του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 64, Απρίλιος-Μάιος 2007
Η Ευρώπη υποδέχθηκε μουδιασμένη την εκλογή του Νικολά Σαρκοζί. Η πλειοψηφία των αναλυτών επισημαίνει τη «στροφή προς τα δεξιά». Τούτο δεν είναι, όμως, από μόνο του αρκετό ν’ αποτυπώσει τις πραγματικές αλλαγές που σηματοδοτεί το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών για τη Γαλλία αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Ήδη, αυτή η «στροφή προς τα δεξιά» φαίνεται εν πολλοίς παράδοξη αν αναλογιστούμε τα γεγονότα που σημάδεψαν τη Γαλλία τα τελευταία δυόμισι χρόνια, το «Όχι στο Ευρωστύνταγμα», το κίνημα των φοιτητών εναντίον του «Συμβολαίου Πρώτης Απασχόλησης», αλλά και την εξέγερση των υποβαθμισμένων Προαστίων.
«Η Γαλλία που φοβάται»
Κομβικό ρόλο για την εκλογή του Σαρκοζί στις εκλογές έπαιξε το γενικευμένο κλίμα ανασφάλειας που διαπερνά σήμερα τη γαλλική κοινωνία, ανασφάλειας έναντι της παγκοσμιοποίησης και των συνεπειών της.
Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση που διεξήγαγε το Chicago Council on Global Affairs σε συνεργασία με την ιστοσελίδα WorldPublicOpinion.org, η Γαλλία κατέγραψε έντονο σκεπτικισμό έναντι της παγκοσμιοποίησης. Η γενική εικόνα, βεβαίως, παρέμεινε θετική, μ’ ένα ισχνό, όμως, ποσοστό (το 51% υποστηρίζει ότι σε γενικές γραμμές η παγκοσμιοποίηση ωφελεί, ενώ το 42% ότι «κάνει κακό»). Στα ζητήματα, όμως, που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις της παγκοσμιοποίησης με το περιβάλλον και την εργασία, οι απαντήσεις υπήρξαν συντριπτικές: Το 80% θεωρεί πως το διεθνές εμπόριο απειλεί την εργασιακή ασφάλεια, το 73% ότι δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και το 66% πιστεύει ότι βλάπτει σοβαρά το περιβάλλον1. Τούτο σημαίνει πως οι Γάλλοι παραμένουν θετικοί σε μια γενικόλογη ιδέα της παγκοσμιοποίησης, απορρίπτοντας όμως κατηγορηματικά το περιεχόμενό της. Ας συγκρατήσουμε, όμως, αυτήν την αντίφαση για το τέλος.
Πέρα από την καταδίκη των σημαντικότερων πτυχών της παγκοσμιοποίησης, η ανασφάλεια στη Γαλλία έχει συγκεκριμένο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό περιεχόμενο.
Το κοινωνικό της περιεχόμενο εκδηλώθηκε με την έναρξη της εξέγερσης των υποβαθμισμένων γαλλικών προαστείων. Οι ταραχές απέδειξαν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ότι το δουλοκτητικό σύστημα που έχουν οικοδομήσει οι κοσμοπολίτικες ελίτ στο εσωτερικό της χώρας, με τους μετανάστες να απασχολούνται στις πιο κουραστικές εργασίες, και τις λευκές, μεσσαίες και ανώτερες τάξεις να καταναλώνουν, έχει φτάσει στα όριά του. Ο κοινωνικός ιστός έχει αποδιαρθρωθεί, και η Γαλλία εμφανίζει τα τυπικά συμπτώματα της κατακερματισμένης κοινωνίας των 2/3: γκέτο, εξαθλίωση και έξαρση της εγκληματικότητας. Μόνο που, μαζί με την ταξική διάσταση του αποκλεισμού, συνδέεται άρρηκτα πρωτίστως η πολιτιστική –το Ισλάμ, που συνιστά πλέον στη Γαλλία τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα– και δευτερευόντως η εθνοτική, μιας και οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται από πρώην γαλλικές αποικίες. Αυτή η εκρηκτική πραγματικότητα αποτελεί τη βάση της οιονεί μεταφοράς του «πολέμου των πολιτισμών», που διεξάγει η Δύση στη Μέση Ανατολή, στο εσωτερικό της γαλλικής κοινωνίας. Και το μίγμα είναι ήδη εκρηκτικό: Οι Γάλλοι φοβούνται το έγκλημα που προκαλεί η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, και πολύ περισσότερο τρέμουν ότι αυτό εκφράζεται μέσω του Ισλάμ.
Η πολιτιστική διάσταση της ανασφάλειας έχει ως βάση την απώλεια της αίσθησης του ανήκειν, στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποίησης η οποία υπονομεύει κάθε έννοια συλλογικής ταυτότητας. Η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του αμερικανικού μοντέλου του «μοναχικού πλήθους» επιτυγχάνεται μέσω της κατανάλωσης και της τηλεόρασης. Και οι πρόσφατες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αποσκοπούν στη διαμόρφωση μιας γενιάς πειθήνιων εργαζόμενων και υπάκουων καταναλωτών, που βουλιάζει στην αμάθεια και τη ρηχή σκέψη, δίχως κανένα πνευματικό έρεισμα και καμία ιστορική συνείδηση2. Σε γενικές γραμμές, η παγκοσμιοποίηση αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια των ανθρώπων, αποεθνικοποιεί και απο-συλλογικοποιεί, και αυτοί αισθάνονται ολοένα και περισσότερο παραδομένοι στο αρχιπέλαγός της δίχως το ηθικό, αξιακό και ηθικό έρεισμα της ένταξης σε μια κοινότητα.
Η δε οικονομική της εκδοχή, δείγματα της οποίας εμφανίστηκαν και στη δημοσκόπηση του αμερικανικού ινστιτούτου, αφορά στην υποχώρηση της εξασφαλισμένης εργασίας και τη μεταφορά των επιχειρήσεων και της παραγωγής στο εξωτερικό. Η πραγματική της βάση, όμως, βρίσκεται στην πτώση της οικονομικής ισχύος της ευρωπαϊκής αγοράς, μέσα στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται από την άνοδο των νέων ασιατικών υπερδυνάμεων, της Ινδίας και της Κίνας. Οι οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών δεν αντέχουν πλέον τον ανταγωνισμό των φθηνών προϊόντων που παράγουν οι χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, και αναγκάζονται να προβούν σε περαιτέρω αναδιαρθρώσεις προκειμένου να αντέξουν σε αυτόν. Η προώθηση αυτών των πολιτικών είναι γι’ αυτούς ζήτημα ζωής ή θανάτου, ενώ το εκρηκτικό κοινωνικό τοπίο που έχει διαμορφώσει η μετανάστευση δεν καθιστά πολιτικά εφικτή την επιμονή σε αυτή: πρέπει, λοιπόν, από κάπου να προκύψει η συμπίεση του κόστους, παρόλο που η «λύση» που έχει βρεθεί δημιουργεί περαιτέρω δυσαρέσκεια στις κοινωνίες, συμπιέζει το πραγματικό τους βιοτικό επίπεδο και θολώνει επικίνδυνα το εργασιακό μέλλον της πλειοψηφίας.
Τέλος, η ανασφάλεια συνδέεται και με την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρώπη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα σημάνει άνοδο της μετανάστευσης των μουσουλμάνων κατοίκων της προς τη Δυτική Ευρώπη, ενώ μια ατλαντική Τουρκία-μέλος της Ε.Ε. θα υπονομεύσει οριστικά οποιαδήποτε απόπειρα ενίσχυσης της συνοχής των ευρωπαϊκών θεσμών. Και μια διαλυμένη, χαλαρή Ευρώπη δεν μπορεί να ικανοποιήσει την επιτακτική ανάγκη των ευρωπαϊκών κοινωνιών για κραταιούς θεσμούς οι οποίοι να λειτουργούν προστατευτικά έναντι της παγκόσμιας αστάθειας.
Η Δεξιά που «ακούει»
Αυτήν την πολυδιάστατη πραγματικότητα της ανασφάλειας συνέλαβε η Δεξιά του Σαρκοζί καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, και φρόντισε σύντομα να καταθέσει τις δικές της, σαφείς απαντήσεις από τη δική της σκοπιά. Έτσι, εμφανίστηκε μ’ ένα ριζικά ανακαινισμένο προφίλ, που συνιστά ένα βήμα παραπέρα από τις πολιτικές θέσεις που εξέφραζε καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ενίσχυσης της παγκοσμιοποίησης.
Γνωρίζοντας τι σημαίνει ανασφάλεια για τη γαλλική κοινωνία, φρόντισε να εμφανιστεί ως η δύναμη εκείνη που θέτει με πυγμή σαφή και κατηγορηματικά όρια στην παγκοσμιοποίηση, προτείνοντας σε ορισμένα επίπεδα πολιτικές που την αντιστρατεύονται ανοιχτά. Μίλησε για το οριστικό τέλος της λαθρομετανάστευσης, υποσχέθηκε την ίδρυση υπουργείου Εθνικής Ταυτότητας και δεσμεύτηκε να αυξήσει τα επίπεδα της καταστολής στο εσωτερικό, ποντάροντας ακόμα περισσότερο σ’ ένα κράτος-αστυνόμο, που θα αμβλύνει το αίσθημα της ανασφάλειας των Γάλλων.
Σε μεγάλο βαθμό, τα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης συνιστούν κυρίως ήττα της Αριστεράς και όχι καθαρή νίκη της Δεξιάς. Γιατί η Αριστερά ήταν εκείνη που είχε συγκεχυμένο πρόγραμμα και θολή ιδεολογία. Γιατί δεν έδειξε τη διάθεση, ούτε αυτήν τη φορά, να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις της με την παγκοσμιοποίηση και όλα τα παρεπόμενα της διάρρηξης του κοινωνικού ιστού που αυτή προκαλεί (ανασφάλεια, εγκληματικότητα, αποξένωση κ.ο.κ.). Αντίθετα, επέμενε στις γενικόλογες διακηρύξεις της περί «σεβασμού του κοινωνικού κράτους» και έμφαση στο «προνοιακό και συμμετοχικό προφίλ διακυβέρνησης», σαν να ήθελε να υπογραμμίσει για άλλη μία φορά την αναγκαιότητα μιας «παγκοσμιοποίησης με ανθρώπινο πρόσωπο», παρόλο που αυτό έχει προ πολλού καταγραφεί στις συνειδήσεις των πολιτών ως μια κραυγαλέα αντίθεση.
Οι Σοσιαλιστές της Σεγκολέν στάθηκαν ανίκανοι να πείσουν για τις προθέσεις τους. Κι αυτό, γιατί δεν μπορείς να διατηρείς ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια ιδεολογία που εκφράζει κυρίως τα κοσμοπολίτικα ανώτερα στρώματα των διανοουμένων, των δημοσίων υπαλλήλων και των καλλιτεχνών, τους νεο-γιάπηδες της Λιμπερασιόν, τις ανώτατες γραφειοκρατίες και τους σικ καλλιτέχνες, προσπαθώντας ταυτόχρονα να εκπροσωπήσεις μια σοβαρή προοπτική άρσης της οικονομικής και της κοινωνικής ανασφάλειας των μη-προνομιούχων. Ο Σαρκοζί έσπευσε να το καυτηριάσει: «Η Γαλλία δεν έχει ανάγκη από αριστερούς που κόπτονται για το Δημόσιο Σχολείο και στέλνουν τα παιδιά τους στο Ιδιωτικό, αριστερούς που ενδιαφέρονται για τα προάστεια αλλά μένουν στο κέντρο».
Γι’ αυτό και ο Σαρκοζί «τσιμέντωσε» το κοινωνικό του μπλοκ και συσπείρωσε όλη την παραδοσιακή βάση της Δεξιάς. Η κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόρων έχει ως εξής: το 61% των πολιτών μεταξύ 60-69 ετών και το 68% των πολιτών άνω των 70 ετών, το 57% των Γάλλων με υψηλά εισοδήματα, το 67% των αγροτών, το 82% των εμπόρων και των βιοτεχνών, το 77% των ανεξάρτητων επαγγελματιών. το 57% των κατοίκων της περιφέρειας και το 68% των κατοίκων της Αλσατίας και της Κυανής Ακτής.
Στον αντίποδα, η Σεγκολέν μάζεψε τους ψηφοφόρους της «από δω κι από κει», ενώ καταδεικνύεται σαφώς πως πολλοί στράφηκαν την τελευταία στιγμή προς αυτήν, πραγματοποιώντας μια έσχατη προσπάθεια να αποφύγουν το μέλλον που επιφυλάσσει ο Σαρκοζί. Γι’ αυτό και η Ρουαγιάλ συγκέντρωσε ισχνές πλειοψηφίες στις κοινωνικές κατηγορίες όπου επικράτησε, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων: στους νέους 58% και στους μεσήλικες 55%. στους εργάτες, 54% και τους δημόσιους υπάλληλους 57%, τους ανέργους 75%, τους φοιτητές 58%, τους Γάλλους με πολύ χαμηλά εισοδήματα 56% και στο Σαιν-Ντενί, «δείκτη» των υποβαθμισμένων προαστείων, 56,6%3.
Ασφαλώς, η απάντηση της Δεξιάς είναι συντηρητική, αυταρχική και αντιδραστική. Αναδεικνύει ως υπ’ αριθμόν 1 «εσωτερικό εχθρό» τους μετανάστες και το Ισλάμ, υποκρύπτοντας τεχνηέντως πως την πραγματική υπαιτιότητα έχουν οι ίδιες οι γαλλικές ελίτ, που διαμόρφωσαν αυτό το δουλοκτητικό σύστημα εκμετάλλευσης, αλλά και η Δύση στο σύνολό της, που εκστράτευσε εναντίον της Μέσης Ανατολής, πυροδοτώντας δίχως επιστροφή τον «πόλεμο των πολιτισμών». Προωθεί την καταστολή του εγκλήματος και την αστυνόμευση για να καταπολεμήσει τη ρήξη στη συνοχή, γιατί στην ουσία δεν επιθυμεί να θίξει την ουσία του προβλήματος, ότι δηλ. η ελεύθερη αγορά και το διεθνές εμπόριο έχει οξύνει τόσο πολύ τις ανισότητες ώστε είναι επόμενο να τροφοδοτούνται τέτοια φαινόμενα.
Ουσιαστικά, η Δεξιά του Σαρκοζί υιοθετεί ένα πολύ μεγάλο μέρος του προγράμματος και των ιδεών του Ζαν-Μαρί Λεπέν. Η αντιπαλότητα με τους μετανάστες, η επιμονή στο αστυνομικό κράτος, οι θέσεις περί «γονιδιακής φύσης του εγκλήματος» αποτελούν στην ουσία τη δική του συμβολή στο γαλλικό πολιτικό σύστημα. Έτσι, μπορούμε να συνδέσουμε τα νήματα και να διαπιστώσουμε μια συνέχεια ανάμεσα σ’ αυτές τις προεδρικές εκλογές και τις προηγούμενες, όταν, ανέλπιστα, ο Λεπέν κατάφερε να εισέλθει στον δεύτερο γύρο. Το σχήμα είναι απλό και δεν διέφυγε της προσοχής των Γάλλων: Ο Λεπέν προκάλεσε έναν «πολιτικό σεισμό» στις προηγούμενες εκλογές, πετυχαίνοντας να καθιερώσει στο γαλλικό πολιτικό σκηνικό την αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης από τα Δεξιά. Οι δονήσεις αυτού του «σεισμού» επηρέασαν όλα τα κόμματα και κυρίως τις θέσεις του Σαρκοζί, ο οποίος έσπευσε να ενστερνιστεί τις ιδέες του. Γι’ αυτό και η επισήμανση της κόρης του Λεπέν, και διαδόχου του στην ηγεσία της Ακροδεξιάς, πως, σε αυτές τις εκλογές, ο Λεπέν έχασε εκλογικά και νίκησε ιδεολογικά, είναι απόλυτα εύστοχη.
Αυτό που μένει, έπειτα από όλα αυτά, είναι να αναρωτηθούμε γιατί, έπειτα από μια σειρά σημαντικών κοινωνικών κινητοποιήσεων, τα πολιτικά ρήγματα στην παγκοσμιοποίηση προήλθαν από τη Δεξιά και όχι από την Αριστερά. Το σχήμα της «προδοσίας της Αριστεράς», αν και ευσταθεί, δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως αυτήν την πραγματικότητα, αφού δεν μπορεί να αιτιολογήσει πλήρως το γιατί η απάντηση ήλθε από τα χείλη ενός σκληρού, αλά Μπελμοντό, ηγέτη της Δεξιάς.
Προκειμένου να εξηγήσουμε αυτήν την εξέλιξη, πρέπει να συνοψίσουμε την κατάσταση ολόκληρης της Ευρώπης. Η Ευρώπη είναι γερασμένη δημογραφικά, πολιτιστικά και πολιτικά. Το σύστημα της δουλοκτησίας που έχουν στήσει οι ελίτ, τόσο στο εσωτερικό των κοινωνιών τους με τους μετανάστες, όσο και στο εξωτερικό με την απομύζηση του πλούτου της περιφέρειας, έχει μεταβάλει ως επί το πλείστον τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς σε νωθρούς, κορεσμένους καταναλωτές.
Η αντίδραση στην κρίση είναι, επομένως, συντηρητική, γιατί ακριβώς πραγματοποιείται από τη σκοπιά της διατήρησης των κεκτημένων σ’ έναν άνισο κόσμο. Και έχει ως προμετωπίδα την υπερβολική χρήση της ισχύος, που μεταφράζεται σε αστυνόμευση, πυγμή, καταστολή και αυταρχισμό, ακριβώς γιατί αγωνίζεται εναντίον της ιστορικής λογικής: Προσβλέπει στο να αφαιρέσει με το νυστέρι τα «κακά» του συστήματος, προφυλάσσοντας όμως τις αιτίες που τα παράγουν, δηλαδή την παγκοσμιοποίηση, γιατί αυτές ταυτόχρονα είναι και η πηγή της ευημερίας της! Είναι μία κίνηση δύσκολη, περίπλοκη, γιατί το έργο της βυθίζεται στην αντίφαση που περιγράψαμε.
Αυτή θέτει και τα όρια των ευρωπαϊκών αντιδράσεων στην παγκοσμιοποίηση, κι αυτή, μεταξύ άλλων, προκαλεί το παράδοξο που ζήσαμε σ’ αυτές τις γαλλικές εκλογές: Μια κοινωνία που εν πολλοίς αποστρέφεται την παγκοσμιοποίηση να επιλέγει για εκφραστή της έναν Νεοφιλελεύθερο, Ατλαντιστή, Αυταρχικό Δεξιό…
Αντί επιλόγου: Ο Μεσοπόλεμος στην αυγή του 21ου αιώνα
Το σκηνικό που τείνει να στηθεί έπειτα από την επικράτηση του Σαρκοζί έχει πάρα πολλές αναλογίες με ό,τι συνέβη στην Ευρώπη κατά τον Μεσοπόλεμο. Έχουμε μια Δεξιά η οποία είναι πολύ περισσότερο «υποψιασμένη» και έτοιμη να απαντήσει στις αγωνίες των ανθρώπων και των κοινωνιών, αγωνίες που προκύπτουν από την ασύδοτη δράση των επικυρίαρχων του πλανήτη και των μηχανισμών του εμπορίου. Στον αντίποδα, οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις μοιάζουν υπνωτισμένες, επιμένουν να αναπαράγουν στις ιδέες τους πτυχές του κυρίαρχου μοντέλου, διαγράφοντας μικρές, «κριτικές» διορθώσεις, και αρκούνται να αντιπαλεύουν την ενίσχυση της Δεξιάς επιδιδόμενες απλώς σ’ έναν μηχανιστικό ετεροπροσδιορισμό: Φροντίζουν να υποστηρίζουν τις ακριβώς αντίθετες θέσεις, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες που τους περιστοιχίζουν. Το μόνο που καταφέρνουν όμως, όντας εκτός τόπου και χρόνου, είναι να χαρίζουν στις δυνάμεις της σκληρής, αυταρχικής Δεξιάς μια συντριπτική ιδεολογική ηγεμονία…
Σημειώσεις
- Ολόκληρη η μελέτη είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: http://www.worldpublicopinion.org/pipa/pdf/apr07/CCGA+_GlobTrade_article.pdf
- Ως προς αυτό βλέπε, Νατάσα Πολονύ, Τα χαμένα Παιδιά μας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2006 και Ζαν-Κλωντ Μισεά, Η Εκπαίδευση της Αμάθειας, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004.
- Η κοινωνική σύνθεση της ψήφου των δύο υποψηφίων δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, στις 08/05/07.