του Δ. Ευαγγελίδη, από το Άρδην τ. 66, Αύγουστος-Οκτώβριος 2007
Το φαιδρό ελληνικό «κράτος» και οι καρεκλοκένταυροι των Αθηνών
Κ ινήσεις φιλοσκοπιανών στοιχείων για τον προσηλυτισμό ατόμων με ρευστή εθνική συνείδηση είχαν σημειωθεί και στο παρελθόν, αλλά έπεφταν συνήθως στο κενό, σε σχέση με τον γενικότερο πληθυσμό της περιοχής. Εξάλλου, προσπάθειες δημιουργίας κόμματος, χρηματοδοτούμενες σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις από τις μυστικές υπηρεσίες των Σκοπίων, απέδειξαν ότι η απήχησή τους ήταν μηδαμινή έως ανύπαρκτη. Πιθανότατα οι υποκινητές τους αντιλήφθηκαν ότι αυτή η τακτική απέτυχε παταγωδώς και άρχισαν να εφαρμόζουν κάποιες άλλες τακτικές, πιο υπόγειες και συγκαλυμμένες, περισσότερο μακροπρόθεσμες και μακρόπνοες. Ο κεντρικός άξονας των Σκοπιανών προπαγανδιστών παρέμεινε βέβαια ο ίδιος: Όλοι αυτοί που μιλούν το σλαβογενές ιδίωμα στην ελληνική Μακεδονία δεν είναι Έλληνες, αλλά «Σλαβομακεδόνες».
Επομένως, πρέπει να αγωνιστούν για την αναγνώριση της «εθνικής» τους ταυτότητας, με τελικό στόχο τη δημιουργία ενός μεγάλου «ανεξάρτητου» μακεδονικού κράτους, που θα περιλαμβάνει εκτός από τη σημερινή σκοπιανή επικράτεια (Βαρντάρσκα Μακεντόνια = Μακεδονία του Βαρδάρη/Αξιού) και τα τμήματα της Μακεδονίας που «κατέχουν» οι Έλληνες (Εγκέισκα Μακεντόνια = Μακεδονία του Αιγαίου) και οι Βούλγαροι (Πιρίνσκα Μακεντόνια = Μακεδονία του Πιρίν).
Για τους ιθύνοντες των Αθηνών βέβαια όλα αυτά εκτυλίσσονται όχι στην Ελλάδα, αλλά σε μια άλλη, πολύ μακρινή χώρα, ίσως και σε έναν άλλο πλανήτη. Το ενδιαφέρον τους επομένως είναι καθαρά φιλολογικό και εξαντλείται σε κάποιες γελοίες δηλώσεις του τύπου «η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε», ή «η γειτονική χώρα πρέπει να αποφεύγει τις προκλήσεις», καθώς και σε κάποιες συνεντεύξεις ή αρθρογραφίες εξίσου ανούσιες και αναποτελεσματικές. Το θέμα εξάλλου είναι μονίμως θαμμένο από τα κρατικά κανάλια, που προτιμούν να ασχολούνται με τη συμμετοχή μας στο κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός, τον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, ή με άλλα πιασάρικα θέματα μαζικής αποχαύνωσης. Για τα ιδιωτικά (ο όρος προέρχεται μάλλον από το idiot = ηλίθιος) κανάλια βέβαια δεν το συζητάω.
Θράκη – Μακεδονία: Βίοι παράλληλοι και τραγικοί
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί έχει πολλές ομοιότητες με τα όσα τραγικά συνέβησαν πριν από αρκετές δεκαετίες, με την «έμπνευση» κάποιων φωστήρων των τότε κυβερνήσεων να εξαναγκάσουν τους μουσουλμάνους (αλλά όχι Τούρκους) Πομάκους της ελληνικής Θράκης να εγγραφούν υποχρεωτικά σε μειονοτικά σχολεία και να μάθουν με το ζόρι την τουρκική γλώσσα, άρα να ανοίξει ο δρόμος για τη βαθμιαία απόκτηση τουρκικής εθνικής συνείδησης, με την αμέριστη σύμπραξη και βοήθεια του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής.
Βεβαίως, σήμερα τρέχουμε και δεν φτάνουμε (αναφέρομαι στους λίγους συνειδητοποιημένους και όχι προφανώς στους πολιτικούς και πολιτικάντηδες της Θράκης ή των Αθηνών), αλλά δυστυχώς αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους νεοέλληνες ή τουλάχιστον για τη μεγάλη μάζα τους.
Τα προβλήματα που δημιουργεί η σκοπιανή προπαγάνδα και πολιτική είναι ασφαλώς άλλης υφής, διάστασης και ιστορικού υποβάθρου. Ο παραλληλισμός αναφέρεται στα αποτελέσματα, που, αν σήμερα σε πολλούς δεν είναι ορατά, είναι βέβαιο με μαθηματική ακρίβεια ότι θα γίνουν πολύ σύντομα απτά και οξύτατα.
Απλώς υπενθυμίζω τις περιοδείες και επαφές (που επαναλαμβάνονται τακτικά) του Αμερικανού πρόξενου της Θεσσαλονίκης σε νομούς της Κ.Δ . Μακεδονίας, την κατάπτυστη έκθεση του 1994 του γνωστού και μη εξαιρετέου Οργανισμού Human Rights Watch/Helsinki (πρώην Helsinki Watch), τυπωμένη στις Η.Π.Α. με τον προβοκατόρικο τίτλο «Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ» και υπότιτλο «Οι Μακεδόνες της Ελλάδας» (DENYING ETHNIC IDENTITY – The Macedonians of Greece), τις κατά καιρούς δηλώσεις διαφόρων Αμερικανών επισήμων και «διαμεσολαβητών», για να γίνει αντιληπτό και στον πλέον αφελή ότι η ώρα που θα τρέχουμε και δεν θα φτάνουμε δεν θα αργήσει. Είναι ζήτημα ωρίμανσης των αμερικανικών σχεδιασμών στην περιοχή και προεργασίας, που έχει ξεκινήσει από καιρό. Όταν σκάσει η βόμβα, τότε θα είναι ήδη πολύ αργά…
Μια σύντομη, αλλά αναγκαία αναδρομή στο παρελθόν
Στα περιορισμένα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν υπάρχει η δυνατότητα να αναφερθούν λεπτομέρειες για όλες τις πτυχές του προβλήματος. Εξάλλου, υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία για το θέμα, ελληνική και ξένη, που καλύπτει, πιστεύω, τον οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο για συγκεκριμένα γεγονότα.
Επειδή όμως υπάρχει τεράστιο κενό πληροφόρησης, ιδιαίτερα στους νεώτερους, θεωρώ επιβεβλημένη την παράθεση ορισμένων βασικών στοιχείων.
Ποιοι είναι λοιπόν επιτέλους αυτοί οι σλαβόφωνοι και ποια η γλώσσα τους, που τόσος λόγος γίνεται και δημιουργούνται τέτοια προβλήματα;
Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχουν πρακτικά αμιγείς σλαβόφωνοι, αλλά δίγλωσσοι (ελληνικά-σλαβικά), και ελάχιστοι από τους νεώτερους μπορούν να μιλήσουν με ευχέρεια αυτό το ιδίωμα, η εξέλιξη του οποίου σταμάτησε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Έτσι λείπουν πάμπολλες λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου, τις οποίες υποκαθιστούν ελληνικές. Εκφράσεις του τύπου «κι όνταμ να νομαρχίατα» (=θα πάω στη νομαρχία), αποτελούν αστείρευτη πηγή τοπικών ανεκδότων και πειραγμάτων.
Αυτοί λοιπόν οι δίγλωσσοι κάτοικοι του βορειοελλαδικού χώρου, κυρίως στην Κ.Δ. Μακεδονία, είναι απόγονοι χριστιανικών πληθυσμών που επί τουρκοκρατίας ζούσαν στον ευρύτερο χώρο της λεγόμενης Ιστορικής Μακεδονίας. Έχουν ελληνική κατά βάση καταγωγή, αλλά πιθανότατα έχουν αφομοιώσει και σλαβικά στοιχεία, που είχαν εγκατασταθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους στην περιοχή και στη συνέχεια εκχριστιανίσθηκαν (θρησκευτικά) και εξελληνίσθηκαν (γλωσσικά).
Η εμφάνιση αυτού του ιδιώματος (που δεν χρειάστηκε ποτέ γραφή) ανιχνεύεται στα τέλη του 18ου αιώνα (οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξή του χρονολογούνται το 1790 – βλ. J.P. Mallory – D.Q. Adams: The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World – Oxford 2006, σελ. 26) και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και πρακτικούς λόγους. Τα χρόνια εκείνα η Μακεδονία ήταν ένα πολύχρωμο φυλετικό, γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό: Τούρκοι κατακτητές, Τουρκομάνοι νομάδες (Γιουρούκοι), Αθίγγανοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βόσνιοι, Αλβανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι (Ισπανοεβραίοι Σεφαρδίμ) κ.λπ. που μιλούσαν τουρκικά, ρομά, ελληνικά, βλάχικα, βουλγαρικά, σερβοκροατικά, αλβανικά, αρμενικά, εβραϊκά (λαντίνο και γίντις) και ήσαν μουσουλμάνοι, χριστιανοί, ιουδαίοι.
Έπρεπε επομένως να υπάρξει ένας τρόπος συνεννόησης μεταξύ τους για τις ανάγκες της καθημερινής συμβίωσης, ένα είδος εσπεράντο. Βαθμιαία λοιπόν εμφανίσθηκε αυτό το ιδίωμα, που φαίνεται ότι εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε ή, σωστότερα, προέκυψε.
Είχε ως βάση μια δυτική βουλγαρική διάλεκτο, όπως αποδείχθηκε από τις γλωσσολογικές έρευνες, και στον κορμό αυτόν προστέθηκε ένα πλήθος από ελληνικές, τούρκικες, βλάχικες και αλβανικές λέξεις. Στα χρόνια εκείνα της γενικευμένης αγραμματοσύνης και απαιδευσίας, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, το ιδίωμα που προέκυψε αποδείχθηκε πολύ εύκολο στην εκμάθηση και εξυπηρετικότατο για τις καθημερινές ανάγκες. Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει τους μελετητές είναι η ευκολία υιοθέτησής του από αλλόγλωσσους και η μετατροπή του στο κύριο και συχνά στο αποκλειστικό γλωσσικό όργανο επικοινωνίας! Υπάρχουν καταγεγραμμένες πολυάριθμες τέτοιες περιπτώσεις, όχι απλώς σε ατομικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο ολόκληρων ομάδων. Έτσι, υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις, καταγεγραμμένες και στη βιβλιογραφία π.χ. βλαχόφωνων χωριών στην περιοχή της Κ.Δ. Μακεδονίας, που έγιναν σλαβόφωνα. Μέχρι σήμερα διατηρούνται συνοικισμοί Αθίγγανων (η ινδική καταγωγή των οποίων είναι εμφανέστατη σε όποιον διαθέτει έστω και στοιχειώδεις γνώσεις εθνολογίας) στις πόλεις Έδεσσα (Καραμάν), Νάουσα (Άγ. Γεώργιος) και Βέροια, οι οποίοι είναι σλαβόφωνοι τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα.
Επιστημονική μελέτη αυτού του φαινομένου δεν έχει γίνει, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η δε συνήθης λαϊκή ερμηνεία, ότι οι ελληνόφωνοι χωρικοί γίνονταν σλαβόφωνοι για να αποφύγουν το παιδομάζωμα των Τούρκων, δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα πειστική (Άποψη που υποστηρίχθηκε και από τον λογοτέχνη Χρ. Χρηστοβασίλη στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε άρθρο του στο περιοδικό Ελληνισμός τεύχος 9ο – Σεπτέμβριος 1903, σελ. 683).
Είναι πάντως εξίσου περίεργο το ότι ποτέ επίσης δεν δόθηκε πειστική εξήγηση από βουλγαρικής πλευράς (η οποία ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ισχυριζόταν ότι όλοι οι σλαβόφωνοι είναι Βούλγαροι), για ποιον λόγο οι Βούλγαροι της Μακεδονίας θα εγκατέλειπαν μαζικά τη μητρική τους γλώσσα και θα υιοθετούσαν ένα σλαβογενές ιδίωμα, που έπρεπε να το μάθουν εκ των υστέρων!
Ως προς το ακανθώδες ζήτημα τώρα της εθνικής συνείδησης αυτών των πληθυσμών, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση και εξίσου πλούσια βιβλιογραφία, η οποία όμως είναι ελάχιστα αντικειμενική και αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και επιστημονική. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το διαβόητο βιβλίο της Αναστασίας Καρακασίδου Μακεδονικές Ιστορίες και Πάθη-Αθήνα 2000 (Μετάφραση του αρχικού έργου Fields of Wheat, Hills of Blood – Χωράφια με σιτάρι, Λόφοι με αίμα, Σικάγο 1997), το οποίο προβλήθηκε και διαφημίστηκε από συγκεκριμένους «προοδευτικούς», «αριστερούς» και «πολυπολιτισμικούς» κύκλους, ως το απαύγασμα της σύγχρονης ιστορικής ανάλυσης και επιστημονικότητας! Συμβαίνει να είμαι δίγλωσσος Έλληνας της Μακεδονίας και γνωρίζω καλά, όχι μόνον το ιδίωμα, αλλά και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής, από προφορικές παραδόσεις και μελέτη ιστορικών στοιχείων. Ομολογώ ότι έφριξα από τα λάθη, τις παρερμηνείες, τις σκόπιμες διαστρεβλώσεις και την «επιστημονική» μεθοδολογία αυτού του ψευδοϊστορικού πονήματος!
Ούτε λίγο ούτε πολύ η συγγραφεύς ισχυρίζεται ότι οι πληθυσμοί της Μακεδονίας είχαν ρευστή και ασαφή εθνική συνείδηση, γεγονός που εκμεταλλεύθηκαν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, για να τους επιβάλουν εκ των υστέρων την ελληνική και βουλγαρική, κατά κύριο λόγο με τη βοήθεια της Εκκλησίας τους (πατριαρχική-εξαρχική) και των σχολείων τους (ελληνικά-βουλγαρικά), αντίστοιχα. Ο Μακεδονικός Αγώνας των αρχών του 20ού αιώνα δεν ήταν τίποτε άλλο από το αποκορύφωμα του ανταγωνισμού των ελληνικών και βουλγαρικών εθνικών ελίτ για τη διεύρυνση των εμπορικών τους συμφερόντων στη Μακεδονία (ό.π. σελ. 197).
Όλη η φαιδρή επιχειρηματολογία των γνωστών κρυπτο-αμερικανόδουλων «προοδευτικών» κύκλων, που τη λουστήκαμε κατά κόρον τον τελευταίο καιρό με αφορμή το βιβλίο «Ιστορίας» της ΣΤ΄ Δημοτικού, είναι καταγεγραμμένη στο πόνημα αυτό (*). Έτσι, η εκτεταμένη αναφορά της συγγραφέως στον καθηγητή Α. Λιάκο για τη βοήθειά του (ό.π. Πρόλογος, σελ. 33) δεν με εξέπληξε.
Κάτω από το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων μπορώ μάλιστα να ισχυριστώ ότι η «έρευνα» και το βιβλίο της Καρακασίδου (αναπληρώτριας καθηγήτριας στο κολέγιο Γουέλσλι των Η.Π.Α.) απετέλεσε μια δοκιμή για τις αντιδράσεις και κυρίως τις αντιστάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και της πνευματικής/πολιτιστικής πολτοποίησης των λαών, αλλά και των μεθόδων και των μέσων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν.
Μετά από αυτή την αναγκαία παρένθεση, επανέρχομαι στην εξιστόρηση των γεγονότων μετά τους πολέμους του 1912-13. Στην απελευθερωμένη πλέον Μακεδονία, το ελλαδικό κράτος και οι γραφειοκράτες του άρχισαν να εφαρμόζουν τις πολιτικές τους και τα τερτίπια τους με την ίδια ελαφρότητα, προχειρότητα και ασυνειδησία που επί δεκαετίες εφάρμοζαν ήδη στην υπόλοιπη χώρα. Έτσι, ουδείς ενδιαφέρθηκε να ενημερώσει τους κάθε είδους κρατικούς υπαλλήλους που στελέχωσαν τις δημόσιες υπηρεσίες στις «Νέες Χώρες» για την υπάρχουσα κατάσταση. Προσπαθώ να φανταστώ την έκπληξη, τη σύγχυση και τα συναισθήματα, π.χ. ενός δασκάλου, χωροφύλακα ή απλού υπαλλήλου κάποιας υπηρεσίας, από την Κρήτη ή την Πελοπόννησο, όταν ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αυτούς που μιλούσαν το σλαβογενές ιδίωμα και δεν καταλάβαιναν τα ελληνικά! Υποθέτω ότι η πρώτη τους σκέψη ήταν: «Ωχ, πέσαμε σε Βούλγαρους!» Από τότε άρχισαν τα προβλήματα και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες εκείνων που γνώριζαν τι συμβαίνει, η καχυποψία, οι παρεξηγήσεις και οι προστριβές αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Έτσι, δεν θεωρώ παράξενο ότι ακόμα και σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν ότι π.χ. ο καπετάν Κώττας, από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα, δεν μιλούσε ελληνικά ή ότι οι ελληνικής συνείδησης σλαβόφωνοι αποκαλούνταν γκρεκομάν (= ελληνομανείς) από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και αποτελούσαν τον κατ’ εξοχήν στόχο της θηριωδίας τους.
Όπως αναφέρει ο παλαίμαχος δημοσιογράφος και καλός γνώστης των θεμάτων που σχετίζονται με τη Μακεδονία Νικ. Μέρτζος:
«…Όταν ο γενναίος μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης κάλεσε τους πιστούς υπό τα όπλα για την Πατρίδα, όλοι οι καπετάνιοι που προσήλθαν ήσαν σλαβόφωνοι – με εξαίρεση τον καπετάν Σιδέρη από την Νεγκοβάνη και τον Δημουλιό Ζήση από το Λέχοβο, που ήσαν αρβανιτόφωνοι…» («Εμείς οι Μακεδόνες», 1986, σελ. 120).
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν πολύ σύντομα τα αισθήματα χαράς και ενθουσιασμού του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας, για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, να τα διαδεχθούν αισθήματα δυσαρέσκειας, καχυποψίας, ακόμα και εχθρότητας προς το ελλαδικό «κράτος» και τους ανόητους, ή στην καλύτερη περίπτωση απληροφόρητους, εκπροσώπους του.
Όπως έγραψε χαρακτηριστικά στο προαναφερθέν βιβλίο του ο Νικ. Μέρτζος:
«…Οι επίσημες αρχές, που στελεχώνονται αποκλειστικά σχεδόν – τα πρώτα χρόνια – από νότιους Έλληνες, άξεστους, αγράμματους και αλαζόνες, συμπεριφέρονται από αισχρά έως βάναυσα απέναντι στους δίγλωσσους ή απλώς ξενόγλωσσους Έλληνες Μακεδόνες (σλαβόφωνους, αρβανιτόφωνους, βλαχόφωνους και, μετά το 1923, τουρκόφωνους), οι οποίοι είχαν δώσει τα πάντα για να μείνουν Έλληνες…» (ό.π. σελ. 291).
Ο Σαρ. Καργάκος ασκεί ακόμα πιο σκληρή κριτική:
«…Το ελληνικό κράτος δεν ήρθε ως απελευθερωτής. Δεν ελευθέρωσε, προσάρτησε. Η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών έναντι του ντόπιου πληθυσμού υπήρξε αυταρχική, μειωτική, ληστρική…». («Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην εμπλοκή των Σκοπίων» – Αθήνα 1992, σελ. 112).
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν ξένες και ανθελληνικές προπαγάνδες να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε άτομα μειωμένης ηθικής αντίστασης και χαμηλού πνευματικού ή μορφωτικού επιπέδου.
Ειδικότερα μάλιστα σε δύσκολες εποχές, όπως η περίοδος της γερμανο-βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία, η εξαθλίωση και η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια του παρελθόντος σε τμήματα των σλαβοφώνων, υπήρξε καταλυτική για την προσχώρηση στη διαβόητη Οχράνα του Κάλτσεφ. Συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους τους συνέλληνες την προσεκτική μελέτη του Κεφαλαίου Η΄ από το προαναφερθέν βιβλίο του Σ. Καργάκου για τη δράση και τις μεθόδους αυτής της βουλγαρικής οργάνωσης (ό.π. σελ. 109-120), για να γίνει άμεσα αντιληπτό το τι μπορεί να συμβεί σήμερα σε ανάλογες καταστάσεις, όταν μάλιστα υπάρχουν και είναι διαθέσιμες οι τρομακτικές δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας.
Οι αμαρτίες του παρελθόντος και η σημερινή αφασία
Διαβάζοντας κάποιος όλα τα παραπάνω θα μπορούσε ίσως να θεωρήσει υπερβολικές αυτές τις ανησυχίες και να προβάλει αντιρρήσεις με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει σήμερα κάποια ανακίνηση διεκδικήσεων εκ μέρους της Βουλγαρίας, οπότε προς τι ο πανικός;
Επειδή υπήρξα αποδέκτης και στο παρελθόν τέτοιων απόψεων και επιχειρημάτων, που τα θεωρώ τουλάχιστον αφελή, με λίγες λέξεις απαντώ:
Τα σοβαρά κράτη και λαοί σχεδιάζουν σε βάθος και με προοπτική δεκαετιών, αν όχι περισσότερο. Συμφωνώ ότι οι σχέσεις μας με τη βουλγαρική κυβέρνηση είναι σήμερα ιδιαίτερα καλές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι διαγράψαμε το παρελθόν και απαλείφθηκαν οι μνήμες μας. Αν όχι τίποτε άλλο, ο στοιχειώδης σεβασμός προς τους νεκρούς μας δεν επιτρέπει την ολοκληρωτική λήθη. Πέρα όμως από αυτά, στη σημερινή Βουλγαρία εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται οργανώσεις και κόμματα με προγράμματα και επιδιώξεις που αναφέρονται σε σαφείς διεκδικήσεις στην ελληνική Μακεδονία και Θράκη. Πρόκειται βέβαια για μειοψηφίες, αλλά αυτά, προσωπικά τουλάχιστον, με ενοχλούν. Γιατί πάντα εμείς πρέπει να λησμονούμε και να σβήνουμε τις ιστορικές μας μνήμες σε μόνιμη βάση; Δεν πρέπει κάποτε και οι γείτονές μας να κάνουν το ίδιο;
Προτρέπω τους αναγνώστες αυτού του άρθρου να επισκεφθούν την ιστοσελίδα http://www.geocities.com/bulgarmak/index.html. Είναι η ιστοσελίδα για τα «Βουλγαρικά Δικαιώματα στη Μακεδονία»! Μια περιήγηση πιστεύω ότι είναι αρκετή. Μετά το ξανασυζητάμε.
Από προσωπικές εμπειρίες γνωρίζω ότι η μεγάλη πλειοψηφία του βουλγαρικού λαού, των καθημερινών και απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα στο Β.Α. τμήμα της χώρας, την κυρίως Βουλγαρία, τρέφει αισθήματα αγάπης και συμπάθειας προς τους Έλληνες. Το ίδιο πιστεύω συμβαίνει και με εμάς, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορούν να υπάρχουν λόγω των όσων έχουμε υποστεί στο παρελθόν από τους σοβινιστικούς κύκλους της Βουλγαρίας. Ελπίζω ότι αυτή η φιλία μεταξύ των δύο λαών θα συνεχιστεί, αλλά δυστυχώς ουδέποτε οι λαοί ήταν εκείνοι που σχεδίαζαν τις πολιτικές των Μεγάλων Δυνάμεων και των μεγάλων συμφερόντων. Επειδή λοιπόν δεν γνωρίζουμε αυτούς τους σχεδιασμούς, ας έχουμε τον νου μας.
Και ναι μεν αυτά ισχύουν ως προς τη Βουλγαρία, αλλά το ουσιαστικό και υπαρκτό σήμερα πρόβλημα είναι η σκοπιανή προπαγάνδα και οι δραστηριότητες των σκοπιανών σοβινιστικών κύκλων, που με την υποκίνηση αμερικανικών κέντρων διατηρούν μια εξοργιστικά αδιάλλακτη στάση και δεν κρύβουν τις φιλοδοξίες τους για μια Μεγάλη Μακεδονία. Εξάλλου τα Σκόπια είναι η μοναδική από τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας όπου οι άνθρωποι του τιτοϊκού καθεστώτος ζουν και βασιλεύουν, όπως έχω προσωπικά διαπιστώσει, διατηρώντας τα ίδια «οράματα».
Εκμεταλλευόμενοι εδώ και δεκαετίες τη δυσαρέσκεια ορισμένων από τη συμπεριφορά των υπαλλήλων του ελληνικού «κράτους», αλλά και την αφασία των πολιτικών μεγαλοπαραγόντων της Αθήνας, στρατολόγησαν πρόθυμους γενίτσαρους και, ευνοημένοι από τις διεθνείς συγκυρίες, εξαπέλυσαν μια καλά οργανωμένη εκστρατεία για τα «δικαιώματα των Μακεδόνων», που δήθεν παραβιάζονται και καταπατούνται από την Ελλάδα.
Είναι πάντως άξια θαυμασμού η μεθοδικότητα και η ευφυής επιλογή των στόχων της σκοπιανής προπαγανδιστικής μηχανής. Ξεκίνησαν από το γλωσσικό και βαθμιαία προχώρησαν σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα, με αποκορύφωμα τη δημιουργία του κόμματος Ουράνιο Τόξο στη δεκαετία του 1980. Θυμάμαι πολύ καλά ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν με ρωτούσαν αν γνωρίζω το ιδίωμα, η ερώτηση γινόταν με τη μορφή: «Ζνάεις μπουγκάρτσκι;» δηλ. «Ξέρεις βουλγάρικα;», όντας σχεδόν αυτονόητο ότι αυτό το ιδίωμα ήταν ένα είδος βουλγαρικών. Εάν η συζήτηση γινόταν στα ελληνικά, το ερώτημα είχε τη μορφή «Ξέρεις εντόπικα/ντόπια;» Προς τα τέλη όμως της ίδιας δεκαετίας και ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το ερώτημα είχε διαφοροποιηθεί πλήρως και είχε πλέον τη μορφή, «Ζνάεις μακεντόνσκι;», ή «Ξέρεις μακεδονικά;».
Διαπιστώνουμε λοιπόν το πόσο εύκολα υιοθετήθηκε η «μακεδονική» γλωσσική ταυτότητα σε αντίθεση με τη βεβαρημένη βουλγαρική. Εξίσου αριστοτεχνική ήταν και η σκόπιμη σύγχυση που καλλιεργήθηκε μεταξύ εθνολογικής και γεωγραφικής καταγωγής. Έγινε λοιπόν της μόδας να δηλώνει κάποιος «Μακεδόνας» αόριστα, που για τους φιλοσκοπιανούς υπονοούσε άλλη εθνική ταυτότητα από την ελληνική και που ήταν εύκολο, όταν τα πράγματα σοβάρευαν, να δοθεί η ερμηνεία: «Εννοούσα ότι δεν είμαι Θρακιώτης ή Κρητικός». Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει ανάγκη τέτοιων δικαιολογιών. Χάρη στα διάφορα «Παρατηρητήρια» και «Συμβούλια της Ευρώπης», αν κάποιος δίγλωσσος δηλώσει Έλληνας, σε συγκεκριμένα χωριά, πάντα θα βρεθεί κάποιος να τον ειρωνευτεί μεταξύ σοβαρού και αστείου ως «γκρεκομάν».
Ακόμη πιο ανησυχητικές είναι κάποιες «τυχαίες» συζητήσεις, όπου ακούς επιχειρήματα του τύπου: «Δεν έχουμε καμιά σχέση με Έλληνες. Εμείς είμαστε Μακεδόνες. Έλληνες δεν υπήρχαν στα αρχαία χρόνια. Ο Όμηρος δεν τους αναφέρει. Δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα. Επί Βυζαντίου και μετά το 1500 υπήρχαν μόνον χριστιανοί σλαβικής καταγωγής στον βόρειο ελλαδικό χώρο και Αλβανοί στη νότια Ελλάδα», και διάφορα άλλα τέτοια.
Τα επιχειρήματα αυτά, στα χείλη χωρικών που δυσκολεύονται ακόμα και να διαβάσουν, με χαμηλότατο μορφωτικό αλλά και πνευματικό επίπεδο, ηχούν παράταιρα και περίεργα. Είναι προφανές ότι κάποιος τους έχει δασκαλέψει και αυτοί απλώς τα αναπαράγουν σε κάθε ευκαιρία, εντυπωσιάζοντας πιθανόν και τους συγχωριανούς τους με τις «γνώσεις» τους.
Η αλήθεια είναι βέβαια τελείως διαφορετική, αλλά ποιος ενδιαφέρεται να ενημερώσει τον κόσμο; Όχι βέβαια οι κυβερνώντες, και σε καμιά περίπτωση η «πνευματική ηγεσία» του τόπου, η οποία είναι εξίσου ανύπαρκτη όσο και τα καινούργια ρούχα του βασιλιά, σύμφωνα με το γνωστό παραμύθι.
Δυστυχώς όμως δεν είναι καθόλου παραμύθια τα όσα συμβαίνουν στην μακρινή Μακεδονία, που περιέργως, και σε πείσμα του αθηναϊκού κράτους και των εκεί «μοχθούντων» πολιτικών μας, επιμένει να είναι ελληνική ακόμα!
Ίσως όμως όλα αυτά να αποτελούν φαντασιώσεις κάποιων υπερβολικά ανησυχούντων και να μη χρειάζεται να ασχοληθούμε περισσότερο.
Ένα ζοφερό μέλλον;
Ελπίζω και εύχομαι το εφιαλτικό παρελθόν να αποτελεί για πάντα μια κακή ανάμνηση και τα όσα πέρασαν οι παλαιότεροι στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και στα μαύρα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940, να μην επαναληφθούν ποτέ. Δυστυχώς όμως οι διεθνείς πολιτικές εξελίξεις και τα σενάρια που κατασκευάζονται σε κάποια ξένα κέντρα αποφάσεων δεν προβλέπονται ευχάριστα και ελπιδοφόρα. Η συστηματικά προετοιμαζόμενη και δρομολογούμενη ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα φέρει και πάλι μια περίοδο συγκρούσεων, αναταραχών και πολεμικών αντιπαραθέσεων στη Χερσόνησο του Αίμου, ώστε να είναι πολύ δύσκολο και ίσως απίθανο να μην εμπλακούμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τότε έκπληκτοι θα διαπιστώσουμε ότι όλα αυτά τα ασύνδετα και περίεργα γεγονότα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια κατά κύριο λόγο στους νομούς Φλώρινας και Πέλλας, ίσως να μη είναι τόσο περίεργα και τυχαία.
Ανακεφαλαιώνω και συνοψίζω τα σημαντικότερα από τα αναπάντητα μέχρι στιγμής ερωτήματα που πλανώνται σχετικά με τα γεγονότα αυτά:
α. Γιατί επετράπη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη, να αλωνίζουν επί μήνες στους προαναφερθέντες νομούς (και όχι μόνον) κάποιοι απίθανοι εκπρόσωποι του γνωστού και μη εξαιρετέου οργανισμού Human Rights Watch/Helsinki (πρώην Helsinki Watch); Πού ήταν αυτοί οι τύποι όταν διαπράττονταν τα όσα διαπράχθηκαν εις βάρος των Ελλήνων στην Κων/πολη και τη Βόρεια Ήπειρο, αλλά και τα όσα συμβαίνουν ακόμα και σήμερα; Γιατί δεν καταδικάσθηκαν δημόσια οι ψευδολογίες και τα όσα απίθανα καταγράφηκαν στη γελοία και προβοκατόρικη «έκθεση» με τον απαράδεκτο τίτλο «Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ» και υπότιτλο «Οι Μακεδόνες της Ελλάδος», που κυκλοφόρησε το 1994 η εν λόγω οργάνωση; Ποια υπήρξε η επίσημη διπλωματική αντίδραση της χώρας στους θρασύτατους συντάκτες της, που έφθασαν μάλιστα στο σημείο να βεβαιώνουν την κυβέρνηση των Η.Π.Α. ότι υπάρχει καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ελληνική κυβέρνηση και να «συνιστούν» να κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια «ώστε να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να ακολουθήσει τις συστάσεις του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ελσίνκι» και, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο τέλος της έκθεσης: «…Human Rights Watch/Helsinki recommends to the United States government that it acknowledge the Greek government’s human rights violations as presented in this report, and use its best efforts to persuade the Greek government to follow Human Rights Watch/Helsinki’s recommendations…».
β. Τι συμβαίνει με το περιβόητο Αλφαβητάριο (Abecedar στα σκοπιανά), που αποτελεί άλλο ένα τεράστιο ζήτημα και την κορυφή του παγόβουνου για μια σειρά σκοπιανών σχεδιασμών; (Το εξαιρετικό άρθρο «Η προπαγάνδα για το ΑBECEDAR» στο τεύχος 63 του Άρδην πιστεύω ότι είναι αρκούντως αποκαλυπτικό των σκοπιανών προθέσεων και στοχεύσεων. Με την ευκαιρία, ήθελα να προσθέσω ως γνώστης και ομιλητής αυτού του ιδιώματος, ότι τα υποτιθέμενα «μακεδονικά» του Abecedar δεν έχουν σχέση με το ιδίωμα των περιοχών μας και το όλο εγχείρημα αποτελεί μια ξεδιάντροπη προσπάθεια για τη διάδοση της σκοπιανής «γλώσσας»).
γ. Υπάρχει περίπτωση η ελληνική Πολιτεία να ασχοληθεί επιτέλους με αυτή τη θλιβερή ομάδα των δήθεν Μακεδόνων, που συκοφαντούν μονίμως τη χώρα μας στα κάθε είδους διεθνή «Παρατηρητήρια» και καφενεία; Ελέγχθηκαν ποτέ από το ψοφοδεές ελλαδικό κράτος η νομιμότητα και οι πηγές των εσόδων τους; Εξάλλου, δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από τη διάσπαση της αρχικής οργάνωσής τους, με αμοιβαίες κατηγορίες για το ξαλάφρωμα του ταμείου τους. Από πού είχαν προέλθει αυτά τα υπέρογκα ποσά; Όχι πάντως από τις συνδρομές των μελών τους!
Είναι δυνατόν σε οποιοδήποτε ευνομούμενο κράτος να κυκλοφορούν πολίτες του χωρίς να τολμάει να τους πειράξει ουδείς και να το κατηγορούν για δήθεν γενοκτονίες που έχει διαπράξει; Και όμως, στην ελλαδική Μπανανία και στην ιστοσελίδα http://www.florina.org., του Ουράνιου Τόξου αναφέρονται τα εξής εξοργιστικά και θρασύτατα:
«Πρόσφατα ο Πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας κύριος Παπούλιας παρέστη στην επέτειο των σφαγών του 1913 από τον βουλγαρικό στρατό σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού του Δοξάτου. Η επέτειος αυτή εορτάζεται για να διατηρεί στην μνήμη του ο ελληνικός λαός το έγκλημα των Βουλγάρων αλλά και ταυτόχρονα για να καταδικαστεί η βαρβαρότητα της εποχής εκείνης. Τα έντιμα όμως έθνη δεν πρέπει να καταδικάζουν αποκλειστικά και μόνο τα εγκλήματα των αντιπάλων, αποσιωπώντας τα δικά τους. Κατά την ίδια εποχή, δηλαδή το 1913, ο ελληνικός στρατός διέπραξε ένα ακόμη χειρότερο έγκλημα, συγκεκριμένα το έγκλημα της Γενοκτονίας και ταυτόχρονα της ολοκληρωτικής Εθνοκάθαρσης του σλαβόφωνου πληθυσμού του Κιλκίς. Ο κύριος Πρόεδρος, παρά το γεγονός ότι είναι ελαφρά εθνικιστάκος, θα έπρεπε για λόγους έστω και ελάχιστης κοινωνικής εντιμότητας να αναφερθεί στην Γενοκτονία – Εθνοκάθαρση του συνόλου του σλαβόφωνου πληθυσμού του σημερινού νομού Κιλκίς. Το έγκλημα αυτό διέπραξε ο ελληνικός στρατός το 1913 μετά από έγγραφη διαταγή του Αρχιστρατήγου του, βασιλέως Κωνσταντίνου. Θα πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθεί ότι το ελληνικό κράτος απέφυγε ή δεν σκέφθηκε καν να αναγείρει το μνημείο της Γενοκτονίας των σλαβόφωνων Μακεδόνων του Κιλκίς. Το παράξενο είναι ότι το κόμμα των εθνικά Μακεδόνων, το Ουράνιο Τόξο, δεν έχει θέσει μέχρι σήμερα θέμα ανέγερσης μνημείου Γενοκτονίας των σλαβόφωνων Μακεδόνων του Κιλκίς από τον ελληνικό στρατό. Στην περιοχή αυτή, και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Κιλκίς, γεννήθηκε ο εθνικός ήρωας των Μακεδόνων Ντέλτσεφ.»
«Εθνικιστάκος» λοιπόν ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας! Γενοκτονία και εθνοκάθαρση λοιπόν των σλαβόφωνων του Κιλκίς από τον ελληνικό στρατό!
Εγώ πάντως δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο. Απλώς αναλογίζομαι αν υπάρχουν και άλλα σκαλοπάτια να κατρακυλήσει η νεοελληνική Μπανανία…
(*) Όπως π.χ. ότι οι προύχοντες και ο ανώτερος κλήρος κατέφυγαν μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821 στην Τριπολιτσά, «όπου βρήκαν καταφύγιο υπό την προστασία του τουρκικού στρατού (σελ. 164), ότι «το πατριαρχείο ήταν αντίθετο στον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία» (σελ. 167), ότι «πατριαρχείο και Φαναριώτες αντιτάχθηκαν στη δημιουργία ανεξάρτητου βασιλείου» (σελ. 179), περί κρυφού σχολειού ως θρύλου (σελ. 186-189), ότι «ο εθνικισμός δημιουργεί τα έθνη» (σελ. 72), ότι ο εθνικισμός είναι μια «σκοτεινή, στοιχειώδης, απρόβλεπτη δύναμη αρχετυπικής φύσης, που απειλεί τη γαλήνια ευταξία της πολιτισμένης ζωής» (σελ. 173) και άπειρες τέτοιες μεταμοντέρνες και «προοδευτικές» αμερικανιές.