Αρχική » Δύο ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία

Δύο ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία

από Άρδην - Ρήξη

του Διονυσίου Ζακυνθηνού, από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007

Από: Διονύσιος Ζακυθηνός, Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά, Αθήνα 1978.

Α. Η σημασία της ελληνιστικής περιόδου
[ ] Κατά τας παραμονάς της Ρωμαϊκής κατακτήσεως ο Ελληνισμός της κυρίως Ελλάδος ευρίσκεται εις προφανή κάμψιν. Αλλά το κέντρον του βάρους του έχει από μακρού μετατοπισθή προς ανατολάς. Η νέα αυτή περίοδος αρχίζει με την εποποιΐαν των εκστρατειών του Αλεξάνδρου (334-323). Η Αλεξάνδρειος (δεν λέγομεν Αλεξανδρινή) καμπή αποτελεί ορόσημον εις την παγκόσμιον ιστορίαν. Έκτοτε και μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων η ιστορία του Ευρασιατικού και Μεσογειακού πολιτισμού, παρά τα χάσματά της, παρουσιάζει μίαν ενότητα. Εάν δεν συλλάβωμεν το γεγονός τούτο, δεν θα δυνηθώμεν να ερμηνεύσωμεν ιστορικώς ούτε την Ελλάδα ούτε την Ρώμην ούτε την εξάπλωσιν του Χριστιανισμού ούτε το Βυζάντιον και, εν απωτάτη θεωρήσει, ουδ’ αυτάς τας καταβολάς του Ευρωπαϊκού πνεύματος. Προσφυώς ελέχθη ότι ο Αλέξανδρος υπήρξεν «εισηγητής ενός νέου πολιτισμού». Εάν η αυτοκρατορία του πολιτικώς διεσπάσθη, τα αποτελέσματά της υπήρξαν μόνιμα, διότι η αληθής σημασία της εκστρατείας συνίσταται εις το ότι «έδωκε ρωμαλέαν και αποφασιστικήν ώθησιν εις έν κίνημα, το οποίον είχεν αρχίσει προ αυτής, αλλά το οποίον είχε μέχρι τότε συντελεσθή εις περιωρισμένην ακτίνα: εις την εξάπλωσιν, πέρα του παλαιού Ελληνικού κόσμου, των Ελλήνων και του πολιτισμού των»1.

Από της δημοσιεύσεως της πρώτης εκδόσεως του κλασσικού έργου του J.G. Droysen, Geschichte des Hellenismus (1833-1843, η δευτέρα έκδοσις 1877-1878), η περίοδος των Διαδόχων του Αλεξάνδρου και των Ελληνιστικών βασιλείων αποκατεστάθη εις την καθολικήν ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους. Έκτοτε η έρευνα προσεκόμισεν άφθονον νέον υλικόν, ιδίως εκ των επιγραφικών και των επί παπύρου πηγών. Νέοι ορίζοντες ανοίγονται σήμερον εις την ιστοριογραφίαν, εξαίρεται δε η όλη εποχή ως μία των μειζόνων περιόδων της ιστορίας του Ελληνικού πνεύματος. Εις τα Ελληνιστικά βασίλεια από του 323 μέχρι του 30 π.Χ. επιτελείται μία τεραστίας σημασίας μεταμόρφωσις: ο εξελληνισμός και η διά του εξελληνισμού ενοποίησις της Ανατολής. «H καταστροφή του Περσικού Κράτους», λέγει εις το πρόσφατον έργον του ο Eduard Will, «και η κατάκτησις αυτού υπό του Αλεξάνδρου αποτελεί μείζονα αλλαγήν εις τας τύχας του Ελληνικού πολιτισμού». Oι Έλληνες «δεν είχον ίδει να ανοίγεται ενώπιόν των τοιαύτη δυνατότης γεωγραφικής επεκτάσεως από του τέλους του αρχαϊκού αποικισμού (Η΄-ΣΤ΄ αιών)˙ ακόμη και η πρώτη εκείνη επέκτασις περιωρίζετο κατά τρόπον καίριον και συνεχή είς τινας παραλίους περιοχάς της Μεσογείου και των παρακειμένων θαλασσών, ενώ τώρα η απέραντος μάζα της Ασιατικής ηπείρου και της κοιλάδος του Νείλου ανοίγονται εις την Ελληνικήν παρουσίαν»2.

Aι βαθείαι μεταβολαί επηνέχθησαν εις τους πολιτικούς, τους κοινωνικούς και τους οικονομικούς θεσμούς του ούτως αυξηθέντος Ελληνικού κόσμου. Αλλ’ ο Ελληνιστικός πολιτισμός, ο Ελληνισμός (Hellenismus), «αποτελεί επίσης (διά πολλούς: κυρίως) νέον κεφάλαιον, το μακρότερον όλων, της ιστορίας του Ελληνικού πνεύματος»3. Εάν η Ελληνιστική εποχή δεν παρήγαγεν αθάνατα μνημεία εφάμιλλα των της κλασσικής, όμως δεν υπελείφθη ούτε κατά την ρώμην του πνεύματος ούτε κατά την τόλμην της διανοήσεως. Επομένως δεν θα ήτο δίκαιον να ομιλώμεν περί παρακμής, αλλά περί «διαφόρου προσανατολισμού της δημιουργικής δυνάμεως»4. Η Τέχνη αναζητεί νέας μορφάς, ο λόγος τρέπεται κατά προτίμησιν προς ωρισμένα είδη, η «Στοά» ανακαινίζει την ηθικήν φιλοσοφίαν και –γεγovός εκτάκτου σημασίας– αι επιστήμαι, αι θετικαί και αι φιλολογικαί, καθώς και η τεχνική, εισέρχονται εις το αποφασιστικόν στάδιον της διαμορφώσεώς των5. Μείζονας διαστάσεις λαμβάνει η Ελληνιστική παιδεία διά τον ιστορικόν, τον θεώμενον τα πράγματα του πνεύματος όχι μόνον από της απόψεως του δημιουργήματος, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού ή επιστημονικού, αλλά από της υψηλοτέρας σκοπιάς των κοινωνικών φαινομένων, των συναντήσεων, των συγκρούσεων, των συγχωνεύσεων και τον συγκρητισμόν των πολιτισμών.Μία μορφή της Ελληνικής γλώσσης, η κοινή, γίνεται η μεγάλη διεθνής λεωφόρος της διακινήσεως των ιδεών, αποκλειστικόν όργανον διεθνούς επικοινωνίας και υψηλής παιδεύσεως6. [ ]

Β. Η εξέλιξη της ιστοριογραφίας
Κατά το έτος 1976 συνεπληρώθησαν διακόσια έτη από της εκδόσεως του πρώτου τόμου της History of the Decline and Fall of the Roman Empire (1776-1788) του Βρεττανού ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος (Gibbon), ενός των λαμπροτέρων μνημείων της Ευρωπαϊκής Ιστοριογραφίας. κατά δε το 1977 θα συμπληρωθούν εκατόν έτη από της ενσωματώσεως υπό τον τίτλον History of Greece from its Conquest by the Romans to the Present Time (Β.C. 146-A.D. 1864), εις τόμους επτά, υπό H.F. Tozer, εν Λονδίνω, 1877, των επί μέρους έργων, τα οποία ο επίσης Βρεττανός ιστορικός Γεώργιος Finley αφιέρωσεν εις την ιστορίαν της Ελλάδος από του 146 π.Χ. μέχρι του 1864. Το αφορών εις την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν τμήμα (146 π.Χ. – 716 μ.Χ.) είχεν εκδοθή αυτοτελώς τώ 1844. Τα συγγράμματα ταύτα είναι διαφόρου εμπνεύσεως και διαφόρων προσανατολισμών, όμως αμφότερα επηρέασαν τα μέγιστα την παγκόσμιον Ιστοριογραφίαν.

Σήμερον δυνάμεθα να επισκοπήσωμεν το διανυθέν διάστημα και να διαπιστώσωμεν τας τεραστίας μεταβολάς, τας οποίας επέφερεν η ακολουθήσασα έρευνα όχι μόνον από της απόψεως του εμπλουτισμού των πηγών, αλλά και από της σκοπιάς των γενικωτέρων αντιλήψεων της συγχρόνου ιστορικής συνθέσεως περί του μεταγενεστέρου Ρωμαϊκού Κράτους, περί του Βυζαντίου, της Τουρκοκρατίας και της Λατινοκρατίας και αυτής της νεωτάτης Ιστορίας της Ελλάδος. Ειδικά έργα, εκδοθέντα ακριβώς επ’ ευκαιρία της διακοσιοστής επετείου της εκδόσεως της Ιστορίας του Γίββωνος, παρουσιάζουν εναργέστατα τον απολογισμόν των δύο αιώνων7.
Όσον αφορά ιδιαιτέρως εις την νεωτέραν Ελληνικήν Ιστοριογραφίαν πρέπει ενταύθα να παρατηρηθή ότι αύτη επί μακρόν ετήρησε στάσιν αρνητικήν έναντι της Ρωμαιοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Συγγραφείς του πρώτου ημίσεος του παρελθόντος αιώνος εθεώρησαν την μάχην της Χαιρωνείας ως το τέλος του αρχαίου κόσμου, την δε μετέπειτα ιστορίαν του Ελληνισμού μέχρι του 1821 ως σκοτεινήν εποχήν καταπτώσεως, την οποίαν επεσκίαζε «πέπλος μέλας δουλείας». Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ήνοιξαν διά των ρηξικελεύθων έργων των ευρείας οδούς προς ριζικάς αναθεωρήσεις. Όμως ακόμη και σήμερον αι πεπαλαιωμέναι εκείναι αντιλήψεις πλανώνται υπεράνω της ιστορικής επιστήμης, διαιωνίζουν εσφαλμένας γνώμας και παντοιοτρόπως επηρεάζουν την ιστορικήν παίδευσιν των Ελλήνων8.

Γ. Οι Ελληνες και η πόλις
Η Ρωμαιοκρατία και η Τουρκοκρατία, εκτιμώμεναι και κρινόμεναι υπό το φως των σημερινών δεδομένων της επιστήμης, αποδεικνύονται εποχαί μείζονες της Ελληνικής Ιστορίας. Τα διδάγματα, τα οποία αντλούμεν από την σπουδήν των, είναι φωτεινά και αισιόδοξα. Άπαξ διά παντός λέγομεν ότι δεν υποτιμώμεν τας συμφοράς, τους διωγμούς, την ανυπολόγιστον φθοράν των ανθρώπων και των πραγμάτων, τους εξανδραποδισμούς, τας πικρίας, τους χλευασμούς και τας ταπεινώσεις. Το μαρτυρολόγιον εις αμφοτέρας τας περιόδους είναι μακρόν. Αλλ’ αι μεγάλαι εποχαί δεν μετρούνται με το μέτρον των θυσιών. Είναι μεγάλαι εποχαί εκείναι, αι οποίαι μετουσιώνουν τας θυσίας, τας συμφοράς, τα ερείπια, τα δάκρυα εις κινούσας δυνάμεις, εις όργανα αναγεννήσεως, εις εθνικάς και υπερεθνικάς αξίας, ένθα δεσπόζει η ηγεμονία του πνεύματος.

Και επί Ρωμαιοκρατίας και επί Τουρκοκρατίας ο Ελληνισμός, μολονότι είχεν απολέσει την πρωτογενή του εξουσίαν και την ανεξαρτησίαν του, όχι μόνον διετήρησε την αυτοτέλειαν, την εθνικήν και έν τινι μέτρω την διοικητικήν, αλλά και επέτυχεν ό,τι δεν είχε κατορθώσει υπό ευμενεστέρας πολιτικάς συνθήκας: απήρτισε δηλονότι υπό την ξενικήν δουλείαν ευρείαν εθνικήν και ηθικήν κοινότητα. Η κοινότης αύτη επραγματοποιήθη κατά μεν τήν Ρωμαϊκήν περίοδον εντός της μικράς μονάδος της πόλεως, κατά δε την Οθωμανικήν εντός του αναπεπταμένου δικτύου της εκκλησιαστικής οργανώσεως.

Η πόλις με ολόκληρον το θρησκευτικόν, θεσμικόν και οικονομικόν, το παιδευτικόν και συναισθηματικόν της υπόβαθρον απέβη η κατ’ εξοχήν κυψέλη της συντηρήσεως και της δραστηριότητος των Ελλήνων επί Ρωμαιοκρατίας. Ο Αλέξανδρος και oι διάδοχοί του, oι βασιλείς των Ελληνιστικών κρατών, ανήγαγον εις περιωπήν την πολιτικήν της ιδρύσεως των αστικών κέντρων. Όσον και αν περιωρίσθησαν αι πολιτικαί των λειτουργίαι, ιδίως μετά τον Λαμιακόν πόλεμον (323/322) και ακολούθως επί Ρωμαίων, αι Ελληνικαί πόλεις διετήρησαν μέχρι τέλους την εκπολιτιστικήν και αφομοιωτικήν των ακτινοβολίαν και προς τους Ασιατικούς πληθυσμούς και προς αυτούς τους κατακτητάς. Υπήρξεν ανυπολογίστου σημασίας διά την ιστορίαν της Ανθρωπότητος η δημιουργία του καθαρώς Ελληνικής εμπνεύσεως θεσμού της πόλεως και η αποδοχή του υπό των Ρωμαίων, διότι, ως χαρακτηριστικώς έγραψεν ο Oswald Spengler, η «παγκόσμιος ιστορία είναι η ιστορία των πόλεων»9. Όσον αφορά εις τους Ρωμαίους, ούτοι, αφού ευρέως επωφελήθησαν εκ του συστήματος του άστεως διά την επέκτασιν και την διατήρησιν της κυριαρχίας των, υπετάχθησαν εις τούτο. Το Ρωμαϊκόν Κράτος υπήρξε «συνοικισμός πόλεων (civitates-πόλεις), αυτοδιοικουμένων κοινοτήτων»10.

Δ. Ο «λατινικός ελληνισμός»
Πολύεδρος, πολυσχιδής, επιθετική και κατακτητική υπήρξεν η δράσις και η ακτινοβολία του Ελληνισμού κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής κατακτήσεως. Εάν ο Οράτιος δεν είχεν αποθάνει κατά το έτος 8 π.Χ., εάν ήτο δυνατόν να έβλεπε την ανίδρυσιν της Κωνσταντινουπόλεως, τω 324 μ.Χ., οι περίφημοι στίχοι του, προφητικοί τότε,

Graecia capta ferum victorem cepit et artes
intuelit agresti Latio…,

θα εφαίνοντο εις αυτόν κατά πολύ κατώτεροι των πραγμάτων. Κατά τους τελευταίους χρόνους το πρόβλημα των σχέσεων των δύο μεγάλων λαών της Αρχαιότητος, των Ελλήνων και των Ρωμαίων, απετέλεσε το αντικείμενον καινοτόμων ερευνών. Είς των διαπρεπεστάτων ρωμαϊστών, ο καθηγητής Α.Η.Μ. Jones, παρετήρησεν ότι «το πλέον εκπληκτικόν γνώρισμα της Ρωμαϊκής διακυβερνήσεως εν τη Ελληνική Ανατολή είναι ότι, παρά την μακράν διάρκειάν της, έσχε τόσον μικράν επίδρασιν επί του πολιτισμού της περιοχής». Και προσέθεσεν: «εν τη πραγματικότητι η επίδρασις ησκήθη κατ’ αντίθετον φοράν»11.

Εις την ιστορικήν των τροχιάν οι Έλληνες και oι Ρωμαίοι, παρά τας εκατέρωθεν αιτιάσεις12, δεν ήσαν λαοί αντίπαλοι. Η μέθεξις εις την Ελληνικήν παιδείαν είχε παρασκευάσει τους κατακτητάς διά την κοσμοϊστορικήν των στροφήν.

Έξω των ορίων του Ελληνορρωμαϊκού χώρου, εις την Ασίαν, εις την Αφρικήν, εις την βορειοτέραν Ευρώπην, κινείται εχθρικός ο κόσμος των Βαρβάρων, αλλαχού συντεταγμένος, αλλαχού ασύντακτος, ελεύθερος ή δυσηνίως φέρων τους δεσμούς του κυριάρχου, το δε γεγονός τούτο συνέβαλεν έτι μάλλον εις την προσέγγισιν των δύο λαών. Ούτω συν τω χρόνω, άνευ καθεστωτικής καθιερώσεως και ωμολογημένης αρχής, οιονεί σιωπηρώς και λεληθότως, οι Έλληνες παρεζεύχθησαν εις την οικουμενικήν μοναρχίαν της Ρώμης. Εις το περίεργον τούτο condominium εκάτερος παρέσχε την συμβολήν του και επετέλεσε τας κατακτήσεις του. Έλληνες συγγραφείς, ως ο Αίλιος Αριστείδης του δευτέρου μ.Χ. αιώνος και ο Θεμίστιος του τετάρτου, καθώρισαν τους ρόλους των δύο λαών. Εις τα όμματά των η δυαδική μοναρχία ενσαρκώνει την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής εξουσίας και την οικουμενικότητα του Ελληνικού λόγου και της Ελληνικής παιδείας13.

Η ηγεμονική πορεία της Ελληνικής γλώσσης υπό την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν συμβολίζει παραστατικώτατα τον μέγαν άθλον του εξελληνισμού. Συνομολογούν οι Ρωμαίοι συγγραφείς. Ο Σουητώνιος (περί το 75-150 μ.Χ.) αποδίδει εις τον αυτοκράτορα Κλαύδιον (41-54) την φράσιν uterque sermo noster, εννοούντα την Λατινικήν και την Ελληνικήν, συνήθης δε είναι παρά Ρωμαίοις η χρήσις utraque lingua, utraque oratio κ.τ.τ., παρά τοις Έλλησι δε αντιστοίχως η εκατέρα γλώττα, η ετέρα γλώττα. Μετά την κατάκτησιν των ανατολικών επαρχιών η Ελληνική εισήχθη εις την διοίκησιν, ούτω δε η Ελλάς, στερηθείσα των στενών πολιτικών της συνέδρων, απέκτησεν αναπεπταμένα γλωσσικά σύνορα. Το Ρωμαϊκόν Κράτος υπήρξε δίγλωσσον14.

Η Ρώμη ίδρυσε την παγκόσμιον αυτοκρατορίαν της επί Ελληνικών θεμελίων. Το Ρωμαϊκόν Κράτος διεμορφώθη διά της κατακτήσεως. Αντιθέτως προς παλαιοτέρας κατακτήσεις, ταύτης είχε προηγηθή η ενότης του πολιτισμού. Διά τούτο και τα αποτελέσματά της υπήρξαν ισχυρά και μόνιμα. Ως δε παρατηρεί ο Jacques Pirenne, εν κατακλείδι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε κράτος Ελληνιστικόν15. Επομένως «η ολοκληρωτική μελέτη του Ελληνιστικού πολιτισμού ή του Ελληνιστικού κόσμου θα ώφειλε να περιλαμβάνη την σπουδήν του Ρωμαϊκού πολιτισμού, τουλάχιστον κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, όχι δε μόνον εις τας ανατολικάς επαρχίας της Αυτοκρατορίας. Τούτο προφανώς δικαιώνει τους ιστορικούς εκείνους, οίτινες προεκτείνουν την ανάλυσιν του Ελληνιστικού πολιτισμού μέχρι της χριστιανικής περιόδου»16. Τολμηρότερος ο F.E. Peters, ωμίλησε τελευταίως περί «Λατινικού Ελληνισμού», «Latin Hellenism», και «Ελληνικού Ελληνισμού»: «Αμφότεροι οι κλάδοι, ο Λατινικός και ο Ελληνικός, προέκυψαν υπό την πολιτικήν κυριαρχίαν της οικουμενικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι οφθαλμοί των Ευρωπαίων εικότως στρέφονται προς την πορείαν, κατά την οποίαν ο Ελληνισμός σταδιακώς μετεμόρφωσε το Ρωμαϊκόν Κράτος και την Ρωμαϊκήν κοινωνίαν και ενδεχομένως παρήγαγε τους πολιτισμούς της Ευρώπης και της Αμερικής»17.

Η Ρωμαιοκρατία εν Ανατολή ανήκει εις την σφαίραν της Ελληνικής Ιστορίας˙ είναι ιδικός της χώρος αυθεντικός και αναπόσπαστος. Μεγάλη εποχή γενέσεων συνεχίζει αδιαταράκτως την παγκόσμιον αποστολήν των Αλεξανδρινών και των Ελληνιστικών χρόνων, συγχέεται μετ’ αυτής και παρασκευάζει τας νέας τύχας της Ανθρωπότητος. Εις τους κόλπους της εκυοφορήθη το Ελληνικόν Βυζάντιον. Διά τον συγκρητισμόν της παιδείας της επετεύχθη η προσέγγισις του Ελληνισμού μετά του Χριστιανισμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. André Aymard, L’ Orient et lα Grèce antique, Histoire Ganérale des Civilisations, τόμ. Α΄, Παρίσιοι, 1953, σελ. 387 κ.ε. Όντως πρωτοποριακά είναι όσα, ήδη τω 1852, έγραφεν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος περί της αποστολής του Αλεξάνδρου ως προς τον Ελληνισμόν και περί «συμπλάσεως Ελλάδος και Ανατολής»: Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Κέρκυρα, 1852, σελ. 37 κ.ε.
  2. Ε.Will – Cl. Mossé – Ρ. Goukowsky, Le monde grec et l’Orient, τόμ. Β΄: “Le IVe siècle et l’ époque hellénistique, Peuples et Civilisations”, Παρίσιοι, 1975, σελ. 337 κ.ε.
  3. Αυτόθι, σελ. 567.
  4. André Aymard, L’Orient et la Grèce antique, ένθ’ ανωτ., σελ. 499.
  5. Αυτόθι, σελ. 470 κ.ε., 499 κ.ε., E. Will, ενθ’ ανωτ., σελ. 567 κ.ε., 583 κ.ε., 608 κ.ε. (μετά βιβλιογραφίας).
  6. Πάντοτε θεμελιώδες το έργον του Antoine Meillet, Aper çu d’une histoire de la langue grecque, εβδόμη έκδοσις. Παρίσιοι, 1965. J.O. Hoffmann – A. Debrunner – A. Scherer, Geschichte der griechischen Sprache, τεύχη δύο, Βερολίνον, 1969. J. Humbert, Histoire de la langue grecque, Παρίσιοι, 1972.
  7. Lynn White, Jr., (έκδ.), The Transformation of the Roman World: Gibbon’s Problem after two Centuries, Medieval and Renaissance Studies, Contributions: ΙΙΙ, Μπέρκλεϋ και Λ. Άντζελες, 1966. Karl Christ, Von Gibbon zu Rostovtzeff. Leben und Werk führender Althistoriker der Neuzeit, Ντάρμσταντ, 1972. Michel Baridon, Edward Gibbon et le mythe de Rome. Histoire et idéologie αu Siècle des Lumières, Παρίσιοι, 1977.
  8. Δ.Α. Ζακυθηνού, «Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 49 (1974), σελ. 97-103. Του αυτού, Σπυρίδων Ζαμπέλιος. «Ο θεωρητικός της Ιστοριονομίας». «Ο ιστορικός του Βυζαντινού Ελληνισμού», αυτόθι, σελ. 303- 328.
  9. Oswald Spengler, Le déclin de Ι’ Occident. Esquisse d’ une morphologie de l’ Histoire Universelle, μτφρ. από τα γερμανικά Μ. Tazerout, τόμ. Β΄, Παρίσιοι, 1948, σελ. 89.
  10. Roman Empire 284-602. Α Social, Economic αnd Administrative Survey, τόμ. Β΄, Οξφόρδη, 1964, σελ. 712.
  11. Α.Η.Μ. Jones, The Greeks under the Roman Empire, Dumbarton Oaks Papers, 17 (1963), σελ. 1-19.
  12. Ν.Κ. Πετροχείλου, Roman Attitudes of the Greeks, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, Αθήναι, 1974.
  13. Gilbert Dagron, “L’ Empire romain d’ Orient au IVe siècle et les traditions, politiques de l’ Hellénisme. Le témoignage de Thémistios”, εν Τraνaux et Mémoires, Centre de Recherche d’Histoire et de Civilisation Byzantines, τόμ. 3 (Παρίσιοι, 1968), σελ. 1-203. Του αυτού, “Αux origines de la Civilisation Byzantine: Langue de culture et langue d’ État”, εν Revue Historique, τόμ. 241 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1969), σελ. 23-56. Πρβλ. Δ.Α. Ζακυθηνού, «Η Tabula Imperii Romani και η έρευνα της Ιστορίας του Ελληνισμού υπό την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 47 (1972), σελ. 316 κ.ε.
  14. L. Lafoscade, “Influence du Latin sur le grec”, εν Jean Psichari, Études de Philologie néο-grecque, Bibliothèque de l’ École des Hautes Études. Sciences Philologiques et Historiques, τεύχος 92, Παρίσιοι, 1892, σελ. 117 κ.ε. Πρβλ. Henri -Ιrénée Marrou, Histoire de l’ Éducation dαns l’ Antiquité, έκδοσις τετάρτη, Παρίσιοι, 1958, σελ. 345 κ.ε., 542 κ.ε. Α.Η.Μ. Jones, The Later Rοmαn Empire 284-602, ενθ’ ανωτ., τόμ. Β΄, σελ. 986 κ.ε., τόμ. Γ΄, σελ. 330 κ.ε.
  15. Jacques Pirenne, “Les Empires du Proche – Orient et de la Méditerranée. Rapport de synthèse (Antiquité): Les grands Empires”, ενθ’ ανωτ., σελ. 18.
  16. Ε. Will, ενθ’ ανωτ., σελ. 343.
  17. F.E. Peters, The Harvest of Hellenism. Α Historγ of the Near East from Alexander the Great to the Triumph of Christianity, Λονδίνον, 1972, σελ. 22.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ