του Κ. Λ. Κατσιφαράκη, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Τα τελευταία χρόνια προβάλλεται ως πρότυπο για την κοινωνία η πολυπολιτισμικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια δήλωση ημιδημοσίου ανδρός, ο οποίος περηφανευόταν που η Αθήνα είναι πλέον μια πολυπολιτισμική πόλη. Ειδικότερα για την πόλη μας, τη Θεσσαλονίκη, επαναλαμβάνεται θρηνωδώς ότι έχασε την πολυπολιτισμική της κληρονομιά και παράδοση. Αναρωτιέμαι βέβαια αν το πρότυπο είναι η αναγκαστική συμβίωση διαφόρων εθνοτήτων, όπως συνέβαινε επί οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διότι οι Έλληνες, οι Εβραίοι, οι Τούρκοι και άλλες μικρές εθνικές ομάδες που συνυπήρχαν στη Θεσσαλονίκη δεν αποτελούσαν ουσιαστικά κοινωνία. Ζούσαν σε διαφορετικές γειτονιές, μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, ακόμη ασκούσαν διαφορετικά επαγγέλματα. Για μικτούς γάμους, που είναι ένας καλός δείκτης αποδοχής της άλλης εθνότητας, ούτε λόγος. Η αλλαγή θρησκεύματος, το πέρασμα δηλαδή από τη μια κοινότητα στην άλλη, ήταν σπανιώτατο και άκρως επικίνδυνο. Tο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαβόητη σφαγή των προξένων. Τον Μάιο του 1876 ο μουσουλμανικός όχλος, που είχε εξαγριωθεί επειδή μια κοπέλα, που είχε προσηλυτισθεί στον μουσουλμανισμό, θέλησε να επιστρέψει στον χριστιανισμό, κατέσφαξε τους προξένους της Γαλλίας και της Γερμανίας, που προσπάθησαν να παρέμβουν.
Σήμερα βέβαια ξεκινούμε από μια διαφορετική βάση. Έχουμε, από τη μια μεριά, το ελληνικό πολιτιστικό πλαίσιο και την κυρίαρχη, μέχρι τώρα τουλάχιστον, πληθυσμιακή ομάδα, και από την άλλη, τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό νεοπροσφύγων, από την Αλβανία, άλλες όμορες χώρες, τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και από την Αφρική και την Ασία. Τίθενται λοιπόν εκ των πραγμάτων κάποια προβλήματα, που πρέπει να επιλυθούν. Για να έχουμε όμως σωστές λύσεις, θα πρέπει κατ’ αρχήν να θέσουμε τα σωστά ερωτήματα, να προδιαγράψουμε τους σωστούς στόχους. Οι οπαδοί της πολυπολιτισμικότητας θέτουν εξαρχής λάθος ερώτημα. Η αγωνία τους είναι πώς η κοινωνία μας, από ελληνοκεντρική, εθνοκεντρική, εθνικιστική και άλλα τέτοια (οι μετριοπαθείς μιλούν για ελληνοκεντρισμό, οι ακραίοι για εθνικισμό και ρατσισμό), θα μετατραπεί, επιτέλους, σε πολυπολιτισμική.
Γενικά, έχω την αίσθηση πως όσοι υποστηρίζουν ότι πρέπει ντε και καλά να έχουμε πολυπολιτισμική κοινωνία μένουν στο επίθετο «πολυπολιτισμική» και ξεχνούν ότι το ουσιαστικό είναι η κοινωνία. Ορισμένοι μάλιστα φαίνεται ότι υποτιμούν τον ελληνικό πολιτιστικό πλούτο. Επισημαίνω, για παράδειγμα, την εξωφρενική άποψη, που διατυπώθηκε πριν λίγα χρόνια, ότι πρέπει να γίνουν τα αγγλικά επίσημη γλώσσα, ώστε να αποτελέσουν αυτά την κοινή γλώσσα των Ελλήνων και ξένων κατοίκων της πόλης. Την ίδια εποχή είχε γίνει και η δήλωση περί 4.000.000 κατοίκων, που προκάλεσε εύλογη ανησυχία, αφού αυτό θα σήμαινε ποσοστό ξένων πολύ μεγαλύτερο του 50%, δεδομένου ότι ο πληθυσμός ολόκληρης της Μακεδονίας, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ήταν 2.414.000 κάτοικοι. Βέβαια η δήλωση αυτή ανασκευάσθηκε αργότερα. Υποστηρίχθηκε ότι αναφερόταν απλώς στην ανάγκη απόκτησης υποδομών τόσο καλών, που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν 4.000.000 κατοίκους. Ως μηχανικός, μπορώ να βεβαιώσω ότι αυτό είναι εντελώς ανόητο από τεχνική άποψη. Όλα τα δίκτυα υποδομής, όπως ύδρευσης και αποχέτευσης, που έχουν συγκεκριμένο χρόνο ζωής, διαστασιολογούνται με βάση λογική πρόβλεψη του μελλοντικού πληθυσμού. Υπερδιαστασιολόγηση σημαίνει διασπάθιση του δημοσίου χρήματος υπέρ των εργολάβων.
Δεν υποστηρίζω, κάθε άλλο μάλιστα, ότι είναι κακοπροαίρετος όποιος προβάλλει ως ύψιστο κοινωνικό πρότυπο την πολυπολιτισμικότητα. Κατανοώ επίσης τη δυσκολία ορισμένων που μένουν στην παραλία ή το Πανόραμα, οι οποίοι στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία και βρήκαν, χάρις στην εισροή μεταναστών, φθηνότερες οικιακές βοηθούς, να αντιληφθούν την ανασφάλεια που αισθάνεται ένας εργάτης.
Επανερχόμενος στο τι πρέπει να κάνουμε σήμερα, νομίζω ότι πρέπει πρώτα να θέσουμε τον σωστό στόχο, που είναι, κατά τη γνώμη μου, η ομαλή ένταξη των νεοπροσφύγων στο ελληνικό πολιτιστικό πλαίσιο, ώστε όσοι τελικά παραμείνουν να γίνουν καλοί Έλληνες πολίτες, και όσοι φύγουν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους με φιλικά αισθήματα για την Ελλάδα. Για τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις επιτυχίας του εγχειρήματος, μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα από την ιστορία της πόλης μας.
Πράγματι, στην πρόσφατη ιστορία της Θεσσαλονίκης, έχουμε δύο παραδείγματα επιτυχούς ενσωμάτωσης και συγκρότησης μιας ενιαίας κοινωνίας. Το πρώτο αφορά στους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής. Η διαδικασία, υπό συνθήκες μάλιστα οικονομικής στενότητας, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Όμως οι πρόσφυγες αυτοί ήταν στο σύνολό τους ορθόδοξοι χριστιανοί, στη μεγάλη τους πλειοψηφία ελληνόφωνοι και με ελληνική εθνική συνείδηση. Έτσι, μέσα σε μια γενιά, συναποτέλεσαν ενιαία κοινωνία με τους άλλους Έλληνες της Θεσσαλονίκης.
Ένα άλλο παράδειγμα μας δίνει η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Όταν απελευθερώθηκε η πόλη, οι Εβραίοι κάτοικοί της ήταν αλλόθρησκοι, αλλόγλωσσοι (μιλούσαν λαντίνο, δηλαδή παρεφθαρμένα ισπανικά), πολίτες μέχρι τότε της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η επόμενη γενιά ήταν εκ γενετής πολίτες της Ελλάδας και μιλούσαν καλά ελληνικά, ενώ διατηρούσαν το θρήσκευμά τους και την αίσθηση της διαφορετικότητας. Προτιμούσαν, για παράδειγμα, να παντρέψουν τα παιδιά τους με Εβραίο από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, παρά με Έλληνα χριστιανό. Οι λίγοι που παρέβαιναν τον κανόνα κινδύνευαν να γίνουν «αποσυνάγωγοι». Η τρίτη γενιά, οι άνθρωποι της δικής μου πάνω-κάτω ηλικίας, ενώ φυσικά διατηρούν το θρήσκευμά τους, είναι πλήρως ενταγμένοι στην ελληνική κοινωνία, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, που ίσως ονειρεύονται να αποτελέσουν τοπικό ανάλογο της αμερικανικής ADL.
Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει από την ιστορική αναδρομή είναι ότι η ένταξη χρειάζεται χρόνο, και μάλιστα ανάλογο με τις ιδιαιτερότητες κάθε εθνοτικής ή άλλης ομάδας και τη διάθεσή της να ενταχθεί. Ευκολότερη είναι, για παράδειγμα, η ένταξη όσων έχουν ελληνική καταγωγή, εξαιτίας της οποίας είχαν υποστεί διακρίσεις στις χώρες προέλευσής τους. Από την «ενταξιμότητα» εξαρτάται και το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που μπορεί να φθάσει μια κατηγορία μεταναστών, χωρίς να επιβαρύνει υπέρμετρα το κοινωνικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των μεταναστών δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτος. Υποστηρίζουν μερικοί, υπέρμαχοι της οικονομίας της αγοράς ακόμη και στην πιο άγρια μορφή της, ότι οι νόμοι της θα λύσουν και αυτό το πρόβλημα. Όταν πάψουν να υπάρχουν δουλειές, λένε, θα σταματήσει και η εισροή οικονομικών μεταναστών. Αλλοίμονο αν αφεθούμε στις δυνάμεις της αγοράς. Ακόμη και αν καταπατηθούν εντελώς τα δικαιώματα των εργαζομένων, ακόμη και αν οι αμοιβές κατρακυλήσουν στο επίπεδο της Αλβανίας ή της Βουλγαρίας, πάλι θα έχουμε εισροή μεταναστών από το Πακιστάν ή την Αφρική. Άρα το όριο πρέπει να τεθεί από το κράτος, στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης μεταναστευτικής πολιτικής. Άλλωστε, η έλλειψη μιας τέτοιας πολιτικής εμπόδισε την αξιοποίηση των ειδικών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων κάποιων μεταναστών.
Ένας παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη διάθεση ένταξης κάποιων μελών μιας εθνοτικής ομάδας είναι η επιδίωξη ξένων κέντρων να υποκινήσουν μειονοτικά προβλήματα. Το πόσο μπορούν να επηρεάσουν τέτοια κέντρα το βλέπουμε, αν δεν θέλουμε να κλείσουμε τα μάτια, τα αυτιά και το μυαλό μας, στη Θράκη. Και αν ψάξει κανείς στο διαδίκτυο, θα βρει διάφορα περί Τσαμουριάς και αλβανικής μειονότητας.
Τον περασμένο Νοέμβριο, στη διάρκεια των ειδήσεων, ένα τοπικό κανάλι είχε ένα ρεπορτάζ για τους ξένους που ζουν στη Θεσσαλονίκη. Έδειξε, μεταξύ άλλων, έναν νεαρό Αλβανό να λέει ότι ο ρατσισμός στην Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο και ότι στην Αγγλία, για παράδειγμα, τα πράγματα είναι καλύτερα. Η δημοσιογράφος δεν τον ρώτησε βέβαια αν η διαπίστωση ήταν δική του, από προσωπική επίσκεψη στην Αγγλία, ή βασιζόταν σε πληροφορίες άλλων. Εκείνο που με προβλημάτισε, με τρόμαξε, μπορώ να πω, ήταν το εμφανώς καλλιεργημένο μίσος για την Ελλάδα.
Η ορθολογική αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού απαιτεί ειδικά μέτρα, όπως α) προβολή των ελληνικών θέσεων διεθνώς (και μέσω του διαδικτύου, όπου η επίσημη ελληνική παρουσία σε όλα τα εθνικά θέματα είναι υποτονική) και β) άσκηση πολιτικών και οικονομικών πιέσεων στις χώρες που υποκινούν τέτοια ζητήματα. Πέρα όμως από αυτά, ο γενικότερος στόχος της ένταξης των μεταναστών απαιτεί την υιοθέτηση διάφορων μέτρων και συμπεριφορών, όπως: α) Εκπαιδευτική πολιτική, όπου επίσης φαίνεται ότι υπάρχει ασάφεια και ως προς τους στόχους και ως προς τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν, β) Αποφυγή υπερτονισμού των συγκριτικά λίγων ρατσιστικών περιστατικών, που συχνά μεγαλοποιούνται από τα ΜΜΕ είτε γιατί κάποιοι νομίζουν ότι έτσι ανεβάζουν την απήχησή τους, είτε γιατί θέλουν να δείξουν πόσο αντιρατσιστές και προοδευτικοί είναι, και γ) Θετική αντιμετώπιση (όχι επιβολή αλλά θετική αντιμετώπιση) προσπαθειών εξελληνισμού που γίνονται από τους ίδιους τους μετανάστες. Η απορριπτική θέση έχει μια άγρια και μια ήπια μορφή. Η άγρια εκφράζεται με το επιεικώς γελοίο γηπεδικό σύνθημα: «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ήπιας, καλοπροαίρετης, αλλά επίσης λανθασμένης αντιμετώπισης είναι η φράση: «Μην εξελληνίζεις το όνομά σου, πρέπει να διατηρήσεις τη ξεχωριστή πολιτισμική σου ταυτότητα».
Από εκεί και πέρα, η παρουσία των μεταναστών καθιστά εμφανέστερη την ανάγκη για σεβασμό του άλλου, ανθρωπιά και δικαιοσύνη, για όσα δηλαδή είναι ούτως ή άλλως απαραίτητα για την κοινωνική συνοχή. Οι μετανάστες είναι πιο ευπαθείς σε όσα ενοχλούν ή προσβάλλουν όλους μας. Η γραφειοκρατία π.χ., που μας ταλαιπωρεί όλους, για τους μετανάστες είναι ακόμη χειρότερη. Υπάρχουν πλέον δικηγόροι που εξειδικεύονται στα θέματα των μεταναστών, με αμοιβές που συχνά φαίνονται υπέρογκες. Ίσως, μάλιστα, κάποιοι από τους δικηγόρους αυτούς να είναι υπέρμαχοι της πολυπολιτισμικότητας.
Δυστυχώς, η γενικότερη συγκυρία είναι αρνητική για την κοινωνική συνοχή. Η κατάλυση των συνεκτικών δομών μεγάλης και μικρής κλίμακας είναι άμεσος στόχος αλλά και έμμεσο αποτέλεσμα της «παγκοσμιοποιημένης» άγριας οικονομίας της αγοράς. Τη συμφέρει να είναι κάθε άνθρωπος μόνος απέναντι στους απρόσωπους μηχανισμούς της. Είναι καθήκον μας να εμποδίσουμε αυτή τη διάλυση. Η επιτυχής ενσωμάτωση των μεταναστών μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις συνιστώσες αυτού του γενικότερου προβλήμα