Κωνσταντίνος, λατινικό όνομα που σημαίνει “σταθερός’’, “ακλόνητος’’
Το όνομα του γενάρχη της Ρωμιοσύνης, του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, που πολλοί κατά καιρούς θέλησαν να τον κοντύνουν, για να τον φέρουν στα μέτρα τους. Ώστε να αναπαυθούν, ξεγυμνώνοντάς τον από το μεγαλείο του και να αράξουν κατόπιν στον καναπέ, ευχαριστημένοι με τη μίζερη ζωή τους. Αλλά ο Μέγας, δεν τους λοιδορεί, άλλωστε η ζωή του κάθε άλλο παρά μίζερη ήταν.
Οι Ρωμαίοι της Δύσης, δεν του συγχώρησαν ποτέ τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ελληνική Ανατολή. Και ενώ τον τιμούν ως Άγιο, το όνομα Κωνσταντίνος, αν και λατινικό όπως είπαμε πριν, δεν το χρησιμοποιούν ως βαπτιστικό. Άγιος μεν, αλλά τι νόμιζε; Δε μπορούμε εμείς να του στερήσουμε τη δυνατότητα να μεταδίδει τη χάρη του;
Την οποία, ποικιλοτρόπως και αφειδώς, τη μεταδίδει στους Ορθόδοξους Ρωμιούς που φέρουν το όνομά του.
Δεκαετία του 80, φοιτητής στη Σαλονίκη, Μοδιάνο, τσίπουρο με γλυκάνισο και γεμιστά καλαμαράκια.
Εκεί, μαζί με τον Κωστή με τα μεγάλα μάτια, που προεξείχαν λίγο από τις κόχες, κόκκινα από το τσίπουρο, να συζητάμε για Επανάσταση, Ανάσταση και Ορθοδοξία.
Τότε, που με τα βιβλία του ο Κωστής, μας γείωνε στο οργωμένο έδαφος της φυλής, της Ρωμιοσύνης, που τόσο εμφατικά αγνοούσαμε, αν και πολιτικοποιημένοι νέοι με “οράματα” για τον Τόπο.
Για τον Τόπο, που τόσο λίγο γνωρίζαμε.
Έλεγε, Λέει ο Κωστής: «Η Πτώση στην Ορθοδοξία είναι ο Καιρός, η Ιστορία που ταξιδεύει ως τα μύχια του Κόσμου -το συνολικό Σώμα του ανθρώπου- οικοδομούμενη στη διάρκειά της ως ενοποιητική Πράξη. Η Πτώση είναι ο τόπος της διαλεκτικής της χαράς και του πόνου, της Ανάστασης και της Σταύρωσης».
Και συνέχιζε ακάθεκτος, ανοιγοκλείνοντας αργά τα μεγάλα του μάτια: «Το πλήθος των Ορθοδόξων, βιώνει το Καθόλου τόσο στην εικόνα του Εσύ όσο και στην εικόνα του Εμείς, ως Πρόσωπο και ως σώμα του Άλλου, ως έρωτα και ως Ιστορία».
Ευλογημένος από τον Άγιό του ο Κωστής, όπως και ο άλλος συνονόματός του ο γερο-Κώστας.
Δεκαετία του ’90, διασχίζω για πρώτη φορά τις παρυφές του Ξεροβουνίου, πηγαίνοντας γαμπρός στα Τζουμέρκα.
Περνάμε από το Καλέντζι, μικρό χωριό χτισμένο πάνω σ’ ένα λιλιπούτειο οροπέδιο. Αυτοί που επιμελούνται τις ζωγραφιές στα αναγνωστικά του Δημοτικού, μάλλον θα είχαν περάσει από το Καλέντζι για να εμπνευστούν τη ζωγραφιά στον όρο ‘’οροπέδιο’’, στο αντίστοιχο κεφάλαιο της Πατριδογνωσίας.
Έχοντας φωτογραφική μνήμη, ήμουν βέβαιος πως το όνομα του χωριού κάτι μου λεγε. Το αντίστοιχο χωριό του Παπαντρέα ήξερα πώς βρίσκονταν στην Αχαϊα, οπότε ήμουν σίγουρος πως κάτι άλλο μου θύμιζε. Σίγουρα όχι τον Παπαντρέα, αλλά τότε ποιόν;
Κάποιους μήνες μετά, ξαναδιάβασα το μικρό βιβλιαράκι του τότε Γέροντα, νυν Αγίου Παϊσίου με τίτλο: «Αγιορείται πατέρες και Αγιορείτικα.
Και εκεί τον βρήκα ξανά τον γερο-Κώστα, τον γερο-Κώστα από το Καλέντζι της Ηπείρου.
«Γεννήθηκε στις 10–2–1898 στο Καλέντζι Δωδώνης της Hπείρου από τον Σταύρο Αγγελή και την Ανθούλα. Ήρθε για μοναχός και έμεινε για ένα διάστημα στο Διονυσίου ως δόκιμος. Ύστερα ήρθε στις Καρυές και έμεινε σαν καβιώτης σ’ ένα ερειπωμένο κελλί στο Σαράϊ. Φορούσε μια καλογερική σκούφια, είχε αφήσει γένεια και μαλλιά, και ἀπ᾿ αυτό φαινόταν σαν καλόγερος. Αντί για ράσα φορούσε ένα πανωφόρι, μια παλαιά χλαίνη. Τον χειμώνα κυκλοφορούσε σχεδόν γυμνός με ένα κουρέλι πάνω του μέχρι τα γόνατα, ενώ το καλοκαίρι φορούσε παλτό δεμένο στην μέση με σχοινί. Ποτέ του δεν πλύθηκε και ποτέ του δεν έπλυνε τα ρούχα του. Όταν δεν έπαιρναν άλλη λίγδα, τα άπλωνε στην βροχή, πλένονταν μόνα τους και αφού στέγνωναν, τα φορούσε. Είχε ένα «μπακράτσι» (κονσερβοκούτι με ένα σύρμα για χερούλι), γι’ αυτό μερικοί τον αποκαλούσαν «μπακρατσά». Πήγαινε σε Κονάκια ή σε Κελλιά και περίμενε ώρες, μέχρι να ανοίξει την πόρτα μόνος του ο νοικοκύρης.
………
Άλλες φορές τον έβλεπαν οι πατέρες να στέκεται στραμμένος προς το κοιμητήρι, απέναντι απ το Πρωτάτο, για μια–δυο ώρες. Τον άκουγαν να ψιθυρίζει κάτι, να κάνη μορφασμούς, αλλά δεν καταλάβαιναν τι έλεγε. Μήπως έκανε προσευχή για τοις κεκοιμημένους;
……..
Τέτοιος, δια Χριστόν σαλός, πίστευαν οι πατέρες ότι ήταν και ο γερω–Κώστας και ότι έκρυβε κάποιο μυστικό πνευματικό.
…….
Αργότερα όμως, το έτος 1969, μερικοί «έξυπνοι» που σκέφτονταν με κοσμικό τρόπο, θεωρούσαν όνειδος την εμφάνιση του Κώστα στις Καρυές και μάλιστα στους Ευρωπαίους που άρχισαν μετά την χιλιετηρίδα να επισκέπτονται το Όρος. Γι’ αυτό ενήργησαν για την απέλασή του. Έστειλαν τον άνθρωπο του Θεού σε τρελλοκομείο! Εκεί, αφού τον εξήτασαν και τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν σε γηροκομείο. Έκτοτε χάνονται τα ίχνη του….»
Μεγάλη η χάρη του Αγίου και ευλογημένοι αυτοί που φέρουν το όνομά του, είτε ζώντες είτε τεθνεώτες, καθώς μας υπενθυμίζουν, εις τους αιώνας των αιώνων, αυτό που τόσο όμορφα διατύπωσε ο Κοσμοκαλόγερος:
“Ορθοδοξείν εστί το αεί σχοινοβατείν”