του Σ. Δημητρίου, από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Τα όρια του θεωρητικού στοχασμού και οι ιδεολογικές εκτροπές της διαλογικής ορθοφροσύνης
Οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, έχουν ως κύριους φορείς τους το περιοδικό “Ιδέα” με κύριους συνεργάτες τον Σπύρο Μελά. διευθυντή του περιοδικού, τους Κ. Τσάτσο, Π. Κανελλόπουλο και τους “Νέους Πρωτοπόρους”, όπου κυριαρχεί ο Δ. Γληνός. Το έτος 1933 αποτελεί τη περίοδο όπου δεσπόζουν οι αντιπαραθέσεις που αφορούν ζητήματα αισθητικής υφής και φιλοσοφικού προβληματισμού, αλλά κατ’ ουσίαν αποτελούν χαρακτηριστικές ιδεολογικές και πολιτικές διαμάχες.
Η μορφολογία αυτών των αντιπαραθέσεων σπανιότατα εκφεύγει του αυστηρού πλαισίου που ορίζει η διάζευξη μαρξισμού και ιδεαλισμού, όπου τα δύο προαναφερθέντα έντυπα- το κάθε ένα από αυτά από το δικό του στρατοπεδικό χώρο όπου ασκείται η αντιπαράθεση- αναλαμβάνουν την καταδολίευση της εγκυρότητας των διαφορετικών επιχειρημάτων.
Αξίζει να αναφερθεί ότι κάθε μια εκ των δύο διαμαχομένων απόψεων έχει αναπέμψει τους απαραίτητους ύμνους στην ακλόνητη ισχύ των πεποιθήσεων που προβάλλει και ως εκ τούτου έχει εξασφαλισθεί το αναγκαίο δογματικό πλεόνασμα για την ακώλυτη αλλά και εν πολλοίς προκατασκευασμένη διεξαγωγή του διαλόγου.
Ο διάλογος, ιδιαίτερα για τον κύκλο των συνεργατών της “Ιδέας”, αποτελεί και προβάλλεται ως αναπαλλοτρίωτη αξία, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε η δαψίλεια σε χαρακτηρισμούς περί της αξίας του να υποκαθιστά την άσκηση του. Σε αυτό το πλαίσιο η “Ιδέα” συστήνεται ως υπερασπιστής των αξιών της ελεύθερης έκφρασης, της αληθούς τέχνης αλλά και του πνεύματος, οι οποίες πλήττονται και βάλλονται εμμανώς από τους μαρξιστές διανοούμενους της εποχής, δηλαδή από τον Γληνό. Ο στόχος λοιπόν του περιοδικού είναι η πολεμική προς τις “υλιστικές και αιτιοκρατικές θεωρίες” αλλά και η κριτική “προς τα δεινά του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος”1 Προς άρση, όμως, πιθανόν παρερμηνειών ή και κακοβούλων στρεβλώσεων, η “Ιδέα” σπεύδει να αποσαφηνίσει ότι αυτή η κριτική πρέπει να είναι συνεπής ως προς την άσκησή της και έναντι εκείνων που αρνούνται να διαφυλάξουν την συνέχεια του πολιτισμού και την πνευματική κληρονομιά που αυτός κατέλειψε.
Η μεθοδολογική σπονδύλωση των στόχων που ιεραρχούνται ως βαρύνοντες από την Ιδέα απολήγουν στο αίτημα της πνευματικής ταγείας, την οποία, υπό μορφή ιδεολογικής καθοδήγησης και παίδευσης μίας παρακμάζουσας, πνευματικής, κοινωνίας, θα αναλάβει να ασκήσει η “Ιδέα”2. Η εννοιολογική απαρτίωση των συναφών επιχειρημάτων, κατά τη θεωρητική εκφορά τους, εδράζεται κυρίως στη νεοκαντιανή αξιολογία, ενώ η διατύπωση των πολιτικών θέσεων και των κοινωνικών προτάσεων σπανίως υπερβαίνει την αφοριστική μεγαλαυχία και τη διδαχτική νουθεσία.
Ακολούθως, οι “Νέοι Πρωτοπόροι ” πλειοδοτούν σε φραστική οξύτητα και απόδοση χαρακτηρισμών, συγκροτούν όμως, ένα πιο συνεκτικό και στέρεο ερμηνευτικό σχήμα που συνδυάζει την καταγγελία της κοινωνικής δυσπραγίας με τον ανερχόμενο φασισμό στην Ευρώπη. Ωστόσο, και ο κύκλος των συνεργατών των Νέων Πρωτοπόρων δεν προχώρησε πέραν της καταγγελίας του “φασιστικού ιδεαλισμού” της “Ιδέας”, όπως δεν επέτυχε να εκφέρει και έναν ιδιοσύστατο και επαρκή κριτικό, φιλοσοφικό λόγο.3
Με εξαίρεση, ίσως, το περιοδικό “Σήμερα”, που εξεδίδοτο από σοσιαλιστές διανοουμένους, με επιφανέστερο αρθρογράφο τον Γ. Μηλιάδη, η προβληματική που αναπτύσσουν η “Ιδέα” και οι “Νέοι Πρωτοπόροι” μετεωρίζεται, κυρίως λόγω του ελοχεύοντος φασιστικού κινδύνου, μεταξύ αφοριστικών καταγγελιών, διδακτικής ρητορείας και δογματικής ανασύστασης του καθολικού εύρους όλων των δυνατών και πιθανών απαντήσεων, αλλά πριν υποβληθούν οι ερωτήσεις.
Στο επίπεδο, όμως, της φιλοσοφικής έρευνας την πιο συγκρατημένη απόπειρα συνιστά η έκδοση του “Αρχείου της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των επιστημών” – εκδιδομένου από τους Θ. Τσάτσο, Μ. Τσαμαδό, I. Θεοδωρακόπουλο και Π. Κανελλόπουλο – το οποίο έδειξε τη μέγιστη προτεραιότητα στην ενδελεχή πραγμάτωση των θεμελιωδέστερων φιλοσοφικών ζητημάτων. Έτσι, το “Αρχείο” απέβλεπε στο να κατασιγάσει το περιεχόμενο σημαντικών εννοιών, όπως η έννοια της αξίας ως μορφής θεμελιωτικού λόγου για την ιστορική και κοινωνική ζωή, αλλά, ταυτοχρόνως, να καταδείξει και “τη λογική γύμνια του ιστορικού υλισμού”.1 Ωστόσο, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό που θέλησε να εγγυηθεί το περιοδικό για την επίτευξη των σκοπεύσεων του είναι η κατασφαλιση των προϋποθέσεων για την συνοχή των αξιολογικών κρίσεων και των δικαϊκών προταγμάτων των κοινωνικών επιστημών, ενώ το σημαντικότερο μειονέκτημα του θα μπορούσε να αναζητηθεί στην αποκλειστική, σχεδόν, έδρασή του στον γερμανικό ιδεαλισμό.
Έτσι, με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά της πνευματικής κίνησης, σε αυτήν την περίοδο, θα ήταν δυνατό να διαπιστωθεί ότι στη λογοτεχνία πρυτανεύει η ανθρωπογνωστική αρχή που προσαγορεύει τη σπουδαιότητα μίας ουμανιστικής σύλληψης των εκδοχών του κοινωνικού βίου, της πνευματικής αναμόρφωσης της νεοελληνικής κοινωνίας, αλλά και της επιστροφής σε μία πολιτισμική αυθεντικότητα, το περιεχόμενο της οποίας παραμένει εξαιρετικά ασαφές, αφήνοντας σε εκκρεμότητα το αίτημα της εθνικής αυτοσυνειδησίας, όχι υπό μορφή λατρευτικής καθοσίωσης στο παρελθόν, αλλά ως ανάγκης κριτικού αναπροσδιορισμού και ριζοσπαστικής υπέρβασης του παρόντος.
Σημειώσεις
1. Για μια διεξοδικότερη παρουσίαση, Τ. Βουρνάς. Μία επισκόπηση των πνευματικών αξιών στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1930-1936. Επιθεώρηση Τέχνης. Έτος Η, Τόμος ΙΕ, σ. 531-534.
2. Δ. Γληνός, Ο φασισμός και η ιδεολογία ενός κοινωνιολόγου, Νέοι Πρωτοπόροι, Φλεβάρης- Μάρτης 1936, αναδημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Τέχνης, Ιανουάριος 1964, Έτος I, Τόμος ΙΘ’, τεύχος 109, σ. 23-32.
3. Γ. Λαδογιάννη, Κοινωνική κρίση και αισθητική αναζήτηση στο μεσοπόλεμο. Η παρέμβαση του περιοδικού “Ιδέα”, εκ-δ. Οδυσσέας, 1993, σ.239.
4. Αρχείον Φιλοσοφίας και θεωρίας των Επιστημών, Οκτώ-