Αρχική » Η ευρωπαϊκότητα της Τουρκίας

Η ευρωπαϊκότητα της Τουρκίας

από Άρδην - Ρήξη

του Μ. Μεγαλοκονόμου, από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005

Η θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης τονίζει το κοινό πολιτιστικό παρελθόν των λαών της Ευρώπης, ευχόμενο η Ευρώπη, ενωμένη στην πολυμορφία της, να προσφέρει τις καλύτερες δυνατότητες για να συνεχίσουν οι λαοί της τη “μεγάλη περιπέτεια” με σεβασμό των δικαιωμάτων του κάθε ανθρώπου και με συνείδηση των ευθυνών τους έναντι των μελλοντικών γενεών της Γης.
Προκύπτει από τα παραπάνω ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί θεωρούν πια ότι εξασφάλισαν ένα καθεστώς ειρήνης στον χώρο τους, ότι εμπέδωσαν τη Δημοκρατία, ότι διασφάλισαν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημιούργησαν περισσότερο ή λιγότερο ισχυρές οικονομίες. Και τώρα, με αυτά τα κεκτημένα θεμέλια, έπειτα από τεράστιες προσπάθειες, και με βάση πάντα τις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές και πολιτιστικές αξίες, αποβλέπουν στο να πραγματώσουν την Ένωσή τους. Με μια αποφασιστική πολιτική σύγκλιση.
Το σύνολο του προβλήματος πιστεύουμε ότι πρέπει κανείς να το αντιμετωπίσει όχι με βραχυπρόθεσμα οικονομικο-πολιτικά κριτήρια αλλά, όπως αναφέρει το Προοίμιο της Συνθήκης, με μακροπρόθεσμο, ιστορικό και εστιασμένο στην μοίρα του μελλοντικού Ευρωπαίου οραματισμό. Με συνείδηση της ευθύνης μας “έναντι των μελλοντικών γενεών”, όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά.
Αν τώρα εξετάσουμε το πρώτο στοιχείο που αναφέρεται στο Προοίμιο, “την ευρωπαϊκή Ήπειρο”, δηλαδή την γεωγραφική πλευρά του προβλήματος, διαπιστώνουμε ότι η Ε.Ε. έχει ήδη πετύχει το μέγιστο δυνατό όριο της επεκτάσεώς της ώστε να καλύπτει το σύνολο σχεδόν του ευρωπαϊκού χώρου. Και η επέκταση αυτή έγινε μέχρι ενός σημείου που όπως ελπίζεται δεν θα αποβεί εις βάρος της εμβάθυνσης. Μιας εμβάθυνσης που κύριο χαρακτηριστικό της και κύριο όραμα των εμπνευστών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η πολιτική Ένωση.
Από εδώ και πέρα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί για το ποια είναι τα όρια της Ευρώπης όταν τίθεται θέμα ένταξης της Τουρκίας. Κατά κοινώς αποδεκτή έννοια, η Τουρκία δεν ανήκει στην Ευρώπη, ούτε γεωγραφικά ούτε πολιτιστικά, και συνεπώς η τυχόν ένταξή της στην Ε.Ε. δεν θα καθυστερήσει απλώς την επιζητούμενη πολιτική Ένωση, αλλά πιθανότατα θα ζημιώσει και τελικά θα είναι η αιτία να ναυαγήσει η επιζητούμενη αυτή κατάληξη.
Τι διαπιστώνουμε αν ιδούμε το πρόβλημα με οραματισμό μακροχρόνιο; _ αν έχουμε συναίσθηση της πραγματικότητας, και όχι αντιμετωπίζοντάς το υπό πρίσμα ευκαιριακό, ωφελιμιστικό ή μικροπολιτικό. Βλέπουμε ότι η Τουρκία είναι μια χώρα κατ’ αρχήν ασιατική με μόνο το 8 -9% του εδάφους της στην Ευρώπη. Σύμφωνα όμως με μιαν άποψη κάποιου Ευρωπαίου Επιτρόπου της Κομισιόν, στο ερώτημα αν η Τουρκία είναι χώρα ευρωπαϊκή η απάντηση είναι: “Αν η φιλοδοξία (να γίνει κάποια χώρα μέλος της Ε.Ε.) είναι κριτήριο, η απάντηση θα έπρεπε να είναι ένα βροντερό ναι”. Οι συνέπειες της επικράτησης μιας τέτοιας φιλοσοφικής αντίληψης για την “ευρωπαϊκότητα” μιας χώρας είναι εντυπωσιακές. Πολλές χώρες θα μπορούσαν να φθάσουν σε ένα οριακά ικανοποιητικό πολιτικό και οικονομικό επίπεδο πέραν της Τουρκίας. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε η Ε.Ε. να δεχθεί ως μέλη την Αρμενία, τη Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη και το Μαρόκο; Και με ποιο επιχείρημα θα μπορούσε τότε η Ε.Ε. να αρνηθεί αυτές τις υποψηφιότητες; Και αν τις δεχόταν, ποιο θα ήταν τότε το νόημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ευρωπαϊκής σταθερότητας; Και τελικά ποια θα ήταν τα όρια της Ευρώπης; Είναι φανερό ότι το κριτήριο αυτό και το αντίστοιχο επιχείρημα καταρρέει από μόνο του, γιατί δεν είναι ικανό να καθορίσει κάποια όρια επεκτάσεως που θα ήταν αφ’ εαυτών λογικώς αποδεκτά.
Αλλά ας αφήσουμε τα καθαρώς γεωγραφικά που αναγκαστικά είναι και ιστορικά κριτήρια και ας εξετάσουμε τα πολιτικά και πολιτιστικά. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με διαφορετική πολιτιστική παράδοση, με διαφορετικές αντιλήψεις όσον αφορά στις σχέσεις κράτους και κοινωνίας, στις σχέσεις πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, με διαφορετική αντίληψη και πρακτική όσον αφορά στα ατομικά δικαιώματα, στην αναγνώριση και κατοχύρωση των μειονοτικών δικαιωμάτων και τέλος με διαφορετική – επιλεκτική αποδοχή ή άρνηση προσαρμογής στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων και οργανισμών.
Το 1987, ακριβώς με τη σκέψη ότι όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά της γείτονoς εμπόδιζαν την ενσωμάτωσή της στην ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια, της είχαν τεθεί τέσσερις όροι για να καταστεί δυνατή η ένταξή της στην Ε.Ε. Αυτοί ήταν:
Α. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και η ισότης των πολιτών ανεξαρτήτως καταγωγής ή θρησκεύματος.
Β. Η επίλυση του κυπριακού (ήταν η δεύτερη προϋπόθεση της Ε.Ε. το 1987).
Γ. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δ. Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων.
Να αναφέρουμε εδώ ότι το τελευταίο αυτό σημείο, χωρίς να είναι ίσως το σημαντικότερο, είναι πάντως πολύ χαρακτηριστικό. Σχετικά με την προϋπόθεση αυτή, η αρνητική στάση της Τουρκίας υπήρξε απόλυτη. Και τούτο παρ’ όλο που η αναγνώριση των σφαλμάτων του παρελθόντος είναι για μια κοινωνία δείγμα δημοκρατικής ωριμότητας. Η άρνηση αυτή φτάνει μέχρι σημείου να ασκείται απροκάλυπτη επιρροή σε ξένα Κοινοβούλια όποτε υπάρχει το ενδεχόμενο να υπενθυμίσουν αυτά τη γενοκτονία με κάποιο ψήφισμά τους.
Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, το φαινόμενο αυτό εξηγείται με την εμμονή της Τουρκίας στην νομιμότητα της παραδοσιακής, από την εποχή του Κεμάλ, στρατοκρατικής υποδομής. Μια χώρα που θα ήταν πραγματικά αποφασισμένη να ακολουθήσει δημοκρατική πορεία, θα ήταν αντιθέτως πρόθυμη να αποκηρύξει σφάλματα που έγιναν κατά το στρατοκρατικό της παρελθόν.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά τη διατύπωση από την Ε.Ε. των τεσσάρων προϋποθέσεων, καμία δεν έχει ικανοποιηθεί. Και έτσι η Ευρώπη βρέθηκε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Ή να ξεχάσει τις προϋποθέσεις αυτές βρίσκοντας πλάγιους τρόπους να τις παρακάμψει ή να αρνηθεί στην Τουρκία την πλήρη ένταξη. Και διάλεξε τον περασμένο Δεκέμβριο την πρώτη λύση. Δηλαδή στην ουσία εγκατέλειψε τις προϋποθέσεις που είχε θέσει, μεταθέτοντας την ικανοποίησή τους στο απώτερο μέλλον. Η Ε.Ε. προτίμησε, αυτή μόνη, να “τηρήσει τις υποσχέσεις της” έναντι της υποψήφιας χώρας. Εδώ δηλαδή βλέπουμε ότι οι υποσχέσεις της Ένωσης των κρατών υπερισχύουν έναντι των υποσχέσεων της υποψήφιας χώρας, ενώ θα περίμενε κανείς να υπάρχει συμμόρφωση και ισόρροπη αντιστοιχία από την πλευρά της Τουρκίας. Αλλά, θα το ξαναδούμε αυτό αργότερα. ούτως ή άλλως οι ηγέτες της ΕΕ δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν, κάποτε, έστω και μετά πολλές δεκαετίες, η Τουρκία να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις αυτές. Επειδή βασικά απαιτούν τη δημιουργία μιας κοινωνίας δημοκρατικής, όπως την εννοούν τα ευρωπαϊκά μέλη της. Επειδή γνωρίζουν καλά ότι το σύνταγμα της χώρας αυτής ντύνει βασικές έννοιές του, όπως ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία και κράτος δικαίου, με ένδυμα εθνικιστικό. Και ο στρατός αυτο-προσδιορίζεται ως φύλακας του εθνικιστικού ιδεώδους.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά, η Τουρκία εξακολουθεί να καταδικάζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε για μαζικές παραβιάσεις στην Κύπρο, είτε για ατομικές περιπτώσεις μέτρων κατά δημοσιογράφων που περιορίζουν την ελευθερία έκφρασης. Το πιο περίεργο σ’ αυτήν την πλευρά του προβλήματος είναι ότι, βλέποντας η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία ότι είναι αδύνατον να πάψουν να παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβάνεται η Ευρώπη, αποφάσισε να δώσει στη χώρα αυτή κάλυμμα-συχωροχάρτι με μια απόφαση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υπογραμμίσθηκε με την απόφαση αυτή ότι η ψήφιση από του τουρκικό Κοινοβούλιο των μεταρρυθμίσεων των ετών 2002 και 2003 αποτελούν αδιαμφισβήτητη απόδειξη για τη θέληση της Τουρκίας να ανταποκριθεί σε όλες της τις υποχρεώσεις σαν κράτος μέλος του ΣτΕ. Και γι’ αυτό αποφάσισε τη διακοπή της διαδικασίας παρακολούθησης της Τουρκίας για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…
Στην πραγματικότητα, μια πιθανή πλέον ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., σε μια Ένωση όπου οι ισορροπίες είναι ήδη δύσκολες, θα ισοδυναμούσε με εμφύτευση ασύμβατου μοσχεύματος σε άλλον οργανισμό. Και η αποτυχία είναι εκ των προτέρων εξασφαλισμένη. Όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν τις ρίζες τους στην ελληνορωμαϊκή κληρονομιά, στα κεκτημένα της Αναγέννησης και του διαφωτισμού και στις θρησκείες που επεκράτησαν στον γεωγραφικό της χώρο. Για τον λόγο αυτό η άρνηση να αναγνωρισθούν αυτές οι θεμελιώδεις διαφορές με την Τουρκία, που ο πληθυσμός της αποτελείται κατά 98% από μουσουλμάνους, δεν θα ωφελούσε ούτε την Ευρώπη ούτε την Τουρκία.
Υπάρχουν και τα οικονομικά επιχειρήματα: Με την ένταξή της η Τουρκία θα ενσωματωθεί στο Κοινοτικό κεκτημένο. Δεδομένων των οικονομικών μεγεθών (μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ε.Ε. 21.000 ευρώ _ και στην Τουρκία μόνο 6.500), οι διατάξεις περί ελεύθερης διακίνησης αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων θα καταλήξουν σε δυο βασικά φαινόμενα. Από τα πιο εκβιομηχανισμένα κράτη-μέλη θα μετακινηθούν επιχειρήσεις προς την Τουρκία. Σε όλα δε τα κράτη-μέλη θα σημειωθεί εισροή χιλιάδων Τούρκων εργατών. Και τα δύο φαινόμενα θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ήδη μεγάλης ανεργίας σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία αλλά και η χώρα μας. Θα ζημιώσει όμως και την Τουρκία καθώς η πολύ ασθενής της οικονομία θα εξαγορασθεί ακαριαία από τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες.
Λέγεται βέβαια ότι θα τεθεί ως ειδικός όρος ότι η ελεύθερη κίνηση των προσώπων δεν θα ισχύσει για την Τουρκία. Αυτό όμως θεωρείται όχι μόνο δύσκολο, δηλαδή να θεσπισθεί εξ αρχής διαφορετικό καθεστώς, αλλά και τελείως ανεφάρμοστο μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι, όταν με τις σημερινές συνθήκες οι χώρες της Ε.Ε. δεν είναι ικανές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των παράνομων μεταναστών, θα είναι δυνατόν να γίνει τούτο για πολίτες κράτους-μέλους της Ε.Ε. με τόσες πληθυσμιακές εφεδρείες. Για τον λόγο αυτό άλλωστε προκλήθηκαν τα πρώτα ρήγματα μεταξύ των πολιτικών ηγετών της Ε.Ε. και των λαών τους. Πριν δηλαδή αρχίσει η ενταξιακή διαπραγμάτευση, η υποψηφιότητα της Τουρκίας έχει δημιουργήσει ένα άνευ προηγουμένου “δημοκρατικό έλλειμμα” στην ίδια την Ευρώπη. Με ποσοστά πάνω από το 65%, ο γαλλικός και ο γερμανικός λαός οι πρωταγωνιστές δηλαδή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι αντίθετοι στην ένταξη της Τουρκίας για τον παραπάνω λόγο. Και οι ηγέτες τους ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο αγνοούν τη θέληση αυτής της πλειοψηφίας.
Το επόμενο σημείο αφορά ακριβώς τον μεγάλο πληθυσμό της χώρας αυτής. Είναι ένα θέμα που θα επηρεάσει αμέσως την ισορροπία και τη λειτουργία της Ε.Ε. Με πληθυσμό που πλησιάζει τα 70 εκατομμύρια σήμερα και με ρυθμό αυξήσεως 3,1/1000, ο πληθυσμός το 2015 (δηλαδή μια χρονιά που θα είναι κοντά στην προβλεπόμενη ένταξη) θα ανέρχεται σε 100 εκατομμύρια. Θα αντιπροσωπευόταν έτσι η Τουρκία από τον μεγαλύτερο ανά χώρα αριθμό ευρωβουλευτών της Ε.Ε., μεγαλύτερο από εκείνον της Γαλλίας ή της Γερμανίας. Το μόνο μέλος με καθαρά μουσουλμανικό πληθυσμό στην Ε.Ε. θα είχε έτσι περισσότερη πολιτική σημασία και επιρροή από εκείνη της Γαλλίας ή της Γερμανίας. Αλλά μια τέτοια ανατροπή δεδομένων στην Ευρώπη δεν φαίνεται να θεωρείται από τους σημερινούς Ευρωπαίους ηγέτες άξιο προσεκτικότερου χειρισμού ή άξιο δημοσίου διαλόγου.
Μπορούν άραγε να γίνονται τόσο μεγάλης σημασίας για την Ευρώπη κρίσιμα βήματα, χωρίς να δίνεται η ευκαιρία να συζητηθούν ουσιαστικά από αυτούς που τελικά θα επηρεασθούν από τις εξελίξεις; Δηλαδή από τους Ευρωπαίους και τα Κοινοβούλιά τους;
Η Τουρκία κυριαρχείται από τρεις βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πολιτική της, εσωτερική και εξωτερική, σε διάφορους κάθε εποχή βαθμούς. Αυτά είναι το Ισλάμ, το στρατιωτικό κατεστημένο και ο εθνικισμός – που συχνά εμπλέκει και τον ιδιαίτερα επικίνδυνο για όλη την περιοχή παντουρκισμό. Χωρίς ενδοιασμούς, η Τουρκία πράγματι επεμβαίνει συχνά στα εσωτερικά πράγματα και στα εκλογικά αποτελέσματα τρίτων χωρών με το πρόσχημα της προστασίας “συγγενών” πληθυσμών. Σαν παράδειγμα, επίκαιρο και όχι παρωχημένο, να αναφέρουμε εδώ ότι, στις μέρες μας, η Άγκυρα, επικαλούμενη την προστασία των δικαιωμάτων των Tουρκομάνων, επεμβαίνει στις εξελίξεις στο βόρειο Ιράκ. Έχει μάλιστα κατηγορήσει επανειλημμένα τις κουρδικές παρατάξεις αλλά και τις ΗΠΑ ότι αλλοίωσαν την πληθυσμιακή σύνθεση του Κιρκούρκ.
Η προσπάθεια να “εξευρωπαϊστεί” η Τουρκία προϋποθέτει την ελάττωση και τελικά εξουδετέρωση της ισχύος του στρατιωτικού κατεστημένου. Γιατί δεν είναι νοητό να συγκυβερνάται σήμερα ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. από τον στρατό του. Και μάλιστα ένα στρατό που είναι παράγων γεωστρατηγικής επιρροής σε ένα περιβάλλον γειτονικών χωρών γεμάτο προβλήματα και αμφίβολες ισορροπίες. Το παράδοξο είναι όμως ότι το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας είναι και ο εγγυητής του κεμαλισμού, δηλαδή της συγκράτησης του ισλαμισμού, που αυτή τη στιγμή, υπό την ήπια μορφή του, συνεργάζεται ως Κυβέρνηση με τους στρατιωτικούς. Θέλουμε δηλαδή στην Ευρώπη τους στρατιωτικούς να ελέγχουν τους ισλαμιστές, στην Κυβέρνηση και παραέξω, που όμως αυτοί οι ισλαμιστές πρέπει να στείλουν τους στρατιωτικούς πίσω στους στρατώνες τους για να γίνουν ικανοί να μπουν στην Ε.Ε. και να μην ελέγχονται από τους στρατιωτικούς. Είναι αυτό κατά τη γνώμη μας το αποκορύφωμα μιας ομιχλώδους πολιτικής σκέψης που έχει πάρει δρόμους ιδιαίτερα επικίνδυνους.
Απ’ όλα αυτά συνάγεται ότι η τυχόν ένταξη της Τουρκίας θα παρέσυρε την Ε.Ε. σε πολλές διαμάχες στις οποίες η Τουρκία εμπλέκεται από την εθνικιστική και διεκδικητική φύση της. Ουκ ολίγες είναι διαφορές που έχει με τους γείτονές της: συνοριακά με τη Συρία, υδάτων με το Ιράκ, το Κουρδικό, το Κυπριακό κ.ά.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν έτσι βρεθεί με μια καυτή πατάτα στα χέρια. Την κοιτούν απορώντας για τον λόγο που την μάζεψαν και περιμένουν να διαπιστώσουν αν αυτή θα αποφασίσει να κρυώσει ή αν θα κάψουν τελικά τα χέρια τους.
Είναι ολοφάνερο, μετά όσα ειπώθηκαν, ότι η Ε.Ε. οφείλει να λύσει μεσοπρόθεσμα μεν –αλλά οπωσδήποτε να λύσει– ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Θα δεχθεί τελικά την Τουρκία ως πλήρες μέλος της, κινδυνεύοντας να χάσει ολότελα όχι μόνο τον αρχικό της προσανατολισμό αλλά και την ίδια την ταυτότητά της, ή θα αρνηθεί κάποια στιγμή να συνεχίσει μέχρι τέλους κάτι που μάλλον “ελαφρά τη καρδία” άρχισε. Θα κινδυνέψει όμως τότε σοβαρά να προκαλέσει έντονες απογοητεύσεις και πραγματικές αντιδυτικές εξάρσεις στον πληθυσμό και στις μελλοντικές κυβερνήσεις της Τουρκίας. Γιατί, μετά δέκα – δεκαπέντε χρόνων συνεχείς “εκπτώσεις” ευρωπαϊκότητας που παραχωρεί η Ε.Ε. χωρίς αντίστοιχο αντίκρισμα στην υποψήφια χώρα, θα φτάσει αναγκαστικά σε μία από τις δύο αυτές καταστάσεις και τις δύο εξ ίσου καταστροφικές.
Η Τουρκία και η Ευρώπη έχουν ιστορικά αλληλοεπηρεαστεί και οι ανταλλαγές, ειρηνικές ή πολεμικές, έχουν δημιουργήσει μακροχρόνιες σχέσεις. Αυτές όμως, μετά τόσους αιώνες, δεν έχουν πετύχει να δώσουν στην Τουρκία σκέψη και στάση ευρωπαϊκή. Αλλά παραμένει το γεγονός ότι η χώρα αυτή έχει δημιουργήσει πολλούς και ποικίλους δεσμούς με τη Δύση. Και δικαιούται να έχει σημαντική ενίσχυση και στενή σύνδεση με την Ε.Ε., χωρίς όμως η σχέση αυτή να επηρεάσει αρνητικά είτε την μία είτε την άλλη πλευρά.
Μένει λοιπόν να επιδιωχθεί μια ιδιαίτερα ευνοϊκή, ενισχυτική από κάθε πλευρά, ειδική σχέση με την Ε.Ε. Άλλωστε η στάση της αυτό υπαγορεύει και οι εξαιρέσεις από το κοινοτικό κεκτημένο που συνεχώς ζητεί να της παραχωρηθούν, λογικά, κάποια στιγμή θα ευνοήσουν την λύση της ειδικής σχέσης ή θα καταλήξουν νομοτελειακά σ’ αυτήν. Η ειδική σχέση θα της δώσει τη δυνατότητα να ανταγωνισθεί μέσα στην Ε.Ε. οικονομικά και να συνεργασθεί, μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίου σεβασμού των πολιτιστικών αξιών εκάστης πλευράς: Να χρησιμοποιήσει γενναία οικονομική βοήθεια που θα είναι όμως μέσα στις δυνατότητες της Ε.Ε. Και να εγκαταστήσει μια στενή συνεργασία που δεν θα επιφέρει ούτε κλονισμό των ισορροπιών μέσα στην Ε.Ε. ούτε αναστάτωση στους παραδοσιακούς θεσμούς της χώρας αυτής, καθώς δεν θα χρειασθεί να γίνουν ουτοπικές προσπάθειες για να μεταβληθεί άρδην ο βαθύτερος χαρακτήρας της.
Αν οι ηγέτες της Ευρώπης επιθυμούν να ιδούν οι απόγονοί των την Ε.Ε. ισχυρή, ενωμένη, ομονοούσα και αποτελεσματική.αν επιθυμούν να διατηρήσουν τους ίδιους ευγενείς κοινούς οραματισμούς και να μην υποκύψουν σε εθνικιστικές περιπέτειες, πρέπει να προβάλουν την ιδέα αυτή όσο γίνεται γρηγορότερα. Όσο γρηγορότερα, τόσο λιγότερη θα είναι τελικά η απογοήτευση και οι συνέπειές της. Όσο γρηγορότερα, τόσο πιο μεθοδευμένα θα βρεθούν τρόποι να εξομαλυνθούν οι υπάρχουσες αντιρρήσεις και να ικανοποιηθούν οι πραγματικές ανάγκες των δύο μερών. Όσο γρηγορότερα, τόσο πιο ειλικρινείς θα είναι οι πολιτικές και από τις δύο μεριές. Και οι κίνδυνοι σαφώς μικρότεροι από εκείνους που θα επέφερε η διαιώνιση υποσχέσεων που αδυνατούν να εκπληρωθούν.
Θα είναι μια κίνηση που όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες θα καλωσορίσουν, που θα βοηθήσει στην εξαφάνιση της σημερινής διάστασης μεταξύ των ηγεσιών και των περισσοτέρων λαών της Ευρώπης. Θα καταπραΰνει τις έντονες ανησυχίες για το μέλλον της Ε.Ε., θα προχωρήσει χωρίς το πρόσθετο αυτό εμπόδιο στην έγκριση του Συντάγματος της Ευρώπης. Έτσι δεν θα έχουν τα παιδιά μας την ατυχία να ιδούν την Ευρώπη να απάγεται ξανά. Αλλά τη φορά αυτή αντίστροφα, από την Δύση προς την Ανατολή.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ