλα αυτά, η Κίνα είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία ενώ η αμερικάνικη και η ιαπωνική αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα από τα μεγάλα και διευρυνόμενα χρέη που συνοδεύονται, στην περίπτωση της Ιαπωνίας, από στασιμότητα στους ρυθμούς ανάπτυξης. Η Κίνα διαθέτει σήμερα την έκτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο (με τις Η.Π.Α να κατέχουν την πρώτη και την Ιαπωνία την δεύτερη θέση αντίστοιχα), ενώ είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος (μετά τον Καναδά και το Μεξικό). Σύμφωνα με την ετήσια μελέτη της CIA για το 2003, η Κίνα είναι κιόλας η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη εάν μετρήσουμε το Α.Ε.Π. επί τη βάσει της αγοραστικής δύναμης και όχι σύμφωνα με τις τιμές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Η CIA υπολογίζει το αμερικανικό Α.Ε.Π. για το 2003 περίπου στα 10,4 τρισ. δολάρια και για την Κίνα στα 5,7 τρισεκατομμύρια. Αυτό το νούμερο δίνει ένα κατά κεφαλήν εισόδημα, στην Κίνα των 1,3 δισ. κατοίκων, της τάξης των 4.385 δολαρίων.
Ανάμεσα στο 1993 και στο 2003, η Ιαπωνία ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας, αλλά στο 2004 έπεσε στην τρίτη θέση, πίσω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Η.Π.Α. Οι εμπορικές συναλλαγές της Κίνας έφτασαν το 2004 τα 1,2 τρισ. δολάρια, ποσό που την καθιστά τρίτη στον κόσμο έπειτα από τις Η.Π.Α και την Γερμανία και υπερβαίνει κατά πολύ τα αντίστοιχα 1,07 τρισ. δολάρια της Ιαπωνίας. Το εμπόριο της Κίνας με τις Η.Π.Α. αυξήθηκε κατά 34% μέσα στο 2004, γεγονός που ανέδειξε το Λος Άντζελες, το Λονγκ Μπιτς και το Όκλαντ ως τα αμερικανικά λιμάνια με την μεγαλύτερη δραστηριότητα.
Αλλά η σημαντικότερη οικονομική εξέλιξη που έλαβε χώρα κατά το 2004 ήταν η ανάδειξη της Ε.Ε. στον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Κίνας– γεγονός που έφερε πιο κοντά την πιθανότητα να αναδυθεί ένα σινο-ευρωπαϊκό εμπορικό μπλοκ το οποίο θα υποσκέλιζε την μικρότερης δυναμικότητας συνεργασία των Η.Π.Α. με την Ιαπωνία. Όπως παρατήρησαν και οι βρετανικοί Financial Times, «Τρία χρόνια μετά την είσοδο της Κίνας στον Π.Ο.Ε., η επιρροή της στο παγκόσμιο εμπόριο δεν είναι απλώς σημαντική, είναι αποφασιστική». Για παράδειγμα, οι περισσότεροι υπολογιστές της εταιρείας Dell που πουλιούνται στις Η.Π.Α. κατασκευάζονται στην Κίνα, όπως και τα περισσότερα DVD της ιαπωνικής εταιρίας Funai. Η Funai εξάγει περίπου 10 εκατομμύρια συσκευές DVD και τηλεοράσεις από την Κίνα στις Η.Π.Α., οι οποίες πουλιούνται επί το πλείστον μέσα από την αλυσίδα της εταιρίας Wal Mart. Το εμπόριο της Κίνας με την Ευρώπη κατά το 2004 έφτασε τα 177,2 δισ. δολάρια, με τις Η.Π.Α τα 169,6 δισ. και με την Ιαπωνία τα 167,8.
Το αυξανόμενο οικονομικό βάρος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία είναι εύκολα αναγνωρίσιμο, αλλά είναι ακριβώς αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης και οι μελλοντικές τους συνέπειες στην παγκόσμια κατανομή της ισχύος που οι Η.Π.Α και η Ιαπωνία φοβούνται, δικαίως ή αδίκως. Το Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών της CIA προβλέπει ότι το Α.Ε.Π της Κίνας θα φτάσει το αντίστοιχο της Βρετανίας μέσα στο 2005, της Γερμανίας το 2009, της Ιαπωνίας το 2017 και των Η.Π.Α. το 2042. Αλλά ο Shahid Javed Burki, πρώην αντιπρόεδρος του κινέζικου τμήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας και παλιός υπουργός Οικονομικών του Πακιστάν, προβλέπει ότι, το 2025, το Α.Ε.Π της Κίνας επί τη βάσει της αγοραστικής δύναμης θα έχει προσεγγίσει τα 25 τρισ. δολάρια και θα ηγείται στην παγκόσμια οικονομία, με τις Η.Π.Α να ακολουθούν με 20 τρισ. και την Ινδία να έρχεται τρίτη με 13 τρισεκατομμύρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάλυση του Burki είναι αρκετά συντηρητική μιας και βασίζεται στην πρόβλεψη ότι η Κίνα θα αναπτύσσεται για τις δυο επόμενες δεκαετίες με ρυθμούς που προσεγγίζουν το 6%. Επίσης, ο Burki προβλέπει ότι η ιαπωνική οικονομία θα αρχίσει να συρρικνώνεται δραματικά κοντά στο 2010 εξαιτίας της μείωσης του πληθυσμού της. Ο υπουργός Εσωτερικών της Ιαπωνίας αναφέρει ότι ήδη ο αριθμός των ανδρών έχει μειωθεί κατά 0,01% μέσα στο 2004, ενώ άλλοι δημογράφοι υποστηρίζουν ότι, στο τέλος του αιώνα, ο πληθυσμός της Ιαπωνίας θα συρρικνωθεί κατά τα 2/3, από 127,7 εκατομμύρια στα 45, που αντιστοιχούν με τον πληθυσμό που είχε η χώρα το 1910.
Aντίθετα, ο πληθυσμός της Κίνας πιθανότατα θα σταθεροποιηθεί στα 1,4 δισ. με τους άνδρες να υπερέχουν αισθητά σε σχέση με τις γυναίκες. (Η πολιτική του ενός παιδιού ανά οικογένεια που επέβαλε η κινέζικη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την χρήση του υπέρηχου, είχαν ως αποτέλεσμα να προκύψει η αναλογία γεννήσεων 129 αγοριών για κάθε 100 κορίτσια και 145 αγοριών για κάθε 100 κορίτσια στα ζευγάρια εκείνα που έχουν πάνω από ένα παιδί). Η κινέζικη οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να διαρκέσει για δεκαετίες, αντικατοπτρίζοντας την αυξανόμενη ζήτηση του τεράστιου πληθυσμού της χώρας, τα σχετικά χαμηλά επίπεδα του ατομικού δανεισμού και μια δυναμική παρα-οικονομία η οποία δεν καταγράφεται στα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός πως το εξωτερικό χρέος της Κίνας είναι σχετικά μικρό και καλύπτεται εύκολα από τα αποθέματά της σε συνάλλαγμα, ενώ τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ιαπωνία έχουν ένα τεράστιο χρέος 7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που είναι επαχθέστερο για την Ιαπωνία με τον μισό πληθυσμό από τις ΗΠΑ.
Παραδόξως, ένα μεγάλο κομμάτι του χρέους της Ιαπωνίας προέκυψε από τις προσπάθειές της να βοηθήσει τις Η.Π.Α. να διατηρήσουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Για παράδειγμα, μέχρι την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η Ιαπωνία συντηρούσε τις αμερικανικές βάσεις στα εδάφη της καταβάλλοντας περίπου 70 δισ. δολάρια. Αρνούμενες να πληρώσουν τις ιλιγγιώδεις καταναλωτικές και στρατιωτικές τους δαπάνες μέσα από την φορολόγηση των δικών τους πολιτών, οι Η.Π.Α. χρηματοδοτούν αυτές τις δραστηριότητες διευρύνοντας το χρέος της Ιαπωνίας, της Κίνας, της Ταϊβάν, της Νοτίου Κορέας, του Χονγκ Κονγκ και της Ινδίας. Αυτή η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ασταθής καθώς οι Η.Π.Α. χρειάζονται περίπου 2 δισ. δολάρια την ημέρα προκειμένου να καλύψουν μόνο τις κυβερνητικές τους δαπάνες. Εάν οποιαδήποτε χώρα της Ανατολικής Ασίας αποφασίσει, σε μια προσπάθεια να προστατευτεί από την υποτίμηση του δολαρίου, να μετακινήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα στο ευρώ, τότε είναι σίγουρο ότι θα ξεσπάσει η μητέρα όλων των οικονομικών κρίσεων.
Η Ιαπωνία κατέχει ακόμα τα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα στον κόσμο, τα οποία, μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου του 2005, προσέγγισαν τα 841 δισ. δολάρια. Αλλά η Κίνα στα τέλη του 2004 έφθασε γύρω στα 609,9 δισ. δολάρια, τα οποία κέρδισε από το θετικό εμπορικό της ισοζύγιο με τις Η.Π.Α. Την ίδια στιγμή όμως, η αμερικανική κυβέρνηση και οι Γιαπωνέζοι υποτακτικοί του Τζ. Μπους προσβάλλουν την Κίνα με κάθε μέσο, ιδιαίτερα όμως με την εμπλοκή τους στο σοβαρότατο γι’ αυτήν ζήτημα της Ταϊβάν. Ο διακεκριμένος οικονομολόγος Ου. Γκρέιντερ έγραψε πρόσφατα ότι: «Ο σπάταλος δανειστής που προσβάλλει τον τραπεζίτη του είναι τουλάχιστον παράλογος, για να το θέσω ευθέως… η αμερικανική ηγεσία έχει… τυφλωθεί –κυριολεκτικά– και αγνοεί τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων στον οποίο εμπλέκεται».
Η κυβέρνηση Μπους απερίσκεπτα απειλεί την Κίνα με το να σπρώχνει την Ιαπωνία να επανεξοπλιστεί ή με το να υπόσχεται στην Ταϊβάν ότι, εάν η Κίνα χρησιμοποιήσει την ισχύ της για να την αποτρέψει να διακηρύξει την ανεξαρτησία της, τότε οι Η.Π.Α. θα πολεμήσουν στο πλευρό της. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πιο κοντόφθαλμες και ανεύθυνες πολιτικές. Παρόλα αυτά, με δεδομένο τον παράλογο πόλεμο που διεξάγει ο Μπους στο Ιράκ, τον εκτεταμένο αντιαμερικανισμό που προκάλεσε σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και την τάση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών να εμπλέκονται στην πολιτική, είναι πολύ πιθανόν οι Η.Π.Α. και η Ιαπωνία να προκαλέσουν έναν πόλεμο με την Κίνα με αφορμή το ζήτημα της Ταϊβάν.
Ένας πολυπολικός κόσμος
Ο Τόνυ Κάρον του περιοδικού Time έχει παρατηρήσει ότι: «Σε όλον τον κόσμο, νέες εμπορικές συνεργασίες και στρατηγικές συμμαχίες συνάπτονται περικυκλώνοντας τις Η.Π.Α. Η Κίνα έχει αντικαταστήσει τις Η.Π.Α. στην ηγεσία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας Ειρηνικού APEC, αλλά και αναδύεται ως ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος πολλών λατινοαμερικανικών χωρών… Τα επιτελεία του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών προωθούν εδώ και καιρό το σενάριο της «πολυπολικότητας» ως την πιο επιθυμητή μορφή που πρέπει να πάρει ο πλανήτης μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή την επιθυμία να υπάρχουν πολλά, διαφορετικά και ανταγωνιζόμενα παγκόσμια κέντρα ισχύος, που θα αντικαταστήσουν την «μονοπολικότητα» με τις Η.Π.Α ως μόνη υπερδύναμη. Η πολυπολικότητα δεν είναι πια μόνον ένας στρατηγικός στόχος. Συνιστά πλέον μια αναδυόμενη πραγματικότητα».
Τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την «πολυπολικότητα» και τον ρόλο της Κίνας στην προώθησή της μπορούν εύκολα να βρεθούν. Απλώς σημειώστε τις διευρυνόμενες σχέσεις της Κίνας με το Ιράν, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις λατινοαμερικανικές χώρες και την Ένωση των Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Το Ιράν είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα του ΟΠΕΚ μετά την Σαουδική Αραβία και είχε για χρόνια ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με την Ιαπωνία, η οποία είναι ο κύριος εμπορικός της εταίρος. (Το 98% των εισαγωγών της Ιαπωνίας από το Ιράν αφορά το πετρέλαιο). Στις 18 Φεβρουαρίου του 2004, μια κοινοπραξία ιαπωνικών επιχειρήσεων και η ιρανική κυβέρνηση υπέγραψαν μια κοινή συμφωνία για την συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Αζενταγκάν σ’ ένα έργο η αξία του οποίου προσεγγίζει τα 2,8 δισ. δολάρια. [ ]
Την ίδια στιγμή η μακροχρόνια συμμαχία του Ιράν με την Ιαπωνία άρχισε να ανατρέπεται κατά τα τέλη του 2004. Στις 28 Οκτωβρίου, η μεγαλύτερη κινέζικη εταιρία πετρελαίου, το γκρουπ της Sinopec, υπέγραψε μια συμφωνία με το Ιράν, η αξία της οποίας κυμαίνεται από 70 μέχρι 100 δισ. δολάρια, για την εκμετάλλευση των γιγάντιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο Γιαδαβαράν. Η Κίνα συμφώνησε να αγοράσει 250 εκατ. τόνους υγρού φυσικού αερίου από το Ιράν για τα επόμενα 25 χρόνια. [ ]
Ο υπουργός Πετρελαίου του Ιράν, Μπιγιάν Ζανγκάνεχ, σε μια επίσκεψη στο Πεκίνο, δήλωσε ότι το Ιράν αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή πετρελαίου της Κίνας και εξέφρασε την διάθεση της χώρας του να παραμείνει σε μακροχρόνια βάση ένας από τους στενότερους εμπορικούς εταίρους της. Επίσης, ο ίδιος δήλωσε στην εφημερίδα China Business Weekly ότι η Τεχεράνη επιθυμεί να δει την Κίνα αντί της Ιαπωνίας στη θέση του καλύτερου πελάτη για τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο λόγος είναι προφανής: Η αμερικανική πίεση στο Ιράν προκειμένου να εγκαταλείψει το πρόγραμμα για την πυρηνική ενέργεια και η διακηρυγμένη πρόθεση της κυβέρνησης Μπους να σύρει τη χώρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας για να της επιβληθούν κυρώσεις (σε μια τέτοια περίπτωση βέβαια, η κινέζικη ψήφος θα σταματούσε τις διαδικασίες με βέτο). [ ]
Η Κίνα και το Ιράν κατέγραψαν ήδη ρεκόρ στις διμερείς συναλλαγές τους, προσεγγίζοντας τα 4 δισ. δολάρια κατά το 2003. Διάφορα έργα, που προβλέπουν την κατασκευή από την Κίνα της πρώτης γραμμής του μετρό της Τεχεράνης και μια συμφωνία για την ανάληψη μιας δεύτερης γραμμής, αξίζουν περίπου 836 εκατομμύρια δολάρια. Η Κίνα είναι επίσης ο σημαντικότερος πλειοδότης για την κατασκευή και των υπόλοιπων τεσσάρων γραμμών που έχουν προβλεφθεί στον σχεδιασμό, και συμπεριλαμβάνουν και μία γραμμή 35 μιλίων που καταλήγει στο αεροδρόμιο. Το Φεβρουάριο του 2003, η αυτοκινητοβιομηχανία Chery –η έβδομη μεγαλύτερη κινέζικη εταιρεία στον τομέα της– άνοιξε το πρώτο της εργοστάσιο στο Ιράν. Σήμερα, κατασκευάζει 30.000 αυτοκίνητα ετησίως στο βορειοανατολικό Ιράν. Το Πεκίνο διαπραγματεύεται επίσης την κατασκευή ενός αγωγού μήκους 400 χιλιομέτρων, που θα κατευθύνεται από το Ιράν στα βόρεια παράλια της Κασπίας Θάλασσας για να συνδέσει το απομακρυσμένο Καζακστάν με τον αγωγό του Ξίνγιανκ που άρχισε να κατασκευάζεται τον Οκτώβριο του 2004. Ο αγωγός του Καζάχ μπορεί να μεταφέρει 10 εκατομμύρια τόνους πετρέλαιο τον χρόνο στην Κίνα. Παρά τις αμερικανικές απειλές, το Ιράν πολύ απέχει από το να αποτελεί μια απομονωμένη χώρα σήμερα.
Η Ε.Ε. είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας και η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ε.Ε. (μετά από τις Η.Π.Α.). Πίσω στα 1989, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για την βίαιη καταστολή της διαδήλωσης στην πλατεία Τιέν-Αν Μεν, η Ε.Ε. επέβαλε απαγόρευση στην πώληση όπλων στην Κίνα. Οι μόνες άλλες χώρες που είχαν παρόμοια αντιμετώπιση ήταν πραγματικοί παρίες της διεθνής σκηνής όπως η Μπούρμα, το Σουδάν και η Ζιμπάμπουε. Ακόμα και η Βόρειος Κορέα δεν υπόκειται σε καμία επίσημη απαγόρευση πώλησης όπλων από την Ε.Ε. Δεδομένου ότι η κινέζικη ηγεσία έχει αλλάξει πολλές φορές από το 1989 κι έπειτα, αλλά και ως μια χειρονομία καλής θέλησης, η Ε.Ε. ανακοίνωσε την πρόθεσή της να άρει το εμπάργκο. Ο Ζακ Σιράκ, ο Γάλλος πρόεδρος, είναι ένας από τους ισχυρότερους υποστηρικτές της ιδέας για την αντικατάσταση της αμερικανικής ηγεμονίας από έναν «πολυπολικό κόσμο». Σε μια επίσκεψή του στο Πεκίνο, τον Οκτώβριο του 2004, δήλωσε ότι η Κίνα και η Γαλλία μοιράζονται «ένα κοινό όραμα για τον κόσμο» και ότι η άρση του εμπάργκο θα «σηματοδοτήσει μια στιγμή όπου η Ευρώπη θα έχει να επιλέξει ανάμεσα στα στρατηγικά συμφέροντα των Η.Π.Α και της Κίνας – και θα επιλέξει την Κίνα».
Στο ταξίδι του στην Δυτική Ευρώπη, τον Φεβρουάριο του 2005, ο Μπους επαναλάμβανε διαρκώς: «Υπάρχει μια βαθιά ανησυχία στη χώρα μας ότι η μεταφορά όπλων θα λειτουργούσε ως μεταφορά στρατιωτικής τεχνολογίας στην Κίνα, πράγμα που θα μετέβαλλε τις ισορροπίες ανάμεσα στην Κίνα και την Ταϊβάν». Στις αρχές του Φεβρουαρίου, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε με 411 ψήφους υπέρ (και 3 κατά) μιας ανακοίνωσης που απειλεί την Ε.Ε. εάν προβεί στην άρση του εμπάργκο. Οι Ευρωπαίοι και οι Κινέζοι δηλώνουν ότι ο Μπους έχει παρερμηνεύσει τις εξελίξεις, ότι στις συμφωνίες δεν συμπεριλαμβάνονται όπλα που μπορούν να ανατρέψουν τις ισορροπίες και ότι η Ευρώπη δεν προτίθεται να αποκομίσει νέες συμφωνίες για μαζική πώληση όπλων στην Κίνα αλλά να αναβαθμίσει γενικότερα τις οικονομικές της σχέσεις μαζί της. Αμέσως μετά το ταξίδι του Μπους στην Ευρώπη, ο επίτροπος της Ε.Ε. για το εμπόριο, Πήτερ Μάντελσον, κατέφτασε στο Πεκίνο πραγματοποιώντας την πρώτη επίσημη επίσκεψη. Ο σκοπός του ταξιδιού, όπως δήλωσε, ήταν να υπογραμμίσει την ανάγκη να δημιουργηθεί μια νέα στρατηγική συνεργασία μεταξύ της Κίνας και της Ευρώπης.
Η Ουάσιγκτον ενίσχυσε την σκληροπυρηνική της κατεύθυνση φέρνοντας στο φως απόρρητες εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών που υποδεικνύουν την Κίνα ως έναν πρωτεύοντα στρατιωτικό κίνδυνο για τις Η.Π.Α. Ανεξάρτητα από το εάν οι εκθέσεις αυτές είναι πολιτικά κατευθυνόμενες ή όχι, υποστηρίζουν ότι ο εκσυγχρονισμός του κινέζικου στρατού στοχεύει ακριβώς στην ενίσχυση της δύναμης κρούσης του ναυτικού, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα στενά της Ταϊβάν σε περίπτωση πολέμου. Η Κίνα κατασκευάζει σήμερα έναν μεγάλο στόλο από πυρηνικά υποβρύχια ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει ενεργά και στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Γαλιλαίος» που αποσκοπεί στην παραγωγή ενός δορυφορικού συστήματος πλοήγησης που δεν θα ελέγχεται από της Η.Π.Α. Το υπουργείο αμύνης των Η.Π.Α. ανησυχεί ότι το Πεκίνο μπορεί να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία του «Γαλιλαίου» προκειμένου να αναχαιτίσει τους κατασκοπευτικούς δορυφόρους. Οι Αμερικάνοι στρατιωτικοί αναλυτές έχουν εκπλαγεί ιδιαίτερα και από την εκτόξευση ενός κινέζικου επανδρωμένου διαστημόπλοιου στις 15 Οκτωβρίου του 2003, το οποίο επέστρεψε επιτυχώς από το διάστημα την επόμενη ημέρα. Πριν από αυτή την διαστημική πτήση, μόνον οι Η.Π.Α. και η πρώην Σοβιετική Ένωση είχαν την δυνατότητα να στέλνουν ανθρώπους στο διάστημα.
Η Κίνα διαθέτει ήδη 500 με 550 βαλλιστικούς πυραύλους, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί απέναντι από την Ταϊβάν, ενώ διαθέτει 24 πυραύλους CSS και 4 ICBM με εμβέλεια 13.000 χιλιομέτρων, οι οποίοι μπορούν να προλάβουν μια αμερικανική πυραυλική επίθεση στην κινεζική ενδοχώρα. Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Φίσερ, αναλυτή στο Κέντρο για την Πολιτική Ασφαλείας, «οι δυνάμεις που η Κίνα θέτει σε κίνηση μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ένα από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα». Ο Άρθουρ Λοντέρ, καθηγητής των διεθνών σχέσεων στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, διαφωνεί με την προηγούμενη δήλωση. Υποστηρίζει ότι ο κινεζικός στρατός «είναι ο μόνος που αναπτύσσεται σήμερα στον κόσμο με μοναδικό στόχο να απειλήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».
Οι Η.Π.Α. προφανώς δεν μπορούν να αγνοήσουν εντελώς αυτή την πιθανότητα, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι η Κίνα κάνει κάτι παραπάνω από το να προετοιμάζεται να απαντήσει στις απειλές που έρχονται από την κυβέρνηση Μπους. Σήμερα, η Κίνα προσπαθεί να αποφύγει τον πόλεμο με την Ταϊβάν και τις Η.Π.Α, αποτρέποντας την απόσχιση της Ταϊβάν. Γι’ αυτό το λόγο, τον Μάρτιο του 2005, το βασικό θεσμικό όργανο του κινεζικού καθεστώτος, το Εθνικό Κογκρέσο του Λαού, ψήφισε έναν νόμο που καθιστά την απόσχιση από την Κίνα παράνομη και νομιμοποιεί την χρήση δύναμης σε οποιαδήποτε περίπτωση κάποια περιοχή της χώρας προσπαθήσει να διαχωριστεί απ’ αυτήν.
Η γιαπωνέζικη κυβέρνηση, φυσικά, υποστηρίζει την αμερικανική θέση ότι η Κίνα συνιστά μέγιστη στρατιωτική απειλή για την περιοχή. Παρόλα αυτά, είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός ότι η πιστή στην πολιτική του Μπους στο Ιράκ αυστραλιανή κυβέρνηση του Τζων Χάουαρντ, αποφάσισε να μην ακολουθήσει το αμερικανικό παράδειγμα στην περίπτωση της άρσης του ευρωπαϊκού εμπάργκο που έχει επιβληθεί στην Κίνα. Η Αυστραλία έχει επενδύσει πολλά στις καλές σχέσεις με την Κίνα και ελπίζει να διαπραγματευτεί μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μαζί της. Η Καμπέρα αποφάσισε να στηρίξει την απόφαση της Ε.Ε. να άρει το 15ετές εμπάργκο. Ο Σιράκ και ο Γερμανός ομόλογός του, Γκέρχαρντ Σρέντερ, δηλώνουν ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί σύντομα.
Οι Η.Π.Α. έχουν εδώ και πολύ καιρό δηλώσει ότι η Λατινική Αμερική συμπεριλαμβάνεται στην «σφαίρα της επιρροής της» και γι’ αυτό το λόγο οι περισσότερες δυνάμεις είναι ιδιαίτερα προσεκτικές όταν αναπτύσσουν εκεί οικονομικές δραστηριότητες. Παρόλα αυτά, στην προσπάθειά της να βρει τους απαιτούμενους ενεργειακούς και ορυκτούς πόρους για την αναπτυσσόμενη οικονομία της, η Κίνα συνεργάζεται στενά με πολλές Λατινοαμερικάνικες χώρες αδιαφορώντας για το τι θα σκεφτεί η Ουάσιγκτον. Τον Νοέμβριο του 2005, ο πρόεδρος της Κίνας Χου Ζιντάο πραγματοποίησε μια 5θήμερη επίσκεψη στην Βραζιλία κατά την διάρκεια της οποίας υπέγραψε πάνω από 12 συμφωνίες που αποσκοπούν στο να διευρύνουν τις εξαγωγές της Βραζιλίας στην Κίνα και τις κινεζικές επενδύσεις στην Βραζιλία. Σύμφωνα με μια από αυτές, η Βραζιλία θα εξάγει ετησίως στην Κίνα πουλερικά και χοιρινό αξίας 800 εκατομμυρίων δολαρίων. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα συμφώνησε με την κρατική εταιρεία πετρελαίου να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός αγωγού αξίας 1,3 δισ. δολαρίων, που θα συνδέει το Ρίο Ντε Τζανέιρο με την Μπαχία. Η Κίνα και η Βραζιλία προχώρησαν επίσης σε μια «στρατηγική συμφωνία» που αποσκοπεί στην αύξηση των διμερών συναλλαγών από τα 10 δισ. του 2004 σε 20 δισ. δολάρια το 2007. Ο πρόεδρος Χου δήλωσε ότι αυτή η συνεργασία συμβολίζει «μια νέα διεθνή πολιτική τάξη που ενισχύει τις αναπτυσσόμενες χώρες».
Στις εβδομάδες που ακολούθησαν, η Κίνα υπέγραψε σημαντικές επενδυτικές και εμπορικές συμφωνίες με την Αργεντινή, την Βενεζουέλα, την Βολιβία, τη Χιλή και την Κούβα. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Βενεζουέλα, Ούγκο Τσάβες, επισκέφτηκε την Κίνα τον Δεκέμβριο του 2004 και συμφώνησε να της παρέχει διευρυμένη πρόσβαση στα πετρελαϊκά αποθέματα της χώρας. Η Βενεζουέλα είναι η πέμπτη σε εξαγωγές πετρελαίου χώρα στον κόσμο και μέχρι τώρα πουλούσε το 60% της παραγωγής της στις Η.Π.Α. Τώρα, μέσα στα πλαίσια των νέων συμφωνιών, η Κίνα θα αποκτήσει πρόσβαση στα μεγάλα κοιτάσματα που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της χώρας. Η Κίνα θα επενδύσει 350 εκατομμύρια δολάρια για να εξορύξει πετρέλαιο και άλλα 60 για φυσικό αέριο.
Η Κίνα εργάζεται επίσης προς την κατεύθυνση της ενοποίησης των μικρότερων ασιατικών χωρών σε μιας μορφής οικονομική και πολιτική κοινότητα. Τέτοιες διεργασίες, εάν όντως πραγματοποιηθούν, θα ελαχιστοποιήσουν την αμερικάνικη και την ιαπωνική επιρροή στην περιοχή. Τον Νοέμβριο του 2004, τα δέκα έθνη που απαρτίζουν την ASEAN (Συνεργασία των Νοτιοανατολικών Ασιατικών Κρατών- Το Μπρουνέι, η Μπούρμα, η Καμπότζη, η Ινδονησία, το Λάος, η Μαλαισία, οι Φιλιππίνες, η Σινγκαπούρη, η Ταϋλάνδη και το Βιετνάμ) συναντήθηκαν στην πρωτεύουσα του Λάος από κοινού με τους ηγέτες της Κίνας, της Ιαπωνίας, και της Νοτίου Κορέας. Οι Η.Π.Α. δεν προσκλήθηκαν στην συνάντηση και οι Γιαπωνέζοι απεσταλμένοι ένιωσαν εξαιρετικά άβολα με την παρουσία τους εκεί. Ο σκοπός της συνάντησης ήταν η διοργάνωση ενός συνεδρίου των κρατών της Ανατολικής Ασίας τον Νοέμβριο του 2005 που θα αναλάμβανε να διαμορφώσει την «Κοινότητα των Κρατών της Ανατολικής Ασίας». Τον Δεκέμβριο του 2004, οι χώρες της ASEAN και η Κίνα συμφώνησαν επίσης να δημιουργήσουν μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου μεταξύ τους μέχρι το 2010.
Σύμφωνα με τον Έντουαρτ Κόντυ της Ουάσιγκτον Ποστ, «Το εμπόριο μεταξύ της Κίνας και των 10 κρατών της ΑΣΕΑΝ αυξάνεται περίπου κατά 20% κάθε χρόνο από το 1990». Αυτές οι συναλλαγές προσέγγισαν τα 78,2 δισ. δολάρια το 2003 και εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 100 δις μέχρι το τέλος του 2004. Όπως δηλώνει ένας διακεκριμένος Γιαπωνέζος πολιτικός αναλυτής, ο Γιοίτσι Φουναμπάσι: «Το ποσοστό του ενδο-περιφερειακού εμπορίου (της Ανατολικής Ασίας), σε σχέση με το παγκόσμιο εμπόριο έφτασε το 52% κατά το 2002. Παρόλα αυτά, το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο από το 62% που αντιστοιχεί στην Ε.Ε. και ξεπερνάει το 46% της NAFTA. Ανεξάρτητα όμως από τις συγκρίσεις, η Ανατολική Ασία σταδιακά ανεξαρτητοποιείται από τις Η.Π.Α. σε ό,τι αφορά το εμπόριο».
Η Κίνα είναι η κύρια δύναμη που κινεί αυτές τις διαδικασίες. Σύμφωνα με τον Φουναμπάσι, η ηγεσία της Κίνας σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τον εκρηκτικό οικονομικό της δυναμισμό και τους ισχυρούς δεσμούς με τους περιφερειακούς εμπορικούς της εταίρους προκειμένου να απομονώσει τις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία από την περιοχή. Ο Φουναμπάσι υποστηρίζει ότι οι Η.Π.Α. υποτίμησαν το πόσο πληγώθηκε η αξιοπιστία τους στην περιοχή έπειτα από την οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Ανατολική Ασία το 1997 και που εν πολλοίς προκάλεσαν οι ίδιες. Στις 30 Νοεμβρίου του 2004, ο Μάικλ Ράις, ο διευθυντής του πολιτικού σχεδιασμού στο Υπουργείο Εξωτερικών, δήλωσε στο Τόκιο ότι: «Οι Η.Π.Α., ως μια δύναμη του Ανατολικού Ειρηνικού Ωκεανού, έχει συμφέροντα στην Ανατολική Ασία. Η ύπαρξη ορισμένων σχεδίων που αποσκοπούν στην εξαίρεσή μας από την περιοχή μάς προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια». Παρόλα αυτά, είναι πολύ αργά για την κυβέρνηση του Μπους να κάνει ο,τιδήποτε περισσότερο πέρα από το να καθυστερήσει για λίγο την ανάδυση μιας κοινότητας της Ανατολικής Ασίας μέσα στην οποία θα κυριαρχεί η Κίνα – κι αυτό εξαιτίας της πτωτικής πορείας της αμερικανικής οικονομίας.
Για την Ιαπωνία, οι επιλογές είναι ακόμα πιο δύσκολες. Η σινο-ιαπωνική εχθρότητα έχει μακρά ιστορία στην Ανατολική Ασία και πάντα έφερνε καταστροφικά αποτελέσματα. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας από τους πιο σημαντικούς Ιάπωνες συγγραφείς αναφορικά με την Κίνα, ο Χοτσούμι Οζάκι, είχε προειδοποιήσει προφητικά ότι η Ιαπωνία, με το να αρνείται να αποδεχθεί την κινέζικη επανάσταση και εμμένοντας στο να την πολεμάει, το μόνο που καταφέρνει είναι να ριζοσπαστικοποιεί τον κινέζικο λαό και να ισχυροποιεί το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Οζάκι ξόδεψε την ζωή του προσπαθώντας να απαντήσει στο «γιατί η κινέζικη επανάσταση απειλεί τα συμφέροντα της Ιαπωνίας». Το 1944, η ιαπωνική κυβέρνηση καταδίκασε σε θάνατο τον Οζάκι και τον κρέμασε ως προδότη, αλλά η ερώτησή του παραμένει τόσο επίκαιρη όσο ήταν κατά τα τέλη του 1930.
Γιατί η ανάδυση της Κίνας ως μιας χώρας πλούσιας και επιτυχημένης θα λειτουργήσει εναντίον των συμφερόντων της Ιαπωνίας και των Η.Π.Α.; Η ιστορία μας διδάσκει ότι η λιγότερο έξυπνη απάντηση σ’ αυτή την εξέλιξη θα ήταν να προσπαθήσουν να την σταματήσουν με την χρήση στρατιωτικής δύναμης. Όπως το παράδειγμα του Χονγκ Κονγκ καταδεικνύει, η Κίνα πέρασε μερικούς άσχημους αιώνες και τώρα επιστρέφει δριμύτερη. Ο κόσμος θα πρέπει να προσαρμοστεί ειρηνικά στις νόμιμες διεκδικήσεις της –πράγμα που σημαίνει ότι τα άλλα έθνη δεν πρέπει να στρατιωτικοποιούν το πρόβλημα της Ταϊβάν– ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να ελέγχει τις παράλογες προσπάθειες της Κίνας να επιβάλει την θέλησή της στην περιοχή. Δυστυχώς, οι τελευταίες εξελίξεις στην Ανατολική Ασία καθιστούν πιθανή μια εξέλιξη που ουσιαστικά θα συνιστά μια επανάληψη της τελευταίας σινο-ιαπωνικής διαμάχης. Μόνο που αυτήν την φορά είναι απίθανο να βρίσκονται οι Η.Π.Α. με την πλευρά του νικητή.
Οι υποσημειώσεις και άλλες πηγές βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ιαπωνικής Πολιτικής http://www.jpri.org/
- Ο Τσάλμερς Τζόνσον είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Ιαπωνικής Πολιτικής και το άρθρο του πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.tomdispatch.com