Αρχική » Βιβλιοπαρουσίαση: Ξένος στη Σιών – Σημειώσεις ενός επισφαλούς και σημειώσεις ενός ανυπότακτου

Βιβλιοπαρουσίαση: Ξένος στη Σιών – Σημειώσεις ενός επισφαλούς και σημειώσεις ενός ανυπότακτου

από Άρδην - Ρήξη

του Daniel Cil Brecher/μετάφραση – επιμέλεια: Γεωργοπούλου Σοφία, από το Άρδην τ. 56, Οκτώβριος – Νοέμβριος 2005

σελ. 380
Το βιβλίο βρίσκεται σε ανάγνωση σε εκδοτικούς οίκους της Ολλανδίας, της Ισπανίας και της Νορβηγίας. Θα κυκλοφορήσει δε προσεχώς στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Οther Press της Νέας Υόρκης.

Παρουσίαση του βιβλίου
Το βιβλίο αυτό είναι, ταυτόχρονα, προσωπική εξιστόρηση και πολιτικός διαλογισμός πάνω στον σιωνισμό και τον εβραϊκό εθνικισμό. Η διάρθρωσή του βασίζεται στις εμπειρίες που αποκόμισε ο συγγραφέας, ως ιστορικός στο Τμήμα Στρατιωτικής Ιστορίας του ισραηλινού στρατού, όπου εξέτισε την υποχρεωτική του θητεία και υπηρέτησε ως έφεδρος κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80. Τα χρόνια αυτά υπήρξαν για τον συγγραφέα περίοδος προσωπικών και πολιτικών συγκρούσεων, μια περίοδος εσωτερικής μεταστροφής, που η κρίσιμη καμπή της χρονολογείται στην εποχή του πολέμου στο Λίβανο. Συγκεκριμένα έχει να κάνει με τις εμπειρίες του κατά το πρώτο έτος του πολέμου και τα επακόλουθα μιας ανοιξιάτικης βραδιάς του 1984 στα λιβανέζικα σύνορα, όταν, όντας αξιωματικός εκπαιδευτής, αρνήθηκε να συνοδέψει τις στρατιωτικές μονάδες στο Λίβανο προς ενίσχυση του μαχητικού ήθους.

Η έναρξη του πολέμου τον Ιούνιο του 1982 και η ανυπακοή προς τη διαταγή ανωτέρων την άνοιξη του 1984 αποτελούν αρχή και τέλος της εξιστόρησης. Στα κεφάλαια που μεσολαβούν, ο συγγραφέας περιγράφει την αντιμετώπιση και σύγκρουσή του με την πολιτική καθημερινότητα του Ισραήλ και με τις βασικές ιδέες του σιωνισμού και του εβραϊκού εθνικισμού στη διασπορά. Την έκθεση προσωπικών εμπειριών, παρατηρήσεων και εντυπώσεων διαδέχονται ιστορικές ανασκοπήσεις και αναλύσεις των πολιτικών θέσεων, της κοινωνικής συμπεριφοράς και των μυθικών αναφορών της εβραϊκής και ισραηλινής κοινωνίας. Ο συγγραφέας προβαίνει σε παρεκβάσεις και νοητικές αναδρομές, ιχνηλατώντας το επίμαχο ζήτημα σχετικά με την τύχη των Παλαιστίνιων, το 1948, καθώς και την ιδιάζουσα δυναμική του εβραϊκοπαλαιστινιακού προβλήματος και την γέννηση του μεταπολεμικού εβραϊκού εθνικισμού στην διασπορά, που ως παιδί έζησε ο ίδιος στην Ομοσπονδιακή Γερμανία.

Αποσπάσματα από το κεφάλαιο “Πόλεμος”
Όπως σχεδόν κάθε Σαββάτο, έτσι και την ημέρα εκείνη της 5ης Ιουνίου 1982, είχα πάει μαζί με φίλους στο αραβικό τμήμα της Ιερουσαλήμ, για να αποδράσω από την ασφυκτική σιγή του εβραϊκού Σαββάτου, να ψωνίσω στο παζάρι και να δειπνήσω σ’ ένα από τα αραβικά εστιατόρια. [ ] Εκεί όπου, μέχρι το 1967, ένα τείχος χώριζε την Ιερουσαλήμ, μπήκαμε αίφνης σ’ έναν άλλο κόσμο. Η Ανατολική Ιερουσαλήμ ήταν κατεχόμενο έδαφος, το πέρασμα ωστόσο των παλαιών συνόρων σήμαινε επίσης τη μετάβαση από τη νευρική υπερένταση του μοντέρνου Ισραήλ στον συγκρατημένο, υπομονετικό τρόπο ζωής της Παλαιστίνης, τον ριζωμένο στις παλαιές παραδόσεις. Η εικόνα στους δρόμους άλλαξε τελείως. Στο δρόμο μας συναντούσαμε τώρα φτωχικά ντυμένους αγρότες από τα γύρω χωριά, που οδηγούσαν τα βαριά φορτωμένα υποζύγια στην αγορά, βρεθήκαμε μέσα στον καπνό των φορτηγών που ήταν πολύχρωμα βαμμένα και στα τζάμια τους χοροπηδούσαν διάφορα φυλαχτά. Παρελθόν και παρόν έσμιγαν, όχι πάντα αρμονικά. Στην άκρη του δρόμου κείτονταν ζητιάνοι κι έτειναν το πιατάκι τους στους περαστικούς. [ ] Αλλά και η σκηνή που εκτυλισσόταν στην ερειπωμένη, σκονισμένη πλατεία μπροστά στην πύλη της Δαμασκού δεν ήταν εύκολη να ερμηνευτεί. Άραβες μεροκαματιάρηδες έστεκαν εκεί μπουλούκι μπουλούκι, καπνίζοντας και περιμένοντας να φανεί κανένας Εβραίος εργοδότης να τους προσφέρει λίγες ώρες σκληρής δουλειάς έναντι κακής πληρωμής. Ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης μπορεί να ήταν καθολικός, μόνον που εδώ αντιλαμβανόσουν ότι το ένα μέρος ανήκε στους κατακτητές ενώ το άλλο στους κατακτημένους. Πόσο ήσυχη και ειρηνική ήταν η ατμόσφαιρα στην ανατολική Ιερουσαλήμ την ανοιξιάτικη εκείνη ημέρα δύσκολα το φαντάζεται κανείς σήμερα πλέον. Πόρρω απείχαν η Μαδρίτη, το Όσλο, το Καμπ Ντέϊβιντ, το Γουάϊτ ή Τάμπα – πόρρω απείχαν οι ελπίδες κι οι απογοητεύσεις στην προσπάθεια ειρήνης, δεν υπήρχαν η πρώτη και η δεύτερη Ιντιφάντα και δεν είχε αρχίσει ακόμη η κατοχή του Λιβάνου, που διήρκεσε μέχρι το Μάϊο του 2000 και μόλυνε κάθε τόσο την Εγγύς Ανατολή σαν μια ανοιχτή πυώδης πληγή. Το σκηνικό της παλαιάς πόλης, που έδειχνε να έχει παραμείνει ίδιο επί αιώνες, μου πρόσφερε παρηγοριά και καταφύγιο από την αγχωτική ζωή μου στη Δυτική Ιερουσαλήμ. Ίσως το ήρεμο αυτό σκηνικό να συνέτεινε στο γεγονός ότι εκείνο το Σαββάτο όλοι ασυζητητί αισιοδοξούσαμε για μια ευνοϊκή έκβαση του προβλήματος μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, αν και όχι άμεσα. [ ]


Προς το μεσημέρι πήγα σπίτι μου εξαντλημένος, παραήμουν φουρκισμένος και θλιμμένος για να μπορέσω να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου.
Σπίτι βρήκα ένα σημείωμα στην πόρτα μου. Ήταν το ίδιο όπως τόσες άλλες φορές, όταν η μονάδα εφέδρων, στην οποία ανήκα, έκανε μυστική άσκηση επιστράτευσης. Στο σημείωμα αναφέρονταν οδηγίες, ο χρόνος και ο τόπος προσέλευσής μου. Την άσκηση αυτή την επαναλαμβάναμε τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο. Κάθε φορά είχα καθήκον να φωτοτυπήσω το σημείωμα, να πάρω το αυτοκίνητο και να ειδοποιήσω τέσσερα ή πέντε άλλα μέλη της μονάδας μου, που έμεναν στην περιφέρεια μου και που τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους τις έφερα για τον σκοπό αυτό πάνω μου, αναγραμμένες σ’ έναν κατάλογο. Με την βοήθεια αυτής της αλυσίδας μπορούσε να επιστρατευθεί η μονάδα με όλη τη μυστικότητα μέσα σε λίγες ώρες. Η διαδικασία είχε βέβαια το όφελος ότι γι’ αυτές τις δύο ώρες μού αφαιρούνταν μια ολόκληρη μέρα από την ετήσια υπηρεσία μου, από την άλλη ήταν γελοία, διότι δεν ήμασταν πολεμιστές αλλά μια ομάδα επίκουρων καθηγητών και επιστημόνων, που, εφοδιασμένοι με χαρτοφύλακες και σάντουιτς, δίναμε διαλέξεις, συντάσσαμε διδακτικό υλικό ή διοργανώναμε ημερίδες στο εκπαιδευτικό σώμα στρατού. Εάν καλούσαν εμάς στα όπλα, τότε η χώρα βρισκόταν σε άθλια κατάσταση.
Έπρεπε να δηλωθώ το άλλο πρωί στις οχτώ στη μονάδα μου στο Γενικό Επιτελείο Στρατού στο Τελ Αβίβ. Η συνήθης αναφορά της διαρκείας της επιχείρησης έλειπε στο σημείωμα. Η διαταγή παρουσίας στη μονάδα μου ήταν για μένα ένα σοκ και είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ. Τι άραγε να ήθελε ο στρατός από μένα; Δεν είχα ιδέα σε τι θα μπορούσα να του είμαι χρήσιμος. Πόσο καιρό να διαρκούσε άραγε η επιστράτευσή μου; Πού να μ’ έστελναν άραγε; Μήπως έπρεπε να ειδοποιήσω τους γονείς μου; Δεν φοβόμουν μόνον για την σωματική μου ακεραιότητα. Κατάλαβα πάραυτα πως αυτήν την φορά δεν θα κατόρθωνα να γλιτώσω τα πολιτικά και ηθικά προβλήματα, που είχα παρακάμψει όλα τα χρόνια της θητείας μου. Οι ελιγμοί των τελευταίων ετών δεν περνούσαν πλέον.


Κατά την επιστροφή μου στο Ισραήλ, το 1976, ήμουν ακόμη οπαδός των βασικών ιδεών του σιωνισμού, ότι δηλαδή οι Εβραίοι είχαν δικαίωμα να εγκατασταθούν στην παλαιά βιβλική τους πατρίδα, ότι η αντίσταση των Αράβων και Παλαιστινίων ενάντια στο εγχείρημα των Εβραίων ήταν άδικη, ότι το Ισραήλ δρούσε αμυντικά υπερασπίζοντας τα δικαιώματά του στα εδάφη αυτά. Πέντε χρόνια διαβίωσης και εργασίας στο Ισραήλ είχαν αλλάξει εντελώς τη στάση μου. Ήμουν της γνώμης ότι οι Παλαιστίνιοι είχαν υποστεί και εξακολουθούσαν να υπομένουν μεγάλο άδικο – προκεκλημένο από την επιβαλλόμενη εποίκηση Εβραίων στην Παλαιστίνη κατά την δεκαετία του 1920, από την βίαιη ίδρυση και «εθνική κάθαρση» του κράτους το 1948, τη συνεχιζόμενη εγκατάσταση εποίκων στα κατακτημένα εδάφη του 1967. [ ] Πώς ήταν δυνατόν εγώ, ως Γερμανός Εβραίος, να δεχτώ αδιαμαρτύρητα μια τέτοιου είδους θρησκευτική αρχή έθνους και εθνικότητας; [ ]Το Ισραήλ έπρεπε να γίνει κράτος για όλους τους πολίτες του και ν’ αποβάλει το σιωνισμό. Η άποψη αυτή επηρέαζε την κρίση μου στα περισσότερα προβλήματα, και γι’ αυτό δικαιολογούσα με μεγαλύτερη ευχέρεια τα λάθη της άλλης πλευράς παρά της ιδίας.
Με αυτές μου τις απόψεις βρισκόμουν σε πλήρη σχεδόν αντίθεση με τους περισσότερους φίλους και συναδέλφους μου και τους περισσότερους Ισραηλινούς. Μια μεγάλη πλειοψηφία συμμεριζόταν την άποψη ότι οι Εβραίοι ήταν εκείνοι που είχαν υποστεί μεγάλο άδικο εξαιτίας της αραβικής εχθρότητας απέναντι στο σιωνιστικό εγχείρημα και το Ισραήλ [ ]. Πίστευε ότι η πολιτική ανωριμότητα, η μισαλλοδοξία, ο αντισημιτισμός, μάλιστα, της αντίθετης πλευράς καθιστούσαν αδύνατη μια ειρηνική λύση, πίστευε ότι μόνο μια πολιτική που βασίζεται στην στρατιωτική ισχύ είναι σε θέση να διασφαλίσει την επιβίωση του Ισραήλ. Οι απόψεις αυτές συνοψίζονται στην φράση: «Αυτοί», οι Παλαιστίνιοι, «καταλαβαίνουν μόνο μία γλώσσα, την γλώσσα της βίας.» [ ]
Ένας από τους μύθους και θρύλους ήταν η ιστορία με τους Δαυίδ και Γολιάθ. Αγνοώ ποιος ήταν ο αρχικός εμπνευστής αυτής της ιδέας, πάντως του αξίζει το κρατικό βραβείο του Ισραήλ. Δεν θα παραξενευόμουν αν κι αυτή η ευφυής φάρσα ήταν σόφισμα του Υπουργείου Εξωτερικών του Ισραήλ, του επινοητή τόσων γνωστών επιχειρημάτων. Ο αγώνας μεταξύ του Γολιάθ και του Δαυίδ [ ], πρωτοεμφανίστηκε στις συζητήσεις και στην πολιτική γελοιογραφία το 1967 κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών: ο μικρός ισραηλινός Δαυίδ με τα κοντό παντελονάκι του, τα σηκωμένα μανίκια και το «Κόβα Τεμπέλ», τον πίλο του τρελού, κι από την άλλη ο άξεστος Γολιάθ, τυλιγμένος με βιβλικό αρκουδίσιο τομάρι και οπλισμένος μ’ ένα ρόπαλο, εξάρτηση που του προσέδιδε όψη πολεμοχαρή, ωστόσο σε τελική ανάλυση, απειρότεχνου ατζαμή. Με αυτόν τον τρόπο, στη συνείδηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης είχε θεμελιωθεί η εντύπωση πως το μικρό και αδύναμο Ισραήλ, με τα τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους είχε ν’ αντιμετωπίσει μια εχθρική υπερδύναμη, το ενωμένο Αραβικό Έθνος με πάνω από 100 εκατομμύρια ανθρώπους. Η εικόνα αυτή, που ανήκει στο βασίλειο της πολιτικής φαντασίας και προπαγάνδας, καθορίζει ακόμη και σήμερα τη σκέψη μεγάλου μέρους του ισραηλινού πληθυσμού. Εγώ, απεναντίας, θεωρώ ότι το Ισραήλ ήταν ένα μοντέρνο, δυτικό βιομηχανικό κράτος με μεγάλο και άρτια εξοπλισμένο στρατό. Ο Γολιάθ δεν ήταν παρά μια σειρά υποανάπτυκτες χώρες που δεν είχαν καν καταφέρει να λύσουν το πρόβλημα σίτισης του πληθυσμού τους.
[ ] Η νίκη του μικρού Δαυίδ κατά του παντοδύναμου Φιλισταίου, σύμφωνα με την παράδοση, είχε επιτευχθεί με την βοήθεια θαυματουργών δυνάμεων που του είχε δωρίσει ο Θεός. Το κρυφό μήνυμα ήταν: Σημασία δεν έχει η δύναμη των μυών, σημασία έχει η δύναμη της πίστης.
Στην πραγματικότητα, ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν εντελώς διαφορετικός[ ]. Παρά ταύτα, η ισραηλινή κυβέρνηση παρουσίαζε κάθε τόσο με επιτυχία τους Παλαιστίνιους ως επικίνδυνους επιθετικούς γειτόνους, που επεδίωκαν, και ήταν σε θέση, να ρίξουν τον εβραϊκό πληθυσμό σύσσωμο στη θάλασσα. Κι όλα αυτά ενώ ο ισραηλινός πληθυσμός δεν έφταιγε σε τίποτα και ήταν αθώο θύμα. [ ]
Απαγωγές αεροπλάνων, βομβιστικές ενέργειες, αυθαίρετοι φόνοι πολιτών, επιθέσεις με πυραύλους σε χωριά και πόλεις, όλες οι αδικίες που είχαν διαπράξει οι Παλαιστίνιοι εξυπηρετούσαν τον εφησυχασμό της ιδίας συνείδησης και την απόρριψη των δίκαιων αιτημάτων των Παλαιστινίων μαζί με τις μεθόδους επιβολής τους. [ ] Τα αραβικά καθεστώτα υιοθετούσαν αντισημιτικά στερεότυπα για να κατοχυρώσουν την αξιοπιστία τους απέναντι στο λαό τους και να του εμφυσσήσουν μίσος και πολεμική ετοιμότητα, οι Εβραίοι του Ισραήλ ήταν μέχρι εσχάτου σημείου διαποτισμένοι με απάνθρωπες, ρατσιστικές προκαταλήψεις απέναντι στην αραβική κοινωνία, ώστε να περιφρονούν τους ανθρώπους της αντίθετης πλευράς, να καταπατούν τα ανθρώπινά τους δικαιώματα, και στην ανάγκη, να τους σκοτώνουν. Επειδή ο μύθος περί της μοίρας των Εβραίων ως του μονίμου θύματος των λαών ήταν στενά συνδεδεμένος με την ίδρυση του Ισραήλ, όποιος πρόβαλλε ενδοιασμούς ως προς την ανωτερότητα του σιωνιστικού εγχειρήματος, εξοβελιζόταν στη θέση ενός αρνητή της δίωξης και του φόνου των Εβραίων. Όλα αυτά οδηγούσαν σε μια πλήρως μονομερή και μη ρεαλιστική άποψη του προβλήματος και των αρχικών αιτιών του. Εφόσον η ιδία πλευρά ήταν το καθεαυτό αθώο θύμα, η εχθρότητα των Παλαιστινίων δεν μπορούσε παρά να οφείλεται στις πολιτιστικές και θρησκευτικές αντιθέσεις – στη μοιραία μισαλλοδοξία του Ισλάμ απέναντι στις άλλες θρησκείες, στην πολιτική ανωριμότητα της αραβικής κοινωνίας, που δεν άντεχε μειονότητες στους κόλπους της, και ούτω καθ’ εξής. Επικρατούσε η συναίσθηση ότι το Ισραήλ και οι Ισραηλινοί δεν έφεραν καμία ευθύνη για την κατάσταση και δεν είχαν λόγο να επικρίνουν τον εαυτό τους. Η λανθασμένη όμως διάγνωση συνεπάγεται λανθασμένη θεραπευτική αγωγή, και αυτή οξύνει τον πόνο περισσότερο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ