Από το Άρδην τ. 67, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007
Διάβασα τα ποιήματα του κυρίου Τάσου Ηλιάδη και βρήκα σε αυτά μιαν ευαισθησία ανόθευτη από υπέρμετρες –πέρα από τους οπωσδήποτε επιτρεπτούς στην ποίηση «τροπισμούς»– επιτηδεύσεις και εκζητήσεις στο λόγο, με τις οποίες, και γνωστοί και καλοί ποιητές, είθισται πλέον να συσκοτίζουν, χωρίς ουσιαστικήν αιτίαν τους στίχους τους, (είναι τάχα, προκειμένου για την ποίηση, ουσιαστική αιτία η μόδα;), προκαλώντας μάλιστα, και στους ίδιους τους φίλους και αναγνώστες της ποίησης, μεγαλύτερην ή μικρότερην απώθηση.
ποιήματα του κύριου Ηλιάδη είναι διάφανη μια ιδεολογική μέριμνα βαμμένη, τις περισσότερες φορές, με τα χρώματα μιας λύπης. [ ] Χαρακτηριστικό είναι και το ωραίο ποίημα «Ανατομία»:
Όταν η ανάσα του ποιητή θολώνει
του καθρέπτη το πρόσωπο,
τότε ψάχνουν κάποιοι
τα συρτάρια του για να πουν πως
δεν έφυγε ακόμη.
Άλλοι πως τον είδαν θα πουν
να κοιτά το μισό φεγγάρι μόνος του/ τα βράδια.
Άλλοι στην αγορά των παπουτσιών /τον είδαν.
Κάποιοι τον άκουσαν να λέει πως ήξερε καλά
ότι μόνος θα έκανε τον γύρο του κόσμου /τόσο σύντομα πάλι.
Μέσα στον μεγάλο καθρέπτη
είπανε πως του ποιητή η ανάσα
ταξιδεύει.
Υπάρχουν και πιο ευδιάκριτες αναλαμπές αισιοδοξίας. Αλλά και μιας οργής, που την περνάει σ΄ ένα αλησμόνητο σχήμα λόγου του Αναγνωστάκη, με το οποίο εκείνος μίλησε για τους προδομένους, που όμως έμειναν, μ’ ένα σπαραχτικό μεγαλείο, όρθιοι στη φοβερή ερημιά του πλήθους· οι τωρινοί στίχοι μιλούν, νομίζω, για εκείνους που πρόδωσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο:
Μιλώ για το χρόνο που κλείνει
τις πληγές απρόσμενα των χεριών μου.
Για τη ζυγαριά που έγειρε
προς τη μεριά των ηλιθίων. [ ]
Μιλώ για το κέρδος που έφθειρε /τα πρόσωπά τους.
Ενώ ακούγονταν το χτύπημα
του ρολογιού
με δίχως επανάληψη /καμία.
Ο ποιητής μάς καλεί σ’ ένα ποίημα «να σηκώσουμε/ τις σκόρπιες διαφημίσεις/ από τις κόρες των ματιών μας». Και δεν πρόκειται, φαντάζομαι, μόνο για τις διαφημίσεις του εμπορίου: όλοι κάτι διαφημίζουν – οι πολιτικοί πρώτοι πρώτοι. Και με την αναπόσπαστη πάντα συνθήκη των χονδροειδών υπερβολών, που κατατείνουν στο ψεύδος. Το να αποστρέψουμε τα μάτια μας από τις «διαφημίσεις» θα σήμαινε σε τελευταία ανάλυση: να γίνει μια επανάσταση· που δεν θα ξεκινάει πια από κάτω (που να βρεθεί το ομόλογο πλήθος τώρα!), αλλά από μέσα μας, από το μέσα του καθενός. Την εκδοχή αυτή στηρίζω και στο έξοχο ποίημα «Ροβινσώνας»:
Τώρα πώς επιθυμείς το όνομα σου / να ακούεις;
Βράχηκες μερόνυχτα με συντρόφους / που το κύμα πήρε.
Σ’ έβγαλε μια χούφτα θάλασσα σε αμμουδερό /εξώστη, Ροβινσώνα. [ ]
Σήμερα είπες, τώρα. Το χθες μου
δεν θυμάμαι. Ο χρόνος με ακολουθεί.
Θα λείψουν εδώ οι τύποι τα πρέπει / των νόμων, η σκουριά τους.
Τα πρόσωπα, οι υποσχέσεις για το μέλλον.
Τώρα βάζω τις πρώτες φτέρες για σκέπη
στην καλύβα. Θα κάμω νέα εργαλεία.
Θα σκαλίσω τη γη, θα γνωρίσω το μέρος
που βρέθηκα. Νέα θα τα κάμω όλα.
Αφού ο δρόμος νέος είναι που βαδίζω τώρα.
ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ