από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004
Το Βυζαντιο γνωρισε υπό τη δυναστεία των Κομνηνών μετά το 1081 μια νέα περίοδο λάμψης και δόξας. Συγχρόνως όμως τα προμηνύματα της επερχόμενης παρακμής γίνονταν ολοένα και πιο φανερά.
Η πνευματική ζωή υπήρξε πολύ έντονη. Η αναζωπύρωση του αιρετικού κινήματος των παυλικιανών, η εμφάνιση μιας νέας αίρεσης, των Βογομίλων, καθώς και άλλων ορθολογιστικών τάσεων, βασισμένων σε δογματικά σφάλματα, αναγκάζει για μιαν ακόμη φορά την ορθόδοξη Εκκλησία ν’ αγωνιστεί για την εσωτερική της ενότητα και για την αλήθεια του δόγματος. Αλλά καθώς η υπεράσπιση της ορθοδοξίας ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τη σωτηρία του Κράτους, οι αυτοκράτορες, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν τους εσωτερικούς ή εξωτερικούς πολιτικούς ή πνευματικούς κινδύνους, κατέφυγαν και πάλι στον καισαροπαπισμό. Ο περίφημος κανονομαθής Βαλσαμών δικαιολογεί τον καισαροπαπισμό, λέγοντας ότι “η δύναμη και η δράση των Αυτοκρατόρων επεκτείνεται στο σώμα και την ψυχή, ενώ η δύναμη και δράση του Πατριάρχη περιορίζεται μόνον στην ψυχή“. “Ο Αυτοκράτορας”, λέει αλλού ο Βαλσαμών, “δεν υπόκειται ούτε στους νόμους ούτε στους κανόνες.” Με τον τρόπο αυτόν οι άρχοντες στα εγκόσμια έγιναν και άρχοντες στα πνευματικά. Στην πραγματικότητα, υπεράνω νομών και κανόνων, οι αυτοκράτορες έγιναν απόλυτοι άρχοντες.
Αλλά αν η θρησκεία εξακολουθεί να συγκεντρώνει την προσοχή των Βυζαντινών, δεν αποτελεί πια τη μόνη πνευματική τους απασχόληση. Η Εκκλησία με το να γίνει εθνική έχασε τον παγκόσμιο χαρακτήρα της, πράγμα που επιβεβαίωσε το οριστικό σχίσμα μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών. Το πρώτο σχίσμα, την εποχή του Φωτίου, είχε ήδη καταστήσει φανερό ότι η χριστιανοσύνη ως αρχή ενότητας των λαών εξαντλούσε τα όριά της. Το οριστικό σχίσμα, που επήλθε κατά τον 11ο αιώνα, απέδειξε ότι η Εκκλησία γινόταν τώρα μια αρχή διαφοροποίησης των λαών. […]
Στον βαθμό που, ως εθνική, η Εκκλησία ξεχωρίζει τους χριστιανούς, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, σφυρηλατείται σιγά-σιγά μια άλλη αρχή ενότητας, με την κοινή αγάπη για τα γράμματα και την κλασική Αρχαιότητα. Ολοένα και περισσότερο η αγάπη αυτή παίρνει τα στοιχεία, τη μορφή και την ουσία αυτού που πολύ αργότερα ονομάστηκε ανθρωπισμός. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ανθρωπιστικού αυτού πνεύματος γίνεται φανερό και στην αναδιοργάνωση των πανεπιστημιακών σχολών της Κωνσταντινούπολης, που πραγματοποιήθηκε τον 11ο αιώνα. Τότε ιδρύθηκε η Σχολή του Δικαίου, τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος και η σχολή της φιλοσοφίας, με επικεφαλής τον Μιχαήλ Ψελλό. Εδώ οι φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι, προτού αρχίσουν τη σπουδή της φιλοσοφίας, να παρακολουθούν μαθήματα γραμματικής, με την πλατιά σημασία του όρου, και αρχαίας ποίησης. Όμοια και στην Πατριαρχική Σχολή, τον 12ο αιώνα, εκτός από τη θεολογία διδάσκονται η φιλοσοφία, η αρχαία λογοτεχνία και οι επιστήμες. Έφτασαν ακόμη να προσαρτήσουν στη Σχολή αυτή ένα νοσοκομείο για τους σπουδαστές της Ιατρικής. Από την άλλη μεριά, οι συγγραφείς –χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρωπισμού της εποχής αυτής– δεν αρκούνται να μελετούν μόνο τους κλασικούς, προσπαθούν, όπως είπαμε, και να τους μιμηθούν.
Η προσπάθειά τους αυτή, καθώς περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη μορφή, προσδίδει ένα τεχνητό γεμάτο στόμφο ύφος στη γραπτή γλώσσα, που με την υπερβολική αναζήτηση της αττικής καθαρότητας απομακρύνεται εντελώς από την ομιλούμενη. Αληθινοί πρόδρομοι στο σημείο αυτό οι Βυζαντινοί, προσφέρουν έτσι την πρώτη μορφή, την τυπική εκείνη που πήρε ο ανθρωπισμός στην αρχή, ως αναγέννηση του ενδιαφέροντος για τους κλασικούς. Η αναγέννηση αυτή αναπτύχθηκε πλήρως στο Βυζάντιο στον 12ο αιώνα. 0ι Βυζαντινοί έρχονται τώρα να θυμηθούν για καλά ότι είναι Έλληνες, και ο χριστιανισμός τους δεν τους εμποδίζει σε τούτο. Στο πρόσωπο του Ευσταθίου, του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, θεολόγου όσο και λόγιου ανθρωπιστή, ο βυζαντινός ανθρωπισμός βρίσκει την ευγενέστερη έκφρασή του.
Ως προς τη φιλοσοφία, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η σκέψη, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, απασχολείται με όμοια σχεδόν προβλήματα. Και στην Ανατολή και στη Δύση, φιλονικούν για τον νομιναλισμό και τον ρεαλισμό, πριν χωριστούν σε πλατωνικούς και αριστοτελικούς. Ο Μιχαήλ Ψελλός, ένθερμος απολογητής του Πλάτωνος, εγκαινιάζει τη μακρά περίοδο των συζητήσεων μεταξύ των οπαδών του Πλάτωνος και των οπαδών του Αριστοτέλη, συζητήσεων οι οποίες από το Βυζάντιο πέρασαν στη Δύση και συνέβαλαν θετικά στην αφύπνιση του φιλοσοφικού πνεύματος. Για πρώτη φορά επίσης παρουσιάζονται στο Βυζάντιο λόγιοι, όπως ο Ψελλός και ο Ιταλός, οι οποίοι καλλιεργούν τη φιλοσοφία παράλληλα με τη θεολογία. Έχει κανείς την εντύπωση ότι προετοιμάζεται μία νέα περίοδος φιλοσοφικής άνθησης. Δυστυχώς το κίνημα αυτό βρήκε στο πρόσωπο του Αλεξίου Κομνηνού έναν αποφασιστικό αντίπαλο, που εμπόδισε την ελεύθερη ανάπτυξή του.
Η θεολογία δεν έμεινε αμέτοχη στο πνευματικό αυτό κίνημα. Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ο μαθητής του Νικήτας Στηθάτος, οι ανανεωτές της μυστικής θεολογίας, είναι σύγχρονοι του Ψελλού. Πρέπει τέλος να υπογραμμίσουμε ότι κατά την ίδια αυτήν εποχή το Βυζάντιο πολλαπλασίασε τις προσπάθειές του να μεταδώσει στη Δύση τον δικό του καθώς και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, συνεισφέροντας με τον τρόπο αυτόν σημαντικά στην πνευματική κίνηση της Δυτικής Ευρώπης κατά τον 12ο αιώνα. Οι Σταυροφορίες, οι επιδρομές των Νορμανδών και οι εμπορικές σχέσεις των ιταλικών Δημοκρατιών με το Βυζάντιο, καθώς και οι μαχητικές συζητήσεις που οργανώθηκαν ύστερα από το σχίσμα στην Κωνσταντινούπολη από τους αυτοκράτορες που επιθυμούσαν να πλησιάσουν τη Ρώμη, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανταλλαγή ιδεών και τη μετάδοση του βυζαντινού πολιτισμού. Ιταλοί λόγιοι πήγαιναν να μελετήσουν τα ελληνικά στην Κωνσταντινούπολη –το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως στη μορφή που πήρε τον 11ο αιώνα χρησίμευσε ως πρότυπο στους αντίστοιχους θεσμούς της Δύσης– αλλά και Έλληνες είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν τη Δύση και να μεταδώσουν οι ίδιοι τον βυζαντινό πολιτισμό. […]
Μετά την Άλωση
Το 1204 η Κωνσταντινούπολη κατακτήθηκε και λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κερματίστηκε τότε σε μια σειρά ανεξάρτητα λατινικά και ελληνικά κράτη. […] Παρά την ανακατάληψη της πρωτεύουσάς της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ξαναβρήκε ποτέ ούτε την ενότητα ούτε το μεγαλείο της […]. Εν τούτοις, αυτή η τόσο κρίσιμη από πολιτική, κοινωνική και οικονομική άποψη περίοδος αποτελεί μιαν από τις λαμπρότερες περιόδους του βυζαντινού πολιτισμού. Μια δημιουργική δραστηριότητα, μια καλλιτεχνική και πνευματική αναγέννηση συντελείται στην Αυτοκρατορία που εξαντλείται και πεθαίνει. Το Βυζάντιο φτάνει στο τέλος της ύπαρξής του μέσα σ’ ένα έντονο αναγεννητικό κίνημα. Η Νίκαια, η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Τραπεζούντα και ο Μυστράς στάθηκαν οι λαμπρότερες εστίες του κινήματος αυτού. […]
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης (1225-1254) ιδρύει στη Νίκαια μια σχολή φιλοσοφίας, με επικεφαλής πρώτα τον Εξαπτέρυγο και ύστερα τον Νικηφόρο Βλεμμύδη. Το διάταγμα του Βατάτζη, που αναγκάζει τους κυβερνήτες και άρχοντες των πόλεων να φροντίζουν κάθε χρόνο για την αμοιβή των καθηγητών της ρητορικής, της ιατρικής και των μαθηματικών, μαρτυρεί για το ενδιαφέρον που υπήρχε για την εκπαίδευση. Για τους καθηγητές του δικαίου και της φιλοσοφίας το ίδιο διάταγμα προβλέπει ότι, “λαμβανομένης υπ’ όψιν της ολιγωρίας των ως προς τα υλικά αγαθά και το χρήμα”, θα πρέπει να αρκούνται σε μιαν αμοιβή εκ μέρους των μαθητών τους. Εκτός αυτού, ο Βατάτζης ίδρυσε και βιβλιοθήκες στις μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας του, αφιερωμένες στην τέχνη και στις επιστήμες, και για να τις πλουτίσει έστειλε τον Βλεμμύδη στη Θράκη, στη Μακεδονία, στον Άθω, στη Θεσσαλία, με σκοπό ν’ αγοράσει ή στην ανάγκη ν’ αντιγράψει και να φέρει περιλήψεις πολύτιμων χειρογράφων. Ύστερα από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ξαναλειτούργησε το Πανεπιστήμιό της, του οποίου την ιστορία μπορούμε να παρακολουθήσουμε ως το 1453. Ο L. Brehier παρατήρησε ότι δεν βρίσκουμε στα κείμενα “την παραμικρότερη μνεία θεολογικής διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο αυτό”. οι καθηγητές ήταν φιλόσοφοι, επιστήμονες, ρήτορες και φιλόλογοι.
O βυζαντινός ανθρωπισμός, που αγγίζει τώρα το απόγειό του, παρουσιάζει μια χτυπητή αναλογία με τον σύγχρονό του Ιταλικό ανθρωπισμό: πιστεύει στη βιωσιμότητα του κλασικού πολιτισμού και των επιστημών, όπου και αναζητά την πλήρη μόρφωση του πνεύματος. Οι εκπρόσωποί του ασχολούνται τώρα πιο σοβαρά με τις επιστήμες, θεωρώντας με τρόπο πιο ανεξάρτητο την αξία της επιστημονικής γνώσης. Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε σοβαρές προσπάθειες που σκοπούν στη μεθοδική συγκρότηση της γνώσης αυτής, πάντοτε κάτω από την επίδραση της Αρχαιότητας. Η Ακαδημία της Τραπεζούντας υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα μελέτης της αστρονομίας και των άλλων μαθηματικών επιστημών, κάτω από την επίδραση της επιστήμης των Περσών. Η ιατρική προσελκύει το ενδιαφέρον όλων σχεδόν των επιστημόνων. Τελικά το Βυζάντιο των Παλαιολόγων ανέδειξε επιστήμονες, αστρονόμους, γιατρούς, φυσιοδίφες, για τους οποίους o Krumbacher λέει ότι “δεν προσέφεραν στις φυσικές επιστήμες μικρότερες υπηρεσίες από αυτές του Ρογήρου Βάκωνα στη Δύση”. H φιλολογία βέβαια παραμένει πάντοτε η αγαπημένη επιστήμη των Βυζαντινών. Πραγματικά, οι Έλληνες κλασικοί αποτελούν κοινό κτήμα όλων των λογίων, οι οποίοι τους ερμηνεύουν, τους υπομνηματίζουν και τους μεταφράζουν, προσπαθώντας να τους μιμηθούν. Πολύ επικρίθηκε η βυζαντινή παιδεία γι’ αυτήν της τη μανία να σχολιάζει, να ερανίζεται, να συντέμνει, να παραφράζει, να επιμένει στις λεπτομέρειες, καθώς και για τις σοφιστικές της υπερβολές. Αλλά φαίνεται ότι οι επικριτές της δεν είδαν το ουσιώδες, που είναι ότι, δια μέσου αυτής της ομοιόμορφης, μακράς και συνεχούς προσπάθειας, το Βυζάντιο κατόρθωσε να εξοικειωθεί με τον ελληνικό πολιτισμό, να τον αφομοιώσει και να δημιουργήσει τις κατάλληλες ή απλώς αναγκαίες συνθήκες για μια δημιουργική άνθηση. Από την άλλη μεριά, όσο περισσότερο οι Βυζαντινοί συναναστρέφονται τους κλασικούς τόσο περισσότερο συνειδητοποιούν ότι είναι Έλληνες. Χριστιανική, ορθόδοξη, η βυζαντινή ψυχή, κάτω από το φως των κλασικών, συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο την ελληνικότητά της. Ο Πλήθων Γεμιστός γράφει στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’: εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Λίγο αργότερα, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος εξορκίζει τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δραγάτση να πάρει τον τίτλο του βασιλιά των Ελλήνων: και ο τίτλος μόνο θα αρκούσε, λέει, να εξασφαλίσει τη σωτηρία των ελεύθερων Ελλήνων και την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών τους. Ο Ελληνισμός ξαναγεννιέται και συνειδητοποιεί τον ιστορικό του ρόλο και τη σπουδαιότητά του.
Οι απόπειρες των Παλαιολόγων για την ένωση των Εκκλησιών προκάλεσαν τον σχηματισμό δύο μερίδων, από τις οποίες η μία τασσόταν υπέρ και η άλλη κατά της ένωσης και οι οποίες ήρθαν σε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ τους. Αυτοί που τάσσονταν κατά της ένωσης είχαν τελικά δίκιο, και όχι μόνο για λόγους θεολογικής τάξης. Η ίδια η θεολογία δεν είναι άμοιρη ενός ορισμένου εθνικισμού, όπως φάνηκε από την έριδα των ησυχαστών: οι οπαδοί του Παλαμά επικαλούνταν την παράδοση της ορθοδοξίας και τη μοναστική πνευματικότητα, ενώ οι αντίπαλοί τους, όπως ο Βαρλαάμ και ο Κυδώνης, συμμερίζονταν τις ιδέες του Θωμά του Ακινάτη. Αυτό το εθνικιστικό πνεύμα εξηγεί ως ένα σημείο τη μικρή σχετικά επιτυχία που είχαν στο Βυζάντιο οι μεταφράσεις των έργων του Θωμά του Ακινάτη και άλλων λατίνων θεολόγων.
Αλλ’ αν το Βυζάντιο παραμένει το ίδιο κλειστό στη δυτική σκέψη και θεολογία, δεν παύει ωστόσο να διαδίδει στους άλλους τον ανθρωπισμό του. Πολλοί Δυτικοί πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη να μάθουν ελληνικά. Εξυπακούεται ότι δεν μελετούσαν μόνο τα ελληνικά, αλλά και τη μέθοδο και το πνεύμα με το οποίο οι Βυζαντινοί έβλεπαν τους κλασικούς, μ’ άλλα λόγια τον βυζαντινό ανθρωπισμό. Από την άλλη μεριά, αρκετοί Βυζαντινοί λόγιοι, ακόμη και πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, είχαν διδάξει σε πανεπιστήμια της λατινικής Δύσης. Ο Πλήθων και ο Βησσαρίων συγκαταλέγονται στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές της ιταλικής Αναγέννησης. Οι δύο αυτοί σοφοί αρκούν κατά τη γνώμη μας για να δείξουν προς τα που έτεινε ο βυζαντινός ανθρωπισμός: στην ακμή της άνθησής του δεν διαφέρει πολύ από τον αντίστοιχο ιταλικό.
*Από τη Βυζαντινή Φιλοσοφία, σσ. 137-140, 213-216.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Δεν ειναι δυνατο να εξηγουμε με μοντερνους ορους τον Ελληνισμο, τη ‘Ρωμη-Βυζαντιο, & την Ορθοδοξια ”…Αυτό το εθνικιστικό πνεύμα εξηγεί ως ένα σημείο τη μικρή σχετικά επιτυχία που είχαν στο Βυζάντιο οι μεταφράσεις των έργων του Θωμά του Ακινάτη και άλλων λατίνων θεολόγων…’.
Η Ελλας, ο τροπος ζωης των κοινωνιων της πρσοδιορισζει πολιτισμικα και πολιτικα την ταυτοτητα της, & τούς ορους που την περιγράφουν, & οχι οι οροι παραγωγα του δυτικου φεουδαρχισμου.
Περαν αυτου, η μικρή σχετικά επιτυχία που είχαν στο Βυζάντιο οι μεταφράσεις των έργων του Θωμά του Ακινάτη και άλλων λατίνων θεολόγων, εχει να κανει με την αυτοκρατορικη πολιτικη και τη θεση του αυτοκρατορος ως παραγοντα ρυθμιστη σε εκκλησιαστικα θεματα, δηλαδη ως μια κοσμικη παρεμβαση της κοσμικης Αρχης στην θεολογια, με λιγα λογια η προστασια του δημοσιου συμφεροντος των πολιτων & της κοινωνιας, που προσδιοριζει ο διαχειριστης αυτοκρατωρ & η οποια εχει συνεχεια & συνεπεια.